Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

ΦΙΛΟΔΟΞΟΙ ΔΗΜΑΓΩΓΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΦΙΛΟΔΟΞΟΙ ΔΗΜΑΓΩΓΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ο Άρνολντ της Μπρέσκια (περίπου 1090 - Ιούνιος 1155), γνωστός και ως Arnaldus (ιταλικά: Arnaldo da Brescia), ήταν ένας Ιταλός, με καταγωγή από την Λομβαρδία. Καλούσε την καθολική Εκκλησία να παραιτηθεί από την κυριότητα όλης της έγγειας ιδιοκτησίας της και συμμετείχε στην αποτυχημένη Κομμούνα της Ρώμης.
Εκδιώχθηκε τουλάχιστον τρεις φορές και τελικά συνελήφθη, κρεμάστηκε από τον πάπα, ενώ το πτώμα του κάηκε (μετά θάνατον), και η τέφρα του ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη.
Αν και απέτυχε ως θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και πολιτικός ηγέτης, οι διδασκαλίες του σχετικά με την αποστολική φτώχεια, κέρδισαν την υποστήριξη μετά θάνατον, του μεταξύ των «αρνολδιστών», αλλά και ευρύτερα μεταξύ των πνευματικών φραγκισκανών, παρόλο που κανένας γραπτός λόγος του, δεν επέζησε της επίσημης καταδίκης του. Οι προτεστάντες τον κατατάσσουν μεταξύ των προδρόμων της Μεταρρύθμισης.
Γεννημένος στην Μπρέσκια, ο Άρνολντ χειροτονήθηκε αρχικά Αυγουστίνος μοναχός και έπειτα, ορίστηκε ηγούμενος σε ένα μοναστήρι της Μπρέσκια. Επέκρινε τις απαιτήσεις της Καθολικής Εκκλησίας, οι οποίες περιλάμβαναν ακόμα και στρατιωτικές συγκρούσεις, για την απόκτηση πλούσιας αγροτικής γης στην Μπρέσκια, η οποία κανονικά άνηκε στον Αρχιεπίσκοπο της πόλης.
Κάλεσε την Καθολική Εκκλησία, να παραιτηθεί από την αξίωσή της και να επιστρέψει την κυριότητα της διαφιλονικούμενης γης στην κυβέρνηση της πόλης, ώστε να μην παραβιαστεί από την κατοχή της, η αποκήρυξη των κοσμικών αγαθών, που είναι μια από τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Λόγω των απόψεων  του αυτών, ο Άρνολντ, καταδικάστηκε στο Δεύτερο Λατεράνιο Συμβούλιο, το 1139 και αναγκάστηκε να φύγει από την Ιταλία.
Σύμφωνα δε, με το χρονικό του Οτό του Freising, ο Άρνολντ είχε σπουδάσει στο Παρίσι υπό την κηδεμονία του μεταρρυθμιστή και φιλόσοφου, Pierre Abélard. Πήρε δε από την φιλοσοφία του Abélard, πολλές ιδέες για μεταρρυθμίσεις στον καθολικισμό.


Το ζήτημα ήρθε ενώπιον της Συνόδου του Sens το 1141 και οι θέσεις του Άρνολντ και του Abélard καταδικάστηκαν από τον Bernard του Clairvaux. Έτσι, ο Άρνολντ στάθηκε μόνος του, εναντίον της απόφαση της εκκλησίας, μετά και την συνθηκολόγηση του Abélard.
Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου συνέχισε να διδάσκει και να κηρύττει εναντίον του Bernard. Ως εκ τούτου, διατάχτηκε να σιωπήσει από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον 2ο, και εξορίστηκε ξανά. Κατέφυγε πρώτα στην Ζυρίχη και στην συνέχεια στην Βαυαρία.
Τα γραπτά του καταδικάστηκαν επίσης και αποφασίστηκε ως περαιτέρω μέτρο να καούν. Ο Άρνολντ συνέχισε να κηρύσσει τις ριζοσπαστικές του ιδέες, σχετικά με την αποστολική φτώχεια.
Ο Άρνολντ της Μπρέσκια κάηκε στα χέρια, από τους των παπικούς φρουρούς του. Μια πολύ πιο ακριβής απεικόνιση για κάποιους, της κατάληξης που όντως τον περίμενε μετά θάνατον. 
Ο Άρνολντ, ο οποίος είναι γνωστός μόνο από την καταστροφική καταδίκη των εχθρών του, χαρακτηρίστηκε ως συχνά ως δημαγωγός, ενώ τα κίνητρά του αμφισβητήθηκαν.
Το 1145, πέτυχε ειρήνη με τον Πάπα Ευγένιο τον Γ’, ο οποίος τον διέταξε να επιστρέψει στην Ρώμη και να υποταχθεί στο έλεος της Καθολικής Εκκλησίας.
Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι οι οπαδοί του Giordano Pierleoni, οι οποίοι υποστήριζαν τα αρχαία δημοκρατικά δικαιώματα της κοινότητας της Ρώμης, είχαν αναλάβει τον έλεγχο της πόλης από τις παπικές δυνάμεις και ίδρυσαν μια δημοκρατία, την Κομμούνα της Ρώμης.
Ο Άρνολντ, τάχθηκε αμέσως με τον λαό και, μετά την κατάθεση του Pierleoni, σύντομα ανέβηκε στην πνευματική ηγεσία της Κομμούνας, ζητώντας ελευθερίες και δημοκρατικά δικαιώματα.
(Κατ’ άλλους, όταν επέστρεψε στην Ιταλία, μετά το 1143, οργάνωσε ο ίδιος την εξέγερση στην Ρώμη κατά του πάπα, και στην συνέχεια «έφτασε τυχαίως» στην Ρώμη και εκλέχτηκε, αν και ξένος, ηγέτης της.
Αφού κατέλαβε την εξουσία στην πόλη, ο Άρνολντ άσκησε από το 1145 ευρύτατη εξουσία, υπό την «κάλυψη» ενός «δημοκρατικού συντάγματος», με κύριο όργανο την Γερουσία.
Παράλληλα, ο ίδιος και οι Ρωμαίοι πολίτες υποστήριζαν πως μόνο ο λαός της Ρώμης, ούτε ο πάπας ή οποιασδήποτε άλλος είχαν το δικαίωμα να απονέμουν τον αυτοκρατορικό τίτλο, στην «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους»). 
 

Ο Άρνολντ άρχισε να διδάσκει, ότι ο κλήρος που διέθετε ακίνητα δεν είχε καμία εξουσία να εκτελεί τα Μυστήρια. Κατόρθωσε επίσης, να οδηγήσει τον Πάπα Ευγένιο σε εξορία το 1146, πράξη για την οποία αφορίστηκε στις 15 Ιουλίου 1148.
Όταν ο Πάπας Ευγένιος, επέστρεψε στην πόλη το 1148, ο Άρνολντ συνέχισε να ηγείται της δημοκρατίας παρά την πρότερη αποκήρυξή του από τον πάπα.
Σχολιάζοντας αργότερα τα γεγονότα αυτά, ο Caesar Baronius, αποκάλεσε τον Arnold, «πατέρα των πολιτικών αιρέσεων», ενώ ο Edward Gibbon εξέφρασε αργότερα την άποψή, πως «η σάλπιγγα της ρωμαϊκής ελευθερίας ακούστηκε για πρώτη φορά από τον Arnold».
Μετά το θάνατο του πάπα Ευγενίου, ο πάπας Αδριανός ο IV, έλαβε γρήγορα έκτακτα μέτρα για να ανακτήσει τον έλεγχο της Ρώμης. Συμμάχησε με τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσα, ο οποίος κατέλαβε με βία την Ρώμη το 1155, στην διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας και ανάγκασε τον Άρνολντ να εξοριστεί ξανά.
Ο Άρνολντ συνελήφθη από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και δικάστηκε από την Ρωμαϊκή Κουρία (το κονκλάβιο των καρδιναλίων) ως επαναστάτης. Ποτέ όμως, δεν κατηγορήθηκε για αίρεση.
Αντιμέτωπος με τους καρδιναλίους, αρνήθηκε να αποσύρει οποιαδήποτε από τις θέσεις του. Καταδικασμένος για εξέγερση, ο Άρνολντ κρεμάστηκε τον Ιούνιο και το σώμα του κάηκε. Επειδή παρέμεινε ήρωας σε μεγάλα τμήματα του ρωμαϊκού λαού και του κατώτερου κλήρου, οι στάχτες του ρίχτηκαν στον Τίβερη, προκειμένου να αποφευχθεί να γίνει ο τόπος ταφής του, μνημείο προσκυνήματος.
Το 1882, μετά την κατάρρευση του παπικού κράτους, η πόλη της Μπρέσκια έστησε ένα μνημείο στον γηγενή γιο της. Η ιστορία του θυμίζει πολύ αυτή του Cola di Rienzo (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/05/cola-di-rienzo.html).
Παρεμφερής, αν και λιγότερο ιδεαλιστική, είναι η ιστορία του Σαβοναρόλα.  Ο Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα (21 Σεπτεμβρίου 1452 - 23 Μαΐου 1498), ήταν πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης της Φλωρεντίας.
Ήταν Δομινικανός μοναχός, με τεράστια επιρροή στα πλήθη της Φλωρεντίας και ηγέτης της πόλης από το 1494 μέχρι την εκτέλεσή του το 1498. Όσο κράτησε η ηγεσία του, κήρυσσε την εγκράτεια και ήταν μεγάλος πολέμιος της αγάπης των Φλωρεντινών για τις τέχνες. Ήταν εναντίον της διαφθοράς, αλλά και του πάπα Αλέξανδρου ΣΤ΄ Βοργία. Πρωτοστάτησε στο κάψιμο βιβλίων.
Γεννήθηκε στην Φερράρα, όπου και σπούδασε. Πήγε ως μοναχός στην Φλωρεντία το 1482, όπου και έμεινε μέχρι και το 1487. Επέστρεψε στην Μπολόνια για την συνέχιση των σπουδών του.


Γύρισε στην Φλωρεντία το 1490, κάνοντας φλογερά κηρύγματα, μέσα από τα οποία έγινε ευρύτερα γνωστός. Σταδιακά επιτέθηκε σε όλους τους εκπρόσωπους της εξουσίας, στον πάπα και στους Μέδικους. Μετά το 1494 πήρε την εξουσία από τους Μέδικους.
Ήταν γνωστός για τις προφητείες του για την δόξα της πόλης, για την καταστροφή της κοσμικής τέχνης και του πολιτισμού, αλλά και για τις εκκλήσεις του για χριστιανική ανανέωση. Κατήγγειλε την διαφθορά του κλήρου (και του λαού), την τυραννική διακυβέρνηση, όπως και την εκμετάλλευση των φτωχών.
Προφήτευσε την έλευση μιας βιβλικής πλημμύρας και ενός νέου Κύρου από το βορρά που θα μεταρρυθμίσει την Εκκλησία. Τον Σεπτέμβριο του 1494, όταν ο Κάρολος της Γαλλίας εισέβαλε στην Ιταλία και απείλησε τη Φλωρεντία, τέτοιες προφητείες φάνηκαν στα πρόθυρα της εκπλήρωσης.
Ενώ ο Σαβοναρόλα παρενέβη στον Γάλλο βασιλιά, οι Φλωρεντινοί απήλλαξαν τον κυβερνώντα Μέδικο και, με την προτροπή του μοναχού Σαβοναρόλα, ίδρυσαν μια «δημοφιλή» δημοκρατία.
Δηλώνοντας ότι η Φλωρεντία θα είναι η Νέα Ιερουσαλήμ, το παγκόσμιο κέντρο του Χριστιανισμού και «πλουσιότερη, ισχυρότερη και πιο ένδοξη από ποτέ», ο Σαβοναρόλα, ξεκίνησε μια ακραία πουριτανική εκστρατεία, συγκεντρώνοντας την ενεργό βοήθεια της νεολαίας της Φλωρεντίας.
Το 1495, όταν η Φλωρεντία αρνήθηκε να προσχωρήσει στην Αγία Λέσχη του Πάπα Αλέξανδρου Β’ κατά των Γάλλων, το Βατικανό κάλεσε τη Σαβοναρόλα στην Ρώμη.
Αυτός αψήφησε και εξόργισε τον πάπα κηρύσσοντας, αν και υπό απαγόρευση. Παράλληλα, συνέχιζε την εκστρατεία του για θρησκευτική μεταρρύθμιση, με συνεχείς πομπές, κάψιμο όλων των κατά τον ίδιο ματαιόδοξων πράγματων, αλλά και ευσεβείς θεατρικές παραστάσεις.
 (Το  ίδιο έτος, αυτός και οι οπαδοί του έκαψαν καθρέφτες, καλλυντικά, μουσικά όργανα, γυναικεία καπέλα, βιβλία αρχαίων συγγραφέων, πίνακες και γλυπτά που τα θεώρησαν ακατάλληλα στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας, στην αποκαλούμενη «Πυρά της ματαιοδοξίας»).
Σταδιακά, οι Φλωρεντινοί κουράστηκαν από την ασκητική ζωή του. Έτσι, μια δίκη μέσω φωτιάς, που προτάθηκε από έναν αντίπαλο του ιεροκήρυκα στην Φλωρεντία, τον Απρίλιο του 1498, προκειμένου να δοκιμαστεί η θεϊκή εντολή του Σαβοναρόλα, μετατράπηκε σε φιάσκο και η λαϊκή γνώμη στράφηκε εναντίον του.
Στις 12 Μαΐου 1497 ο Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ τον αναθεμάτισε και το 1498 ζήτησε την σύλληψη και θανάτωσή του, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση, θα θέσει όλη την Φλωρεντία υπό θρησκευτική απαγόρευση. Ένα εξαγριωμένο πλήθος, καθοδηγούμενο από τους εχθρούς του Σαβοναρόλα, τον συνέλαβε στις 8 Απριλίου. Ο Σαβοναρόλα και δύο από τους υποστηρικτές του φυλακίστηκαν.
 

Κάτω από συνεχή και σκληρότατα βασανιστήρια, ο Σαβοναρόλα, ομολόγησε ότι είχε εφεύρει τα οράματα και τις προφητείες του. Στις 23 Μαΐου 1498, οι εκκλησιαστικές και οι πολιτικές αρχές τον καταδίκασαν, και κρέμασαν και έκαψαν,  αυτόν και τους δύο συγκατηγορούμενους του, στην κεντρική πλατεία της Φλωρεντίας.
Οι οπαδοί του Σαβοναρόλα, οι Πιαγκόνι, διατήρησαν τις ιδέες του, για δημοκρατική ελευθερία και θρησκευτική μεταρρύθμιση, ζωντανές στον επόμενο αιώνα, παρόλο που οι Μέδικοι, που αποκαταστάθηκαν στην εξουσία το 1512, με την βοήθεια του παπισμού - τελικά κατέστρεψαν το κίνημα αυτό.
Γενικότερα, πρέπει να πούμε, ότι η φτώχεια στον ύστερο μεσαίωνα είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις. Κατά την μέση περίοδο του Μεσαίωνα συντελέστηκαν οικονομικές αλλαγές όπως η δημογραφική αύξηση, η οποία όμως υποδιαιρούσε τους αγροτικούς κλήρους τόσο πολύ, με αποτέλεσμα οι φτωχοί να γίνονται φτωχότεροι.
Παράλληλα, οι συνεχείς σιτοδείες επιδείνωναν το πρόβλημα σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια οι πάντες σχεδόν ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Η λέξη «φτωχός» σήμαινε περισσότερο αδύναμος, παρά οικονομικά στερημένος με την σημερινή έννοια. Στα εκκλησιαστικά έγγραφα της εποχής, αναφέρονται συχνά νουθεσίες για αρωγή προς τους φτωχούς.
Στις πόλεις, η φτώχεια είχε γίνει μείζον πρόβλημα, οι σωζόμενες πηγές παραθέτουν ποσοτικά στοιχεία τα οποία μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε την έκτασή της. Το ένα τρίτο του πληθυσμού των περισσοτέρων ευρωπαϊκών πόλεων, βρισκόταν στα όρια επιβίωσης, ενώ σε πολλές πόλεις το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το πενήντα τοις εκατό.
Το πρόβλημα γινόταν ακόμη πιο σύνθετο, από τους ανειδίκευτους εργάτες της υπαίθρου, οι οποίοι την άφηναν για να εγκατασταθούν και αυτοί στις πόλεις. Υπήρχαν δύο κατηγορίες φτωχών, οι φτωχοί που είχαν σταθερή εργασία και οι ευκαιριακά απασχολούμενοι φτωχοί. Η πρώτη ομάδα αναδύθηκε μέσα από τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την γενική αποδιοργάνωση του ύστερου μεσαίωνα.
Οι διακυμάνσεις των τιμών, έπαιρναν εξωφρενικές διαστάσεις στις πόλεις και παράλληλα οι συντεχνίες έκλειναν, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στην αγορά εργασίας να στενεύει και οι ευκαιριακά εργαζόμενοι, να μην μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους καθόλη την διάρκεια του έτους.

Στις ευρωπαϊκές πόλεις του 14ου αιώνα, οι περισσότερες «κοινωνικές» επαναστάσεις δεν ήταν εξεγέρσεις των μαζών, απλώς διεύρυναν την εξουσία στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης, ώστε να συμπεριληφθούν νέες οικονομικές τάξεις.
Μετά την άνοδο των συντεχνιών στην εξουσία τον 14ο αιώνα, οι προύχοντες ή οι παλαιοί αριστοκράτες, που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν στον δημόσιο βίο, έπρεπε να εγγραφούν επίσημα σε κάποια συντεχνία, η οποία είχε το δικαίωμα να αντιπροσωπεύεται στο συμβούλιο της πόλης.
Καμία «κοινωνική» εξέγερση του ύστερου μεσαίωνα, δεν έφερε ευθέως αντιμέτωπους τους φτωχούς με τους πλούσιους, με εξαίρεση ίσως την εξέγερση των Τσιόμπι στην Φλωρεντία το 1378. Παρόλα αυτά, ορισμένες ομάδες πλούσιων εκμεταλλεύονταν την μαζική υστερία για να δημιουργήσουν έναν όχλο υποστηρικτών.
Η ιδιωτική βία βρισκόταν σε ημερήσια διάταξη κατά τον ύστερο μεσαίωνα, όπως και η αυτοδικία. Οι δημοτικές αρχές παρότι ενδυναμωμένες έναντι των εθνικών, δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν την βία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ πλούσιων και φτωχών στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν ήταν καθοριστικός παράγοντας κοινωνικής σύγκρουσης.
Είναι γεγονός, ότι ο πλούτος στην διάρκεια του ύστερου μεσαίωνα, βρισκόταν συγκεντρωμένος σε λίγους όμως αυτό δεν φαινόταν, να αποτελεί πάντα αιτία δυσαρέσκειας των εξεγερμένων.
Κάθε είδους βία δεν απέρρεε μόνο από την καταπίεση, μιας και πολλές αντιδικίες διεξάγονταν ακόμα και ανάμεσα σε ομάδες πλούσιων, που επιδίωκαν να διατηρήσουν ή να κατακτήσουν την εξουσία.
Αρκετές εξεγέρσεις ήταν πολιτικές και άλλες γίνονταν από τους φορολογούμενους. Στις γερμανικές πόλεις, σε πολλές από τις εξεγέρσεις, τα μέλη των συντεχνιών και οι πλούσιοι αστοί στρέφονταν ενάντια στους ευγενείς.
Βέβαια, αρκετές φορές συμμαχούσαν οι τεχνίτες με τους ευγενείς, ενάντια στους αστούς. Ελάχιστες ήταν οι εξεγέρσεις των φτωχών κατά της οικονομικής κρίσης.
Οι πιο γνωστές εξεγέρσεις αγροτών κατά τον 14ο αιώνα συνδέονταν με τις συνθήκες που επικρατούσαν στις πόλεις. Το 1323 ξέσπασε μία εξέγερση στην φλαμανδική ύπαιθρο, όταν ο κόμης της Φλάνδρας κατάργησε προνόμια σε κάποιες περιοχές.
Η ηγεσία της  εξέγερσης, πέρασε στους πιο εύπορους αγρότες, υποστηρίχθηκε όμως παράλληλα και από τους πλούσιους. Στην συνέχεια, πήρε ριζοσπαστικό και εξισωτικό χαρακτήρα και απαιτούσε την κατάργηση των κοινωνικών διακρίσεων. 

Το 1328, ο κόμης κατέστειλε την εξέγερση με την βοήθεια του Γάλλου βασιλιά. Η επίσης διάσημη στον Μεσαίωνα, γαλλική εξέγερση των ζακερί (όπως υποτιμητικά αποκαλούσαν οι αριστοκράτες τους αγρότες από το όνομα Ζακ), ξεκίνησε από ως άρνηση καταβολής αποζημίωσης σε ξένη δύναμη.
Το 1356, ο Γάλλος βασιλιάς Ιωάννης Β' αιχμαλωτίστηκε μαζί με αρκετούς ευγενείς από Άγγλους, οι οποίοι ζητούσαν υπέρογκα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Οι αγρότες, ταλαιπωρημένοι και οι ίδιοι από τις λεηλασίες των μισθοφόρων, αρνήθηκαν να επιβαρυνθούν οι ίδιοι για την καταβολή των λύτρων.
Τον Μάιο του 1358, η κατάσταση γενικεύτηκε και οδήγησε σε εξέγερση γύρω από το Παρίσι και στην περιοχή, Ιλ ντε Φρανς. Την κατάσταση αυτή, εκμεταλλεύτηκε, ένας φιλόδοξος δημαγωγός στο Παρίσι, ο Étienne Marcel, πιστεύοντας πως υποστηρίζοντας τους ζακερί, αυτοί θα τον βοηθούσαν να αναλάβει την εξουσία στην πόλη.
Ο Étienne Marcel (μεταξύ 1302 και 1310 - 31 Ιουλίου 1358) ήταν εκπρόσωπος των εμπόρων του Παρισιού κατά την βασιλεία Ιωάννη του Β ', του ονομαζόμενου καλού (Jean le Bon). Διακρίθηκε για την υπεράσπιση των μικρών τεχνιτών, αλλά και των συντεχνιών, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης.
Ως εκπρόσωπος των εμπόρων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις γενικές συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου (http://www.triklopodia.gr/%ce%bf-%ce%b5%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b5%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b5%ce%bc%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%b5%cf%83%ce%b1%ce%b9%cf%89%ce%bd%ce%b1-%ce%ba/).
Το 1357, βρέθηκε επικεφαλής ενός μεταρρυθμιστικού κινήματος, που προσπάθησε να εγκαταστήσει μια ελεγχόμενη γαλλική μοναρχία, αντιμέτωπη με την βασιλική δύναμη του δελφίνου ή αλλιώς του κληρονόμου του θρόνου.
Ο Μάρσελ, γεννήθηκε στην πλούσια παρισινή αστική τάξη, ως γιος του Clotheer Simon Marcel και της Isabelle Barbou. Όπως και με τον Jacob van Artevelde στην Φλάνδρα, η ανατροφή του στην ανώτερη αστική τάξη, τον έφερε κοντά στους ισχυρούς.
Μεγάλωσε σε μια εποχή, που οι πόλεις γίνονταν ισχυρή πολιτική δύναμη, ειδικά το Παρίσι, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη σε όλη την δυτική Ευρώπη (ο πληθυσμός του το 1328, υπολογιζόταν σε 200.000 ανθρώπους).
Ο Étienne Marcel, παντρεύτηκε για πρώτη φορά την Jeanne de Dammartin και την Marguerite des Essars, η οποία επέζησε του θανάτου του.

Ο Μάρσελ, αναφέρεται ως πρόεδρος του Grande-Confrérie της Notre Dame, το 1350. Το 1354 διαδέχτηκε τον Jean de Pacy ως προστάτης των παριζιάνων εμπόρων, και εκπρόσωπος της Τρίτης Τάξης, σε μια εποχή μεγάλης αλλαγής. Από τις πρώτες συνελεύσεις που έλαβε μέρος- εκείνη του 1355 – στόχος του ήταν, η απόκτηση του ελέγχου των οικονομικών του βασιλείου από τον ίδιο.
Το 1356, ο βασιλιάς Ιωάννης, συνελήφθη από τους Άγγλους μετά την Μάχη του Πουατιέ. Στις 17 Οκτωβρίου, ο κληρονόμος του, ο δελφίνος Κάρολος, κάλεσε γενική συνέλευση των τριών τάξεων.
Σε συνεργασία με τον Robert le Coq, επίσκοπο του Laon, ο Marcel διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο. Μια επιτροπή ογδόντα μελών, σχηματιζόμενη από αυτούς τους δύο, πίεσε με αιτήματά εναντίον νέων φόρων, με τέτοια επιμονή, που ο δελφίνος, διέλυσε το σώμα.
Τα δημόσια οικονομικά κενά, και κυρίως τα χρήματα που χρειάζονταν για τα  λύτρα του Βασιλιά Ιωάννη, υποχρέωσαν τον δελφίνο, να καλέσει για άλλη μια φορά, τις τρεις τάξεις, στις 3 Φεβρουαρίου 1357, με τελικό αποτέλεσμα την δημοσίευση ενός μεγάλου διατάγματος μεταρρύθμισης.
Ο Ιωάννης ο καλός απαγόρευσε την εφαρμογή του, οπότε ακολούθησε μια σύγκρουση μεταξύ του Marcel και του δελφίνου, ο δε Marcel, προσπάθησε να συμμαχήσει με τον Κάρολο τον κακό, βασιλιά της Ναβάρας, στην αντίθεση του με τον βασιλιά Ιωάννη.
Η γενική συνέλευση των τριών τάξεων, συγκεντρώθηκε και πάλι στις 13 Ιανουαρίου 1358 και στις 22 Φεβρουαρίου, ο δε λαός του Παρισιού, με επικεφαλής τον Marcel, εισέβαλε στο παλάτι και δολοφόνησε τους στρατάρχες Jean de Conflans του Champagne και Robert de Clermont της Νορμανδίας, μπροστά στα μάτια του πρίγκιπα.
Οι συνελεύσεις, είχαν αποδειχθεί ανίκανες να επιλύσουν την κρίση στο βασίλειο. Η δολοφονία των ευγενών υπονόμευσε όμως, την υποστήριξη του Marcel, από την αριστοκρατία.  Ο δελφίνος, Κάρολος, ήταν πλέον σε θέση να πάρει την εξουσία και να σώσει το στέμμα, όπως και την βασιλική γραμμή των Valois.
Από εκεί και πέρα, ο Μάρσελ ήταν ανοιχτά εχθρός του θρόνου. Αφού μάταια ήλπισε, ότι η εξέγερση των ζακερύ, θα μπορούσε να αποβεί προς όφελός του, υποστήριξε στην συνέχεια τον βασιλιά της Ναβάρας, του οποίου οι στρατιές, έπληξαν τις γειτονιές του Παρισιού.
Την νύχτα της 31 Ιουλίου, ο Marcel επρόκειτο να ανοίξει τις πύλες της πρωτεύουσας, αλλά ο Jean Maillart εμπόδισε την εκτέλεση αυτού του σχεδίου. Ο Μάρσελ, δολοφονήθηκε από τους φρουρούς στην Πύλη Αγίου Αντωνίου. 

Ο παριζιάνοι αστοί πίστευαν, ότι είχε πάει πολύ μακριά την αντίθεση του με τον βασιλιά, σκεπτόμενος να παραδώσει την πόλη, ακόμα και στους Άγγλους. Τις επόμενες μέρες, οι οπαδοί του δολοφονήθηκαν και ο δελφίνος επανήλθε στο Παρίσι, αναλαμβάνοντας πλήρως την βασιλική εξουσία.
Οι ζακερί, όσο καιρό είχαν την στήριξη του Μαρσέλ, επικρατούσαν. Όμως όταν αυτός σκοτώθηκε, λίγο αργότερα στις 10 Ιουνίου οι «Ζακ» συνετρίβησαν από τον βασιλικό στρατό της Γαλλίας και οι ηγέτες τους, ήρθαν σε συμφωνία με τον δελφίνο.
Αλλά και στην Αγγλία, συνέβη την ίδια περίπου περίοδο, μία αντίστοιχη εξέγερση. Συγκεκριμένα, το αγγλικό κοινοβούλιο, επέβαλε το 1381, τον τρίτο κεφαλικό φόρο μέσα σε τέσσερα χρόνια. 
Την ίδια χρονιά, ξέσπασε μία εξέγερση στο Έσσεξ, ως αντίδραση απέναντι σε αυτή την λαομίσητη πολιτική. Οι εξεγερμένοι προέλασαν στο Λονδίνο, όπου και δολοφόνησαν τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ και τον καγκελάριο του βασιλιά.
Στην συνέχεια, απελευθέρωσαν κρατούμενους φυλακών, έκαψαν σπίτια και καρατόμησαν δεκαοκτώ άτομα. Οι επαναστάτες, φαίνεται πως είχαν εμπνευστεί από τα θρησκευτικά δόγματα των Λολλαρδών (που κήρυτταν ότι η Εκκλησία ήταν διεφθαρμένη και τα υπάρχοντά της θα έπρεπε να παραδοθούν στην κοσμική εξουσία) και ζητούσαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας, όπως και την μείωση των ενοικίων.  Ηγέτης τους, ήταν ο ιερέας  John Ball.
Αυτός λέγεται, ότι έχει κερδίσει μεγάλη φήμη ως περιπλανώμενος ιεροκήρυκας, χωρίς δική του ενορία ή οποιαδήποτε σχέση με την καθιερωμένη τάξη, εκθέτοντας τα δόγματα του John Wycliffe και ειδικά με επιμονή σε αυτό της κοινωνικής ισότητας.
Εκφώνησε ριζοσπαστικά κηρύγματα σε πολλά μέρη και πόλεις, όπως: Ashen, Billericay, Bocking, Braintree, Cressing Temple, Dedham, Coggeshall, Fobbing, Goldhanger, Great Baddow, Little Henny, Stisted και Waltham.
Οι ιδέες του, τον έφεραν σε σύγκρουση με τον Simon του Sudbury, Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, και πολλές φορές ρίχτηκε στην φυλακή. Αυτά τα μέτρα, ωστόσο, δεν μετρίασαν τις απόψεις του, ούτε μειώθηκε η δημοτικότητά του.
Μιλούσε στους ενορίτες στις εκκλησίες στην αγγλική γλώσσα, την «κοινή γλώσσα», και όχι την λατινική του κλήρου, μια ριζοσπαστική πολιτική κίνηση. Ο Ball, χρησιμοποίησε επίσης την Βίβλο, ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, και πολύ απειλητικά για το ισχύον status quo .
Λίγο μετά την έναρξη της εξέγερσης των Αγροτών, ο Ball, απελευθερώθηκε από τους αντάρτες του Kentish, από την φυλακή του. Τους κήρυξε στο Blackheath (σε συγκέντρωση των ανταρτών που προέλαυναν στα νότια του Greenwich) σε ένα υπαίθριο κήρυγμα, που περιλάμβανε τα εξής:

«Όταν ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ και την Εύα, ποιος ήταν τότε ο φεουδάρχης;  Από την αρχή όλοι οι άνθρωποι από την Κύριο δημιουργήθηκαν εξίσου ίσοι, και η δουλεία μας μας ήρθε μέσα από την άδικη καταπίεση των ανήμερων ανδρών.
Διότι εάν ο Θεός ήθελε, θα είχε ορίσει από την αρχή οποιουσδήποτε δεσμούς, για το ποιος θα έπρεπε να είναι φεουδάρχης και ποιος δούλος. Και για αυτό θα σας παρακαλέσω να θεωρήσετε, ότι τώρα έχει έρθει ο καιρός που μας έχει οριστεί από τον Θεό, στον οποίο μπορείτε να αποτινάξετε τον ζυγό της σκλαβιάς και να ανακτήσετε την ελευθερία σας».
Τελικά, ο Ball συνελήφθη με προδοσία και εκτελέστηκε, οι οπαδοί του έμειναν χωρίς ηγεσία και στο τέλος ο βασιλικός στρατός τους εκμηδένισε, έξω από την πόλη στην αναμέτρηση που πραγματοποιήθηκε.
Άλλο παρεμφερές παράδειγμα κοινωνικής επανάστασης, ήταν η εξέγερση των Τσιόμπι της Φλωρεντίας. Αυτή, ξέσπασε τον Μάϊο του 1378, όταν ο Σαλβέστρος των Μεδίκων, έγινε μέλος του συμβουλίου της πόλης.
Οι Τσιόμπι ήταν οι τεχνίτες που λανάριζαν το μαλλί, οι οποίοι εργάζονταν στην πόλη μόνο κατά την διάρκεια του χειμώνα, διότι το καλοκαίρι ήταν απαραίτητοι, ως εργάτες γης, στα κτήματα. Η εξέγερση αρχικά ξεκίνησε, ενάντια στις προτάσεις του Σαλβέστρου, για διεύρυνση της πολιτικής εκπροσώπησης.
Οι επαναστάτες, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως όμως η δυσαρέσκεια, εστιαζόταν στην επιρροή της συντεχνίας του μαλλιού. Οι Τσιόμπι, απαιτούσαν αλλαγές στην φορολογία, κατάργηση του δημόσιου χρέους, όπως επίσης και των επαγγελματικών προνομίων της συντεχνίας του μαλλιού, σε βάρος των εργατών.
Επίσης, ζητούσαν την ίδρυση μιας νέας συντεχνίας του «μικρού λαού», της οποίας τα μέλη θα είχαν το δικαίωμα να κατέχουν αξιώματα. Το καθεστώς αυτό κράτησε ως το 1382 και μετά επανήλθε πάλι στην εξουσία η παλαιότερη ολιγαρχία.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά τα άτομα, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν την απελπισία των φτωχών και τις κοινωνικές αναταραχές, προκειμένου να κερδίσουν την απόλυτη πολιτική εξουσία. Πολλοί επίδοξοι και συνάμα αδίστακτοι συνωμότες, πλούσιοι και οι ίδιοι (αριστοκράτες, πλούσιοι έμποροι, τραπεζίτες ή στρατιωτικοί αρχηγοί), στηριζόμενοι στην φτωχή λαϊκή μάζα, καταφέρνουν να καταλάβουν την εξουσία.
Με τον τρόπο αυτό, οι Μέδικοι, οι «νονοί της Αναγέννησης», καταλαμβάνουν την ηγεσία της Φλωρεντίας, εξορίζοντας ή δολοφονώντας τους αντιπάλους τους. Ο γενάρχης τους, ο Κόζιμο, ήταν τόσο πλούσιος τραπεζίτης, που πηρέ την εξουσία, εξαγοράζοντας όλες τις ψήφους για την εκλογή του. Επίσης, άλλαξε μέσω χρηματισμού και το πολίτευμα της πόλης, μετατρέποντας το σε «προσωπική ηγεμονία της οικογένειας» του.  

Παράλληλα, το 1447, απεβίωσε ο Φίλιππο-Μαρία, τελευταίος των Βισκόντι και δούκας του Μιλάνου.  Αυτός ήταν ο τελευταίος της στρατιωτικής δυναστείας των Βισκόντι. Στο Μιλάνο, αμέσως μετά τον θάνατο του, εγκαθιδρύθηκε δημοκρατία.
Τότε, ο Κόζιμο, για να μην πέσει η πόλη υπό την επιρροή της Βενετίας, «έστειλε» με στρατό, ως διάδοχο των Βισκόντι, το 1450, τον Φραντσέσκο Α΄ Σφόρτσα, έναν μισθοφόρο (condotiero) που είχε κλέψει γη από το παπικό κράτος και είχε αυτοανακηρυχθεί άρχοντας (χωρίς φυσικά να ρωτήσει την γνώμη των κατοίκων του Μιλάνου για το θέμα αυτό).
Οι δε κάτοικοι της Φλωρεντίας, έπρεπε να συνεισφέρουν χρηματικά στην διαδοχή του Σφόρτσα, κάτι που τους δυσαρέστησε.
Έτσι, η Ιταλία, τον 15ο αιώνα, κυβερνιόνταν από αδίστακτους ηγεμόνες, που βρίσκονταν στην κορυφή των αστικών κρατών, όπως οι Μέδικοι στην Φλωρεντία, οι Σφόρτσα στο Μιλάνο, οι Έστε στην Φερράρα και οι Μοντεφέλτρο στο Ουρμπίνο. Μόνο, η Βενετία υπό το ολιγαρχικό της καθεστώς, υπό τον Δόγη, κατάφερε να αποφύγει την επιβολή τυραννίας.
Ακόμα και στα νεότερα χρόνια, υπήρξαν παρεμφερείς εξεγέρσεις, δηλαδή φτωχών (αγροτών ή προλετάριων), που εμπνεόμενοι από θρησκευτικά (ή πολιτικά) κηρύγματα και ικανούς ρήτορες (ιδεαλιστές ή και αδίστακτους δημαγωγούς), προσπάθησαν με την βία, να επιτύχουν κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Πολύ γνωστή έμεινε στην ιστορία, η αγροτική εξέγερση στην Γερμανία, με τον τίτλο, ο «πόλεμος των χωρικών», η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1524 στην κοινότητα του Στίλινγκεν και στις άλλες περιοχές της Άνω Σουηβίας, με αιτήματα που έθιγαν θεολογικά, αλλά και κοινωνικά ζητήματα.
Στους μήνες που ακολούθησαν, πριν ακόμα υπάρξουν ένοπλες συγκρούσεις, οι ταραχές εξαπλώθηκαν και στην υπόλοιπη Γερμανία, κυρίως στην Θουριγγία και την Σαξωνία. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Τόμας Μίντσερ (1490-1525), ο οποίος αρχικά υπήρξε μαθητής του Μαρτίνου Λούθηρου, όμως αργότερα αναδείχθηκε σε αντίπαλό του.
Αυτό συνέβη, διότι ο Λούθηρος δεν υποστήριξε τους φτωχούς αγρότες, αλλά πήρε το μέρος των φεουδαρχών και των ιπποτών (http://www.triklopodia.gr/%CE%B7-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%83-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81/). Τον Μάιο του 1525 οι μισθοφόροι στρατιώτες των φεουδαρχών και οι άπειροι σε πολεμικές συγκρούσεις χωρικοί, 8.000 περίπου από κάθε μεριά, θα συγκρουστούν έξω από την πόλη Φρανκενχάουζεν.
Οι χωρικοί ηττούνται και ο πρωτεργάτης της εξέγερσης, Μίντσερ, πεθαίνει λίγο αργότερα, στα χέρια των στρατιωτών. Οι φεουδάρχες συνέχισαν το κύμα της ένοπλης καταστολής σε όλη την κεντρική και νοτιοδυτική Γερμανία, που οδήγησε στον σφαγιασμό περίπου 100.000 χωρικών. Αργότερα, γύρω στο 1533 η εξέγερση θα αναζωπυρωθεί με το κίνημα των Αναβαπτιστών και την κατάληψη της πόλης του Μύνστερ για ένα μικρό χρονικό διάστημα.

Αλλά και στα χρόνια, που ζούμε, η φτώχεια και άλλες αιτίες, οδηγούν για άλλη μία φορά, στην ανάδειξη νέων, δημαγωγικών και μη, κινημάτων, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, όπου ιδεαλιστές, φιλόδοξοι-αδίστακτοι πολιτικοί ή λαϊκιστές, προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία (http://www.triklopodia.gr/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%83%ce%b7%ce%bc%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%84%ce%b5%cf%81%cf%89%ce%bd-%ce%b5%ce%ba%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%89/, http://www.triklopodia.gr/%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bb%cf%85%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%84%cf%89%cf%81%ce%b9%ce%bd%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9/), υποσχόμενοι για τον λόγο αυτό, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και εθνική αποκατάσταση.
Πολλά γνωστά ονόματα πλούσιων δημαγωγών (τραπεζιτών, επιχειρηματιών), π.χ. ο Μπερλουσκόνι, ο Μακρόν και ο Τραμπ, αλλά και φιλόδοξων πρώην στρατιωτικών ή πρακτόρων (π.χ. Πούτιν), έχουν αναδειχτεί τα τελευταία χρόνια,  φέρνοντας μας στον νου την άνοδο αντίστοιχων πολιτικών σε περιοχές με εκτεταμένη κοινωνική και οικονομική κρίση, κατά τον Μεσαίωνα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω (π.χ. των τραπεζιτών Μέδικων).
Άλλοι, όπως π.χ. τα ευρωσκεπτικιστικά κινήματα, τα οποία αναδύονται στην ΕΕ (π.χ. σε Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Μεγάλη Βρετανία κ.λ.π.), αλλά ακόμα και ο Τραμπ, χρησιμοποιούν αρκετές φορές «χιλιατική» φρασεολογία, η οποία παραπέμπει περισσότερο σε ζηλωτές ιεροκήρυκες των Μέσων Χρόνων (π.χ. του Άρλοντ της Μπρέσκια και του Σαβοναρόλα).

Και η κατάσταση του κόσμου μας, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, των πολέμων, της λαθρομετανάστευσης, του παγκόσμιου διωγμού των Χριστιανών, της προδοτικής προσπάθειας εξάλειψης του πατριωτισμού των λαών και των κοινωνικών συγκρούσεων, φαίνεται να οδηγεί σε έναν «νέο Μεσαίωνα» στην ανάδειξη νέων τυράννων σε πολλές χώρες, όπως ακριβώς συνέβη και στην Μεσαιωνική και Αναγεννησιακή Ιταλία. 
Θα καταφέρουν άραγε αυτοί να πετύχουν, εκεί που απέτυχαν οι «προπάτορες τους» στην Μεσαιωνική Ιταλία; Άγνωστο, αλλά το μόνο βέβαιο είναι πως στην εποχή μας, δεν πρόκειται να λείψουν οι πολιτικές εκπλήξεις. Μένει λοιπόν σε εμάς, να λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να μην βιώσει και η χώρα μας, τις αντίστοιχες «περιπέτειες» επίδοξων τυράννων, που έζησαν οι ιταλικές και γερμανικές πόλεις κατά τον Μεσαίωνα.


[Κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με κάθε απατεώνα, πολιτικό ή ακόμα και ψευδοθρησκευτικής μορφής (π.χ. τον αιρετικό ιησουίτη πάπα - http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%cf%87%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%bc%ce%b7-%ce%b2%ce%b9%ce%b1%cf%83-%ce%b7-%ce%b9%ce%b5%cf%81%ce%b1-%ce%b5%ce%be%ce%b5%cf%84%ce%b1%cf%83%ce%b7-%cf%83%cf%84%ce%bf-%ce%b4/, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2014/12/blog-post_9.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2014/12/blog-post_86.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/10/ttip.html, http://www.triklopodia.gr/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%83-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B5/), γιατί για όλους αυτούς ισχύει το γνωστό λαϊκό ρητό: «Ο λύκος και αν εγέρασε και άσπρισε το μαλλί του, μήτε την γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του»].








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου