Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ, Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ZHU, Ο ΜΑΟ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ



Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ, Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ZHU, Ο ΜΑΟ ΚΑΙ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ



Ο Τσιν Σι Χουάνγκ (259 π.Χ. - 10 Αυγούστου 210 π.Χ.), γνωστός και ως Γινγκ Ζενγκ, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας. Εμφανίζεται και με το όνομα Τσιν Σι Χουάνγκ Τι ή Τσιν Σι Χουάνγκ Ντι που σημαίνει αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ.

Ξεκίνησε ως βασιλιάς μιας κινέζικης πολιτείας στην περίοδο των εφτά Μαχόμενων Πολιτειών της κινέζικης ιστορίας το 246 π.Χ. σε ηλικία 13 ετών. Το 221 π.Χ. έχοντας ενοποιήσει μετά από μία σειρά πολέμων (και πάνω από ένα εκατομμύριο θανάτους) όλες τις μαχόμενες κινέζικες πολιτείες σε μία χώρα, η οποία ονομάστηκε από το όνομά του Κίνα, έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της. 

Κυβέρνησε μέχρι να πεθάνει το 207 με 210 π.χ. στην ηλικία των 50 ετών περίπου. Ήταν ο μοναδικός αυτοκράτορας της δυναστείας των Τσιν, ενώ τον διαδέχθηκε η δυναστεία των Χαν. Ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του γιο του ουρανού, έναν τίτλο που διατήρησαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες.

Όταν πέθανε χτίστηκε προς τιμήν του ένα μαυσωλείο στην πόλη Σιάν στην περιοχή Σαανσί, στο οποίο ενταφιάστηκε ένας στρατός από 6000-8000 περίπου πήλινα αγάλματα που αναπαριστούν πολεμικές μονάδες. Το πλήθος των στρατιωτών που επιστρατεύθηκαν κατά τη διάρκεια της ενοποίησης από τον Τσιν Σι Χουάνγκ και τις άλλες πολιτείες ήταν ο μεγαλύτερος της ιστορίας μέχρι τις σταυροφορίες.

Ο Τσιν Σι Χουάνγκ προσπάθησε να δημιουργήσει ένα οργανωμένο κινέζικο κράτος. Πολέμησε εναντίον των Ούννων και επί της βασιλείας του αποπερατώθηκε το σινικό τείχος. Διέταξε την καύση όλων των κομφουκιανιστικών βιβλίων και εφάρμοσε μία βίαια, καταπιεστική προς τους υπηκόους του πολιτική, εξοντώνοντας κάθε αντιφρονούντα και αυξάνοντας τις αγγαρείες, την καταπίεση και τους φόρους. 

Δημιούργησε ένα μιλιταριστικό κράτος, ενώ έβαλε πολλούς πολιτικούς του αντιπάλους σαν σκλάβους για να κτίσουν το τείχος της Κίνας, ενώ άλλους τους έθαψε κιόλας κάτω από αυτό ζωντανούς.

Προς το τέλος δε της βασιλείας του απέκτησε μία έντονη κατάσταση παράνοιας (και παραισθήσεων), τόσο λόγω της φιλοδοξίας-ματαιοδοξίας του να βρει το φάρμακο που θα τον έκανε αθάνατο (και ίσο όπως πίστευε με τους θεούς), όσο και λόγω των φαρμάκων που κατανάλωνε για τον λόγο αυτό (και τα οποία περιείχαν μεγάλες ποσότητες υδραργύρου).


Μετά τον θάνατο του ξέσπασε εξέγερση στην χώρα λόγω της καταπιεστικής πολιτικής του, και μετά από μία βίαια εμφύλια σύρραξη που ακολούθησε, αυτή έπεσε και αντικαταστάθηκε από την δυναστεία των Χαν, η οποία διατήρησε την κυριαρχία της στην Κίνα για αρκετούς ακόμα αιώνες.

(Γενικά ο Τσιν Σι Χουάνγκ χαρακτηριζόταν παρανοϊκός, βάρβαρος, απάνθρωπος και αιμοβόρος. Στον πρώτο χρόνο της ηγεμονίας του, περισσότερες από 120.000 οικογένειες εξωθήθηκαν σε αναγκαστική μετεγκατάσταση. Έκαψε σχεδόν το σύνολο σχεδόν των γραπτών μνημείων της χώρας, αποκεφαλίζοντας εκατοντάδες λόγιους και ανθρώπους των γραμμάτων. 

Βύθισε την Κίνα στην φτώχεια, αυξάνοντας δυσανάλογα τους φόρους των αγροτών, την ώρα που επιστράτευε χιλιάδες ανθρώπους για να κατασκευάσει τα ματαιόδοξα έργα του, η πλειονότητα των οποίων πέθαινε από την εξαντλητική εργασία, την πείνα ή την οργή του Χουάνγκ. 

Όταν το επιστημονικό του προσωπικό  απέτυχε να του δώσει την αιώνια ζωή που τόσο αποζητούσε, θα έθαβε και τους 480 από αυτούς ζωντανούς. Για να εξασφαλίσει τη μεταθάνατον ζωή παρήγγειλε το θρυλικό υπόγειο μαυσωλείο του, που χρειάστηκε 700.000 εργάτες για να χτιστεί. 

Οι περισσότεροι πέθαναν κατά τη διάρκεια του χτισίματός του. Ο ίδιος Χουάνγκ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 210 π.Χ., με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για 1 εκατομμύριο «φόρο» σε ανθρώπινες ζωές).

Αιώνες αργότερα εμφανίστηκε στην Κίνα μία ακόμα προσωπικότητα, η οποία εμφάνισε πολλά από τα χαρακτηριστικά του πρώτου αυτοκράτορα της Κίνας. Αυτή η προσωπικότητα ήταν ο Zhu, ο οποίος στην συνέχεια θα γινόταν ο ιδρυτής της κινέζικης δυναστείας των Μινγκ.

 Ο Zhu ήταν ένας γεννημένος σε μια απελπιστικά φτωχή αγροτική οικογένεια,  στο χωριό Zhongli στην πεδιάδα του Huai ποταμού, η οποία είναι σήμερα γνωστή ως Fengyang, στην επαρχία Anhui.


Ο πατέρας του ήταν ο Zhu Σιζεν και η μητέρα του ήταν η Τσεν Erniang. Είχε επτά μεγαλύτερα αδέλφια, αρκετά από τους οποία «χαρίζοταν» (πωλούταν ή δινόταν για υιοθεσία) από τους γονείς του, δεδομένου ότι δεν έχουν αρκετά τρόφιμα για να υποστηρίξουν την οικογένεια. 

Όταν ήταν 16, ο ποταμός Χουάι έσπασε τα φράγματα της περιοχής και πλημμύρισαν τα εδάφη, όπου του οικογένεια του ζούσε. Στην συνέχεια, η πανούκλα σκότωσε ολόκληρη την οικογένειά του, εκτός από έναν από τους αδελφούς του.

Άπορος, ο Zhu έγινε δόκιμος μοναχός στο ναό Huangjue, ένα τοπικό βουδιστικό μοναστήρι. Ο ίδιος δεν έμεινε εκεί για καιρό, αφού το μοναστήρι ξέμεινε σύντομα από κεφαλαία (χρηματικούς πόρους) και αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει.

Για τα επόμενα χρόνια έζησε ως ένας περιπλανώμενος επαίτης και με προσωπική εμπειρία είδε τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων. Μετά από περίπου τρία χρόνια, επέστρεψε στο μοναστήρι και έμεινε εκεί μέχρις ότου  ήταν περίπου 24 ετών. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει κατά την διάρκεια του χρόνου που πέρασε με τους βουδιστές μοναχούς.

Το μοναστήρι όπου έζησε Zhu τελικά καταστράφηκε από έναν στρατό που είχε σταλεί για να καταστέλλει μια τοπική εξέγερση. Το 1352, ο Zhu εντάχθηκε σε μία από τις πολλές αντάρτικες δυνάμεις που είχαν εξεγερθεί εναντίον των Μογγόλων υπό την ηγεσία της δυναστείας Γιουάν.

Αναδείχθηκε γρήγορα μέσα από τις τάξεις και έγινε δοικητής των ανταρτών, έχοντας πολύ δύναμη, και αργότερα κατατάχθηκε στα Κόκκινα τουρμπάνια, μια θρησκευτική (και στρατιωτική) αίρεση που σχετίζονταν με την Λευκή Lotus Society, που ακολουθούσε πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις του Βουδισμού, του Ζωροαστρισμού και άλλων θρησκείιών. Σύντομα, ο Zhu αναδείχθηκε ως ηγέτης των ανταρτών που αγωνίζονταν για την ανατροπή της δυναστείας Γιουάν.

Το 1356, Zhu και ο στρατός του κατέλαβε το Nanjing, που έγινε ορμητήριο του και η πρωτεύουσα της δυναστείας των Μινγκ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Η κυβέρνηση του στο Nanjing έγινε διάσημη για την καλή διακυβέρνηση και η πόλη προσέλκυσε τεράστιο αριθμό των ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από άλλες πιο άνομες περιοχές.

 Εκτιμάται ότι ο πληθυσμός Ναντζίνγκ αυξήθηκε κατά 10 φορές μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση των Yuan είχε αποδυναμωθεί από τις εσωτερικές φατρίες μάχονται για τον έλεγχο και έκανε μικρή προσπάθεια για να ξαναπάρει την κοιλάδα του ποταμού Yangtze.

Με 1358, η κεντρική και νότια Κίνα είχε πέσει στα χέρια των διαφόρων ομάδων ανταρτών. Κατά την περίοδο αυτή, τα Ερυθρά τουρμπάνια χωρίστηκαν επίσης σε διάφορες ομάδες. Ο Zhu έγινε ο ηγέτης της μικρότερης παράταξης που ονομάζεταν "Μινγκ" (γύρω στα 1360), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των Ερυθρών Τουρμπανιών, υπό τον Τσεν Youliang, έλεγχε το κέντρο της κοιλάδας του ποταμού Yangtze.

Ο Zhu ήταν σε θέση να προσελκύσει πολλά ταλέντα στην υπηρεσία του. Ένας από αυτούς ήταν Zhu Sheng, ο οποίος τον συμβούλεψε, «Χτίσε ψηλά τείχη, και δώσε τα αποθέματα σου επάνω στον λαό, για να μπορείς να αποκαλείς τον εαυτό σου βασιλιά." 

‘Ενας άλλος, ο Jiao Yu, ήταν αξιωματικός πυροβολικού, που αργότερα συνέταξε μια στρατιωτική πραγματεία, στην οποία  περιγράφει τους διάφορους τύπους των όπλων μπαρούτι. Ένας άλλος ένας, ο Liu Bowen, έγινε ένας από τους βασικούς συμβούλους του Zhu, και επιμελήθηκε την στρατιωτική τεχνολογία με την πραγματεία με τίτλο Huolongjing κατά τα επόμενα έτη.

Ξεκινώντας από το 1360, οι Zhu και Chen Youliang πολέμησαν ένα παρατεταμένο πόλεμο για την κυριαρχία πάνω στα εδάφη που ελέγχονταν από τα κόκκινα τουρμπάνια. Το κρίσιμο σημείο στον πόλεμο ήταν η Μάχη της λίμνης Poyang το 1363, μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές μάχες στην ιστορία. 

Η μάχη κράτησε τρεις ημέρες και έληξε με την ήττα και την υποχώρηση του μεγαλύτερου ναυτικού του Τσεν. Ο Chen πέθανε ένα μήνα αργότερα στη μάχη. Ο Zhu δεν συμμετείχε προσωπικά σε καμία μάχες μετά από αυτό και παρέμεινε στο Nanjing, από όπου έστελνε τους στρατηγούς του στις εκστρατείες.

Το 1367, οι δυνάμεις του Zhu νίκησαν το Βασίλειο Zhang Shicheng της Ντατζού, στο οποίο είχε προηγουμένως συμπεριληφθεί το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών του Δέλτα του ποταμού Yangtze και η πόλη Hangzhou, η οποία ήταν παλαιότερα η πρωτεύουσα της δυναστείας Σονγκ. 

Με αυτή την νίκη που εξασφάλισε ο Zhu την κυβερνητική εξουσία πάνω από τα εδάφη βόρεια και νότια του ποταμού Yangtze. Οι άλλοι μεγάλοι πολέμαρχοι παραδόθηκαν στον Zhu και στις 20 Ιανουαρίου 1368 ο Zhu αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της δυναστείας των Μινγκ στο Nanjing και υιοθέτησε "Hongwu" ("πολύ μεγάλος πολεμιστής»). Η αποστολή της δυναστείας του ήταν να διώξει τους Μογγόλους και να αποκαταστήσει τους Κινέζους Χαν στην εξουσία στην Κίνα.

Καθώς ο αυτοκράτορας προερχόταν από μια οικογένεια αγροτών, γνώριζε πως αυτοί υπόφεραν κάτω από την καταπίεση των γραφειοκράτών και των πλουσίων. Εφάρμοσε νέα συστήματα με μέτρα υπέρ τους,  έκανε και αναδιανομή γης, πήρε μέτρα για να εξυπηρετούνται η διασφάλιση της γης και του εισοδήματος, όσο και ο φόρος ακίνητης περιουσίας για την κυβέρνηση, αλλά και για να επιβεβαιώσει ότι οι αγρότες δεν θα χάσουν τη γη τους. 

Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις δεν εξαλείψαν την απειλή των γραφειοκρατών στους αγρότες. Αντ 'αυτού, η επέκταση των γραφειοκρατών και αυξανόμενο κύρος τους μεταφράστηκαν σε περισσότερο πλούτο και φορολογική απαλλαγή για όσους ήταν στην υπηρεσία της κυβέρνησης. 

Οι γραφειοκράτες απέκτησαν νέα προνόμια και χρησιμοποιώντας την εξουσία τους, επέκτειναν τις κτήσεις τους εις βάρος των εκτάσεων των αγροτών με αγορά των εν λόγω εκτάσεων και τον αποκλεισμό στις υποθήκες τους όποτε ήθελαν τα εδάφη. Οι αγρότες συχνά έγιναν είτε ενοικιαστές ή οι εργαζόμενοι τους, ή αναζήτησαν αλλού εργασία.

Ο αυτοκράτορας ανάμενε όλοι να υπακούουν τους κανόνες του και ήταν διαβόητος για την δολοφονία πολλών ανθρώπων και εκκαθαρίσεων το κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του. Σφαγές διενεργούταν σε ορισμένες περιοχές και επαρχίες για να πάρει εκδίκηση εναντίον ανθρώπων που αντιστάθηκαν το στρατό του.

Καθώς περνούσε ο καιρός , ο αυτοκράτορας γινόταν όλο και πιο παρανοϊκός, φοβούνταν εξεγέρσεις και πραξικοπήματα, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να διατάξει την εκτέλεση των συμβούλων του, που τόλμησαν να τον επικρίνουν. Διέταξε την σφαγή χιλιάδων ανθρώπων που ζούσαν στο Ναντζίνγκ αφού άκουσε κάποιον που μιλούσε γι 'αυτόν, χωρίς σεβασμό.

Ο αυτοκράτορας Hongwu πέθανε στις 24 του Ιουνίου, 1398 μετά από βασιλεία 30 έτών στην ηλικία των 69 ετών. Μετά τον θάνατό του, οι γιατροί του εκτελέστηκαν. Θάφτηκε στο Μαυσωλείο Ming Xiaoling στο Purple Mountain, ανατολικά της Nanjing.

Οι ιστορικοί θεωρούν τον αυτοκράτορα αυτό ως ένα από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Κίνας. Ο ιστορικός Ebrey λέει, «Σπάνια η πορεία της κινεζικής ιστορίας έχει επηρεαστεί από μια προσωπικότητα όσο ήταν ο ιδρυτής της δυναστείας των Μινγκ, Zhu Yuanzhang». 

Η άνοδός του στην εξουσία ήταν γρήγορη, παρά του ότι είχε φτωχή και ταπεινή καταγωγή. Σε 11 χρόνια, έγινε από αδέκαρος μοναχός, ο πιο ισχυρός πολέμαρχος στην Κίνα. Πέντε χρόνια αργότερα, έγινε αυτοκράτορας της Κίνας. 

Ο Simon Leys τον περιέγραψε με αυτόν τον τρόπο: «ένας τυχοδιώκτης καταγόμενος από χωρικούς, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ένας άνθρωπος της δράσης, ένας τολμηρός και έξυπνος οργανωτής, ένας οραματιστής με μυαλό, και από πολλές απόψεις, μια δημιουργική ιδιοφυΐα, φυσικά χοντρός, κυνικός και αδίστακτος, τελικά παρουσίασε συμπτώματα παράνοιας, που συνορεύουν με ψυχοπάθεια».

Στην σύγχρονη εποχή εμφανίστηκε ένας παρεμφερής χαρακτήρας. Ο Μάο γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1893 στην περιοχή Σαοσάν του Δήμου Σιανγκτάν της Επαρχίας Χουνάν της Κίνας σε μια αγροτική οικογένεια. 

Οι γονείς του Μάο κατείχαν ένα κτήμα έκτασης περίπου ενός εκταρίου. Βάσει την υπάρχουσα κατάσταση στην Κίνα, το κτήμα ήταν αρκετό για την κάλυψη αναγκών της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν φανατική βουδίστρια ενώ ο πατέρα του ήταν καθόλα σκεπτικιστής.

Ο Μάο, συνολικά, είχε 7 αδέλφια, επίσης ήταν ο μεγαλύτερος εξ αυτών. Η μητέρα του τον γέννησε σε ηλικία 27 ετών, ενώ εκ των εφτά αδελφών μόνο τα τρία αγόρια επιβίωσαν.

Στο σπίτι του Μάο, η εξουσία ήταν ο πατέρας του, κάτι, πού έτσι κι αλλιώς, επέβαλλε η κομφουκιανική παράδοση. Πιο συγκεκριμένα, ο Μάο, είχε πει, το 1936, σε μία συνέντευξή του, για την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι του:

Τα κόμματα στην οικογένεια ήταν δυο. Το ένα ήταν ο πατέρας μου: η εξουσία. Η αντιπολίτευση, αντίθετα, αποτελούνταν από εμένα, τη μητέρα μου, τον αδελφό μου και καμιά φορά από τον ξωμάχο. Παρόλα αυτά, το ενωμένο μέτωπο της αντιπολίτευσης συχνά διασπόνταν από διχογνωμίες. 

Η μητέρα μου υποστήριζε την πολιτική της έμμεσης επίθεσης: ήταν αντίθετη σε όλες τις ακραίες εκδηλώσεις των αισθημάτων μας, όπως και στις προσπάθειές μας για μια ανοιχτή εξέγερση ενάντια στην εξουσία. Έλεγε ότι αυτό δεν είναι ο κινέζικος τρόπος. Αυτές οι οικογενειακές αναμνήσεις πήραν πολιτική μορφή αντιπαράθεσης.

Ο Μάο που δούλευε από τα 6 του στα χωράφια του πατέρα του, έμαθε ήδη να διαβάζει και να κάνει λογαριασμούς, σχετικούς με την επιχείρηση της οικογένειας. Παρόλα αυτά, ο πατέρας του Μάο, αφού προώθησε στην αγορά το σιτάρι του, επέβαλε στον Μάο να αφήσει τις σπουδές του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την επιχείρηση, σε ηλικία 13 ετών. 

Και όχι μόνο αυτό: η ωφελιμιστική νοοτροπία του πατέρα του Μάο, τον οδήγησε και στην κατάλληλη επιλογή της νύφης, καθότι ο Μάο, μπορούσε να θεωρηθεί πλέον ενήλικας (στα 13 του).

Εν τέλει, το 1907, τελέστηκαν οι γάμοι, με μία κοπέλα 18 ετών, τη Λούο. Ο γάμος δεν κράτησε πολύ, καθώς, περίπου, δύο χρόνια αργότερα πέθανε η Λούο. Λέγεται πως αυτό ήταν ένα περιστατικό, που κινητοποίησε τον Μάο, να αφήσει την ύπαιθρο, ωστόσο, αυτή απόφαση του συνδέεται με την ανάγνωση ενός βιβλίου του Τσέγκ Κουανγίνγκ, το Προειδοποιητικά λόγια σε μια ευλογημένη εποχή. Αργότερα ο Μάο, θα παραδεχτεί πως αυτό το βιβλίο του αναρρίπισε τη θέληση για μόρφωση.

Το 1910, πλέον, ο Μάο είχε εγκαταλείψει το Σάο-σαν και μετέβη πρώτα στη Σιάνγκταν, όπου δειλά, δειλά άρχισε να φοιτά και πάλι στο σχολείο. Ο Μάο αυτήν την περίοδο θα διαβάσει λιβελογράφημα, στο οποίο, αργότερα, αποδίδει ως την πρώτη αναφορά για τη διαμόρφωση πολιτικής συνείδησης. 

Επιπροσθέτως, ο Μάο άρχισε να μυείται και στη μελέτη της δυτικής κουλτούρας: Μοντεσκιέ, Ρουσώ, Ουάσιγκτον, Ναπολέων. Μάλιστα, λέγεται, πώς από τους δύο τελευταίους εμπνεύστηκε αρκετά για τις στρατηγικές του.

Το 1911, ο Μάο μετέβη στην Τανγκ-σα, πρωτεύουσα του Χουνάν, αποφασισμένος πλέον να γραφτεί σε κάποια σχολή. Ο αναβρασμός που επικρατούσε στη χώρα και συγκεκριμένα στην πόλη ήταν ορατός. Ο Μάο ενεπλάκη στην επαναστατική υπόθεση, πνευματικώς. 

Επίσης, ο Μάο, έκοψε το κοτσιδάκι του, εμφανής κίνηση αποδοκιμασίας προς τα ανάκτορα, καθώς το έθιμο επέβαλλε στα αρσενικά να έχουν αφήσει ένα. Η τελειωτική κατάρρευση των Τσινγκ, ξεκίνησε με μία στρατιωτική ανταρσία στην Γουχάν, περί τον Οκτώβρη του 1911. Ο Μάο που πλέον ήθελε να ενωθεί, στη Γουχάν, με τον επαναστατημένο στρατό, απέτυχε, καθώς δε διέθετε ένα πρέπον ζευγάρι μπότες, καθώς έβρεχε ασταμάτητα εκείνη την εποχή.

Ο Μάο, που, πλέον, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, χωρίς τον πρέποντα εξοπλισμό, έμεινε απλώς παρατηρητής της επανάστασης που εξαπλωνόταν σε όλη τη χώρα. Η δυναστεία των Τσίνγκ έπεσε τον Φεβρουάριο του 1912. Ο Μάο, παρόλα αυτά, προσχώρησε στον τακτικό στρατό, ο οποίος είχε προδώσει τους Τσινγκ. 

Εκεί παρέμεινε περί τους 6 μήνες, με σχεδόν μηδενική συμμετοχή σε μάχη. Οι ασχολίες του ήταν η μελέτη εφημερίδων, μυώντας τον στη σοσιαλιστική ιδέα. Ο φοιτητής τότε Μάο αρνιόταν ελέω αυτής της κατάστασής να πηγαίνει να φέρνει νερό από την πόλη ή να κάνει άλλες βαριές δουλειές, όπως είχε παραδεχτεί ο ίδιος. Αντίθετα βοηθούσε στην συγγραφή γραμμάτων σε οικογένειες στρατιωτών.

Την άνοιξη του 1913 γράφτηκε στην Τέταρτη Παιδαγωγική Ακαδημία στην πρωτεύουσα της ίδιας επαρχίας, Τσανγκσά, από όπου αποφοίτησε το καλοκαίρι του 1918. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα τον Απρίλιο του 1918 ως ιδρυτικό μέλος της Νέας Εταιρείας Λαϊκής Μόρφωσης, μιας προοδευτικής οργάνωσης, ενώ προσχώρησε στον κομμουνισμό τον Νοέμβριο του 1920, ιδρύοντας την κομμουνιστική ομάδα στην Τσανγκσά.

Τον χειμώνα του 1920, παντρεύτηκε την πρώτη από τις τρεις συζύγους του, Γιανγκ Καϊχούι, με την οποία απέκτησε αργότερα τρία παιδιά. Στις 23 Ιουλίου 1921, συνήλθε το 1ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) στη Σαγκάη, στο οποίο συμμετείχαν 12 εκπρόσωποι των κομμουνιστικών ομάδων ολόκληρης της χώρας –ανάμεσά τους ήταν κι ο Μάο–, αλλά και δύο εκπρόσωποι-παρατηρητές από την έδρα της Γ΄ Διεθνούς. Κατά το ίδιο συνέδριο, ιδρύθηκε και επισήμως το ΚΚΚ. Έως το 1927 υπήρξε επαγγελματίας πολιτικός.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1927, ο Μάο ηγήθηκε της Εξέγερσης του Θερισμού στην Επαρχία Χουνάν, όμως αυτή απέτυχε παταγωδώς. Μετά την αποτυχία οι εξεγερθέντες αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν στο Όρος Τζινγκάνγκ. Εκεί ίδρυσε την πρώτη κομμουνιστική βάση, αλλά και τον Κόκκινο Στρατό.

Το φθινόπωρο 1928 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Χε Ζιζέν, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αργότερα σε αγροτική οικογένεια όταν ξεκίνησε η Μεγάλη Πορεία. Δεν τα ξαναείδε ποτέ.

Η τότε κινεζική κυβέρνηση υπό τον Τζιανγκ Καϊσέκ προχώρησε σε πολλές εκστρατείες κατά της Βάσης Τζινγκάνγκ, την οποία κατάφερε να καταλάβει στις αρχές 1929. Ωστόσο, ο Μάο σύντομα ίδρυσε μια ακόμη μεγαλύτερη βάση στην Επαρχία Τζιανγκσί. Έως το καλοκαίρι 1934, έγιναν πολλές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ Τζιανγκ Καϊσέκ και Μάο Τσετούνγκ. Περίοδος κατά την οποία ο Μάο τελειοποίησε την περίφημη θεωρία του ανταρτοπόλεμου.

Παρά τις επιτυχημένες αποκρούσεις των δυνάμεων καταστολής, ο Μάο κατηγορήθηκε από την τότε ηγεσία του ΚΚΚ για τις τακτικές του ανταρτοπόλεμου, ότι επρόκειτο για ατολμία, και απαλλάχτηκε από τα κομματικά και διοικητικά του καθήκοντα. 

Τελικά οι μετωπικές συγκρούσεις και τον πόλεμο χαρακωμάτων που επέλεξε η νέα ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, αποδείχτηκαν ολέθρια για την Βάση του, η οποία και καταλήφθηκε από τον κυβερνητικό στρατό τον Οκτώβριο 1934, οπότε και ξεκίνησε η Μεγάλη Πορεία.

Φτάνοντας ο Κόκκινος Στρατός στην πόλη Ζουενγί της Επαρχίας Γκουιζόου, έλαβε χώρα σύσκεψη του Πολίτμπιρο, κατά την οποία αποκαταστάθηκε η εξουσία του Μάο. Από τότε απέκτησε τον πλήρη έλεγχο του κόμματος.

Μετά την Μεγάλη Πορεία η οποία τερματίστηκε επισήμως στις 20 Οκτωβρίου 1935, ο Μάο ίδρυσε μία νέα βάση στην Επαρχία Σαανσί. Το φθινόπωρο 1937 ξέσπασε ο Β' Σινοϊαπωνικός Πόλεμος, μ’ αποτέλεσμα τα δύο μεγάλα εθνικά κόμματα της Κίνας, ΚΚΚ και Εθνικιστικό Κόμμα (ΕΚ) του Τζιανγκ Καϊσέκ, να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η οποία και θα καταλήξει σε συμμαχία κατά της Ιαπωνίας.

Το 1938, παντρεύτηκε την τρίτη σύζυγό του, Τζιανγκ Τσινγκ, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Η Τζινγκ ήταν γνωστή και ως επικεφαλής της Συμμορίας των Τεσσάρων. Ο πόλεμος κράτησε έως τον Αύγουστο 1945, οπότε η Ιαπωνία παραδόθηκε άνευ όρων.

Ήταν και η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο στα μέσα Μαρτίου 1946 ξέσπασε ο Εμφύλιος Πόλεμος μεταξύ του ΚΚΚ και ΕΚ, ο οποίος ανέδειξε τελικά νικητή το πρώτο. Στις 1 Οκτωβρίου 1949, ο Μάο κήρυξε την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως Πρόεδρος της χώρας.

Τον Ιούνιο 1950 το καθεστώς του Μάο εισέβαλε στο Θιβέτ. Τον Οκτώβριο 1950, η Κίνα ενεπλάκη στον Κορεατικό Πόλεμο, ο οποίος τερματίστηκε τρία χρόνια αργότερα, με την υπογραφή της συνθήκης ανακωχής στις 23 Ιουλίου 1953, δημιουργώντας μια αποστρατικοποιημένη ζώνη στον 38ο Παράλληλο. Κατά τον πόλεμο, σκοτώθηκε ο πρωτότοκος γιος του Μάο Ανγίνγκ.

Το 1958 κήρυξε την έναρξη του κινήματος «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός», κατά το οποίο η χώρα σύρθηκε σ’ ένα πυρετό παραγωγής χάλυβα. Το Μεγάλο Άλμα, οι άγριοι διωγμοί των αντιπάλων του καθεστώτος του, αλλά και η σωρεία λαθών που διέπραξε το καθεστώς, είχαν ως άμεσο αντίκτυπο την οικονομική και οικολογική καταστροφή την τριετία 1959-1961, κατά την οποία η χώρα θρήνησε δεκάδες εκατομμύρια θύματα.

Το 1966 ο Μάο κήρυξε την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης, η οποία διήρκεσε έως και τον θάνατό του, το 1976. Η Πολιτιστική Επανάσταση βύθισε τη χώρα στο χάος. Εκδιώχθηκαν πολλοί διανοούμενοι, αλλά και πάλαι ποτέ στενοί συνεργάτες του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λιου Σάοτσι, δεύτερο τότε στην κομματική ιεραρχία, ο οποίος πέθανε φυλακισμένος και στην εξαθλίωση το 1969.

Ο Μάο πέθανε στις 00:10 της 9ης Σεπτεμβρίου του 1976 στο Πεκίνο. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, στο νότιο μέρος της Πλατείας Τιαν-αν-μεν, απέναντι από την Απαγορευμένη Πόλη, κατασκευάστηκε ένα μαυσωλείο, όπου και αναπαύεται έως σήμερα.

Η προσφορά του Μάο, ως ηγέτη που έβαλε τέλος στην αποικιοκρατία και στις φεουδαρχικές σχέσεις, στις πολεμικές συμφορές ενός αιώνα, και ενοποίησε την ηπειρωτική Κίνα, ήταν αναμφισβήτητη. Ωστόσο, μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μάο, μην αφαιρώντας πλήρως την οικονομική ισχύ όλων των τμημάτων της κινεζικής αστικής τάξης, και την ισχύ των πολιτικών κομμάτων που στήριζαν αυτά τα τμήματα, αλλά απλά την οικοιοποιήθηκε για να μπορέσει να δημιουργήσει την προσωπική του δικτατορία.

Στις μέρες μας εμφανίστηκε στην Κίνα ένας νέος ηγέτης, τον οποίο στην Κίνα αποκαλούν (λόγω της ηγετικής του ικανότητας, αλλά και της συγκέντρωσης στον εαυτό όλων των ηγεσιών της Κίνας, όπως στον καιρό του Μάο) «νέο Μάο», ο Σι Τσινπίνγκ.

Ο Σι Τσινπίνγκ κατείχε την θέση του Αντιπροέδρου της Κίνας, ως Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Πρόεδρος της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής του Κόμματος, Πρόεδρος της Κεντρικής Κομματικής Σχολής και το πρώτο μέλος της Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου CPC, του de facto κορυφαίου οργάνου εξουσίας στην Κίνα. Έχει υπηρετήσει ως το κορυφαίο στην κατάταξη μέλος στην Κεντρική Γραμματεία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, Αντιπρόεδρος της Κρατικής Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής.

Γιος του βετεράνου κομμουνιστή Σι Τσονγκτσούν (1913-2002), ο Σι Τσινπίνγκ υπηρέτησε ως επί το πλείστον στην επαρχία Φουτσιάν στην αρχή της καριέρας του. Αργότερα διορίστηκε επικεφαλής του κόμματος της γειτονικής επαρχίας Τσετσιάνγκ, και στη συνέχεια διορίστηκε ως επικεφαλής του κόμματος στη Σαγκάη μετά την απόλυση του Τσεν Λιανγκιού.

Γνωστός για την σκληρή στάση του σχετικά με τη διαφθορά και ειλικρινά ανοιχτός για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ο Σι ηγείται τώρα την πέμπτη γενιά ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.

Ο Σι παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο του λαού και το κόμμα εξακολουθεί να λέει ότι εκπροσωπεί τις μάζες, αλλά δεν είναι η αξιοκρατία αυτή που τον χαρακτηρίζει. Έχοντας από καιρό χαθεί η ιδεολογική νομιμοποίηση και με πιο αργή ανάπτυξη όσον αφορά την οικονομική νομιμότητα, το κόμμα χρειάζεται ένα νέο όραμα για να πείσει τους πολίτες της Κίνας.

Η αλήθεια είναι πως το οικογενειακό το παρελθόν είναι γεμάτο περιπέτειες. Γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1953 και ο πατέρας του ήταν αναπληρωτής πρωθυπουργός επί Μάο. Γι' αυτό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε μέσα στις ανέσεις που δεν μπορούσαν τότε πολλοί Κινέζοι να έχουν.

Παρόλα αυτά, μέσα σε μία νύχτα, ο πατέρας του συνελήφθη έπειτα από διαταγή του Μάο το 1962. Στα 15 του, αναγκάστηκε να δουλέψει και όπως ο ίδιος έχει εξομολογηθεί, να κοιμάται σε ένα στρώμα γεμάτο ψύλλους, κάτι που τον έκαναν πιο σκληρό και ανθεκτικό σαν χαρακτήρα. 

Από τότε έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του ότι θα ξέφευγε από τη μοίρα του και θα κατάφερνε να ανελιχθεί στην ιεραρχία του κόμματος. Κι έτσι, τελικά τον δέχθηκαν πίσω στο κόμμα το 1974 μετά από πολλές αιτήσεις και αρνήσεις.

Από το 1975 μέχρι το 1979 σπούδασε στο πανεπιστήμιο Τσινγκουά στο Πεκίνο, το κορυφαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας, όπου σπούδασε για να γίνει χημικός μηχανικός. Ο πατέρας του εξακολουθούσε να βρίσκεται στην φυλακή και ο Σι μελετά τις ιδέες του Μαρξισμού, του Λενινισμού και του Μάο τσε Τσουνγκ. 

Λέγεται όμως ότι αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αντιγράψει για να ολοκληρώσει την διατριβή του και να πάρει το πτυχίο του. Ορισμένα χρόνια αργότερα, μελέτησε περαιτέρω τις αριστερές ιδέες, σπουδάζοντας τη Μαρξιστική Φιλοσοφία.

Για να αποτάξει το...πριγκιπικό του παρελθόν, αφού εισχώρησε πάλι στο κόμμα, στάλθηκε στην επαρχία για να χτίσει  την εικόνα του αξιωματούχου που προέρχεται από την βάση. Το 2000 διορίστηκε κυβερνήτης της επαρχίας Φουτζιάν και το 2003 έγινε γραμματέας του κόμματος στην επαρχία Ζετζιάνγκ.

Έχει μείνει γνωστός για τις προσπάθειες του να ενώσει το κόμμα, ενώ θέλησε να νομιμοποιήσει τις διαδικασίες του και να εισάγει εκτεταμένα μέτρα για να είναι σίγουρος ότι θα διατηρηθεί η ενότητα και θα εξολοθρεύσει μια για πάντα τη διαφθορά. Γι' αυτό και μετά το σκάνδαλο με τον με τη σύλληψη του πρώην γραμματέα του κόμματος Τσεν Λιανγκιού για διαφθορά, έμεινε στην Σαγκάη μόνο για 7 μήνες περίπου.

Οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν μόνο τα καλύτερα να πουν για τον ίδιο, με τον προηγούμενο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης να τον χαρακτηρίζει ως "έναν σκεπτόμενο άνθρωπο ο οποίος έχει περάσει πολλές δοκιμασίες. 

Θα τον έβαζα μάλιστα στην ίδια κατηγορία με τον Μαντέλα. Είναι ένας άνθρωπος με συναισθηματική σταθερότητα που δεν έχει επιτρέψει στις προσωπικές του περιπέτειες να επηρεάσουν την κρίση του. Με άλλα λόγια, είναι απλά εντυπωσιακός".

Και εκτός χώρας όμως, τα σχόλια είναι ιδιαίτερα κολακευτικά. Ο Αυστραλός πρωθυπουργός τον είχε χαρακτηρίσει ως "επαρκή ρεφορμιστή που είναι ο άνθρωπος του κόμματος". Έχει βρεθεί μάλιστα στην Αμερική, την Κολομβία, το Μεξικό και άλλες χώρες για να προωθήσει την φήμη της χώρας. Προσπάθησε μάλιστα με τις επισκέψεις του να βελτιώσει τις σχέσεις με την Ρωσία, τη Βόρεια Κορέα και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 2012 ανέλαβε την προεδρία της μεγαλύτερης σε πληθυσμό χώρας και δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Μέχρι τότε ήταν ίσως άγνωστος προς τους δυτικούς, αν και υπήρξε αντιπρόεδρος της Κίνας από το 2008.

Λίγο μάλιστα πριν αναλάβει τη θέση, εξαφανίστηκε για 15 μέρες και τα μέσα έκαναν λόγο για εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο. Τελικά εμφανίστηκε έπειτα από 15 ημέρες για να μιλήσει σε ένα πανεπιστήμιο, δείχνοντας υγιέστατος.

Επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ, ωστόσο από το κομμουνιστικό κόμμα άφησαν να διαρρεύσει ότι χτύπησε την πλάτη του ενώ κολυμπούσε και οι γιατροί του σύστησαν ακινησία και φυσικοθεραπείες.

Την ίδια περίοδο, το Bloomberg είχε αποκαλύψει ότι συγγενείς του Σι Τζινπίνγκ, κυρίως η αδερφή του, έχουν επιχειρηματικά συμφέροντα σε μεταλλεία, ακίνητα και εταιρείες κινητής τηλεφωνίας αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ. Ξεκαθάριζε όμως ότι δεν συνδεόταν με την περιουσία της οικογένειας του και πως τίποτε μεμπτό δεν είχε βρεθεί εις βάρος του.

Αν και προσπαθεί να προστατευτεί από τα φώτα της δημοσιότητας, κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί. Η σύζυγός του Πενγκ Λιγιουάν είναι μία από τις πολύ διάσημες λαϊκές τραγουδίστριες της χώρας. Κατέχει μάλιστα και την θέση της υποστρατήγου στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας και κατά το παρελθόν της άρεσε να τραγουδάει φορώντας στρατιωτική στολή.

Η γυναίκα του τον περιγράφει πολύ προσγειωμένο και σκληρά εργαζόμενο: "Όταν έρχεται στο σπίτι, δεν νιώθω σαν να είναι ο ηγέτης στο σπίτι, είναι απλώς ο άντρας μου." Τα φώτα της δημοσιότητας μάλιστα είχε κλέψει και με την επίσκεψη της Μισέλ Ομπάμα στην Κίνα το 2014.

Πριν γίνει ζευγάρι με την πασίγνωστη τραγουδίστρια, ο Πρόεδρος της Κίνας είχε ξαναπαντρευτεί την κόρη ενός πρόξενου στη Βρετανία στις αρχές του '80 (http://www.boro.gr/138232/proedros-ths-kinas-koimotan-se-strwma-me-psylloys-pws-ton-episkiazei-h-gynaika-toy-star-laikh-tragoydistria).

Στην διεθνή πολιτική συμμάχησε με την Ρωσία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και του ΝΑΤΟ, και στο εσωτερικό προσπαθεί να βοηθήσει στην οικονομική άνοδο της χώρας του και στην μεγάλη (και αθόρυβη) ενδυνάμωση της στρατιωτικής της ισχύς. 

Παράλληλα συνάπτει μεγάλες (και συμφέρουσες) οικονομικές συμφωνίες με χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής και διεισδύει ταχέως και στις οικονομίες της Ρωσίας, της ΕΕ και των ΗΠΑ. Γενικά προετοιμάζει αθόρυβα και πονηρά την άνοδο και την ηγεμονία της Κίνας στο διεθνές στερέωμα.

Συμπερασματικά όπως φαίνεται σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η Κίνα κυβερνήθηκε από αυτοδημιούργητους ανθρώπους, οι οποίοι σαν γνήσιοι ρήτορες και δημαγωγοί κατάφεραν, ερχόμενοι οι περισσότεροι τους από αγροτικές οικογένειες (με εξαίρεση τον πρώτο αυτοκράτορα και τον Σι Τσινπίνγκ),  να ανέλθουν μέσα από επανάσταση στην ηγεσία της χώρας τους, πολεμώντας εσωτερικούς (τους άλλους αντίπαλους πολέμαρχους ο Τσιν Χουάνγκ Ντι, τον Τσεν Youliang οι Zhu και τον Τσιανγκ Γκαί Σεκ ο Μάο) και εξωτερικούς αντιπάλους (τους Μογγόλους οι Μινγκ και τους Γιαπωνέζους ο Μάο) προσπάθησαν αρχικά να κάνουν αναδασμό και να βοηθήσουν τους φτωχούς, αλλά σύντομα η βίαιη φύση τους και η παράνοια τους, τους οδήγησε σε άγριες σφαγές και καταπίεση των ομοεθνών τους, και την χώρα τους στην καταστροφή υπό την ηγεσία τους, αν και μακροπρόθεσμα οι δυναστείες τους (οι Μινγκ υπό τα «κόκκινα τουρμπάνια» και η Μαοϊκή Κίνα υπό τους «ερυθρούς κομμουνιστές») έφεραν στην χώρα δύναμη και ακμή. 


Και ο Σι Τσινπίνγκ αν και ανήλθε ειρηνικά εν συγκρίσει με δύο από τους παραπάνω ηγέτες (τον Zhu και τον Μάο) στην εξουσία της Κίνας (όντας αλώστε ένας «κομματικός πρίγκηπας υπό διωγμόν» σαν τον πρίγκηπα Τσιν Χουάνγκ Ντι), δεν αποκλείεται και αυτός στο προσεχές μέλλον να αρχίσει και αυτός βίαιους διωγμούς εναντίον των αντιπάλων του (εσωκομματικών ή μη ή ακόμα και εξωτερικών εχθρών), και ενώ αρχικά να θέλει και αυτός όπως οι παραπάνω να βοηθήσει τους φτωχούς της χώρας του (αγρότες και μη), στο τέλος να στραφεί εναντίον τους και να τους καταπιέσει βίαια (ειδικά εάν δεν πετύχουν τα σχέδια του για οικονομική ανάπτυξη και υπάρξουν ταραχές στην χώρα),  αν και μακροπρόθεσμα μπορεί να καταφέρει να φέρει στην χώρα του δύναμη και ακμή (όπως οι προηγούμενοι).

Και επειδή με την πονηρή ρητορική τους (όλοι οι παραπάνω αναφερόμενοι) πήραν την εξουσία και στην συνέχεια καταδυνάστευσαν την χώρα τους, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει κανείς το εξής ρητό που ισχύει για όλους και κυρίως για τους διάσημους βίαιους, πολιτικούς, ρήτορες και δημαγωγούς: «Καλύτερα να είσαι καχύποπτος (με όσα σου λένε και υπόσχονται διάφοροι άνθρωποι και πολιτικοί) και να βγεις στο τέλος λάθος, παρά να είσαι εύπιστος (σε ότι σου υπόσχονται ψευδώς) και να πιαστείς κορόιδο».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου