Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α ΠΑΓΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α ΠΑΓΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ




Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
18-10-2015
Ο Όττο Έντουαρντ Λέοπολντ, πρίγκιπας του Μπίσμαρκ, Δούκας του Lauenburg (1 Απριλίου 1815 - 30 Ιουλίου 1898), υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς Γερμανούς πολιτικούς του 19ου αιώνα. Ως Υπουργός-Πρόεδρος της Πρωσίας από το 1862 ως το 1890, πραγματοποίησε την ενοποίηση της Γερμανίας. Από το 1867 ήταν ο Καγκελάριος της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Όταν ιδρύθηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871, έγινε ο πρώτος της Καγκελάριος.


Ο Μπίσμαρκ έγινε καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (Ράιχ), αμέσως μετά την ίδρυση του, το 1871. Συγχρόνως διατήρησε τις θέσεις που κατείχε στο πρωσικό κράτος (Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών). Έτσι διατηρούσε πλήρη έλεγχο της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Στα επόμενα χρόνια, ένας από τους κύριους στόχους του ήταν η μείωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία. Η Πρωσία, με την εξαίρεση της Ρηνανίας, και τα περισσότερα από τα βόρεια γερμανικά κράτη ήταν έντονα προτεσταντικά, αλλά πολλοί καθολικοί ζούσαν στη Νότια Γερμανία, ειδικά στη Βαυαρία. Στο σύνολο της χώρας, το ένα τρίτο των κατοίκων ήταν Καθολικοί. Ο Μπίσμαρκ πίστευε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν πολύ ισχυρή πολιτικά και τον ανησυχούσε επίσης η ίδρυση του Καθολικού Κόμματος του Κέντρου (1870).

Έτσι, ξεκίνησε μία πολιτική εκστρατεία εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που έμεινε γνωστή ως Kulturkampf ή πολιτισμικός αγώνας. Το 1871, το Καθολικό τμήμα του Πρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών καταργήθηκε. Το 1872, οι Ιησουΐτες εξορίστηκαν από τη Γερμανία, ενώ ο Μπίσμαρκ ευνοούσε την άνοδο του Λουθηρανισμού. Το 1873, εγκρίθηκαν πιο αυστηροί αντικαθολικοί νόμοι που επέτρεπαν στην κυβέρνηση να επιβλέπει τη μόρφωση των Καθολικών ιερέων. Αλλά αυτές οι προσπάθειες απλώς ενίσχυσαν το Κόμμα του Κέντρου. Το 1878, ο Μπίσμαρκ εγκατέλειψε τον πολιτισμικό αγώνα, που έμεινε γνωστός ως μία από τις σημαντικότερες πολιτικές αποτυχίες του.

Στο μεταξύ, το 1873 ξεκίνησε η Μακρά Ύφεση ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου της Βιέννης. Για πρώτη φορά για πολλά χρόνια, η γερμανική οικονομία βρέθηκε σε κρίση. Για να βοηθήσει τη βιομηχανία, ο Μπίσμαρκ εγκατέλειψε το ελεύθερο εμπόριο και έβαλε προστατευτικούς δασμούς. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο από οικονομικής αλλά και από πολιτικής άποψης: το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, που ήταν μέχρι τότε ο κύριος πολιτικός σύμμαχος του Μπίσμαρκ τον εγκατέλειψαν γιατί διαφωνούσαν με τη θέσπιση δασμών. Ο Μπίσμαρκ πλέον στράφηκε οριστικά προς τους συντηρητικούς για πολιτική υποστήριξη.



Μετά την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, δύο προβλήματα απασχολούσαν το μυαλό του Μπίσμαρκ. Το πρώτο ήταν οι μειονότητες, καθώς ο Γερμανός καγκελάριος ήθελε να αποφύγει οπωσδήποτε τα προβλήματα της γειτονικής Αυστροουγγαρίας. Οι μειονότητες της Αυτοκρατορίας βρίσκονταν κυρίως στα σύνορα: οι Δανοί στο Βορρά, οι Γάλλοι στη Δύση και οι Πολωνοί στη Ανατολή. Παρότι ο Μπίσμαρκ δεν ήταν προκατειλημμένος εναντίον των Πολωνών (τουναντίον μιλούσε πολωνικά) ακολούθησε ιδιαίτερα σκληρή πολιτική εναντίον των Πολωνών της Πρωσίας και συνέτεινε στην ένταση των σχέσεων μεταξύ Πολωνών και Γερμανών.

Το δεύτερο πρόβλημα που ανησυχούσε τον Μπίσμαρκ ήταν το σοσιαλιστικό κίνημα και συγκεκριμένα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το 1878, θέσπισε μια σειρά αντι-σοσιαλιστικών νόμων. Οι σοσιαλιστικές οργανώσεις και συγκεντρώσεις απαγορεύονταν, καθώς και η κυκλοφορία σοσιαλιστικών κειμένων. Οι ηγέτες των σοσιαλιστών συνελήφθησαν και δικάστηκαν. Αλλά παρά αυτές τις προσπάθειες, το σοσιαλιστικό κίνημα εξακολούθησε να κερδίζει υποστήριξη και μάλιστα αύξησε τις έδρες του στο Ράιχσταγκ (οι υποψήφιοι του κόμματος παρουσιάζονταν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι).

Εν συνεχεία, ο Καγκελάριος προσπάθησε να μειώσει την απήχηση του σοσιαλισμού προσφέροντας ανταλλάγματα στην εργατική τάξη. Πραγματοποίησε μια σειρά πατερναλιστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που θεωρούνται η πρώτη μορφή κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη. Στα μέτρα περιλαμβάνονταν ασφάλεια υγείας, ασφάλεια από ατυχήματα και αναπηρίες, καθώς και συντάξεις. Επιπλέον, ο Μπίσμαρκ προσπάθησε να περιορίσει την εργασία παιδιών και γυναικών που ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά, η εργατική τάξη παρέμεινε επιφυλακτική έναντι του Μπίσμαρκ.

Κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Μπίσμαρκ ήταν η διατήρηση του status quo στην Ευρώπη, γιατί έτσι εξασφαλιζόταν η γερμανική υπεροχή στην ήπειρο. Η κύρια απειλή για τον καγκελάριο ήταν ο γαλλικός ρεβανσισμός, καθώς οι Γάλλοι επιθυμούσαν διακαώς να εκδικηθούν για την απώλεια της Αλσατίας και της Λωρραίνης. Έτσι, ο Μπίσμαρκ προσπάθησε να απομονώσει τη Γαλλία, ενώ διατηρούσε καλές σχέσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Σύμφωνα με μία αποφθεγματική του ρήση: «Πάντα να προσπαθείς να είσαι ο ένας από τους τρεις σε έναν κόσμο πέντε δυνάμεων.»



Συνεπής με τις ιδέες του, δεν επιδίωξε ισχυρό πολεμικό στόλο ή αποικιακή αυτοκρατορία για να μην προκαλέσει τη Βρετανία (οι διάδοχοι του επιδίωξαν και τα δύο με καταστροφικές συνέπειες). Το 1872, προσέφερε συνθήκη φιλίας στην Αυστρο-Ουγγαρία και τη Ρωσία, σχηματίζοντας τη Λίγκα των Τριών Αυτοκρατόρων ή Dreikaiserbund. Τέλος, ο Μπίσμαρκ διατήρησε καλές σχέσεις με την Ιταλία.

Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1870, μία σοβαρή κρίση προέκυψε στις ευρωπαϊκές σχέσεις. Μετά τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1877-8, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, με την οποία δημιουργούνταν ένα εξαιρετικά μεγάλο σε έκταση βουλγαρικό βασίλειο. Καθώς οι Ευρωπαίοι πίστευαν (λανθασμένα όπως αποδείχτηκε αργότερα) ότι η Βουλγαρία θα ήταν ουσιαστικά προτεκτοράτο της Ρωσίας φοβόντουσαν ότι η δημιουργία του νέου βασιλείου ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της Ρωσίας.

Γι’ αυτό το λόγο συγκλήθηκε το συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο υπογράφτηκε η Συνθήκη του Βερολίνου, όπου στη θέση της μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου δημιουργούνταν η Ανατολική Ρωμυλία και μία σημαντικά μικρότερη Βουλγαρία. Καθώς, η Γερμανία άσκησε πιέσεις στη Ρωσία για την αναθεώρηση της συνθήκης (άλλωστε ο Μπίσμαρκ ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το Συνέδριο του Βερολίνου), οι ρωσο-γερμανικές σχέσεις μπήκαν σε περίοδο κρίσης. Τα προβλήματα εντάθηκαν περισσότερο λόγω της προστατευτικής πολιτικής της Γερμανίας.


Έτσι, η Λίγκα των Τριών Αυτοκρατόρων αποσυντέθηκε. Ο Μπίσμαρκ στράφηκε στην Αυστρο-Ουγγαρία με την οποία υπέγραψε τη Διπλή Συμμαχία το 1879. Αυτή το 1882 μετατράπηκε στην Τριπλή Συμμαχία με την προσθήκη της Ιταλίας. Οι προσπάθειες του Μπίσμαρκ να επαναπροσεγγίσει τη Ρωσία δεν είχαν αίσιο τέλος. Η Λίγκα των Τριών Αυτοκρατόρων αναδημιουργήθηκε το 1881, αλλά γρήγορα κατέρρευσε και πάλι.



Στα τέλη της δεκαετίας του 1870, ο Μπίσμαρκ άλλαξε την πολιτική του σχετικά με τις αποικίες. Έτσι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880 η Γερμανία συμμετείχε στον αποικιακό διαμελισμό της Αφρικής, καθώς πήρε το Τόγκο, το Καμερούν, τη Γερμανική Ανατολική Αφρική (σήμερα στη θέση της υπάρχουν η Ρουάντα, το Μπουρούντι και η Τανζανία) και τη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια).

Το 1888, ο Γουλιέλμος Α' πέθανε και τη θέση του πήρε ο γιος του Φρειδερίκος Γ΄. Ο νέος μονάρχης όμως, βασίλευσε μόνο τρεις μήνες προτού πεθάνει από καρκίνο. Ο νέος βασιλιάς ήταν ο γιος του, Γουλιέλμος Β΄. Ο Γουλιέλμος διαφωνούσε με τον Μπίσμαρκ τόσο σε θέματα εσωτερικής πολιτικής, όπου δε συμφωνούσε με τον ακραίο αντισοσιαλισμό του καγκελάριου, όσο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπου είχε σαφώς μεγαλύτερες φιλοδοξίες από την απλή διατήρηση του status quo. Το σημαντικότερο όμως, εμπόδιο στη συνεργασία του με τον Μπίσμαρκ ήταν ότι ο Γουλιέλμος ήθελε να αναλάβει προσωπικά τη διακυβέρνηση του κράτους και δεν ανεχόταν τις πρωτοβουλίες του σαράντα χρόνια γηραιότερου του Μπίσμαρκ. Τελικά ο Μπίσμαρκ οδηγήθηκε σε παραίτηση το 1890 σε ηλικία 75 ετών.

Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας, γνωστός και ως Κάιζερ, υπήρξε βασιλιάς της Πρωσίας και τελευταίος αυτοκράτορας της Γερμανίας (1888-1918). Ήταν γιος και διάδοχος του Φρειδερίκου Γ΄. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του η Γερμανία εισήλθε στο παιχνίδι του διεθνούς εμπορικού και αποικιακού ανταγωνισμού, που κατέληξε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Γουλιέλμος απέκτησε στρατιωτική μόρφωση και σπούδασε στη γνωστή την εποχή εκείνη στρατιωτική ακαδημία του Πότσνταμ, απ' όπου και αποφοίτησε ως αξιωματικός. Χαρακτηρίστηκε γενικά ως ανήσυχο πνεύμα και ασχολήθηκε και με τα πολιτικά δρώμενα της Γερμανίας. Ενώ αρχικά υπήρξε υποστηρικτής της πολιτικής του συντηρητικού καγκελάριου Μπίσμαρκ, όταν ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 19 ετών, ήλθε γρήγορα σε σύγκρουση μαζί του. Λόγω διαφωνιών σε ποικίλα θέματα, εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ο Μπίσμαρκ αποπέμφθηκε από το αξίωμά του. Στη συνέχεια όμως ο Γουλιέλμος διέψευσε τις ελπίδες των υπηκόων του για μια συνταγματική μεταρρύθμιση καθώς και κοινωνικές παραχωρήσεις όπως απαιτούσε η σοσιαλδημοκρατική παράταξη της χώρας.



Επί καγκελάριου Κλόντβιχ φον Χόενλοχε-Σίλινγκσφυρστ η Γερμανία αναδείχτηκε σταδιακά στο παγκόσμιο στερέωμα και απέκτησε σειρά αποικιών στην Αφρική και την Ωκεανία. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν ήταν σταθερές. Το 1891 ανανεώθηκε η Τριπλή Συμμαχία μεταξύ Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, ενώ επιχειρήθηκαν και αποσπασματικές προσεγγίσεις προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Ταυτόχρονα έγιναν προσπάθειες για οικονομική διείσδυση προς την παρακμάζουσα πολιτικά Οθωμανική Αυτοκρατορία, με πλήθος επενδύσεων, εμπορικών συμφωνιών και κατασκευή δικτύου σιδηροδρόμων.

Κατά τα επόμενα έτη ήταν ιδιαίτερα έντονο ως φαινόμενο στην μεσαία κοινωνική τάξη της χώρας το εθνικό αίσθημα, το οποίο ενισχύονταν από την πεποίθηση ότι η Γερμανία είχε αναδειχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη που θα μπορούσε να επικρατήσει ακόμη και μετά από μια γενικευμένη σύρραξη στην περιοχή. Η αφορμή για κάτι τέτοιο προκλήθηκε τον Ιούνιο του 1914, με την δολοφονία του αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο της Βοσνίας. Ο Κάιζερ εξώθησε την Αυστρία σε πόλεμο κατά της Σερβίας, ο οποίος εξελίχθηκε στον περίφημο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), με όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να εισέρχονται σε κάποιες από τις δύο συμμαχίες (Αντάντ-Κεντρικές Δυνάμεις).

Έχοντας η Αυστροουγγαρία την υποστήριξη της Γερμανίας διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε τον πόλεμο (28 Ιουλίου) κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο πόλεμος γενικεύτηκε. Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914 με την κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία. Στις 30 Ιουλίου κάλεσε η Ρωσία τις δυνάμεις της σε γενική επιστράτευση για να υποστηρίξει τη Σερβία. Σε απάντηση η Γερμανία, που ήταν σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας και είχε ανανεώσει την υποστήριξή της ακόμα και σε περίπτωση πολέμου, κάλεσε με τελεσίγραφό της τη Ρωσία να σταματήσει την επιστράτευση εντός 12 ωρών και της κήρυξε τον πόλεμο την 1 Αυγούστου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας τμήματα του ρωσικού ιππικού παραβίασαν τα σύνορα της ανατολικής Πρωσίας.



Στην επιστράτευση της Ρωσίας (30 Ιουλίου) απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου εναντίον της (1 Αυγούστου) καθώς και εναντίον της Γαλλίας (3 Αυγούστου). Θέλοντας να εισβάλει στη Γαλλία, παραβίασε την ουδετερότητα του Βελγίου. Το γεγονός αυτό ενέπλεξε στον πόλεμο την Αγγλία, σύμμαχο του Βελγίου, που κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας (4 Αυγούστου). Στη συνέχεια, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας (5 Αυγούστου), η Σερβία κατά της Γερμανίας (6 Αυγούστου), το Μαυροβούνιο κατά της Αυστροουγγαρίας (7 Αυγούστου) και κατά της Γερμανίας (12 Αυγούστου), η Γαλλία και η Αγγλία κατά της Αυστροουγγαρίας (10 Αυγούστου), η Ιαπωνία κατά της Γερμανίας (28 Αυγούστου), η Αυστροουγγαρία κατά της Ιαπωνίας (25 Αυγούστου) και κατά του Βελγίου (28 Αυγούστου).

Τα κύρια μέτωπα Οι Γερμανοί εισέβαλαν στο Βέλγιο και κινήθηκαν προς το Παρίσι, αλλά αποκρούστηκαν από τον γαλλικό στρατό (μάχη του Μάρνη). Αμέσως, η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Γερμανοί και Γάλλοι έσκαψαν σε μια γραμμή εκατοντάδων χιλιομέτρων (δυτικό μέτωπο) χαρακώματα, όπου οι συνθήκες ζωής ήταν τραγικές.

Παράλληλα, η ρωσική προέλαση στην Α. Πρωσία ανακόπηκε από γερμανικές δυνάμεις. Εκεί διαμορφώθηκε το ανατολικό μέτωπο. Στα τέλη του 1914 τα μέτωπα σταθεροποιήθηκαν. Τον Οκτώβριο του 1914 μπήκε στον πόλεμο και η Οθωμανική αυτοκρατορία στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.



Η Αντάντ, για να ανοίξει τα Στενά και να βοηθήσει τη Ρωσία, οργάνωσε μεγάλη επιχείρηση κατάληψης των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος 1915), που αποκρούστηκε, όμως, από τον οθωμανικό στρατό. Παράλληλα, η Ιταλία εγκατέλειψε τους έως τότε συμμάχους της, τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, και συμμάχησε με την Αντάντ, αφού έλαβε υποσχέσεις ότι μετά το τέλος του πολέμου θα της παραχωρηθούν εδάφη, ανάμεσα στα οποία και τμήμα της Μικράς Ασίας.

Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι το 1915 κατέλαβαν τη Σερβία κι έτσι δημιουργήθηκε το «Βαλκανικό Μέτωπο». Οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως οι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, από το 1915 η Ιταλία και ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι ΗΠΑ) νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία, (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) και οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης, εκ του κατακερματισμού αυτών, αφετέρου στη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση και σε τελική φάση την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών.

Οι επιχειρήσεις το 1916 Τον Φεβρουάριο του 1916 οι Γερμανοί έκαναν μεγάλη επίθεση στο Βερντέν, η οποία κόστισε χιλιάδες νεκρούς αλλά δεν άλλαξε τα δεδομένα. Η γαλλοβρετανική επίθεση στο Σομ επανέφερε το δυτικό μέτωπο στην αρχική θέση του.

Στενοί στρατιωτικοί συνεργάτες του Κάιζερ υπήρξαν οι Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και Έριχ Λούντεντορφ. Τελικά, όμως, ο Γουλιέλμος, που θεωρούσε τον εαυτό του στρατιωτική ιδιοφυΐα, συνέβαλε στην ήττα της Γερμανίας: απέρριπτε συμβιβαστικές λύσεις ειρήνευσης, ενώ ταυτόχρονα επέμενε στον εκτεταμένο υποβρυχιακό πόλεμο. Η τελευταία τακτική προκάλεσε την αντίδραση την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών προς το τέλος του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ και εναντίον της Γερμανίας.




Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επίσης γνωστός ως ο Μεγάλος Πόλεμος (αγγλ. Great War, γαλλ. Grande Guerre), όπως λεγόταν πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Πολέμου, ήταν μια γενικευμένη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918.

Στην ουσία αν και ήταν μία μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο, η επέκτασή της ωστόσο και στη περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου. Κατά μια άλλη εκτίμηση, και συγκεκριμένα αυτήν του καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια των ΗΠΑ, Ευγένιου Ουέμπερ (Eugen Weber), πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο μέρος ενός Β' Τριακονταετούς Πολέμου (1914 - 1945) μεταξύ Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Τα θύματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανήλθαν σε 9 εκατομμύρια στρατευμένους και σε άλλους τόσους αμάχους ξεπερνώντας συνολικά τα 18,5 εκατομμύρια ψυχών.

Προς το τέλος του πολέμου Το φθινόπωρο του 1918, οι Κεντρικές Δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους άρχισαν να συνθηκολογούν. Στην Γερμανία ξέσπασε επανάσταση που ανέτρεψε τον κάιζερ (αυτοκράτορα) Γουλιέλμο Β‘ και έφερε στην εξουσία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η ήττα της Γερμανίας το 1918 είχε ως αποτέλεσμα έντονες εσωτερικές ανατροπές και διαμαρτυρίες, που κορυφώθηκαν με στάση στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό και οδήγησαν στην παραίτηση του Γουλιέλμου. Κατέφυγε στην Ολλανδία, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του και συνέγραψε τα απομνημονεύματά του.




Στην νεότερη εποχή ένας νέος Βίσμαρκ (κατά την δική του κιόλας γνώμη), ο χριστιανοδημοκράτης Χέλμουτ Κολ, ενοποίησε εκ νέου την Γερμανία μετά τον Ψυχρό πόλεμο, και έκανε πολλές διπλωματικές συμμαχικές και οικονομικές συμφωνίες με πολλές χώρες (π.χ. ΗΠΑ και Ρωσία) και επιτέθηκε και βοήθησε με την πολιτική του (πρώτος αναγνώρισε με την Ιταλία και το Βατικανό την ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβεννίας από την Γιουγκοσλαβία πριν ακόμα τις ΗΠΑ και βοήθησε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά τους Κροάτες και τους μουσουλμάνους της Βόσνιας κατά της Σερβίας και κατάφερε να επιτύχει την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την δημιουργία νέων υποτελών και συμμαχικών σε αυτή κρατών, όπως ακριβώς έκανε η Γερμανία και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) μετά από αυτόν ο σοσιαλιστής διάδοχος του Σρέντερ συνέχισε την εξωτερική του πολιτική και βοήθησε στην επίθεση κατά της Σερβίας το 1999 (όπως ακριβώς έκανε η Γερμανία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

 Τους διαδέχτηκε η Μέρκελ που ήταν αυταρχική σαν τον Κάιζερ (και είχε και την υποστήριξη και των σοσιαλιστών στον νέο οικονομικό πολεμο που ξεκίνησε, όπως είχε και ο Κάιζερ από τους σοσιαλιστές της εποχής του όταν ξεκίησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και προσπάθησε και αυτή μετά από μία μεγάλη οικονομική κρίση να επιβληθεί από το 2010 και μετά με έναν οικονομικό πόλεμο μνημονίων σε όλη την Ευρώπη. Βοήθησε όπως και ο Κάιζερ τους Τούρκους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να σφάξουν τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής για τα οικονομικά της συμφέροντα, όπως κάνει και πάλι σήμερα η Γερμανία, βοηθώντας τους Τούρκους στην ενίσχυση της ISIS, πάλι για τα οικονομικά της συμφέροντα, στην σφαγή των Χριστιανών της Μέσης Ανατολής.





«Προέλασε» προς τα δυτικά υποτάσσοντας σχεδόν πλήρως την Γαλλία, προς νότο την Ιταλία υπό τον Ρέντσι (κάνοντας την σύμμαχο όπως ήταν τον καιρό της τριπλής συμμαχίας επί Τζιλιότι), και προς τον βορρά αφού είχε ήδη υποστηρίξει την ανεξαρτησία των βαλτικών χωρών, της Ουκρανίας και της Μολδαβίας, όπως και των χωρών του Καυκάσου (Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία), ήδη από το τέλος του Ψυχρού πολέμου και όπως έκανε και στον Α΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο, προσπάθησε να επεκταθεί προς αυτές οικονομικά και πολιτικά, ερχόμενη σε σύγκρουση με την Ρωσία. Ενώ και στην Δύση αρχίζει να εξοργίζει τις ΗΠΑ, αφού δεν τις ακούει πάντα και με τις πράξεις της θέτει σε κίνδυνο τα σχεδία τους για την ίδρυση της TTIP (Διατλαντικής Ένωσης) με την ΕΕ.

Οπότε και οι δύο παραπάνω δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία) αν δουν ότι η Γερμανία αρχίζει να κάνει ότι θέλει χωρίς να τις ακούει καθόλου και ακολουθώντας εθνικιστική πολιτική, τότε, αν δουν ότι δεν μπορούν πια να την ελέγχουν, θα διαλύσουν την ΕΕ, που έχει καταντήσει υποχείριο της Γερμανίας.

Αυτό θα μπορούσε να είχε καταλυτικές συνέπειες για την Γερμάνια, αφού θα έχανε τεράστιο μέρος της εξαγωγικής της αγοράς (40% Κινά και 50% ΕΕ), γεγονός που θα είχε σαν συνέπεια την οικονομική καταστροφή της Γερμανίας και σαν εξίσου πιθανή συνέπεια και την πολιτική πτώση της Μέρκελ ύστερα από ένα πιθανό παλατιανό πραξικόπημα (όπως ο πρίγκιπας Μαξ της Βάδης βοήθησε στην πτώση και παραίτηση του Κάιζερ), ίσως και από τον Σόιμπλε, που δεν ξεχνά πως εξαιτίας της δεν έγινε καγκελάριος και θέλει πάντα να την εκδικηθεί. 

Και όπως τότε υπάρχουν οι αντίπαλες ακραίες πολιτικές ομάδες που είναι έτοιμες να παλέψουν βίαια για την εξουσία μετά την πιθανή πτώση και πλήρη οικονομική καταστροφή της Γερμανίας (οι Αριστεροί, οι χούλιγκαν κατά των Σαλαφιστών, τα νέα φρέικορπς της PEGIDA, οι νεοναζί, οι σαλαφιστές και οι λοιποί ισλαμιστές της χώρας).

Θα έχουμε και πάλι άραγε μία επανάληψη των τότε γεγονότων; Άγνωστο, αλλά αν η Γερμανία δεν προσέξει την πολιτική της θα έχουμε και πάλι τα ίδια αποτελέσματα όπως τότε, με την καταστροφή της Ευρώπης, και την πτώση και καταστροφή της ίδιας της Γερμανίας, που μετά από αυτά τα γεγονότα θα πέσει οριστικά στην οριστική παρακμή, απαξίωση και λήθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου