Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΟΝ KAI META

ΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΕ ΑΥΤΟΝ KAI META
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ



Είναι γνωστό πως στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, ξεκίνησε ως γνωστόν ο «Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος», γνωστός αρχικά ως «ο μεγάλος ευρωπαϊκός πόλεμος».  Το 1914, με αφορμή την δολοφονία του διαδόχου του Αυστροουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου-Φερδινάνδου  κυρήχθηκε πόλεμος μεταξύ τον δύο παραπάνω συμμαχιών (Τριπλής συμμαχίας και Τριπλής συνεννόησης), και σταδιακά  η Γερμανία βρέθηκε να πολεμάει ανάμεσα σε δύο μέτωπα (Γαλλία από τα δυτικά και Ρωσία από τα ανατολικά). 
Αυτή η εξέλιξη οφειλόταν στην αλλοπρόσαλλη, αλαζονική και επιθετική επεκτατική πολιτική του Κάιζερ τα προηγούμενα χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα, τόσο την περικύκλωση της χώρας του,  όσο και την ενίσχυση του μίσους και της αντιπάθειας των Ευρωπαϊκών λαών προς αυτή. 

Παρά τις όποιες αρχικές επιτυχίες, τόσο στην δύση (κατάληψη Βελγίου και προώθηση στο εσωτερικό της Γαλλίας), όσο και στην ανατολή (μάχη του Τάνενμπεργκ) και την προώθηση των Γερμανικών στρατευμάτων σχεδόν ως το Παρίσι, σύντομα η προέλαση αυτή ανακόπηκε και ο πόλεμος μετατράπηκε σε πόλεμο χαρακωμάτων για τα 4 επόμενα χρόνια.



Επίσης ο απεριόριστος υποβρυχιακός πόλεμος που κύρηξε η Γερμανία, που είχε ως συνέπεια να βυθιστούν και πολλά μεταφορικά πλοία, στα οποία υπήρχαν και Αμερικανοί πολίτες όπως το Λουζιτάνια, η παγκόσμια παρεμπόδιση του θαλάσσιου εμπορίου των ΗΠΑ, καθώς και η απερίσκεπτη αποστολή του τηλεγραφήματος Ζήμερμαν στην Μεξικανική κυβέρνηση (στο οποίο προτεινόταν συμμαχία Μεξικού-Γερμανίας και προσάρτηση στο Μεξικό με την βοήθεια της Γερμανίας Αμερικανικών εδαφών), είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου τις ΗΠΑ στην Γερμανία το 1917. 

Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για την Γερμανία, αφού εκτός από το ότι οι δυνάμεις της είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, σύντομα νέες ξεκούραστες και επαρκώς εξοπλισμένες μονάδες του Αμερικανικού στρατού θα προστεθόταν στις δυνάμεις των αντιπάλων της και θα έγερναν αποφασιστικά την πλάστιγγα εναντίον της.


Έτσι στο μέσο σχεδόν του πολέμου αυτού, όταν οι Γερμανοί πιεζόταν ασφυκτικά σε δύο μέτωπα από τους Ρώσους και τους δυτικούς (και οι ΗΠΑ ήταν έτοιμες να εισέλθουν στον πόλεμο εναντίον τους), αποφάσισαν να απαλλαχτούν από ένα από τα δύο επικίνδυνα μέτωπα και να επικεντρώσουν όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις και την προσοχή τους στο ένα. 

Έτσι προσέγγισαν έναν Ρώσο πολιτικό εξόριστο στην Ζυρίχη τον Βλάντιμιρ ίλιτς Ουλιάνωφ, γνωστό με το ψευδώνυμο Λένιν, και του πρότειναν, τόσο να τον μεταφέρουν πίσω στην χώρα του, όσο και να τον χρηματοδοτήσουν και να τον βοηθήσουν να πάρει την εξουσία σε αυτήν, με αντάλλαγμα την παύση των εχθροπραξιών στο ανατολικό μέτωπο και την παραχώρηση σημαντικών εδαφών στην Γερμανία. 
Αυτός πραγματικά δέχτηκε και οι Γερμανοί έστειλαν κρυφά πίσω στην Ρωσία και τον χρηματοδότησαν (τον Λένιν) με 10 εκατομμύρια χρυσά μάρκα αρχικά (με τα οποία έλυσε το πρόβλημα χρηματοδότησης της οργάνωσης του, αγόρασε τον εξοπλισμό της «επανάστασης» του, μπόρεσε να εκδώσει πάμπολα φύλλα στην εφημερίδα του, καθώς και να λαδώσει στρατιωτικά τμήματα για να έρθουν με το μέρος του).

Μετά του δόθηκαν και άλλα (μέχρι που έλυσε το πρόβλημα χρηματοδότησης μετά το πέρας του πραξικοπήματος  του,  αφού πήρε τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας), προκειμένου να καταλάβει την εξουσία στην χώρα αυτή, να την βγάλει εκτός πολέμου και να παραδώσει εδάφη στην Γερμανία, δρώντας ως υποτελής και πράκτορας τους.

Η χρηματοδότηση του Λένιν έγινε από τον Γερμανό τραπεζίτη Πάρβους. Η μεταφορά του που πραγματοποιήθηκε μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Γενεύης-Πετρούπολης (τον μετέφεραν τόσο καλά κλεισμένο σε σφραγισμένο τρένο, σαν να ήταν ο βάκιλος της πανούκλας, όπως ανέφερε ο Τσόρτσιλ και το οποίο κατά την διαδρομή του συνοδευόταν από Γερμανούς στρατιώτες). 

Μόλις έφτασε στην Ρωσία άρχισε να οργανώνει ταραχές και  στις 26 Οκτωβρίου του 1917,  προχώρησε με μία ένοπλη ομάδα 10.000 αντρών σε μία πόλη τριών εκατομμυρίων, παντελώς αποδιοργανωμένη και αδιάφορη για τα τεκταινόμενα, σε ένα πραξικόπημα το οποίο φρόντισε με μία έντονη δόση προπαγάνδας να προβάλει τόσο ο ίδιος, όσο και οι γερμανικές εφημερίδες που τον υποστήριζαν, σαν μία μεγάλη λαϊκή επανάσταση.
  

Τηρώντας αρχικά την «λυκοσυμμαχία» αυτή, έκανε ακριβώς όπως τον δασκάλεψαν, καταλαμβάνοντας με πραξικόπημα την εξουσία στην χώρα, το οποίο μετονόμασε σε «επανάσταση του ρωσικού λαού» [βοηθήθηκε σημαντικά σε αυτό από τον Τρόσκι που ήταν αρχικά εξόριστος «αιχμάλωτος» στον Καναδά και η Βρετανική κυβέρνηση εν καιρώ πολέμου τον άφησε προδοτικά να γυρίσει πίσω στην Ρωσία αν και ήταν γνωστή η δράση του κατά των συμμάχων γενικότερα, τον αιμοδιψή μαθητή του Στάλιν, ο οποίος βοήθησε στην άλωση της πρωτεύουσας (Μόσχας) με την δράση του, και στους προδότες πρίγκιπες (όπως θείοι του τσάρου που εποφθαλμιούσαν τον θρόνο) της ρωσικής δυναστείας και πολιτικούς, όπως ο Κερένσκυ που στράφηκαν εναντίον του τσάρου].
Αμέσως μετά φρόντισε να συνάψει ανακωχή με την Γερμανία και να προβεί σε αποστράτευση του Ρωσικού στρατού. Στις 3 Μαρτίου του 1918, με τα γερμανικά στρατεύματα να κινούνται προς την Πετρούπολη, λόγω της αρχικής υπαναχώρησης του Λένιν να τηρήσει τα συμφωνηθέντα,  ο Λένιν διέταξε τον Τρότσκι να δεχτεί τους όρους των Κεντρικών δυνάμεων. 

Έτσι, υπογράφηκε η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που είχε σαν αποτέλεσμα, η Ρωσία να χάσει την Ουκρανία, την Φινλανδία, τις Βαλτικές χώρες, την Αρμενία, την Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και την Πολωνία. Αμέσως μετά οι χώρες αυτές προσαρτήθηκαν στην Γερμανία και εγκαθιδρυθήκαν σε αυτές φιλογερμανικές κυβερνήσεις. 

Παράλληλα έχασε και τον ¼ των εδαφών της και του πληθυσμού της,  ενώ σύντομα άρχισε και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην χώρα, που είχε ως συνέπεια,  μετά από πέντε έτη την πλήρη επικράτηση της δικτατορικής κυβέρνησης των Μπολσεβίκων.

Μετά από αυτά τα γεγονότα η Γερμανία ήταν έτοιμη για την επίθεση στο δυτικό μέτωπο με νέες δυνάμεις, πριν οι ΗΠΑ, εισέλθουν πλήρως στον πόλεμο. 

Πραγματικά η σχεδιαζόμενη επίθεση πραγματοποιήθηκε, αλλά μετά από προσωρινές επιτυχίες και νέες καταλήψεις εδαφών από τους Γερμανούς, η επίθεση τους ανακόπηκε, ενώ η αντεπίθεση των αντιπάλων της και μαζική συμμετοχή των Αμερικανών στρατιωτών στον πόλεμο, παράλληλα με την ήττα και παράδοση των συμμάχων της στα άλλα μέτωπα του πολέμου, είχε σαν συνέπεια την πλήρη οπισθοχώρηση και ήττα των Γερμανών στο Δυτικό μέτωπο, κάτι που τους ανάγκασε να ζητήσουν ανακωχή.  

Εν τω μεταξύ, το ίδιο έτος (1917), το οποίο η Γερμανία σχεδίασε και έφερε σε πέρας το σχέδιο της για το πραξικόπημα στην Ρωσία (την λεγόμενη Οκτωβριανή Επανάσταση), η Αγγλία φοβούμενη την έξοδο της Ρωσίας απ' τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (λόγω της Φεβρουαριανής και Οκτωβριανής Επανάστασης), πράγμα που θα καταργούσε το Ανατολικό Μέτωπο για την Γερμανία, προσπάθησε σε αντιστάθμισμα να σύρει την Ιταλία σ' αυτόν (σαν συμμάχου της) ανοίγοντας ένα άλλο μέτωπο στον Νότο για τους Γερμανούς και τους συμμάχους της Αυστριακούς. 
Όπως αποκάλυψε τον Οκτώβρη του 2009, η εφημερίδα «Observer», από στοιχεία των μυστικών υπηρεσιών που αποχαρακτηρίστηκαν, ο Μουσολίνι (ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στο κόμμα και είχε ανεβάσει την κυκλοφορία του από 30.000 σε 200.000 φύλλα) υπήρξε απ' το 1917 πράκτορας της Αγγλικής Μυστικής Υπηρεσίας ΜΙ6. 
Το σοσιαλιστικό κόμμα στο οποίο ανήκε ο Μουσολίνι ήταν εναντίον του πολέμου, αλλά ο Μουσολίνι διέθετε ειδικές ομάδες κρούσης για την προστασία των απεργών στις διαδηλώσεις, που από τότε είχε ονομάσει «φάσκιες» και τα μέλη τους «φασίστες» (ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο διαμόρφωσε μια ομάδα αποκαλούμενη Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista-Πυρήνες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης).
'Έναντι αμοιβής που, κατά την εφημερίδα, ανερχόταν μόνον σε 400 σημερινά ευρώ το μήνα, ο Μουσολίνι, που όντως ζούσε πολύ φτωχά, δέχτηκε ν' αλλάξει τοποθέτηση και να υποστηρίξει τον πόλεμο χρησιμοποιώντας τους «φασίστες» για τον αντίθετο λόγο από τον οποίο τους είχε οργανώσει.

Η εμμονή του Μουσολίνι στην υποστήριξη του επεμβατισμού και η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το σοσιαλιστικό κόμμα, έχει ως αποτέλεσμα την αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti. 

Υπέρ του πολέμου είχαν ήδη ταχθεί και όλα τα αντίπαλα κόμματα, μαζί και το ιταλικό βιομηχανικό λόμπι. Πραγματικά η Αγγλία κατάφερε να φέρει, έναντι ανταλλαγμάτων προς την Ιταλία (εδάφη) και με τον χρηματισμό πολλών ηγετικών προσώπων της χώρας (Μουσολίνι και λοιποί ηγέτες των κομμάτων),  αυτή την χώρα στο πλευρό της.
O Μπενίτο Μουσολίνι έγραφε επί χρήμασι άρθρα στην νέα εφημερίδα που ίδρυσε τον Νοέμβριο του 1914 με την υποστήριξη της μετέπειτα ερωμένης του, Μαργαρίτας Σαρφάττι (Margherita Sarfatti), την Il popolo d' Italia (Ο λαός της Ιταλίας), στην οποία ήταν διευθυντής υπέρ της εισόδου της Ιταλίας στο πλευρό των συμμάχων. 
Τελικά, η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο τον Μάιο του 1915 και τον Σεπτέμβριο ο Μουσολίνι, ο οποίος  πήγε ως εθελοντής στον πόλεμο, επιστρατεύεται. Κέρδισε τον βαθμό του δεκαεννέα,  αλλά τραυματίζεται από θραύσματα χειροβομβίδας το 1917, αποστρατεύεται και επιστρέφει στο Μιλάνο όπου συνεχίζει την έκδοση της εφημερίδας του. Το 1919 ιδρύει το Φασιστικό κόμμα και το 1922.


Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920 – 1921, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες τιμωρίας και έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων. Το 1921 συμμετέχει στις εκλογές, κερδίζει 37 βουλευτικές έδρες και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα). 
Η πολιτική θεώρηση του Μουσολίνι στηριζόταν στην υποτιθέμενη υπέρβαση των κατεστημένων πολιτικών οριοθετήσεων, της αριστεράς, της δεξιάς και του κέντρου, θέτοντας τον φασισμό πέρα και πάνω από αυτές. Επαγγελλόταν ριζοσπαστικές αλλαγές, χωρίς όμως ποτέ να παρουσιάζει επίσημο πρόγραμμα και τρόπους εφαρμογής τους. 
Γενικότερα, η πρακτική του είχε να κάνει με έντονο θεατρινισμό, οξεία ρητορεία, και τάσεις υπερβολής και εντυπωσιασμού. Η είσοδός του στο ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό. Σε μία επιδεικτική κίνηση υπέρβασης των πολιτικών ορίων, παρέταξε τους βουλευτές του τοξοειδώς στα τελευταία έδρανα. 
Οι φασιστικές ομάδες Μελανοχιτώνων, που είχε οργανώσει, δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα. Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922 εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις.

Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζεται εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τζοβάννι Τζιολίτι (Giovanni Giolitti), Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi) και Λουίτζι Φάκτα (Luigi Facta) αδυνατούν να ανακόψουν την πορεία προς την αναρχία και την εκτροπή. 
Στις 28 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι οργανώνει την Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) και στις 31 Οκτωβρίου 100.000 Μελανοχίτωνες, (αριθμός που σήμερα αμφισβητείται) μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, εισέρχονται στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ (Vittorio Emanuele III), αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και με την απειλή του εμφυλίου να επικρέμαται πάνω από τη χώρα, παραδίδει την εξουσία στον Μουσολίνι, ορίζοντάς τον πρωθυπουργό. 

Αρχικά στο κοινοβούλιο υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους. Με τη βοήθειά τους εισήγαγε διατάξεις λογοκρισίας και τροποποίησε το εκλογικό σύστημα έτσι ώστε το 1925 ήταν σε θέση να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες και να διαλύσει όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και τα μη φασιστικά συνδικάτα. Συνακόλουθα, διέλυσε το κοινοβούλιο και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία, με ευρείες αρμοδιότητες καταστολής. 
Ο κρατικός μηχανισμός, ευρισκόμενος πλέον πλήρως στα χέρια του, χρησίμευε ως μέσο προπαγάνδας και ανάσχεσης κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Η δολοφονία, το 1924, από φασίστες, του σοσιαλιστή βουλευτή Τζιάκομο Ματτεότι (Giacomo Matteotti), που επιχείρησε να καταγγείλει τη δράση του Μουσολίνι, υπήρξε η αρχή μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, που οδήγησε, στις αρχές του 1925, στην εγκαθίδρυση υπό τον Μουσολίνι προσωποπαγούς ολοκληρωτικής δικτατορίας.
Η στάση του Μουσολίνι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξηγεί για πολλούς αρκετά την μεταπολεμική μεταστροφή του, όπως και τα ευμενέστατα σχόλια του Τσώρτσιλ γι' αυτόν στην δεκαετία του 1920, όσο και την αμείλικτη καταδίωξη που υπέστη από τους σοσιαλιστές άλλοτε συντρόφους του, οι οποίοι τον αποκάλεσαν επικίνδυνο και αναξιόπιστο άτομο. Δεν αναφέρεται το πότε έπαψε να είναι μέλος της ΜΙ6 αλλά οι υποψίες για το χαμένο ημερολόγιό του κατά τη φυγή του στο τέλος του 2ου ΠΠ όπως και οι φήμες για τις συνθήκες της δολοφονίας του ενισχύθηκαν.
 Κατά την φυγή προ της Συμμαχικής προέλασης, ο Μουσολίνι κράτησε μαζί του σαν μόνο πολύτιμο αντικείμενο το ημερολόγιό του, με το οποίο ήλπιζε να διαπραγματευθεί τη ζωή του. Λέγεται ότι δεν υπήρχε λόγος να εκτελέσουν και την ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι αν δεν είχε κι εκείνη ακούσει απ' τον ίδιο την ιστορία για το ημερολόγιο εκείνο.

Σε ειδική έρευνα Ιταλού ιστορικού εμφανίστηκε ένας 86χρονος σήμερα εργάτης, μέλος τότε της ομάδας των Ιταλών αντιστασιακών που τον είχαν συλλάβει, ο οποίος δήλωσε ότι στη συνέχεια τον παρέδωσαν σε ομάδα πρακτόρων των Συμμάχων, οι οποίοι τους τον παρέδωσαν την επόμενη νεκρό.

Η εγγονή του Μουσολίνι και νυν πολιτικός στην ιταλική βουλή Αλεσσάντρα, εξεδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για την περαιτέρω εμβάθυνση της έρευνας υποστηρίζοντας ότι αντίγραφα του ημερολογίου υπάρχουν ακόμα και σήμερα, αν και δεν κυκλοφορούν ελεύθερα, που αποδεικνύουν ότι ο παππούς της όντως συνεργάστηκε με τους Άγγλους για να εξασφαλίσει την ειρήνη, και ότι διαπραγματεύθηκε την αποχώρησή του απ' τον Άξονα, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι οι Άγγλοι τον εξαπατούσαν.

Ακόμα και για τον Στάλιν λεγόταν πως ήταν πράκτορας της τσαρικής υπηρεσίας Οχράνα και κατασκόπευε παράλληλα τους κομμουνιστές, και για αυτό τον λόγο μπορούσε να δραπετεύει πάντα από τις εξορίες του στην Σιβηρία (με την βοήθεια της Οχράνα).

Ο ίδιος άρχισε την επαναστατική του καριέρα, ληστεύοντας τράπεζες (και τρένα και δολοφονώντας τους φύλακες τους) στον Καύκασο για να χρηματοδοτεί το Κόμμα, κάτι που αποδεικνύουν σήμερα τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία της εποχής.
Πιο αναλυτικά η προφανής ευκολία του Στάλιν στην διαφυγή από την τσαρικές διώξεις και οι πολύ ελαφριές ποινές οδήγησαν σε φήμες ότι ήταν πράκτορας Okhranka. Οι προσπάθειές του το 1909 για να «ξερίζωση προδοτών» προκάλεσε πολλές διαμάχες στο εσωτερικό του κόμματος. 

Κάποιοι τον κατηγόρησαν για να γίνει αυτό σκόπιμα για τις διαταγές του Okhranka. Ο μενσεβίκος Razhden Arsenidze κατηγόρησε τον Στάλιν ότι πρόδωσε τους συντρόφους του, που δεν άρεσαν στον Okhranka. Ο διακεκριμένος Μπολσεβίκος Stepan Shahumyan κατηγόρησε ευθέως τον Στάλιν ότι είναι ένας πράκτορας της Οχράνα από το 1916.
Σύμφωνα με την προσωπική του γραμματέας Όλγα Shatunovskaya, με αυτές οι απόψεις  συμφωνούσαν και ο Stanislav Kosior, ο  Iona Yakir και άλλοι εξέχοντες μπολσεβίκοι. Οι φήμες ενισχύθηκαν με το να δημοσιευθεί στην τα απομνημονεύματα του Domenty Vadachkory, ο οποίος έγραψε ότι ο Στάλιν χρησιμοποίησε ένα σήμα της Okhranka (δήθεν κλεμμένο) στην Σοβιετική Ένωση για να τον βοηθήσει να ξεφύγει από την εξορία.

Φαίνεται επίσης ύποπτο ότι ο Στάλιν μείωσε τον αριθμό των αποδράσεων του από τις φυλακές και εξορίες. Ακόμα δεν υπήρχε αδιάσειστα στοιχεία της συνεργασίας του Στάλιν με τον Okhranka και οι λίγες υποτιθέμενες εκθέσεις του Στάλιν στην Okhranka που δημοσιεύονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης φαίνεται να είναι πλαστές.

Ο ιστορικός Simon Sebag Montefiore υποστήριξε ότι σε όλα τα σωζόμενα έγγραφα της Okhranka ο Στάλιν περιγράφεται ως επαναστάτης και ποτέ ως κατάσκοπος. Κατά την γνώμη του Montefiore, ο Στάλιν δραπέτευε από τις εξορίες του, τόσο συχνά, επειδή το σύστημα εξορίας δεν ήταν ασφαλές: οι εξόριστοι χρειάζονταν μόνο χρήματα και πλαστά έγγραφα για να ξεφύγουν από τον χώρο, όπου εγκαταστάθηκαν, και χιλιάδες το έκαναν. Ο Στάλιν είχε επίσης της δικούς του κατασκόπους στην Okhranka, που τον προειδοποιούσαν για τις πράξεις της. 
Το 1967 βιογραφία του Στάλιν , ο Edward Ellis Smith υποστήριξε ότι ο Στάλιν ήταν ένας πράκτορας Okhranka, αναφέροντας την ύποπτη ικανότητά του να ξεφύγει από τους πράκτορες της, να ταξιδεύει ανεμπόδιστα, και να έχει πλήρη απασχόληση και εισοδήματα, χωρίς κάποια εμφανή πηγή εισοδήματος. 

Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν η επιδρομή που σημειώθηκε την νύχτα της 3ης Απριλίου του 1901 στην Τιφλίδα, όταν σχεδόν όλα τα εξέχοντα στελέχη του  Σοσιαλιστικού-δημοκρατικού κινήματος της πόλης συνελήφθησαν, εκτός από τον Στάλιν, ο οποίος προφανώς «απολαμβάνοντας τον γαλήνιο αέρα της άνοιξης», σε μία από τις πιο ακραίες επαναστατικές δηλώσεις του, που είναι πάρα πολύ αδύνατη για να ληφθεί σοβαρά υπόψη.   

Ο Montefiore, ωστόσο, έγραψε ότι ο Στάλιν εντόπισε τους πράκτορες της Okhranka να τον περιμένουν έξω από τον τόπο εργασίας του, ενώ αυτός ήταν μέσα στο τραμ,  και έμεινε σε αυτό και αμέσως μετά  πήγε να κρυφτεί.
Η αρχή της παντοδυναμίας του Στάλιν ήταν ο διορισμός του στην θέση του γενικού γραμματέα (ο κάτοχος αυτής της θέσης μπορούσε να διορίζει και να παύει στελέχη στις καίριες κρατικές θέσεις κατά βούληση και να προάγει έμπιστους του ή διώχνει αντιπάλους του).

Συγκεκριμένα στην διάσκεψη του Κομμουνιστικού κόμματος της ΕΣΣΔ, το 1922,όταν ο Λένιν  πρότεινε την δημιουργία της θέσης γενικού γραμματέα,  επιλογή του για την θέση ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος στο παρελθόν είχε υποστηρίξει τις πολιτικές του. 

Οι κύριοι αντίπαλοι του Στάλιν για τη μελλοντική ηγεσία του κόμματος απέτυχαν να δουν τη σημασία αυτής της θέσης και υποστήριξαν το διορισμό του. Είδαν αρχικά τη θέση του γενικού γραμματέα ως «φερέφωνο του Λένιν».
Αμέσως μετά το διορισμό του Στάλιν ως γενικού γραμματέα, ο Λένιν εισήχθη στο νοσοκομείο προκειμένου να αφαιρέσει μια σφαίρα από την απόπειρα δολοφονίας της Φ. Καπλάν. Αναμενόταν ότι αυτή η επέμβαση θα αποκαθιστούσε την υγεία του. Αυτό δεν επρόκειτο να γίνει.

Ένα αιμοφόρο αγγείο έσπασε στον εγκέφαλο του Λένιν, τον άφησε παράλυτο στη δεξιά πλευρά του και για έναν χρόνο ήταν ανίκανος να μιλήσει. Σαν «φερέφωνο του Λένιν», ο Ιωσήφ Στάλιν είχε γίνει ξαφνικά εξαιρετικά σημαντικός.
 
Ενόσω ο Λένιν ήταν καθηλωμένος, ο Στάλιν αξιοποίησε πλήρως τις δυνάμεις του ως γενικός γραμματέας. Στο συνέδριο του κόμματος έλαβε την άδεια να αποβάλει τα «ανεπαρκή» κομματικά μέλη. Αυτό ο Στάλιν το εκμεταλλεύτηκε για να απομακρύνει χιλιάδες υποστηρικτές του Λέοντα Τρότσκι, βασικού ανταγωνιστή του για την ηγεσία του κόμματος. 

Σαν γενικός γραμματέας, ο Στάλιν είχε επίσης τη δύναμη να διορίζει και να παύει ανθρώπους από σημαντικές κυβερνητικές θέσεις. Οι νέοι κάτοχοι αυτών των θέσεων γνώριζαν καλά ότι όφειλαν την προώθησή τους στο Στάλιν. Επίσης ήξεραν ότι εάν η συμπεριφορά τους δεν τον ευχαριστούσε θα αντικαθίσταντο.
Περικυκλωμένος από τους υποστηρικτές του, η αυτοπεποίθηση του Στάλιν άρχισε να αυξάνεται. Τον Οκτώβριο του 1922, διαφώνησε με το Λένιν σχετικά με το ζήτημα του εξωτερικού εμπορίου. Όταν το θέμα συζητήθηκε στην κεντρική Επιτροπή επικράτησε η άποψη του Στάλιν. 

Ο Λένιν άρχισε να φοβάται ότι ο Στάλιν ανελάμβανε την ηγεσία του Κόμματος. Τότε έγραψε στο Λέοντα Τρότσκι και ζήτησε τη στήριξή του. Ο Τρότσκι συμφώνησε και στην επόμενη συνεδρίαση της κεντρικής Επιτροπής η απόφαση σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο ανατράπηκε. 

Ο Λένιν, που ήταν πολύ άρρωστος για να παρευρεθεί, έγραψε στον Τρότσκι για να τον συγχαρεί για την επιτυχία του και να του προτείνει στο μέλλον να λειτουργήσουν μαζί ενάντια στο Στάλιν.

Ο Ιωσήφ Στάλιν, του οποίου η σύζυγος Ναντέζντα Αλλιλούγιεβα δούλευε στο ιδιαίτερο γραφείο του Λένιν, ανακάλυψε σύντομα το περιεχόμενο της επιστολής που εστάλη στον Τρότσκι. Ο Στάλιν εξαγριώθηκε δεδομένου ότι συνειδητοποίησε ότι εάν Λένιν και Τρότσκι λειτουργούσαν μαζί εναντίον του, η πολιτική σταδιοδρομία του θα τερματιζόταν. 

Σε ένα ξέσπασμα θυμού ο Στάλιν τηλεφώνησε στη σύζυγο του Λένιν, Ναντέζντα Κρούπσκαγια, και την κατηγόρησε ότι θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του Λένιν επιτρέποντάς του να γράφει επιστολές ενώ ήταν τόσο άρρωστος.
Όταν η Κρούπσκαγια πληροφόρησε το σύζυγο της για αυτή την τηλεφωνική συνομιλία, ο Λένιν έλαβε την απόφαση ότι ο Στάλιν δεν ήταν το κατάλληλο άτομο για να τον αντικαταστήσει ως ηγέτης του Κόμματος. 

Ο Λένιν ήξερε ότι πλησίαζε στο τέλος, έτσι υπαγόρευσε στο γραμματέα του μια επιστολή που θέλησε να χαρακτηριστεί ως διαθήκη του. Το έγγραφο περιελάμβανε τις σκέψεις του και απευθύνονταν στα ανώτερα μέλη της ηγεσίας του Κ.Κ.Σ.Ε.


Ανησυχούσε ιδιαίτερα για την αυξανόμενη δύναμη του Στάλιν: «Ο σύντροφος Στάλιν, που έχει γίνει γενικός γραμματέας, έχει συγκεντρώσει τεράστια δύναμη στα χέρια του: και δεν είμαι βέβαιος ότι ξέρει πάντα πώς να χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη με ικανοποιητική φρόνηση. 

Επομένως προτείνω στους συντρόφους μας να εξετάσουν την πρόταση να απομακρύνουν το Στάλιν από αυτήν τη θέση αντικαθιστώντας τον με κάποιον άλλο που να διαφέρει από το Στάλιν από μια βαρύνουσα άποψη: όντας πιο ανεκτικός, πιστότερος, πιο ευγενικός, πιο διακριτικός απέναντι των συντρόφων του».
Τρεις ημέρες αφότου υπαγόρευσε τη διαθήκη του ο Λένιν είχε ένα τρίτο εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν ήταν πλέον ικανός να μιλήσει ή να γράψει αν και έζησε για άλλους δέκα μήνες, έπαψε να υφίσταται ως δύναμη εντός της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Λένιν πέθανε στις 21 Ιανουαρίου, 1924 στην Γκόρκι (ο συνοικισμός κοντά στη Μόσχα). Φήμες ότι ο Λένιν έπασχε από σύφιλη αναπήδησαν αμέσως μετά από το θάνατό του. Η επίσημη αιτία θανάτου που δόθηκε ήταν εγκεφαλική αρτηριοσκλήρωση, ή εγκεφαλικό επεισόδιο (το τέταρτό του), αλλά από τους 27 παθολόγους που τον εξέταζαν, μόνο οκτώ υπέγραψαν το συμπέρασμα στην έκθεση αυτοψίας του. 

Επομένως, έχουν υποβληθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με το θάνατό του. Παραδείγματος χάριν, μια μεταθανάτια διάγνωση από δύο ψυχιάτρους και έναν νευρολόγο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα σε ευρωπαϊκό περιοδικό νευρολογίας, υποστήριξε ότι ο Λένιν πέθανε από τη σύφιλη.
Έγγραφα που δημοσιεύτηκαν μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ., μαζί με τα απομνημονεύματα των παθολόγων του Λένιν, υποδεικνύουν ότι ο Λένιν θεραπεύθηκε από τη σύφιλη το 1895. Άλλα έγγραφα επίσης αναφέρουν ότι ο Αλεξέι Αμπρικόσοφ, ο παθολόγος υπεύθυνος για την αυτοψία, διατάχτηκε να επιβεβαιώσει ότι ο Λένιν δεν πέθανε από σύφιλη. 

Ο Αμπρικόσοφ δεν ανέφερε τη σύφιλη στην αυτοψία, εντούτοις η καταστροφή αιμοφόρων αγγείων, η παράλυση και άλλες παρενέργειες που ανέφερε είναι χαρακτηριστικές της σύφιλης. Σε μια δεύτερη εκδοχή της έκθεσης αυτοψίας, κανένα από τα όργανα, σημαντικές αρτηρίες ή περιοχές του εγκεφάλου που επηρεάζονται συνήθως από τη σύφιλη δεν αναφέρθηκαν.
  

Το 1923, οι γιατροί του Λένιν του χορήγησαν «Σαλβαρσάν», το μόνο φάρμακο που χρησιμοποιούνταν εκείνη την περίοδο για την θεραπεία της σύφιλης, καθώς και ιωδιούχο κάλιο το οποίο ήταν επίσης σύνηθες στη θεραπεία της ασθένειας (κάποιοι υποθέτουν, αλλά χωρίς στοιχεία ότι ο Στάλιν «ξέκανε» τον ενοχλητικό Λένιν με την χορήγηση υπερβολικής δόσης του φαρμάκου αυτού).
Η σύφιλη βέβαια ήταν μια συνηθισμένη ασθένεια στη Ρωσία εκείνη την εποχή. Επίσης δεν είχε κανένα ορατό τραύμα στο σώμα του που συνοδεύει τα τελευταία στάδια της ασθένειας. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι η πλέον πιθανή αιτία του θανάτου του ήταν το τραύμα που προκλήθηκε από τη σφαίρα που υπήρχε ακόμα στο λαιμό του μετά την απόπειρα δολοφονίας.
Φαίνεται καθαρά από όλα τα παραπάνω πως όλοι οι μεγάλοι πραξικοπηματίες (ιδίως ο Λένιν και ο Μουσολίνι που βάφτισαν τα πραξικοπήματα τους επαναστάσεις) ήταν κάποτε πράκτορες ξένων χωρών (και άρα προδότες της χώρας τους παρόλο που οι ίδιοι δήλωναν πως δρουν για το εθνικό συμφέρον), και με τις πράξεις τους (και τις οδηγίες που έλαβαν από τις μυστικές υπηρεσίες των άνωθεν χωρών) οδήγησαν σταδιακά τόσο τους ίδιους, όσο τις χώρες και όσους τους ακλούθησαν στον όλεθρο, συμπαρασύροντας την Ευρώπη και όλο τον κόσμο μαζί τους σε ένα λουτρό αίματος, που άφησε στο τέλος χιλιάδες ερείπια και άπειρους αριθμούς ολοκαυτωμάτων και πτωμάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου