Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΑ FREIKORPS, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

ΤΑ FREIKORPS, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ


Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
27-5-2015

Ως γνωστόν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος έληξε , όταν υπογράφηκε η  ανακωχή μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας του Κάιζερ, το 1918. Οι γερμανικές μονάδες επέστρεψαν στη χώρα τους και, όπως προβλεπόταν, διαλύθηκαν. Στην θέση τους, ωστόσο, άρχισαν να εμφανίζονται παραστρατιωτικές οργανώσεις, υπό τη γενική επωνυμία "Φράικορπς" (Freikorps), αποτελούμενες από εθελοντές ενάντιους στο καθεστώς της Βαϊμάρης.
Μερικά "Φράικορπς" δημιουργήθηκαν από τα πολιτικά κόμματα που βοήθησαν στην στρατολόγηση, στην πειθαρχία και στην προετοιμασία για να πάρουν δια της βίας την εξουσία. Μερικά δημιουργήθηκαν πριν τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά διαμορφώθηκαν μετά από τον πόλεμο και κλήθηκαν "Freikorps"(Ελεύθερα σώματα). Οι ομάδες Freikorps ήταν (αρχικά) υπό κυβερνητικό έλεγχο, και η κυβέρνηση βοηθούσε στον ανεφοδιασμό και την πληρωμή (συνήθως μέσω των πηγών στρατού).
Επίσης μετά από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Γερμανικός στρατός περιορίστηκε σε 100.000 άτομα, έτσι υπήρξε ένα μεγάλο ποσό στρατιωτών που αποστρατεύτηκαν ξαφνικά. Πολλά από αυτά τα άτομα ανέπτυξαν χαρακτήρα αποκαλούμενο `'Frontgemeinschaft '' (πνεύμα πρώτων γραμμών). Ήταν ένα πνεύμα συντροφικότητας που διαμορφώθηκε στα χαρακώματα στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.  Αυτές οι παραστρατιωτικές ομάδες κάλυψαν μια ανάγκη για πολλούς από αυτούς τους στρατιώτες που έχασαν ξαφνικά "την οικογένειά τους" - τον στρατό. Πολλοί από εκείνους τους στρατιώτες γέμισαν με θυμό και απογοήτευση πέρα από την απώλεια και τη φρίκη του πολέμου.
Οι παραστρατιωτικές ομάδες δραστηριοποιήθηκαν αρκετά μερικές φορές χρησιμοποιημένος για να πάρουν δια της βίας την εξουσία και άλλες για να κατασταλούν ταραχές. Το Freikorps χρησιμοποιήθηκαν στην Βαλτική περιοχή το 1919 από τον Rόdiger Goltz για να προστατεύσει τα γερμανικά συμφέροντα και εδάφη από την Σοβιετική Ρωσία και άλλα στην Φιλανδία και σε αψιμαχίες με τους Πολωνούς στα ανατολικά σύνορα.  Αλλά μέλη των Freikorps ασχολούνταν με την τέλεση δολιοφθορών σε γέφυρες και ενάντια στα γαλλικές και Βέλγικές δυνάμεις που κατέλαβαν το δυνάμεις Ρουρ το 1923.
Ακόμα, τα freikorps ενορχήστρωσαν το πραξικόπημα του Kapp, καθώς και το πραξικόπημα της μπυραρίας. Οι κομμουνιστές χρησιμοποίησαν επίσης τις ένοπλες ομάδες τους (κυρίως από τις ναυτικές μονάδες που είχαν εισχωρήσει στους κομμουνιστές εν αντιθέσει με τον στρατό ξηράς που είχε μείνει νομιμόφρων στην πλειοψηφία του) για να πάρουν δια της βίας και πραξικοπηματικά την εξουσία στην Γερμάνια πολλές φόρες. Άλλες παραστρατιωτικές ομάδες χρησιμοποιήθηκαν για να καταστείλουν αυτές τις εγέρσεις. Όλα τα πολιτικά κόμματα χρησιμοποίησαν τις παραστρατιωτικές ομάδες τους για να αναστατώσουν τις πορείες και τις συνεδριάσεις των αντιπάλων τους. Μεταξύ 1928 και 1932, η Δημοκρατία δοκιμάστηκε έντονα από την αύξηση της πολιτικής βίας μεταξύ αυτών των οργανώσεων.
Τα Freikorps αποκλήθηκαν επίσης "μαύρη Reichswehr" (μαύρος στρατός) γιατί ήταν "μυστικός" στρατός έξω από τα όρια Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η ιδέα της δημιουργίας τους  αναπτύχθηκε μετά από την αποτυχία μιας μονάδας στρατού να καταστείλει μια μικρή εξέγερση έξω από το Βερολίνο στην μάχη του Schloss. Μια μονάδα στρατού, όταν ερχόταν αντιμέτωπη με μια σοσιαλιστική ομάδα, η οποία είχε (επίτηδες εν είδη ψυχολογικού εκβιασμού προς τους στρατιώτες είχε μαζί της)  γυναίκες και τα παιδιά, έριξε κάτω από τα όπλα της και είτε έτρεξε μακριά, είτε προσχώρησε στην ομάδα διαμαρτυρίας. Αυτό οδήγησε τον στρατηγό Schleicher για να συλλάβει μια εναλλακτική λύση στην χρησιμοποίηση των μονάδων Reichswehr για να καταστείλει τις "κόκκινες" (σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές) εγέρσεις.
Πρότεινε στους ανωτέρους του να διαμορφώσει εθελοντικές μονάδες που στρατολογήθηκαν από την παλαιά Reichswehr και διετάχθησαν από τους προηγούμενους αυτοκρατορικούς ανώτερους υπαλλήλους να παραμείνουν υπό κυβερνητικό έλεγχο. Με αυτόν τον τρόπο τρόπος η Reichswehr θα απέφευγε το στίγμα να πρέπει να επιτεθεί ενάντια σε πολίτες και η κυβέρνηση θα υποστήριζε οικονομικά αυτά τα freikorps, για να επικεντρωθούν στην κατάρτιση για πραγματική μάχη.
Τα άτομα που ένωσαν αυτές τις μονάδες κλήθηκαν "freebooters" και κράτησαν συχνά ισχυρές σχέσεις με δεξιές και εθνικιστές πολιτικές οργανώσεις. Η κεντρική κυβέρνηση του Βερολίνου σκέφτηκε μαζί με τον κεντρικό έλεγχο των ομάδων αυτών από την Reichswehr και την πληρωμή και τον εξοπλισμό αυτών των "μαύρων" στρατιωτών, έτσι ώστε να είναι σε θέση "να τους δέσουν στο παιχνίδι" και να τους καταστήσουν έτσι αβλαβείς για την κεντρική εξουσία.  Ο πρώτος διοργανωτής μιας μονάδας Freikorps ήταν ο στρατηγός Maercker. Η μονάδα του, τα "εθελοντικά τουφέκια Maercker", κλήθηκε σύντομα για να ορμήξει από πόλη σε πόλη  και να πατάξει τις σοσιαλιστικές εγέρσεις.
Όταν ο  Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτανε στο τέλος του,  το ηθικό του στρατού όπως και της χώρας είχε καταρρεύσει. Σειρά ηττών οδήγησε σε πολλές απεργίες στην επικράτεια. Οι ναυτικοί στη βάση του Κίελο προχώρησαν σε ανταρσία και αρνήθηκαν να ταξιδέψουν για μάχη με τους Βρετανούς. Στρατιώτες, ναυτικοί και εργάτες δημιούργησαν συμβούλια επηρεασμένα από τα γεγονότα (τότε) στην κομμουνιστική Ρωσία.
Ο Κάιζερ παραιτήθηκε και εξορίστηκε στην Ολλανδία. Μια δημοκρατία εξαγγέλθηκε με τον αρχηγό του SPD, Φρέντεριχ Εμπερτ, ως Καγκελάριο. Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν να υπογράψει την εκεχειρία με τους συμμάχους. Πολλοί (μεταξύ τους και ο Χίτλερ) είδαν την κίνηση σαν πράξη προδοσίας και οι άντρες που συμφώνησαν έγιναν γνωστοί ως οι «εγκληματίες του Νοέμβρη». Η καινούργια δημοκρατία αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα μεταξύ των οποίων:
  1. Πάνω από 2,5 εκατομμύρια Γερμανοί είχαν πεθάνει στον πόλεμο και τέσσερα είχαν τραυματιστεί.
  2. Ο στρατός κι άλλα εθνικά γκρουπ στη γερμανική κοινωνία ήταν δυσαρεστημένα με τη φυγή του Κάιζερ. Κάποια απ’ αυτά όφειλαν υποταγή στη νέα δημοκρατία. Οι περισσότεροι ένιωθαν εχθρικά και έβλεπαν την κυβέρνηση  με περιφρόνηση.
  3. Τα οικονομικά προβλήματα ήταν σοβαρά, συμπεριλαμβανομένου την άνοδο των τιμών, ανεργία και τον συνεχή αποκλεισμό από τους συμμάχους.
  4. Η Γερμανία αντιμετώπιζε την προοπτική μιας σκληρής συνθήκης που διαπραγματευόταν στο Παρίσι.
Πριν ακόμη σχεδιαστεί το νέο Σύνταγμα υπήρχε σοβαρή πρόκληση από την άκρα αριστερά. Πολλοί ήλπιζαν να δουν επανάσταση (στην πραγματικότητα πραξικόπημα) σαν κι αυτή στην ΕΣΣΔ,  προλεταριακή. Η αριστερή πτέρυγα είχε αρχηγό τον Καρλ Λάιμπνιτς και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ που ξεκίνησαν μια δυναμική, επαναστατική προσπάθεια στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919. Είχαν καταλάβει κτίρια και πολλοί φοβήθηκαν την «κόκκινη πανούκλα».
Και ήταν η κατάσταση πολύ επικίνδυνη, γιατί είχαν προηγηθεί συγκρούσεις από το Νοέμβριο του 1918 μέχρι τον Ιανουάριο του 1919, κυρίως μεταξύ μετριοπαθών αριστερών κομμάτων και του ριζοσπαστικού κινήματος των «Σπαρτακιστών» του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο Λίμπκνεχτ είχε φύγει από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD), επειδή το κόμμα συναίνεσε στον πόλεμο και ίδρυσε το «Σύνδεσμο Σπάρτακος», με τη σύντροφό του Λούξεμπουργκ, μία Πολωνή πρόσφυγας, οποία ήταν ο ιθύνων νους της οργάνωσης.
Εκμεταλλευόμενοι την δραματική επιδείνωση της ποιότητας ζωής των εργατών του Βερολίνου ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία και να διαμορφώσουν ένα κομμουνιστικό καθεστώς, όπως έκανε ο Λένιν στη Ρωσία. Ο Λένιν, για να ανταποδώσει τη βοήθεια που του είχαν προσφέρει το 1917 οι Γερμανοί στρατηγοί (τον είχαν πάρει από την Ελβετία, που ήταν εξόριστος, και τον έστειλαν στην Ρωσία για να ρίξει το καθεστώς και έτσι να αποσχιστεί η Ρωσία από τις δυνάμεις τις Αντάντ), έστειλε 12 εκατομμύρια μάρκα και Ρώσους «διπλωμάτες» για να οργανώσουν το γερμανικό προλεταριάτο.
Ο υπουργός άμυνας Γκούσταβ Νόσκε χρησιμοποίησε τον στρατό και τους Freikorps για να καταστείλει τους αντιδρώντες.  Οι Freikorps  (μια εθελοντική αστυνομία, αποτελούμενη από πρώην στρατιωτικούς που είχαν αποστολή να διαφυλάξουν τα σύνορα) ήταν βαθύτατα αντικομμουνιστικό κίνημα. Στις 9 Νοεμβρίου, δηλαδή τη μέρα που ιδρύθηκε η Γερμανική Δημοκρατία, οι Σπαρτακιστές κήρυξαν την Γερμανική Σοσιαλιστική Δημοκρατία υψώνοντας μια κόκκινη κουβέρτα στα Ανάκτορα. Χάος επικράτησε στους δρόμους του Βερολίνου, συγκρούσεις, πυροβόλα και επεισόδια. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1918 οι Σπαρτακιστές κήρυξαν γενική απεργία και στις συμπλοκές σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι.
 Εντωμεταξύ 3.000 πρώην στρατευμένοι ναύτες, με την ονομασία Λαϊκή Ναυτική Μοίρα, είχαν καταλάβει τα Ανάκτορα και στις 23 Δεκεμβρίου του 1918 καταλαμβάνουν και την Καγκελαρία πιάνοντας ομήρους. Στις 5 Ιανουαρίου του 1919 αρχίζει η επονομαζόμενη «εβδομάδα του Σπάρτακου» με διαδηλώσεις και καταλήψεις κτηρίων (ακόμη και του αρχηγείου της Αστυνομίας). Οι Σπαρτακιστές δεν είχαν όμως οργανωμένο και καλά εξοπλισμένο στρατό και επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τα Freikorps (Ελεύθερα Σώματα), που ήταν άτακτα σώματα στρατιωτών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τα οποία υπέγραψαν συμφωνία με τη Δημοκρατική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Έμπερτ, για να καταστείλουν την εξέγερση των Σπαρτακιστών. Με την εντολή να πυροβολούν τον οποιοδήποτε σε ακτίνα 3 μέτρων τα Freikorps εισβάλλουν στο Βερολίνο και κατέπνιξαν στο αίμα την εξέγερση (απόπειρα πραξικοπήματος) των κόκκινων.
Για τις 19 Ιανουαρίου του 1919 προκηρύχτηκαν εκλογές. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κέρδισε την πλειοψηφία και στην επαρχιακή πόλη της Βαϊμάρης ψηφίζεται νέο σύνταγμα. Όμως η νέα δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική τάξη της χώρας ήταν άτολμη, γιατί φοβήθηκε να αντικαταστήσει την παλιά αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων στο δημόσιο τομέα και στο δικαστικό σώμα. Επιπλέον η καταστολή της εξέγερσης των Σπαρτακιστών ακολουθήθηκε από μία εκστρατεία τρόμου (έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο) με τα Freikorps να τρομοκρατούν και ουσιαστικά η Δημοκρατία να στηρίζεται σε παραστρατιωτικά σώματα αντί να δημιουργήσει δικό της, αφοσιωμένο στη δημοκρατία, σώμα ασφάλειας. Έτσι «η ένοπλη τρομοκρατία της Δημοκρατίας αποτελούσε απόδειξη της παταγώδους αποτυχίας της, της υποταγής της στις ίδιες δυνάμεις που η επανάσταση υποτίθεται ότι θα κατέστελλε».
Το 1919 έγινε αποδεκτό από τους Συμμάχους ότι η το καθεστώς της Βαϊμάρης χρειαζόταν ένα μικρό στράτευμα (και όχι παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι οποίες άρχισαν να δραστηριοποιούνται αντιμετωπίζοντας "την κομμουνιστική επανάσταση" στο εσωτερικό της χώρας, συμμετέχοντας σε αψιμαχίες με τους Πολωνούς στα ανατολικά σύνορα και αναπτύσσοντας δραστηριότητες στον χώρο γύρω από τη Βαλτική).  Στις 6 Μαρτίου 1919 σχηματίστηκε, με διάταγμα, η Vorläufige Reichswehr (= Προσωρινή Εθνική Άμυνα), από τα "υπολείμματα" των πρώην αυτοκρατορικών γερμανικών στρατευμάτων. Αρχικά αποτελέστηκε από 43 ταξιαρχίες, οι οποίες μειώθηκαν σε 20 όταν αναδιοργανώθηκε, την 1η Οκτωβρίου 1919, σχηματίζοντας τον "μεταβατικό στρατό" (Übergangsheer).
(Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1921, οπότε έλαβε χώρα νέα αναδιοργάνωση του στρατεύματος, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι ως τότε υπηρετούντες 400.000 άνδρες μειώθηκαν αρχικά σε 200.000. Σύμφωνα με τα άρθρα 159 ως 213 της Συνθήκης, απαγορευόταν ολοσχερώς η χρήση κάθε τύπου αεροσκάφους για πολεμικούς σκοπούς (συνεπώς ο νέος στρατιωτικός σχηματισμός δεν διέθετε καθόλου αεροπορία), το Ναυτικό μπορούσε να χρησιμοποιεί πολεμικά σκάφη με ολική χωρητικότητα κάτω των 10.000 τόνων και διαμέτρημα κανονιών ως 205 mm, ενώ απαγορεύονταν ολοσχερώς τα υποβρύχια, ο στρατός ξηράς δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί άρματα μάχης κάθε τύπου (απαγορεύονταν ολοσχερώς), κανόνια διαμετρήματος μεγαλύτερου των 105 mm, η κατασκευή και χρήση χημικών όπλων και απαγορευόταν η συγκρότηση κάθε μορφής Γενικού Επιτελείου.)
Ακολούθησε η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών σύμφωνα με την οποία η Γερμανία έχανε το 13% των εδαφών της (να σημειωθεί εδώ ότι οι Σύμμαχοι δεν είχαν κατακτήσει γερμανικό έδαφος στα 4 χρόνια του πολέμου), το 10% του πληθυσμού της και τους πιο σημαντικούς φυσικούς πόρους της χώρας, με τους οποίους η Γερμανία θα αποπλήρωνε τις πολεμικές αποζημιώσεις. Με την εφαρμογή της Συνθήκης οι άνδρες της Ράιχσβερ μειώθηκαν σε 100.000, οι οποίοι κατανεμήθηκαν σε δύο κλάδους, τον στρατό ξηράς (Reichsheer) και το ναυτικό (Reichsmarine), το οποίο αριθμούσε μόλις 15.000 άνδρες. Ο στρατός ξηράς αποτελούνταν από δύο ομάδες διοίκησης, επτά μεραρχίες πεζικού και τρεις μεραρχίες ιππικού (τα θωρακισμένα απαγορεύονταν ρητά από τη Συνθήκη). Πολλοί, κυρίως οι στρατιωτικοί, οι οπαδοί του παλαιού καθεστώτος και οι ακροδεξιοί κύκλοι στη χώρα θεώρησαν ότι η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλιών ήταν προδοσία της Δημοκρατίας. Μάλιστα ο Ματίας Έρτσμπεργκερ, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας που υπέγραψε τη Συνθήκη, δολοφονήθηκε το 1921.
Προκειμένου να στελεχώσουν με το επιθυμητό δυναμικό τον νέο στρατιωτικό σχηματισμό, οι εκάστοτε κυβερνώντες αποφάσισα η Ράιχσβερ να μπορεί να στρατολογεί στελέχη από τα Φράικορπς. Οι προσπάθειες αυτές γίνονταν σε πολλές περιοχές της Γερμανίας. Αναφέρεται σχετικά ότι στη Σαξωνία παρόμοια προσπάθεια συνάντησε αντιδράσεις ήδη από το 1922 από την τοπική κυβέρνηση, αλλά παρά ταύτα η κεντρική κυβέρνηση ενθάρρυνε τις πρωσικές αρχές να προχωρούν σε παρόμοιες στρατολογήσεις στη Σαξωνία. Οι σε πολιτικό επίπεδο συγκρούσεις στο κρατίδιο είχαν ως συνέπεια σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, οδηγώντας μέχρι την απειλή παραίτησης της τοπικής κυβέρνησης αλλά και την εκδήλωση μικρού πραξικοπήματος από πλευράς κομμουνιστών, το οποίο κατεστάλη μεν, αλλά οδήγησε στην αποπομπή του Έριχ Τσάιγκνερ (Erich Zeigner), του σφοδρότερου πολέμιου της στρατολόγησης αυτής.
Ο χειμώνας του 1919-1920 έφερε μεγάλη πείνα και το Μάρτιο του 1920 είχαμε ένα πραξικόπημα. Επειδή η Συνθήκη των Βερσαλιών προέβλεπε διάλυση των ταγμάτων Freikorps, η κυβέρνηση, που τόσους μήνες τα ανέχτηκε ή και στηρίχτηκε σε αυτά, προσπάθησε να εφαρμόσει τον όρο της Συνθήκης, αλλά τα τάγματα αντέδρασαν και στις 13 Μαρτίου μπήκαν στο Βερολίνο, με τη βοήθεια του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Η κυβέρνηση διέφυγε στη Δρέσδη και ο Πρώσος πολιτικός Βόλφγκανγκ Καπ αυτοανακηρύχτηκε καγκελάριος. Τελικά όμως το όλο εγχείρημα αποδείχτηκε φαρσοκωμωδία, ο στρατός απέσυρε την υποστήριξη στο πραξικόπημα και τα Freikorps αποσύρθηκαν από την πρωτεύουσα.
Αλλά για μία ακόμη φορά η δημοκρατική κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τα τάγματα. Όχι μόνο δεν τιμώρησε κανέναν για το πραξικόπημα (ο επικεφαλής του στρατού Ζέεκτ, μάλιστα, παρέμεινε στη θέση του), αλλά τις ίδιες μονάδες τις χρησιμοποίησε για να καταστείλει εξέγερση των Σπαρτακιστών στην κεντρική Γερμανία. Όπως προαναφέρθηκε, η εκπαίδευση των στελεχών ήταν ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Ο Ζέεκτ είχε δημιουργήσει 59 διαφορετικές επιτροπές μελέτης των τακτικών του Πρώτου Πολέμου για να αποκομίσουν διδάγματα που θα χρησιμοποιούνταν στην επόμενη σύγκρουση.
Η γενική αρχηγία της Ράιχσβερ ανατέθηκε στον Χανς φον Ζέεκτ (Hans von Seeckt) στις 11 Οκτωβρίου 1919,. Ο Ζέεκτ σε υπόμνημά του ανέφερε "τον μεγάλο θυμό που νιώθουν οι Γερμανοί αξιωματικοί για τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών". Ανέφερε, επίσης, ότι ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί "η περί διατήρησης της ειρήνης αντίληψη που έφερε ο οργανισμός αυτός ήταν μη πραγματοποιήσιμη". Εξέφραζε επίσης την άποψη ότι ο πόλεμος είναι επαναλαμβανόμενη ιστορική κατάσταση και ότι το καθήκον του Γερμανού αξιωματικού ήταν να προετοιμάζεται για τον επόμενο πόλεμο, αν και όταν αυτός θα πραγματοποιούνταν.
Σε αντίθεση με άλλους αξιωματικούς, ο Ζέεκτ ήταν ρεαλιστής: Προέβλεψε, και ορθά, ότι το παρελθόν δεν ήταν δυνατό να αναβιώσει και ότι με διατάγματα και ομιλίες δεν ήταν δυνατό να γίνουν αλλαγές στα γεγονότα. Γι' αυτό και στην οργάνωση της Ράιχσβερ καθ' όλη την περίοδο της θητείας του ενήργησε με βάση το απόφθεγμα "Η πολιτική είναι η τέχνη του τι είναι δυνατόν". Στον ιδρυτικό της Ράιχσβερ νόμο της 6ης Μαρτίου 1919 αναγραφόταν: "... Η Ράιχσβερ θα δημιουργηθεί σε δημοκρατική βάση μέσω του συντονισμού των ήδη υφισταμένων μονάδων εθελοντών και με στρατολόγηση νέων εθελοντών...", μόνο που στον νόμο δεν αναγραφόταν ποια ακριβώς ήταν αυτή η "δημοκρατική βάση", παρά μόνον ότι θα ήταν σκόπιμο να ενταχθούν και οι μη εντεταλμένοι αξιωματικοί.
Σημαντικότερο, όμως, σημείο ήταν το θέμα ενσωμάτωσης "των ήδη υφισταμένων οργανώσεων εθελοντών και παρομοίων οργανώσεων": Τα Φράικορπς, με τη μονόπλευρη πολιτική τοποθέτηση των μελών τους, επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση του νέου σχηματισμού. Με τον ίδιο νόμο ο ανώτατος αρχηγός της Ράιχσβερ ήταν, κατά προνόμιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (τότε ήταν ο Φρίντριχ Έμπερτ), ο οποίος εμπιστευόταν την άσκηση αυτής της αρχηγίας στον Υπουργό Άμυνας (τότε ήταν ο Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske)), δηλαδή, πρακτικά, στον Πρώσο υπουργό πολέμου.
Με τη διαδικασία αυτή, που συνδύαζε το στρατιωτικό ήθος του (προπολεμικού) πρωσικού γενικού επιτελείου, το οποίο είχε επανέλθει και επιμελώς αποκρυβεί και, για μια ακόμη φορά, φορείς του ήταν αξιωματικοί από την τάξη των ευγενών και την (μορφωμένη) ανώτερη μεσαία τάξη, και νέες ιδέες σχετικά με την τακτική του πολέμου στην ξηρά και στον αέρα. Έτσι ο πυρήνας του στρατού που συγκρότησε ο Ζέεκτ θα αποτελούσε τη βάση για την επέκταση, σε περίπτωση πολέμου, του στρατιωτικού σχηματισμού, στηριζόμενη σε διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Η σε υπουργικό επίπεδο διοίκηση της Ράιχσβερ διατηρούσε τη στρατηγική σχεδίαση και διεύθυνση καλά προστατευμένη στο ίδιο της το εσωτερικό, ενώ ελλείψει γενικού επιτελείου, ορισμένοι τομείς εντοπίζονταν και σε άλλα υπουργεία, όπως αυτό των μεταφορών. Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ πληρούσαν υψηλές προδιαγραφές, τόσο σε νοητικό/μορφωτικό όσο και σε σωματικό επίπεδο, ενώ πολύ υψηλά παρέμεναν τα στάνταρ της εκπαίδευσης, της τακτικής και των επιχειρησιακών τομέων, ώστε να αφομοιώνονται όλες οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Η στρατηγική και επιχειρησιακή άποψη προέβλεπε ως πιθανούς αντιπάλους της Γερμανίας, σε επικείμενο πόλεμο, τη Γαλλία και την Πολωνία.
Η σχέση μεταξύ Ράιχσβερ και καθεστώτος ποτέ δεν μπόρεσε να διαφύγει από τη σκιά της ήττας. Ο Ζέεκτ αναζητούσε τρόπους να αποκλείσει την "αντάρτικη" πολιτική από τις στρατιωτικές τάξεις, ενώ, απαλλασσόμενος από το "δημοκρατικό ήθος" ο στρατός όφειλε να υπηρετεί πρωτίστως το κράτος και δευτερευόντως τη δημοκρατία. Οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της δεκαετίας του 1920 απέτυχαν να ενσωματώσουν πλήρως τη Ράιχσβερ στον νομοτελεστικό κλάδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, παρά τις αρχικές προς αυτήν συμπάθειες των δεξιών - κεντροδεξιών κομμάτων. Ουσιαστικά, οι στρατιωτικοί αρνήθηκαν να αποδεχθούν ως νόμιμο το δημοκρατικό καθεστώς της Βαϊμάρης και, υπό την ηγεσία του Ζέεκτ, η Ράιχσβερ έγινε ένα είδος "κράτους εν κράτει", καθώς λειτουργούσε, κατά μέγα μέρος, εκτός του ελέγχου των πολιτικών. Υπ' αυτό το ιδιότυπο καθεστώς η Ράιχσβερ δημιούργησε, το 1928, το Ministeramt, δηλαδή το "γραφείο υπουργικών υποθέσεων", υπό την ηγεσία του Κουρτ φον Σλάιχερ, με στόχο την παρασκηνιακή δράση απέναντι στους πολιτικούς.
Το 1921 (άλλες πηγές αναφέρουν το 1923) ο Ζέεκτ δημιούργησε την αποκαλούμενη "Arbeits-Kommandos" (Κομμάντος εργασίας), : Αποτελούνταν κυρίως από μέλη παραστρατιωτικών ακροδεξιών οργανώσεων (Φράικορπς), οι οποίοι δρούσαν και ως μεταμφιεσμένοι σε εργάτες και είχαν ως στόχο να βοηθήσουν σε υποθέσεις όπου ο στρατός δεν μπορούσε να εμπλακεί άμεσα. Η Ράιχσβερ, ύστερα από συνεννόηση του Ζέεκτ με τον Φρίντριχ Έμπερτ, ο οποίος εξουσιοδότησε σχετικά τον Ζέεκτ, και ύστερα από μυστική συμφωνία του Ζέεκτ με τον Καρλ Ζέβερινγκ (Carl Severing) στις 7 Φεβρουαρίου 1923, υπουργό εσωτερικών της Πρωσίας, ανέλαβε τη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση των ανδρών που θα απάρτιζαν την αποκληθείσα "μαύρη Ράιχσβερ", η οποία τον Σεπτέμβριο του 1923 αριθμούσε 50.000 ως 80.000 άνδρες (ο Ουίλιαμ Σίρερ αναφέρει 20.000 άνδρες, με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ερνστ φον Μπουχρούκερ (Ernst von Buchrucker) (σε άλλες πηγές αναφέρεται ως Μπρούνο φον Μπρουχρούκερ).
Ο έλεγχος αυτής της ομάδας ασκείτο από μια μικρή μυστική ηγετική ομάδα, την "Sondergruppe R", στην οποία περιλαμβάνονταν οι Κουρτ φον Σλάιχερ, Όιγκεν Οττ, Φέντορ φον Μποκ και Κουρτ φον Χάμμερστάιν-Έκβορντ (Kurt von Hammerstein-Equord). Η ομάδα του Μπουχρούκερ σύντομα έγινε γνωστή ως «μαύρη Ράιχσβερ», και απέκτησε πολύ κακή φήμη, καθώς η κύρια πρακτική της ήταν η δολοφονία όσων Γερμανών είχαν επισύρει υποψίες ότι πιθανόν να ήταν πληροφοριοδότες της Συμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου, Επιτροπής δηλαδή που είχε την ευθύνη επίβλεψης του αν η Γερμανία συμμορφωνόταν με τις επιταγές του τμήματος V της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τις στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα. Οι δολοφονίες αυτές "δικαιολογούνταν" από το αναβιώσαν σύστημα "Femegerichte" ( = μυστικών δικαστηρίων). Τις δολοφονίες αυτές διέτασσε η "Sondergruppe R".
Ο Μπρουχρούκερ ενεργώντας μάλλον αυτόβουλα, προσπάθησε αρχικά, αλλά χωρίς επιτυχία, να καταλάβει κυβερνητικά κτίρια στο Βερολίνο.Όταν η απόπειρά του αυτή απέτυχε, κατέλαβε με τους άνδρες του ορισμένα οχυρά γύρω από το Βερολίνο, όπως αυτό του Σπάνταου και του Κύστριν. Αυτό έγινε την νύκτα της 29ης Σεπτεμβρίου 1923. Αντίθετα από άλλες φορές, ο Ζέεκτ αποφάσισε να δράσει αποφασιστικά κατά του Μπουχρούκερ και της ομάδας του και διέταξε τις δυνάμεις της Ράιχσβερ να ανακαταλάβουν τα οχυρά. Ο επικεφαλής της φρουράς του Κύστριν συνταγματάρχης Γκουντόβιους (Gudowius) διατηρώντας την ψυχραιμία του, κατάφερε να απωθήσει τους εισβολείς, αλλά στο Σπάνταου η απόπειρα ήταν περισσότερο επιτυχής.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πραξικοπηματίες των Φράικορπς δεν δέχτηκαν τον λόγο του φον Μποκ ως στελέχους της Ράιχσβερ για τη χορήγηση αμνηστίας, αν παραδίδονταν, αλλά απαίτησαν τον λόγο της τιμής του ως Πρώσου αξιωματικού. Η επιχείρηση είχε λήξει την 1η Οκτωβρίου 1923 με τον Μπουχρούκερ να συλλαμβάνεται. Στη συνέχεια δικάστηκε από δικαστήριο στο Κότμπους και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Ο Ζέεκτ είδε αυτή την απόπειρα πραξικοπήματος ως ευκαιρία για να διαλύσει την "μαύρη" Ράιχσβερ, πράγμα που προτιμούσε από το να χάσει τον ολοκληρωτικό έλεγχό της.
Ωστόσο, λόγω των απαγορεύσεων, οι αξιωματικοί δεν ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν στα νέα όπλα, των οποίων η ύπαρξη απαγορευόταν από τη Συνθήκη (π.χ. θωρακισμένα). Η Ράιχσβερ αντεπεξήλθε στις απαγορεύσεις αυτές με ποικίλους ευρηματικούς τρόπους, π.χ. πραγματοποιώντας ασκήσεις με θωρακισμένα από χαρτόνι, στηριγμένο επάνω σε ποδήλατα είτε αποστέλλοντας στελέχη της στις Σοβιετικές Ένοπλες Δυνάμεις, προκειμένου να εκπαιδευτούν στα νέα όπλα, ιδιαίτερα στα θωρακισμένα και στην Αεροπορία. Ειδικά για την Αεροπορία το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας μυστικής γερμανικής "σχολής" αεροπορίας έγινε ήδη από την εποχή του Λένιν το 1920: Οι Γερμανοί ηγέτες απευθύνθηκαν στην Σοβιετική κυβέρνηση, προτείνοντας την δημιουργία εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων στο σοβιετικό έδαφος.
Το Πολίτμπιρο εξέτασε την πρόταση και την ενέκρινε στο σύνολό της αλλά, προκειμένου να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα, αποφάσισε να οργανώσει τις εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις σε μικρές επαρχιακές πόλεις και όχι κοντά στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να επωφεληθούν από την εμπειρία που οι Γερμανοί είχαν αποκτήσει στον Μεγάλο Πόλεμο. Επιπλέον, η σοβιετική ηγεσία υπολόγιζε στη βοήθεια της Ράιχσβερ για να προσελκύσει τους Γερμανούς βιομηχάνους, ώστε να γίνει δυνατή η ανασύσταση του Σοβιετικού πολεμικού δυναμικού και στα πλαίσια αυτά προσπάθησε να διατηρήσει άριστες σχέσεις με την Ράιχσβερ.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Ραπάλλο το 1922 η Ράιχσβερ συνήψε μυστική συμφωνία συνεργασίας με την ΕΣΣΔ: Σύμφωνα με αυτήν επιτρεπόταν στη Γερμανία να δημιουργήσει εγκαταστάσεις στο σοβιετικό έδαφος για να δοκιμάζει εξοπλισμούς που απαγορεύονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και να εκπαιδεύει εκεί το προσωπικό της. Με τη σειρά της η γερμανική ηγεσία υποσχέθηκε να συμβάλει στην εξαγωγή τεχνογνωσίας, ώστε η ΕΣΣΔ να αναπτύξει τη δική της αμυντική βιομηχανία, ενώ η σοβιετική πλευρά εξασφάλισε τη συμμετοχή της στις γερμανικές δοκιμές πολεμικού εξοπλισμού, όπως αεροσκάφη, άρματα μάχης και χημικά όπλα (αυτό εξηγεί και γιατί κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι Γερμανοί και οι Σοβιετικοί μπορούσαν να χρησιμοποιούν άνετα ο ένας τα όπλα του άλλου μιας και αυτά είχαν κοινή προέλευση και τεχνολογία) .
Την συνθήκη ακολούθησε ένα μυστικό "παράρτημα", που υπογράφηκε στις 29 Ιουλίου 1922. Σύμφωνα με αυτό, η ΕΣΣΔ επέτρεπε στην Ράιχσβερ να εκπαιδεύει το στρατιωτικό της δυναμικό σε περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης (και φυσικά σε όπλα που ήταν απαγορευμένα στη Γερμανία από την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε η δυνατότητα στη Γερμανία να καταστρατηγήσει τον ανάλογο όρο της Συνθήκης. Πολλά μελλοντικά στελέχη της Ναζιστικής Βέρμαχτ είχαν εκπαιδευτεί στην ΕΣΣΔ, όπως οι Βάλτερ φον Μπράουχιτς και Χάιντς Γκουντέριαν.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οι δύο χώρες συμφώνησαν στην εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων και "να συνεργαστούν στα πλαίσια αμοιβαίας καλής θέλησης, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες των δύο χωρών". Έτσι, άρθηκε η διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών, που είχε επέλθει τόσο από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και από την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία.
Η ΕΣΣΔ υπέγραψε τη Συνθήκη (και το Παράρτημα) στοχεύοντας στη δημιουργία ενός αντι-Βερσαλλιακού άξονα κατά της Δύσης, καθώς και οι δύο χώρες είχαν υποστεί εδαφικές απώλειες με τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Στη Δύση, αντίθετα, η Συνθήκη θεωρήθηκε ως ανησυχητική ένδειξη, καθώς ενδυνάμωνε τη διεθνή θέση των δύο χωρών. Στο εσωτερικό της Γερμανίας της Βαϊμάρης πολλά συντηρητικά στελέχη και η συντηρητική μερίδα του λαού δεν είδε με καλό μάτι τη συνθήκη που διαπραγματευόταν και διατηρούσε αγαστές σχέσεις με κομμουνιστική χώρα. Η συνθήκη αυτή προκάλεσε την εγρήγορση της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και της Πολωνίας, λόγω της ενδυνάμωσης της ΕΣΣΔ. Προσπάθεια να συσφίξουν τις μεταξύ τους σχέσεις ως αντίβαρο στη Συνθήκη προσέκρουσε στην αντίδραση των Κοινοβουλίων τους.
Έτσι μπόρεσαν να αναπτύξουν οι Γερμανοί κρυφά τον πολεμικό εξοπλισμό και την τεχνολογία τους οι Γερμανοί για άλλη μία φορά, κρυφά από τους συμμάχους, και με την ευγενική υποστήριξη των Σοβιετικών «εχθρών» τους, να την φέρουν ανεπτυγμένη και να επανεξοπλιστούν επί Χίτλερ και να ρίξουν για άλλη μία φορά (με την πολύτιμη συνεργασία των Σοβιετικών) την Ευρώπη στην δίνη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Ράιχσβερ εκπαίδευε πιλότους στο εσωτερικό της Γερμανίας, στο ειδικό κέντρο εκπαίδευσης ((Deutsche Verkehrsflieger-Schule), όπου όμως οι εκπαιδευόμενοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη και επιβατικά Γιούνκερς.
Η εκπαίδευση πιλότων με πραγματικά μαχητικά αεροσκάφη ήταν δυνατή μόνον στο εξωτερικό. Η χαριτωμένη αυτή στρατιωτική συνεργασία συνεχίστηκε και μετά το 1933 και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (και σε πλήρη σύμπνοια με τον Στάλιν) με τον οποίο ήταν ως γνωστόν και «άσπονδοι αντίπαλοι», και έληξε το 1939 (φυσικά τυπικά γιατί αμέσως μετά υπογράφηκε το σύμφωνο συνεργασίας και σχεδόν συμμαχίας του Χίτλερ και το Στάλιν, γνωστό ως σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ).
Εν τω μεταξύ η καταστρατήγηση της Συνθήκης από πλευράς Ράιχσβερ είχε ήδη αρχίσει: Η Γερμανία διέθετε καμουφλαρισμένες επιχειρήσεις σχεδιασμού και δοκιμών όπλων τόσο στην Ολλανδία όσο και στην Ισπανία. Παράλληλα άρχισε ο σχεδιασμός πολεμικών σκαφών, ο οποίος υλοποιήθηκε αρκετά αργότερα (Οκτώβριος 1932), όταν τα γερμανικά ναυπηγεία κατόρθωσαν να κατασκευάσουν το πρώτο "θωρηκτό τσέπης", το Γκραφ Σπέε, με εκτόπισμα που εμφανίστηκε κάτω από τους 10.000 τόνους (αν και στην πραγματικότητα τους υπερέβαινε, καθώς το πραγματικό του εκτόπισμα ήταν 14.890 τόνοι).
Ο Ζέεκτ παραιτήθηκε το 1926, καθώς η ηγεσία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε διαπιστώσει τόσο τα φιλομοναρχικά του αισθήματα όσο και τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες. Αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Βίλχελμ Χέγιε (Wilhelm Heye), ο οποίος παρέμεινε επικεφαλής της Ράιχσβερ ως το 1930. Ο υπουργός άμυνας Βίλχελμ Γκρένερ (Wilhelm Groener) θέλησε να πραγματοποιήσει προσέγγιση της Ράιχσβερ με το υφιστάμενο καθεστώς, το οποίο, όμως, σύντομα άρχισε να αντιμετωπίζει βαθιά πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση. Για μια ακόμη φορά, λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν, η Ράιχσβερ ενεπλάκη στην εσωτερική πολιτική. Οι προσπάθειες τόσο του Γκρένερ όσο και του Χάμμερστάιν-Έκβορντ για τη διατήρηση των δημοκρατικών θεσμών υπονομεύτηκαν από τον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου η αποτυχημένη πολιτική της περιόδου 1932-33 κατέληξε να φέρει τον Χίτλερ και το κόμμα του στην εξουσία. Όπως κάποιος παρατήρησε "Ο στρατός ηγήθηκε στη γένεση της Δημοκρατίας αλλά έβαλε το χέρι του και στην ταφή της".
Οι σχέσεις Χίτλερ - Ράιχσβερ ήταν αποφασιστικής σημασίας τόσο για την επικράτηση όσο και για την επιβίωση του Ναζιστικού καθεστώτος. Όπως είναι εμφανές, η Ράιχσβερ έπαιζε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας του μεσοπολέμου, ενώ οι ηγέτες της, προερχόμενοι από την πρωσική αριστοκρατία στην πλειονότητά τους, είχαν βαθιά ριζωμένες τις παραδόσεις τους αλλά, παράλληλα, ήταν αμετακίνητα συντηρητικοί: Υποστήριζαν (όπως ο Ζέεκτ) την απολυταρχία και επιθυμούσαν ζωηρά τη στρατιωτική ανάμιξη τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στη διαμόρφωση πολιτικής, ειδικά σε ένα ασταθές και αδύναμο καθεστώς, όπως αυτό της Βαϊμάρης.

Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε, η Ράιχσβερ διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των Φράικορπς. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 επικρατούσε η αντίληψη ότι η Ράιχσβερ θα υποστήριζε, ή ακόμη θα ηγείτο η ίδια, σε αντεπανάσταση - πραξικόπημα για την πτώση του δημοκρατικού καθεστώτος. Οι αντιλήψεις αυτές κατέπαυσαν το 1925, όταν Πρόεδρος της Γερμανίας εξελέγη ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ κι αυτό επειδή οι συντηρητικοί ηγέτες εμπιστεύονταν και συμπαθούσαν ιδιαίτερα τον πρώην στρατιωτικό Χίντενμπουργκ.
Η επικρατούσα ανάμεσα στα στελέχη της Ράιχσβερ ιδεολογία καθώς και οι αντικειμενικοί της στόχοι είχαν πολλά κοινά με το - ανερχόμενο, εκείνη την εποχή - Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα: Και οι δύο οραματίζονταν την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισχύος της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, έτρεφαν μίσος για τη συνθήκη των Βερσαλλιών, που εμπόδιζε την αποκατάσταση αυτή, ενώ παράλληλα υποχρέωνε τη χώρα σε δυσβάστακτες πολεμικές αποζημιώσεις και επέφερε την κατοχή της κοιλάδας του Ρουρ από τη Γαλλία. Και οι δύο επιθυμούσαν απολυταρχικό διακυβέρνηση, αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει τη γερμανική κυριαρχία.
Οι κοινοί αυτοί στόχοι θα αρκούσαν για να επιφέρουν πολιτική συμμαχία μεταξύ των Ναζί και της Ράιχσβερ, ωστόσο τα γεγονότα έδειξαν ότι η σχέση μεταξύ αυτών των φορέων υπήρξε περισσότερο προβληματική παρά αρμονική. Ο Χίτλερ είχε μερικούς υποστηρικτές ανάμεσα στους ανώτατους αξιωματικούς της Ράιχσβερ, αλλά οι υπόλοιποι μάλλον τον αντιπαθούσαν και δεν μπορούσαν να τον δουν ούτε ως εθνικό ηγέτη ούτε σαν επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης: Περισσότερο τον θεωρούσαν ως οργανωτή διαμαχών στους δρόμους για αψιμαχίες με συμμετοχή μπράβων και τραμπούκων. Συνεπώς, αποτελούσε μια απλή αναλαμπή, που θα εκφυλιζόταν τόσο σύντομα, όσο γρήγορα είχε ανέλθει. Ο ισχυρότερος επικριτής του ήταν ο αρχιστράτηγος της Ράιχσβερ Κουρτ φον Χαμμερστάιν - Έκβορτ (Kurt von Hammerstein-Equord), ο οποίος περιέγραφε τους Ναζί ως "εγκληματική συμμορία" και "διεστραμμένους".
Ήδη όμως, το 1932, χάρη στη δραστηριότητα του Ρεμ, η SA έχει φθάσει να αριθμεί 400.000 άνδρες. Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ, έχοντας αντιληφθεί τις προθέσεις της ηγεσίας της SA, κυρίως από τις πολιτικές ομιλίες στελεχών της, στις οποίες γινόταν λόγος για την SA ως "λαϊκού επαναστατικού στρατού, που προορίζεται να αντικαταστήσει, ακόμη και με τα όπλα, την Ράιχσβερ", έχουν ισχυρά θορυβηθεί. Ο Χίτλερ, βέβαια, καθώς θέλει να προσεταιριστεί την Ράιχσβερ για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα στις πολιτικές του επιδιώξεις, απορρίπτει τις βλέψεις αυτές: Το 1932, σε συνάντησή του με τους ηγέτες της Ράιχσβερ, τους διαβεβαίωσε ότι η SA δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πολιτιστική και πολιτική κίνηση, δεν έχει καμία φιλοδοξία στο στρατιωτικό επίπεδο, ούτε βεβαίως να "αντικαταστήσει" την Ράιχσβερ.
Υποσχέθηκε στους στρατηγούς ότι μια ναζιστική κυβέρνηση θα τερμάτιζε το καθεστώς της δημοκρατίας, θα εγκαθίδρυε απολυταρχική κυβέρνηση και, το σημαντικότερο για τους στρατιωτικούς, θα αγνοούσε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με άμεση συνέπεια την επέκταση και τον επανεξοπλισμό της Ράιχσβερ. Ωστόσο, ο Χίτλερ δεν λέει ολόκληρη την αλήθεια: Ο στόχος του Ρεμ ήταν και παρέμενε όντως να υποκαταστήσει την Ράιχσβερ με την SA. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο οποίος έχει ήδη υποχρεωθεί, ως διευθύνον στέλεχος της SA, να δεχτεί "φρουρά" 24.000 ανδρών της, τους οποίους αδυνατεί να ελέγξει ο ίδιος, καταφεύγει έντρομος στον Χίτλερ. Ο τελευταίος διαβλέπει τόσο τον κίνδυνο απώλειας ελέγχου της SA, της οποίας το δυναμικό αυξάνεται ραγδαία, όσο και την άνοδο του Ρεμ σε πολιτικό επίπεδο, με την υποστήριξη της SA.
Οι υποσχέσεις του Χίτλερ κέρδισαν την - επιφυλακτική - εμπιστοσύνη ορισμένων ηγετικών στελεχών της Ράιχσβερ, ωστόσο ο Χάμμερστάιν-Έκβορτ συνέχισε να μην εμπιστεύεται τον Χίτλερ και να ενεργεί παρασκηνιακά εναντίον του. Τον Δεκέμβριο του 1932, όταν υπήρχε η διαμάχη για την καγκελαρία μεταξύ Κουρτ φον Σλάιχερ και Χίτλερ, ο Έκβορτ επισκέφθηκε τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και τον προέτρεψε να μην αποδεχτεί τον Χίτλερ ως καγκελάριο, γεγονός που προκάλεσε τον ψόγο του από πλευράς Χίντενμπουργκ, καθώς "ο στρατηγός επενέβαινε σε θέματα πολιτικής". Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ, αυτός έσπευσε να συναντηθεί ξανά με τους ανώτατους ηγέτες της Ράιχσβερ και να επαναλάβει τη δέσμευσή του σχετικά με την επέκταση της Ράιχσβερ. Προς επίρρωση των λόγων του, διόρισε υπουργό Άμυνας τον Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, ο οποίος χωρίς να είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ήταν υπέρμαχος του Φύρερκαι, βέβαια, στρατηγός της Ράιχσβερ.
Πιθανόν παρόμοιες διαταγές να αποσκοπούσαν στο να πείσουν τον Χίτλερ για την αφοσίωση του Μπλόμπεργκ, καθώς ο Ρεμ εισσηγούνταν, πλέον, ανοικτά στον Χίτλερ την αντικατάσταση του Μπλόμπεργκ από τον ίδιο. Η δύναμη του Ρεμ είχε αυξηθεί σε ιδιαίτερα επικίνδυνο βαθμό, καθώς η SA αριθμούσε, στα τέλη του 1933, περισσότερα από 3 εκατομμύρια μέλη, ενώ κάποιοι από τους ηγέτες της διατυμπάνιζαν συνθήματα όπως "περιμένετε να πεθάνει ο γερο-Χίντενμπουργκ και στη συνέχεια η SA θα βαδίσει εναντίον της Ράιχσβερ". Ο Χίτλερ, διαβλέποντας και ο ίδιος τον ισχυρό κίνδυνο απέναντι στον Ρεμ, δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις του, γεγονός που έκανε τον Ρεμ ακόμη πιο επικίνδυνο και σε στρατιωτικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Σε κάποια ομιλία του, ο Ρεμ αναφερόμενος στον Χίτλερ, τον αποκάλεσε "γελοίο δεκανέα".
Οι τριβές μεταξύ Ράιχσβερ και SA είχαν πλέον φθάσει σε κομβικό σημείο έντασης. Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ δεν μπορούσαν πλέον να παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Ρεμ είχε ως στόχο του να τους ενσωματώσει στη δύναμη της SA: Ο Χίτλερ βρισκόταν πλέον ενώπιον διλήμματος: Θα εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη δύναμη χάρη στην οποία επικράτησε, την SA, ή θα υποστήριζε τον εξ επαγγέλματος μικρό αλλά πολύ εκπαιδευμένο στρατό, που αντιπροσώπευε η Ράιχσβερ; Το θέμα ήρθε να υπερτονίσει το τελεσίγραφο του προέδρου Χίντενμπουργκ τον Ιούνιο: Ο Μπλόμπεργκ, επισκεπτόμενος τον Χίτλερ, του μετέφερε τη θέληση του προέδρου να διευθετηθεί η διένεξη και να λυθεί το πρόβλημα, διαφορετικά θα βρισκόταν στην ανάγκη να κηρύξει στρατιωτικό νόμο και να πάρει ολόκληρη τη Ράιχσβερ υπό τις δικές του διαταγές.
Ο Χίτλερ, σταθμίζοντας σοβαρά την κατάσταση και τον ανταγωνισμό που ολοένα και περισσότερο αύξανε από πλευράς Ρεμ, δεν δίστασε να υποστηρίξει έμπρακτα τη Ράιχσβερ: Διέταξε τη σύλληψη και εκτέλεση όλων των ηγετικών στελεχών της SA, αποστολή που εμπιστεύτηκε στην SS. Οι διαταγές του εκτελέστηκαν κατά γράμμα και με αποφασιστικότητα: Από τις 30 Ιουνίου ως τις 2 Ιουλίου συνελήφθησαν περισσότερα από 200 στελέχη της SA, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Ρεμ, τα οποία είτε κλήθηκαν να αυτοκτονήσουν, όπως ο Ρεμ, ο οποίος αρνήθηκε, είτε, σε περίπτωση άρνησής τους, εκτελέστηκαν. Η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η "Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών" ή "Πραξικόπημα Ρεμ" (Röhm-Putsch). Η εξέλιξη αυτή καθησύχασε τους στρατιωτικούς της Ράιχσβερ και ανανέωσε την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του.
Η επιρροή του Χίτλερ στη Ράιχσβερ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, στις 2 Αυγούστου 1934, ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ απεβίωσε. Ο φύρερ μπόρεσε να συγκεντρώσει τις εξουσίες προέδρου - καγκελάριου στο άτομό του, γεγονός που τον έκανε επικεφαλής του κράτους, της κυβέρνησης και ανώτατο διοικητή του στρατού. Η πράξη αυτή του Χίτλερ ήταν ασφαλώς αντισυνταγματική, αλλά ο Χίτλερ αντεπεξήλθε τα νομικά κωλύματα προγραμματίζοντας δημοψήφισμα, χάρη στο οποίο απέκτησε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη. Σχεδόν αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ο Μπλόμπεργκ φρόντισε να αλλάξει - ύστερα από επίμονες υποδείξεις του Χίτλερ - τον "Reichswehreid", τον όρκο που έδιδαν όλοι όσοι υπηρετούσαν στην Ράιχσβερ: Ο όρκος που έδιδαν ως τότε οι στρατιωτικοί ήταν προς το Σύνταγμα. Ο Μπλόμπεργκ το άλλαξε, υποχρεώνοντας το στράτευμα να μην ορκίζεται πλέον προς το Σύνταγμα, αλλά σε ένα και μόνο πρόσωπο, αυτό του Αδόλφου Χίτλερ. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί δεν οφείλουν πλέον υπακοή στο κράτος, οφείλουν υπακοή στον Χίτλερ και κάθε απείθεια σε διαταγή του τους καθιστά επίορκους.
Το 1935 ο Χίτλερ έδωσε εντολή σημαντικής στρατιωτικής επέκτασης με επαναφορά της στρατιωτικής θητείας των πολιτών και την αύξηση των ενεργών μεραρχιών σε 36. Η εντολή αυτή ικανοποίησε πολύ τους στρατηγούς της Ράιχσβερ. Σχετική ανακοίνωση, ολοσχερώς "ξερή", έκανε στις 16 Μαρτίου 1935 ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς. Μολονότι υπήρξε μια μικρή αναταραχή στη Γαλλία και στη Βρετανία, καμία από τις δύο δυνάμεις δεν αντέδρασε στην ανακοίνωση της επέκτασης αυτής, η οποία κατάφωρα παραβίαζε τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Το επόμενο βήμα ήταν η αναδιοργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων εν γένει, εντολή που δόθηκε στις 10 Μαΐου 1935: Η αναδιοργάνωση αυτή επέφερε τη μετονομασία της Ράιχσβερ σε Βέρμαχτ, τη στρατιωτική δύναμη που δημιούργησε και έλεγχε το ναζιστικό καθεστώς.
Βέβαια αυτή δεν ήταν η μόνη φορά που η Γερμανία είχε κρυφό στρατό. Και κατά όλη την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, στα πλαίσια της Νατοϊκής μυστικής επιχείρησης GLADIOStay Behind), στην Γερμανία (αλλά και σε όλη την Νατοϊκή Ευρώπη) υπήρχε μυστικός στρατός μεγάλης παραστρατιωτικής δύναμης, ο οποίος  επίσημα δεν έχει εξαρθρωθεί (παρά στα χαρτιά) έως σήμερα (περισσότερες πληροφορίες για την επιχείρηση GLADIO δίνεται στις παρακάτω διευθύνσεις: http://amethystosbooks.blogspot.gr/2012/12/stay-behind.html, http://amina-politiki.blogspot.gr/2014/05/blog-post_3722.html , http://www.philenews.com/el-gr/eidiseis-kosmos/47/198701/der-spiegel-apomachoi-nazi-eichan-ftiaxei-mystiko-strato-meta-ton-polemo , https://oapatris.wordpress.com/2012/07/06/neonazis_and_secret_services/ , http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%87%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7_Gladio , http://en.wikipedia.org/wiki/Operation_Gladio , καθώς και στο άρθρο μου:  H ΟΡΓΑΝΩΣΗ ODESSA Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ).( το άρθρο θα δημοσιευθεί σύντομα)
Για σήμερα για άλλη μία φορά βλέπουμε την Γερμανία, και πάλι πανίσχυρη και επιβαλλόμενη με βία στην υπόλοιπη Ευρώπη (επαληθεύοντας την φράση που ο Γκαίμπελς είπε πριν αυτοκτονήσει: «Θα επιστρέψουμε  και τότε η γη θα τρέμει»)  να συνεργάζεται για άλλη μία φορά με δυνάμεις που την νίκησαν στους  δύο Παγκοσμίους πολέμους (Ρωσία, ΗΠΑ), να στρέφεται μετά εναντίον τους πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά (με την αναγγελία δημιουργίας ανεξάρτητου από το ΝΑΤΟ και τον έλεγχο των ΗΠΑ, Ευρωπαϊκού στρατού), στο έδαφος της (αλλά και όλης της Ευρώπης), να βοηθά την ISIS την Τουρκία (όπως στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο) και να σφάξει (για άλλη μία φορά μετά από ένα  αιώνα) τους  Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής.

Παράλληλα δημιουργούνται νέα «freikorps» (ομάδες ακραίων ισλαμιστών τύπου ISIS και σαλαφιστών καθώς και οι αντίπαλες τους χούλιγκαν κατά σαλαφιστών, νεοναζί ή μέλη της Pegida), νέα ακραία ακροαριστερά  (Die Linke), η ακροδεξιά κόμματα και κινήματα (Εναλλακτική για την Γερμανία, Pegida) να αναδύονται, η διάλυση της ΕΕ και την οικονομική κατάρρευση της  Ηπείρου και της Υφηλίου να καραδοκεί (Ειδικά η άνοδος της ISIS, θυμίζει την φράση που είπε ο Χίτλερ, όταν ρωτήθηκε, λίγο πριν αυτοκτονήσει, αν πιστεύει ότι θα ξανά-υπάρξει επάνοδος των Ναζί στην Γερμανία, και είπε όχι στην μορφή που είχε τότε, αλλά πίστευε ότι ίσως εμφανιζόταν ένα κίνημα με μορφή «θρησκείας» που θα εξαπλωθεί και θα κυριεύσει όλο τον κόσμο, παραπέμποντας τόσο στην άνοδο της ISIS όσο και κινημάτων τύπου Pegida).


Φαίνεται λοιπόν ολοκάθαρα ότι για άλλη μία φορά δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, μιας κατά κάποιον τρόπο επανάληψης των συνθηκών και των γεγονότων εκείνων των εποχών, αλλά παρόλο που “The (Dark Side of the) Force awakens”, η  «δύναμη (της επεκτατικής, αρπακτικής και βίαιης Γερμανίας) εγείρεται» (για άλλη μία φορά), και οι storm troopers (δηλαδή τα τάγματα εφόδου σε Ελληνική μετάφραση) της Αυτοκρατορίας της Γερμανίας της Δ’ (Νέας) Τάξης (ΕΕ ή Δ’ Ράιχ), είναι  έτοιμοι να εισβάλλουν και να εξοντώσουν τους απείθαρχους και επαναστάτες αντιστασιακούς λαούς της ΕΕ, τίποτα δεν εγγυάται ότι αυτή η προσπάθεια της δεν θα αποτύχει παταγωδώς για άλλη μία φορά, οδηγώντας όπως και τότε όλη την Ευρώπη και την ανθρωπότητα στον όλεθρο, και την ίδια την Γερμανία ύστερα από την βρι και την τη της,  στην οριστική νέμεσι και τίσι της. *

*(Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του, τόσο την σωματική, αλλά κυρίως την πολιτική, την στρατιωτική και την οικονομική, συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «βριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.



Αποδίδοντας την αντίληψη σχετικά με την ύβρη και τις συνέπειές της, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στην αρχαιότερή της μορφή, με το σχήμα βρις→τη→νέμεσις→τίσις, μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι πίστευαν πως μια «βρις» συνήθως προκαλούσε την επέμβαση των θεών, και κυρίως του Δία, που έστελνε στον υβριστή την «την», δηλαδή το θόλωμα, την τύφλωση του νου. Αυτή με την σειρά της οδηγούσε τον υβριστή σε νέες ύβρεις, ώσπου να διαπράξει μια πολύ μεγάλη α-νοησία, να υποπέσει σε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα, το οποίο προκαλούσε την «νέμεσιν»,  την οργή και εκδίκηση δηλαδή των θεών, που επέφερε την «τίσιν», δηλ. την τιμωρία και τη συντριβή/καταστροφή του).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου