ΟΙ
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ ΕΙΣΒΟΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Η Ισπανική Αρμάδα (ισπ.:
Grande y Felicísima Armada, δηλαδή "Μεγάλο και Ευτυχές Ναυτικό" ή
"Ανίκητη Αρμάδα, Ανίκητο Ναυτικό") ήταν ο Ισπανικός στόλος που
συγκροτήθηκε από τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας και εστάλη σε μια εκστρατεία
εναντίον της Αγγλίας, έχοντας επικεφαλής τον Δούκα της Μεδίνα Σιδόνια, Δον
Αλόνσο ντε Γκουθμάν ελ Μπουένο, το 1588.
Στόχος της εκστρατείας
του Φιλίππου ήταν να εισβάλλει στην Αγγλία και να την κατακτήσει, αφήνοντας
έτσι τις Ηνωμένες Επαρχίες, το τμήμα των Ισπανικών Κάτω Χωρών που
απελευθερώθηκε από τους Ολλανδούς επαναστάτες, χωρίς συμμάχους και υποστήριξη.
Έτσι, οι ισπανικές
κτήσεις του Νέου Κόσμου και οι Ισπανικοί μεταγωγικοί στόλοι του Ατλαντικού θα
ήταν ασφαλείς πλέον από τις αγγλικές επιθέσεις που γινόταν σε περιοχές (που παρήγαγαν)
ή πλοία που μετέφεραν χρυσό από τις αποικίες στην μητρόπολη.
Ο Πάπας Σίξτος Ε', ή
Σίξτος Κουΐντο, υποστήριξε αυτήν την ενέργεια, αποδίδοντάς της χαρακτήρα
"σταυροφορίας" ενάντια στους αντιπάλους, υποσχόμενος περαιτέρω
υποστήριξη μετά τις πρώτες νίκες της Αρμάδας.
Διοικητής της αρμάδας
διορίσθηκε αρχικά ο πολύ έμπειρος Άλβαρο ντε Μπαθάν, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε
να λάβει τα ηνία του στόλου, καθώς απεβίωσε το Φεβρουάριο του 1588 και έτσι την
θέση του πήρε ο Μεδίνα Σιδόνια.
Ο Φίλιππος Β' της
Ισπανίας ήταν σύζυγος και σύμβουλος της καθολικής Μαρίας Α' της Αγγλίας. Μετά
τον θάνατό της όμως, το 1558, στον θρόνο ανήλθε η Ελισάβετ Α' της Αγγλίας, που
εδραίωσε στην Αγγλία τον Αγγλικανισμό, ενώ απέρριψε την πρόταση νέου γάμου του
Φιλίππου.
Παρόλο που ο Ισπανός
βασιλιάς έχανε έτσι τα δικαιώματα του στον Αγγλικό θρόνο, διατήρησε τις
διπλωματικές του σχέσεις ανοικτές με την Ελισάβετ.
Η Μαρία Στιούαρτ της
Σκωτίας, την ίδια περίοδο ζητούσε βοήθεια από την ανταγωνίστρια της Ισπανίας,
την Γαλλία, για να εναντιωθεί στην Ελισάβετ.
Συνεπώς ο Φίλιππος
επέλεξε να υποστηρίξει την τελευταία, φοβούμενος τυχόν ενέργειες της Γαλλίας
που θα απειλούσαν τα συμφέροντα της χώρας του.
Έτσι οι σχέσεις Φιλίππου
και Ελισάβετ μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλικές την πρώτη περίοδο της βασιλείας
της. Παρόλα αυτά, ο αποκεφαλισμός της καθολικής Μαρίας Στιούαρτ από την
Ελισάβετ το 1587 χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για τις μετέπειτα ενέργειες του
Φιλίππου.
Το 1568 ξέσπασε η
Ολλανδική Επανάσταση, μια προσπάθεια 17 επαρχιών των Κάτω Χωρών να αποτινάξουν
τον ζυγό των Αψβούργων.
Η Ελισάβετ επέλεξε να
βοηθήσει τους Ολλανδούς ομόδοξους επαναστάτες στέλνοντας το 1585 στην Ολλανδία
μία δύναμη 7.000 ανδρών, ενώ επίσης επέτρεψε σε Άγγλους "βασιλικούς"
πειρατές να επιτίθενται στους ισπανικούς στόλους που επέστρεφαν με πολύτιμα
φορτία από την Νότια Αμερική. Αυτό αποτέλεσε την αρχή του Αγγλοϊσπανικού
πολέμου.
Η Αγγλία διατηρούσε από
το 1557 έναν μόνιμο ναυτικό προϋπολογισμό που ανήκε στην αρμοδιότητα του
"Θησαυροφύλακα του Ναυτικού", με προϊστάμενο τον "Λόρδο
Θησαυροφύλακα", θέση αντίστοιχη του σημερινού Υπουργού Οικονομικών.
Με αρκετά καλή οικονομική
διαχείριση, τα δημόσια έσοδα της Ελισάβετ το 1585 ανήλθαν σε 300.000 λίρες,
εξασφαλίζοντας της αρκετό οικονομικό πλεόνασμα σε αντίθεση με το αυξανόμενο
χρέος του Φιλίππου.
Το 1558, η Ελισάβετ
ζήτησε επιπλέον χρήματα από το Κοινοβούλιο για να ενισχύσει εκ νέου το ναυτικό,
φέρνοντας προς ψήφιση ένα ναυτικό νόμο. Έτσι, με τη χρηματοδότηση αυτή
ναυπηγήθηκαν 7 νέα πολεμικά πλοία το διάστημα 1559 έως 1561 (δαπάνες 28.381
λιρών), που είχαν φτάσει τα 14 μέχρι το 1564.
Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα
του πολεμικού Αγγλικού στόλου ναυπηγήθηκε κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ, της
οποίας το θησαυροφυλάκιο κατά την έναρξη των επιχειρήσεων διέθετε πλεόνασμα
154.000 λιρών.
Αντίθετα όταν ο Φίλιππος
ανήλθε στο θρόνο, στην Ισπανία επικρατούσε άσχημη οικονομική κατάσταση, με
μεγάλο ποσοστό πληθωρισμού και δημόσιο χρέος που πλησίαζε τα 20 εκατομμύρια
δουκάτα.
Ο Φίλιππος κατάφερε μέχρι
ενός σημείου να διπλασιάσει τα έσοδα του κράτους, αλλά οι δαπάνες αυξάνονταν με
μεγαλύτερο ρυθμό. Η σύσταση της Αρμάδας του στοίχισε 10 εκατομμύρια δουκάτα,
ενώ του στοίχιζε 200.000 δουκάτα για κάθε μήνα που βρισκόταν στη θάλασσα.
Κατάφερε επίσης να
συγκεντρώσει 132 σκάφη, από όλες τις περιφέρειες της Ισπανίας, τις αποικίες και
την Πορτογαλία. Στα πλοία επέβαιναν 8.700 ναύτες, 21.500 στρατιώτες καθώς και
2.000 κατάδικοι κωπηλάτες.
Ο Αγγλικός στόλος
περιλάμβανε 110 πολεμικά (26 κατεξοχήν πολεμικά πλοία, και 84 τροποποιημένα και
επανεξοπλισμένα πρώην εμπορικά), 15 σκάφη ανεφοδιασμού, 6 μικρά πολεμικά με
εκτόπισμα μικρότερο των 100 τόνων, καθώς και 95 μικρά πλοία για διάφορες
χρήσεις.
Τα 26 βασιλικά πλοία
απαιτούσαν πληρώματα 5.890 ανδρών, ενώ ο συνολικός ναυτικός πληθυσμός της
Αγγλίας εκτιμάται σε 16.255 άνδρες. Έτσι, ήδη το 1586 οι κομητείες της
ενδοχώρας διατάχθηκαν να στείλουν άνδρες διάφορων ειδικοτήτων για την επάνδρωση
του στόλου.
Πριν από την αποστολή, ο
πάπας Σίξτος Ε' επέτρεψε στον Φίλιππο της Ισπανίας να επιβάλλει φόρους
"σταυροφορίας" και έδωσε άφεση αμαρτιών στους άνδρες του. Η καθαγίαση
του λάβαρου της Αρμάδας στις 25 Απριλίου του 1588 ήταν όμοια με την τελετή πριν
τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου.
Στις 28 Μαΐου 1588 η
Αρμάδα απέπλευσε από τη Λισαβόνα με κατεύθυνση τα Αγγλικά στενά της Μάγχης. Ο
στόλος αποτελούνταν από περίπου 130 πλοία, 80.000 ναύτες και 18.000 στρατιώτες,
ενώ είχε στη διάθεσή του 1.500 ορειχάλκινα(μπρούτζινα) κανόνια και 1.000
σιδερένια. Χρειάστηκαν 2 μέρες για να εγκαταλείψει το λιμάνι όλη η δύναμη του
στόλου.
Αποτελούνταν από 28
πολεμικά πλοία: 20 γαλεόνια, 4 γαλέρες και 4 γαλεάσσες. Τα υπόλοιπα βαρέα πλοία
ήταν κυρίως παροπλισμένα παλαιά σκάφη τα οποία τροποποιήθηκαν έτσι ώστε να
"φέρουν" όπλα. Στο στόλο υπήρχαν επίσης 34 σκάφη μικρότερου
εκτοπίσματος.
Στις Ισπανικές Κάτω
Χώρες, ένας στρατός 30.000 ανδρών περίμενε την άφιξη της Αρμάδας, η οποία θα
τον μεταβίβαζε σε μια περιοχή πιθανώς κοντά στο Λονδίνο. Οι διοικητές της
Αρμάδας πιθανότατα σχεδίαζαν να αποβιβάσουν τους στρατιώτες στα δυτικά της
Αγγλίας, αν και αυτό είχε απαγορευθεί από τον Φίλιππο.
Συνολικά θα
συγκεντρωνόταν 51.500 άνδρες μαζί με τους 21.500 στρατιώτες που ήδη μετέφερε η
Αρμάδα από την Ισπανία, μια αρκετά υπολογίσιμη δύναμη για την εποχή εκείνη.
Ο στρατός του Πάρμα ήταν επαγγελματικός
και από τους πλέον εξοπλισμένους στην Ευρώπη, πρόκειται για τα λεγόμενα τέρθιο.
Παρόλα αυτά οι μισθοί των Ισπανών στρατιωτών ήταν σχετικά μικροί.
Ο στόλος ξεκίνησε με 22
πολεμικά και 110 τροποποιημένα εμπορικά σκάφη, έχοντας ως αρχικό στόχο να
φτάσει στην ακτή της Φλάνδρας, όπου ο Δούκας Πάρμα θα περίμενε για να
επιβιβαστεί και να εισβάλει με το στρατιωτικό του σώμα στη νοτιοανατολική
Αγγλία.
Η Αρμάδα πέτυχε τον πρώτο
της στόχο και αγκυροβόλησε στο Γκράβελιν, στην παράκτια συνοριακή περιοχή
ανάμεσα στη Γαλλία και τις Ισπανικές Κάτω Χώρες.
Ενώ ο στόλος περίμενε για
να επικοινωνήσει με τον στρατό του Δούκα, αναγκάστηκε να αφήσει το αγκυροβόλιό
του λόγω επίθεσης αγγλικών πυρπολικών και στην ναυμαχία που ακολούθησε στο
Γκράβελιν η Αρμάδα αναγκάστηκε να ακυρώσει τα σχέδια της.
Όμως, καταιγίδες
ανάγκασαν τον στόλο να παρεκκλίνει από την αρχική του πορεία και πάνω από 24
σκάφη καταστράφηκαν στις βόρειες και δυτικές ακτές της Ιρλανδίας, ενώ οι
επιζώντες αναζήτησαν καταφύγιο στην Σκωτία.
Εκείνη την περίοδο των
επιχειρήσεων συνολικά 5.000 Ισπανοί έχασαν τη ζωή τους είτε από πνιγμό είτε από
την πείνα είτε από τις Αγγλικές και Ιρλανδικές δυνάμεις που στάθμευαν στην
Ιρλανδία.
Οι Ιρλανδοί, παρά το
γεγονός ότι ήταν καθολικοί και οι ίδιοι, έβλεπαν τους Ισπανούς ως κατακτητές
και κατέσφαξαν τους περισσότερους επιζώντες από τα ναυάγια των Ιρλανδικών
ακτών. Μερικοί άλλοι επιζώντες φυγαδεύθηκαν επιτυχώς.
Συνολικά 50 σκάφη από την
αρχική δύναμη που συγκεντρώθηκε δεν κατάφεραν να γυρίσουν πίσω στην Ισπανία.
Ως αποτέλεσμα, χάθηκαν
περισσότερα πλοία και ναύτες λόγω της κακοκαιρίας παρά λόγω των εχθρικών
δυνάμεων. Η αποστολή αυτή ήταν η μεγαλύτερη σύγκρουση του ακήρυχτου
Αγγλο-Ισπανικού Πολέμου(1585-1604).
Τελικά, στην Ισπανία
κατάφεραν να επιστρέψουν 67 πλοία και 10.000 άνδρες. Οι περισσότεροι ήταν
ετοιμοθάνατοι από τις αρρώστιες, τις ελλείψεις και τις κακουχίες της θάλασσας.
Επίσης, πολλοί από αυτούς
πέθαναν αργότερα στην Ισπανία ή σε πλωτά νοσοκομεία στα Ισπανικά λιμάνια λόγω
των ασθενειών. Αναφέρεται ότι, όταν ο Φίλιππος ο Β' έμαθε το αποτέλεσμα της
αποστολής, φανερά απογοητευμένος είπε: "Έστειλα την Αρμάδα να πολεμήσει
ενάντια σε άνδρες, όχι ενάντια στους ανέμους και τα κύματα του Θεού",
συγχωρώντας με αυτή τη ρήση τον Δούκα Μεδίνα Σιδόνια.
Οι Αγγλικές απώλειες ήταν
σχετικά μικρές, ενώ κανένα πλοίο δεν βυθίστηκε. Όμως μετά την νίκη, ο τύφος, η
δυσεντερία και η πείνα υπήρξαν αιτία θανάτου πολλών ναυτών και στρατιωτών
(περίπου 6.000-8.000).
Οι τακτικές που
αναπτύχθηκαν από τον Αγγλικό στόλο κατά τις επιχειρήσεις αποτέλεσαν πραγματική
"επανάσταση" στον θαλάσσιο τρόπο του "μάχεσθαι". Κύριο
στοιχείο των τακτικών αυτών ήταν η πλήρης αξιοποίηση των πυροβόλων, τα οποία ως
τότε είχαν βοηθητικό ρόλο κατά τη διάρκεια του εμβολισμού και της επιβίβασης
των μπουκανιέρων στα αντίπαλα σκάφη.
Συνεπώς, η ναυμαχία του
Γκράβελιν θεωρείται από ορισμένους ερευνητές ως ένα σημείο καμπής στην ναυτική
πολεμική ιστορία, που έγειρε τη ζυγαριά υπέρ της Αγγλίας και έφερε στο
προσκήνιο την "Αγγλική θαλασσοκρατορία", της οποίας η ανάπτυξη
συνεχίστηκε και τον επόμενο αιώνα.
Επίσης, μετά την ήττα
του, το Ισπανικό ναυτικό προχώρησε σε μεγάλη αναδιοργάνωση, έτσι ώστε να είναι
σε θέση να προασπίσει τα χωρικά του ύδατα και τα θαλάσσια περάσματα για έναν
ακόμη αιώνα.
Στην Αγγλία, η ανύψωση
του ηθικού λόγω της νίκης υπήρξε μεγάλη και διήρκεσε για χρόνια, όπως και η
φήμη της Ελισάβετ μετά το θάνατό της.
Η απώθηση της Ισπανικής
Αρμάδας έδωσε στους Προτεστάντες όλης της Ευρώπης την πεποίθηση ότι πίσω από τη
νίκη "κρυβόταν" ο Θεός, κάτι που φαίνεται από επιγραφές όπως "He
blew with His winds and they were scattered" (φύσηξε με τους ανέμους Του
και -οι εχθροί- διαλύθηκαν), που κοσμούσαν τα μετάλλια μνήμης και τιμής.
Επίσης χαρακτηριστική
ήταν η τροποποίηση της ρήσης του Ιούλιου Καίσαρα "Veni vidi vici" σε
"Venit,Vidit,Fugit" (ήλθε, είδε, απήλθε).
Η νίκη χαρακτηρίστηκε από
τους Άγγλους ως η μεγαλύτερη της ιστορίας τους μετά τη μάχη του Αζινκούρ.
Παρόλα αυτά, η Ισπανική Αυτοκρατορία θίχτηκε στο ελάχιστο, μπόρεσε σε πολύ
μικρό χρονικό διάστημα να καλύψει τις απώλειες της, ενώ οι κτήσεις της σε
Αμερική και Ευρώπη ουδέποτε απειλήθηκαν, παρά την ενίσχυση των εχθρών του
Φιλίππου με Αγγλικά στρατεύματα.
Επίσης, οι μετέπειτα
επιχειρήσεις της Αγγλικής Αρμάδας και οι λαφυραγωγίες εναντίον των Ισπανικών
αποικιών δεν μπόρεσαν να βλάψουν την εδαφική ακεραιότητα της Ισπανίας.
Παράλληλα η πτώχευση και
τα εσωτερικά προβλήματα της Γαλλίας, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε το
"αντίπαλο δέος" για την Ισπανία, τις επόμενες δεκαετίες έφερε την
Ισπανία πιο κοντά από ποτέ στην επίτευξη του στόχου της για παγκόσμια
κυριαρχία.
Τρεις ακόμα Αρμάδες
μικρότερου μεγέθους στάλθηκαν εναντίον της Αγγλίας μετά το 1588. Η δεύτερη
απέπλευσε από την Ισπανία με διαταγές να αποβιβάσει τα στρατεύματα που μετέφερε
στην Ιρλανδία, αλλά λόγω άσχημων καιρικών συνθηκών αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω
πριν να φτάσει στο στόχο της. Και οι υπόλοιπες είχαν παρεμφερή τύχη.
Αντίστοιχα στην περιοχή της
Ασίας, το 1259, οι Μογγόλοι είχαν κατακτήσει την Κίνα και άρχισαν να γοργά να
στρέφουν το ενδιαφέρον τους για την
Ιαπωνία. Το 1268 μ.Χ. ο Μογγόλος ηγέτης Κουμπλάι Χαν, ζητά φόρο υποτέλειας,
όμως η ιαπωνική ηγεσία δεν καταδέχτηκε καν να απαντήσει.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα
την πρώτη μογγολική προσπάθεια εισβολής το 1274 στο νησί Κιούσου. Οι Ιάπωνες
τους αντιμετωπίζουν ηρωικά για 2 μέρες, με μεγάλες απώλειες. Ωστόσο ξεσπά
τυφώνας που καταστρέφει τη δύναμη εισβολής και περίπου 13.000 Μογγόλοι
πνίγηκαν.
Μετά από μόνο μερικές
ώρες ναυμαχίας, όμως, ο μεγάλος ναυτικός στόλος των εισβολέων αναγκάστηκε να
αποτραβηχτεί εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών.
Ο «θεόσταλτος άνεμος»
καμικάζε βοήθησε τους Ιάπωνες, δεδομένου ότι οι πιθανότητές τους ενάντια στην
μεγάλη και σύγχρονη μογγολική δύναμη δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές.
Μετά το γεγονός αυτό, η ιαπωνική
ηγεσία συγκροτεί μεγάλο στρατό και κατασκευάζει νέα οχυρά. Στο τέλος του 1.280
η αυτοκρατορική αυλή συνειδητοποιεί την απειλή και θέτει όλα της τα εισοδήματα
στην διάθεση του μπακούφου (ιαπωνικής κυβέρνησης).
Έχοντας το χρόνο να
προετοιμαστούν καλά, οι Ιάπωνες κατόρθωσαν να υπερασπιστούν σθεναρά τα νησιά
τους επί αρκετές εβδομάδες κατά την διάρκεια της δεύτερης εισβολής το 1281.
Ο Κουμπλάι Χαν στέλνει
δύο επιστολές που ζητά η Ιαπωνία να γίνει φόρου υποτελής και τις 2 φορές οι
επιστολές καταστράφηκαν και οι απεσταλμένοι Μογγόλοι αποκεφαλίστηκαν.
Έτσι το 1.280 μ.Χ 150.000
Μογγόλοι, Κινέζοι και Κορεάτες αποβιβάζονται στο Κυοσού. Ακολουθεί μάχη 50
ημερών, στην συνέχεια νέος τυφώνας καταστρέφει τους εισβολείς και οι Μογγόλοι
στρέφονται σε απελπισμένη φυγή κάτω από τα βέλη των Ιαπώνων.
Σύμφωνα με τους Ιάπωνες τα
4/5 των εισβολέων χάθηκαν. Το Κιούσου παρέμεινε σε επιφυλακή για
μια πιθανή τρίτη προσπάθεια εισβολής, αλλά οι Μογγόλοι σύντομα είχαν
περισσότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν στην ενδοχώρα από το να σκέπτονται την
Ιαπωνία.
Οι Ιάπωνες χαλάρωσαν την
επαγρύπνησή τους μόλις το 1.300 μ.Χ., 6 χρόνια μετά το θάνατο του Κουμπλάι Χαν.
Όμως ο πόλεμος έριξε τη
χώρα στο χάος. Οι ιερείς έγειραν αξιώσεις καθώς υποστήριζαν ότι οι προσευχές
τους προκάλεσαν τον καμικάζε. Τα ταμεία ήταν άδεια και όλη η χώρα είχε
φτωχύνει.
Πολλοί άντρες είχαν χαθεί
κι η καλλιέργεια της γης είχε ουσιαστικά σταματήσει. Η δυσαρέσκεια μεγάλωσε και
βαθμιαία υπονομεύτηκε η επιρροή του μπούφου, από ευγενείς του Κιάτο και
δυσπραγούντες στρατιωτικούς υποτελείς. Η διαφθορά εξαπλώθηκε.
Οι συνέπειες της
πολυετούς πολεμικής προετοιμασίας ενάντια στους Μογγόλους στάθηκαν επίσης μοιραίες
για την κυβέρνηση του Καμακούρα Τοκιμούνε, δεδομένου ότι οδήγησαν και σε
τεράστιες δαπάνες.
Πολλοί από πιστούς
μαχητές της Καμακούρα περίμεναν ανταμοιβές που η κυβέρνηση δεν μπορούσε εκ των
πραγμάτων να πληρώσει.
Τα μεγάλα οικονομικά
προβλήματα και η μειωμένη αφοσίωση των ισχυρών αρχόντων ήταν μερικοί από τους
λόγους της πτώσης της κυβέρνησης αυτής της περιόδου.
Κατά το 1333 δε, η δύναμη
των αντιβασιλέων Χοτζό μειώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο αυτοκράτορας Γκο
Νταϊγκό κατόρθωσε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική δύναμη και να νικήσει τον Μπακούφου (ηγέτη) Καμακούρα.
Με τον όρο Μάχη της
Αγγλίας (Battle of Britain) έγινε γνωστή η προσπάθεια της αεροπορίας της
Ναζιστικής Γερμανίας (Luftwaffe) να καταβάλει τις βρετανικές αεροπορικές
δυνάμεις (RAF, Royal Air Force), για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η
"Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων" (Seelöwe), που προέβλεπε την απόβαση των
Γερμανικών δυνάμεων στα Βρετανικά νησιά.
Ο όρος προέρχεται από
ομιλία του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Βουλή των Κοινοτήτων
στις 18 Ιουνίου 1940, στην οποία ανέφερε: «Η Μάχη της Γαλλίας, όπως την
αποκάλεσε ο Στρατηγός Βεϋγκάν, τελείωσε. Αναμένεται ότι επίκειται η έναρξη της
Μάχης της Αγγλίας».
Στις 25 Ιουνίου του 1940
η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με την Γερμανία και το μεγαλύτερο τμήμα της (το
βόρειο) περιήλθε υπό γερμανική κατοχή. Ο Χίτλερ, έχοντας πλέον υποτάξει
ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, είναι απερίσπαστος για να επιπέσει κατά της μόνης
χώρας που εξακολουθούσε να αντιτάσσεται στις επεκτατικές του βλέψεις, την Βρετανία.
Ο Πρωθυπουργός της,
Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε από τον Μάιο αντικαταστήσει τον Νέβιλ
Τσάμπερλεν, διακήρυξε ότι η Βρετανία δεν προτίθεται ούτε να συνομιλήσει ούτε να
συνθηκολογήσει με την Ναζιστική Γερμανία, αλλά έχει την σταθερή πρόθεση να συνεχίσει
να μάχεται εναντίον της.
Ο Τσώρτσιλ παραβλέπει το
γεγονός ότι η Βρετανία έχει απομείνει η μόνη χώρα που μάχεται εναντίον της
μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Οι αμιγώς
στρατιωτικές δυνάμεις που διαθέτει η Βρετανία είναι κυριολεκτικά μηδαμινές, για
να μπορέσουν να αντιταχθούν στην Βέρμαχτ.
Οι άνδρες που διασώθηκαν
από την Δουνκέρκη τον Ιούνιο του ίδιου έτους είναι ολοσχερώς χωρίς εξοπλισμό.
Οι Γερμανοί, από τις ακτές του Καλαί βλέπουν τις αγγλικές ακτές και ο Χίτλερ δέχεται
συμβουλές για εισβολή στην Βρετανία.
Ο Χίτλερ, στο σημείο
αυτό, έχει διαπράξει μια αβλεψία, της οποίας τα αίτια δεν είναι απόλυτα
ξεκαθαρισμένα: Δεν έχει ούτε καν διανοηθεί απόβαση σε βρετανικό έδαφος.
Ο Αρχιστράτηγος Βάλτερ
φον Μπράουχιτς εκπονεί το σχετικό σχέδιο, για την πραγματοποίηση του οποίου
απαιτείται η μεταφορά δύο κυμάτων στρατευμάτων. Ο Ναύαρχος Έριχ Ραίντερ
αντιτίθεται στο σχέδιο:
Η Μάγχη είναι δύσκολη
θάλασσα, η εποχή της μεταφοράς (Σεπτέμβριος) δεν προσφέρεται ιδιαίτερα, το
Ναυτικό δεν διαθέτει κατάλληλα μέσα και, το κυριότερο, αυτά δεν διασφαλίζονται
απέναντι στον Αγγλικό στόλο.
Η Αεροπορία απαντά ότι ο
αγγλικός στόλος δεν θα αποτελεί σοβαρό εμπόδιο, καθώς η Luftwaffe διασφαλίζει
την αεροπορική υπεροχή πάνω από την Μάγχη. Αυτό που δεν διασφαλίζεται, όμως,
είναι η αεροπορική υπεροχή στο ίδιο το βρετανικό έδαφος.
Ο Χέρμαν Γκέρινγκ
αναλαμβάνει να την διασφαλίσει, καταστρέφοντας τις δυνάμεις της Βασιλικής
Αεροπορίας (RAF) είτε στο έδαφος είτε στον αέρα. Ο Χίτλερ αποφασίζει να
εφαρμοστεί ο "Θαλάσσιος Λέων" μόνον εφόσον η RAF θα έχει, πρακτικά, εκμηδενιστεί.
Η απόφαση αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της Μάχης της Αγγλίας.
Όλοι οι άλλοι στόχοι
(πόλεις, εγκαταστάσεις κτλ.) δεν θα θιγούν: Μόνο τα αεροδρόμια, τα αεροσκάφη
και τα εργοστάσια κατασκευής - επισκευής τους.
Αυτή η απόφαση αποτελεί
το θεμέλιο λίθο της έναρξης της Μάχης της Αγγλίας. Εκδίδει μάλιστα, τη Διαταγή
αριθ. 17, με την οποία ορίζει την έναρξη αεροπορικής επίθεσης εναντίον της
Βρετανίας στις 5 Αυγούστου, με κύριο στόχο την εκμηδένιση της RAF.
Ο Χίτλερ θέλει να έχει
τελειώσει η επιχείρηση "Θαλάσσιος Λέων" μέχρι το Σεπτέμβριο. Οι
στρατιωτικοί, από την άλλη, του υποδεικνύουν ότι δεν μπορούν να την ξεκινήσουν
πριν τις αρχές Σεπτεμβρίου και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν
την εναέρια απειλή της RAF.
Ο Χίτλερ αποφασίζει: Η
επιχείρηση θα πραγματοποιηθεί, αλλά εφόσον ο Χέρμαν Γκέρινγκ και η Λουφτβάφε
του θα έχουν εκμηδενίσει την RAF.
[Η Μάχη της Αγγλίας
είναι, ιστορικά, η πρώτη μάχη μεταξύ αμιγώς αεροπορικών δυνάμεων. Η Λουφτβάφφε
είναι, θεωρητικά, πολύ πιο ισχυρή, σε αριθμό αεροσκαφών, από την αντίπαλό της.
Διαθέτει για τη Μάχη της Αγγλίας, 2.660 αεροσκάφη παντός τύπου.
Η RAF, σύμφωνα με τις
εκτιμήσεις της γερμανικής πλευράς, διαθέτει περίπου 300 καταδιωκτικά αεροσκάφη].
Μετά την απόβαση ο Χίτλερ
σχεδιάζει να εγκαταστήσει στην Βρετανία Γερμανική διοίκηση: ο Δρ. Φραντς Σιξ
(Dr. Franz Six) των Einsatzgruppen προετοιμάζεται για κυβερνήτης της και την
εγκαθίδρυση της "Νέας Τάξης". Ήδη έχουν τυπωθεί σχετικές αφίσες ενώ ο
Χίτλερ παίζει με την ιδέα της μεταφοράς της Στήλης του Νέλσον στο Βερολίνο.
Η διχογνωμία των
στρατιωτικών όμως συνεχίζεται. Στις 7 Αυγούστου ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ
αναφέρει σε μια σύσκεψη: "Είμαι κατηγορηματικά αντίθετος με τη σύμπτυξη
του μετώπου που προτείνει το Ναυτικό. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να περνούσαμε τα
στρατεύματά μας από τη μηχανή των λουκάνικων".
Στις 13 Αυγούστου ο Χίτλερ εγκρίνει τον
περιορισμό του μετώπου, περικόπτοντας από την απόβαση την ομάδα Στρατιών Β.
Στις 30 Αυγούστου η OKW (Oberkommando Wehrmacht, Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση)
έχει το σχέδιο έτοιμο.
Ο φον Ρούντστεντ, όμως,
είναι ιδιαίτερα ανήσυχος: Οι Γερμανοί ναυτικοί δεν έχουν εμπειρία σε αποβάσεις,
φοβάται μήπως αποβιβάσουν στρατεύματα είτε σε λάθος τόπο είτε σε λάθος χρόνο.
Φοβάται επίσης πως οι
6.700 άνδρες του κύματος κρούσης δεν προφθάσουν καν να αποβιβαστούν: Θα έχει
καταστραφεί τόσο η RAF όσο και το Βασιλικό Ναυτικό; Ποιος του εγγυάται πως οι
λιμενικές εγκαταστάσεις, που είναι απαραίτητες για να διατηρήσουν το αποβατικό
σώμα αξιόμαχο, θα είναι ανέπαφες;
Στις 14 Αυγούστου ο
Χίτλερ μοιάζει να υπαναχωρεί: Δηλώνει στους στρατηγούς του ότι αν το εγχείρημα
είναι υπερβολικά τολμηρό, καλύτερα να μη το επιχειρήσουν μέσα στο 1940, καθώς
υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να καθυποταγεί η Βρετανία.
Είναι η πρώτη ένδειξη
υπαναχώρησης του Φύρερ. Στις 3 Σεπτεμβρίου διαπιστώνεται πλέον με σαφήνεια ότι
η RAF απέχει πολύ από το να έχει καταστραφεί. Ο Κάιτελ, επικεφαλής του OKW
αναβάλλει, ύστερα από εντολή του Χίτλερ, το Θαλάσσιο Λέοντα για τις 21
Σεπτεμβρίου.
Ακολουθεί νέα αναβολή για
τις 27 Σεπτεμβρίου - είναι η τελευταία ημέρα κατά την οποία οι παλίρροιες θα
επιτρέψουν ασφαλή απόβαση. Στις 17 Σεπτεμβρίου διαπιστώνεται ότι ο Γκέρινγκ έχει
αποτύχει: Η RAF παραμένει όσο αξιόμαχη ήταν και στις αρχές Αυγούστου. Ο
Θαλάσσιος Λέων αναβάλλεται επ' αόριστον.
Ο Χίτλερ έχει ήδη
καταστήσει σαφές ποιοι είναι "οι άλλοι τρόποι" για την καθυπόταξη της
Βρετανίας: Είναι η εισβολή και καθυπόταξη της Σοβιετικής Ένωσης. Αν και αυτή η
δύναμη καταρρεύσει η Βρετανία δεν θα διαθέτει πλέον κανένα πιθανό στήριγμα και
θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει.
Η επικράτηση της RAF απέναντι
σε μια αεροπορία κατά πολύ υπέρτερη σε αριθμό ανέδειξε, κατά μερικούς
ιστορικούς, τον ερασιτεχνισμό και την αδυναμία των ανωτάτων παραγόντων του
Ναζιστικού καθεστώτος:
Ο Χίτλερ απέδειξε ότι δεν
διέθετε κανένα αξιόλογο στρατηγικό νου και ήλπιζε ότι απλά και μόνο οι
(τρομοκρατικοί) βομβαρδισμοί (Terrorangiff) κατά του Λονδίνου θα φόβιζαν τόσο
πολύ τους Άγγλους, ώστε αυτοί θα εκλιπαρούσαν για συνθηκολόγηση.
Το ίδιο σφάλμα διέπραξε
και αργότερα με τους βομβαρδισμούς με βλήματα V-1 και V-2, τα οποία και πάλι
χρησιμοποίησε για εκφοβιστικούς βομβαρδισμούς στο Λονδίνο, αγνοώντας τους πιο
ενδιαφέροντες στόχους: τα πλήθη των αποβατικών δυνάμεων που συσσωρεύονταν στις
Αγγλικές ακτές, έτοιμα να αποβιβαστούν στην Νορμανδία.
Επίσης, αγνοήθηκε η
ύπαρξη του αγγλικού στόλου που, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι η Luftwaffe επιτύγχανε
την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, ο στόλος αυτός θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο
για οποιαδήποτε μέτριας - από άποψη ναυτικών δυνάμεων - αξίας αποβατική δύναμη,
όπως αυτή που διέθετε τότε η Γερμανία.
Τεχνικά ο Γκέρινγκ δεν
έδειξε να συλλαμβάνει τις αδυναμίες της ίδιας του της δύναμης. Τα βομβαρδιστικά
του δεν ήταν ακόμη σε θέση να εξοντώσουν τεράστιας έκτασης πόλεις και πολλούς
άλλους διεσπαρμένους στόχους, από όπου η Αγγλία τροφοδοτούσε την πολεμική της
μηχανή.
Τα βομβαρδιστικά κάθετης
εφόρμησης "Στούκα" (Junkers JU87) ήταν κατάλληλα μόνο στις χώρες
χωρίς σημαντική αντίπαλη αεροπορία και με αδύναμη αντιαεροπορική άμυνα, αλλά
αποδείχτηκαν πολύ ευάλωτα μπροστά στα νεότερα βρετανικά καταδιωκτικά και σε μια
αντιαεροπορική άμυνα "που δεν χάνει την ψυχραιμία της" και
αποτραβήχτηκαν σε άλλα, πιο ασφαλή, μέτωπα.
Τα καταδιωκτικά του, αν
και αποδείχτηκαν πολύ καλά για την εποχή 1939-40, είχαν πολύ περιορισμένη
ακτίνα δράσης και δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς τα βομβαρδιστικά τους.
Κατά πολλούς ιστορικούς,
αλλά και σύμφωνα με τη διεθνή κοινή γνώμη της εποχής, η επίθεση της Ναζιστικής
Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ οφειλόταν στην αδυναμία του Χίτλερ να καταβάλει
τους Βρετανούς.
Ο Τσώρτσιλ, σε λόγο του,
ανέφερε χαρακτηριστικά: "Ο Χίτλερ ρίχτηκε κατά της Ρωσίας για να μπορέσει
να καταβάλει τούτο δω το νησί..." και τη γνώμη του συμμερίζονταν πολλοί
σύγχρονοί του.
Σύμφωνα, όμως, με τον
Βίλχελμ Κάιτελ, που ήταν ένας από τους "παλατίνους" του Χίτλερ, η
απόφαση αυτή προερχόταν από τον εντοπισμό, εκ μέρους του Χίτλερ, κινδύνου
σταδιακής πρόσδεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, λόγω της ισχυρής εξάρτησής της σε
πρώτες ύλες.
Στην εποχή μας για άλλη
μία φορά επιχειρείται από την Γερμανία η προσπάθεια καθυπόταξης των Άγγλων,
αυτή την φορά με μία «απόβαση» από οικονομικά-πολιτικά μέσα και εκβιασμούς, ελλείψει
ικανού στρατιωτικού δυναμικού και στόλου, αλλά και λόγω των γεωπολιτικών
συνθηκών.
Όμως το πρόσφατο
αποτέλεσμα του αγγλικού δημοψηφίσματος για έξοδο από την ΕΕ και η έμμεση, αλλά παράλληλα
ρητή στήριξη των ΗΠΑ στην Μεγάλη Βρετανία, την βοηθά σημαντικά να αποκρούει τις
νέες γερμανικές επιθέσεις και εκβιασμούς, στις διαπραγματεύσεις για τον τρόπο
του BREXIT.
Συγκεκριμένα οι Άγγλοι
πάντα συμμαχούσαν με τις μικρότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, κατά της πιο ισχυρής
που απειλούσε να κατασπαράξει όλες τις υπόλοιπες (ακόμα και αν αυτές ήταν πρώην
εχθροί της Αγγλίας), προκειμένου αυτή να ηττηθεί και να επανέλθει ξανά ισορροπία
δυνάμεων στην Ευρώπη (τα ίδια έκανε και η Ιαπωνία στην Ασία).
Έτσι καμία δύναμη δεν γινόταν
ποτέ τόσο ισχυρή που να καθυποτάξει την ευρωπαϊκή ήπειρο και με τους πόρους της
να γίνει πανίσχυρή και να κλείσει οριστικά τις αγορές, τους πόρους, το δυναμικό
της, καθώς και τους δρόμους του εμπορίου της Μεγάλής Βρετάνιας με τις αποικίες της,
σε Αφρική, Ασία και Αμερική.
Αν δε κάποια δύναμη
επικρατούσε στον μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, η Μεγάλη Βρετάνια μπορούσε με το
να είναι ανεξάρτητη (και με τον πλούτο της), να χρηματοδοτεί αποσχιστικά ή κινήματα
ανεξαρτησίας σε αυτή (όντας και η ίδια παράδειγμα «χώρας που πολεμά για την ανεξαρτησία
της»), και να επιβάλει με την τεράστια ισχύ του στόλου της ακόμα και οικονομικό
εμπορικό αποκλεισμό σε όλα τα λιμάνια του εχθρού της (όπως έκανε με την Γερμάνια
στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Ακόμα να στέλνει εκστρατευτικά
σώματα εναντίον της (με την χρήση στου στόλου της), και να συνάπτει συμμαχίες
και συνασπισμούς εναντίον της με άλλες ενδιαφερόμενες χώρες (π.χ. με τις ΗΠΑ και
την ΕΣΣΔ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), μέχρι αυτή στο τέλος να ηττηθεί, να
εξαντληθεί ή να καταρρεύσει οικονομικά (όπως π.χ. έκανε με τον Ναπολέοντα, αλλά
και την Γερμάνια στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
Ανάλογα έπραξε με πολλούς
αντιπάλους (π.χ. τον Λουδοβίκο τον ΙΔ, τον Ναπολέοντα, τον Κάιζερ, τον Χίτλερ,
τον Λένιν, τον Στάλιν). Για όλους τους παραπάνω λόγους, η Γερμανία προσπάθησε και
σήμερα να υποτάξει για άλλη μία φορά την Γερμανία, από ότι φαίνεται και πάλι
ανεπιτυχώς.
Θα έχει άραγε στην εποχή μας η προσπάθεια των Γερμανών
για «απόβαση» στην Αγγλία το ίδιο αποτυχημένο αποτέλεσμα με τις δυνάμεις που προσπάθησαν
παλιότερά (Ισπανία, Μογγόλοι, Ναζί), που θα είναι το σημείο καμπής για την
επέκταση της στην ΕΕ, ύστερα από το οποίο θα γυρίσει η παλίρροια και θα επέλθει
για άλλη μία φορά η ήττα και συντριβή της;
Είναι πάρα πολύ πιθανό,
και για αυτό τον λόγο καλό θα είναι να θυμάται κανείς το γνωστό ρητό « Η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου