Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑ ΣΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ ΜΕ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΚΑΤΑ ΚΙΝΑΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ο
ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ο 37ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών από
το 1969 έως το 1974, όταν και έγινε ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που
παραιτήθηκε από το αξίωμά του ως συνέπεια του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Επίσης
διετέλεσε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Αϊζενχάουερ
(1953-1961).
Όπως
είναι ευρύτερα γνωστό ο Νίξον ως πρόεδρος χρησιμοποίησε ως υπουργό εξωτερικών
τον διαβόητο σε όλους πια Χένρυ Κίσσινγκερ. Μαζί του κατέστρωσε την νέα
αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά της ΕΣΣΔ και την προσέγγιση με την Κίνα.
Συγκεκριμένα
την δεκαετία του ’70, και εν καιρώ Ψυχρού Πόλεμου, το δίδυμο Νίξον-Κίσσινγκερ
συνέλαβε την ιδέα μιας συμμαχίας των ΗΠΑ-Κίνας, με στόχο την τότε ΕΣΣΔ.
Σε
αυτή την κατεύθυνση βοήθησε σημαντικά και το γεγονός πως εκείνη την περίοδο η ΕΣΣΔ και η Κίνας, βρισκόταν ήδη στα «μαχαίρια»,
λόγω των έντονων ιδεολογικών διαφορών τους για τον κομμουνισμό από το 1957 (στην
πραγματικότητα όμως λόγω ανταγωνισμού τους για την ιδεολογική ηγεμονία και
εθνικιστικών διαφορών), αλλά και των μεταξύ τους συνοριακών στρατιωτικών
επεισοδίων στον ποταμό Ουσούρι το 1969.
Η
ιδέα αυτή αποδείχτηκε πολύ αποδοτική για τις ΗΠΑ και στο τέλος συνέβαλε
σημαντικά ακόμα και στην ίδια την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ λόγω της εξέλιξης
του πολέμου του Βιετνάμ (όπου η ΕΣΣΔ τροφοδοτούσε με όπλα τους Βιετκογκ) φάνηκαν
διατεθειμένες να παίξουν το χαρτί της Κίνας, προκειμένου να πλήξουν την Μόσχα.
Ο
Κίσινγκερ δεν συμφωνούσε με την μέχρι τότε εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έναντι
της Σοβιετικής Ένωσης (το ίδιο πίστευε και ο πρόεδρος Νίξον). Θεωρούσε ότι η
στάση τους όλα αυτά τα χρόνια ήταν ασυνεπής και υπερβολικά φιλική. Αντιμετώπιζε
την Σοβιετική Ένωση, ως τον κύριο αντίπαλο των ΗΠΑ στις διεθνείς σχέσεις, αλλά
σεβόταν το ρόλο της ως μία από τις υπερδυνάμεις.
Έτσι
τον Ιούλιο του 1971, σε μία προσπάθεια να εφαρμόσει το πλάνο του, ο Κίσινγκερ
επισκέφθηκε μυστικά το Πεκίνο σε μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης
προετοιμάζοντας την επίσημη επίσκεψη του Νίξον λίγο καιρό αργότερα.
Μέσα
στο ίδιο έτος η Λαϊκή Κίνα έγινε δεκτή στον ΟΗΕ και κατέλαβε την θέση στο
Συμβούλιο Ασφαλείας, που μέχρι τότε κατείχε η λεγόμενη «Εθνικιστική Κίνα» της
Ταιβάν. Όλα αυτά έγιναν με άμεση αμερικανική παρέμβαση προκειμένου να τεθούν οι
απαραίτητες βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις.
Ο
πρόεδρος Νίξον αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το σινοσοβιετικό σχίσμα και
γενικότερα την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κύριες κομμουνιστικές
δυνάμεις προκειμένου να γύρει η πλάστιγγα υπέρ της Δύσης στον παγκόσμιο
γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Οι Κινέζοι επίσης επεδίωκαν την ίδια περίοδο την
βελτίωση των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ προκειμένου να αποκτήσουν το πλεονέκτημα
στην αντιπαράθεση με τους Σοβιετικούς.
Η
σινοαμερικανική προσέγγιση θα λάβει επίσημο χαρακτήρα στις αρχές του 1972 με
την επίσημη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Νίξον στην Κίνα και την συνάντησή
του με τον Πρόεδρο Μάο.
Ήταν
μια ιστορική επίσκεψη, η πρώτη Αμερικανού προέδρου στην χώρα, που αποσκοπούσε
μεταξύ των άλλων στην αξιοποίηση της Κίνας σαν στρατηγικού αντίβαρου της
Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία εξακολουθούσε να έχει κακές σχέσεις.
Έτσι
η ΕΣΣΔ βρέθηκε τώρα ουσιαστικά περικυκλωμένη και πιεζόμενη από την Δύση και τον
ειρηνικό από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της, ενώ από τον νότο από την Κίνα του
Μάο (στον βορρά οι πάγοι εμπόδιζαν την ΕΣΣΔ από οποιαδήποτε δυνατότητα απεμπλοκής).
Η
πίεση αυτή ήταν πολύ έντονη για την ΕΣΣΔ και σε συνδυασμό με τα εγχώρια
οικονομικά-εθνοτικά της προβλήματα και την αποτυχημένη εξωτερική της πολιτική (Αφγανιστάν),
συντέλεσαν σημαντικά στην τελική της ήττα και πτώση.
Παράλληλα,
ο Κίσινγκερ, για να κερδίσει την υποστήριξη του Νίξον και του Πενταγώνου,
παρουσίαζε το Ισραήλ ως στρατηγικό πλεονέκτημα (strategic asset) για τις ΗΠΑ
στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με την Σοβιετική Ένωση, κράτος «φιλικό» και «κλειδί»
για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής
και τον έλεγχο των χωρών, υπό τον έλεγχο των οποίων βρίσκονται τα 2/3 των
παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου.
Η
δέσμευση των ΗΠΑ για την ασφάλεια του Ισραήλ περιγραφόταν συχνά ως «ακλόνητη» και
επιβεβαιωνόταν τακτικά από τον Λευκό Οίκο, όταν έκανε λόγο για την «εξασφάλιση»
ευημερίας και σταθερότητας για το συγκεκριμένο κράτος, ενώ παράλληλα οι ΗΠΑ το εξόπλιζαν
και το χρηματοδοτούσαν συστηματικά.
Μέχρι
το 1967 οι ΗΠΑ πάσχιζαν να φαίνονται ισομερείς στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση,
εφαρμόζοντας (φαινομενικά) μια πολιτική ίσων αποστάσεων. Όμως, στον πόλεμο του
1967, («Πόλεμος των Έξι Ημερών», κατά την διάρκεια του οποίου οι συνετρίβησαν
οι αραβικές δυνάμεις) οι ΗΠΑ υποστήριξαν φανερά το Ισραήλ. Ειδικά μετά το 1973
το Ισραήλ εθεωρείτο ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ στην περιοχή.
Και
στην εποχή μας ένας νέος ρεπουμπλικάνος πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ (ο οποίος σε
αντίθεση με τον Νίξον δεν έχει αναγκαστεί να παραιτηθεί αν και κάποιοι το προσπαθούν),
συνεργάστηκε για άλλη μία φορά (όπως και ο Νίξον) με τον Χένρυ Κίσσινγκερ. Και
με την συμβολή του ιδίου ανέπτυξε ένα νέο σχέδιο για την εξωτερική πολιτική που
μοιάζει με αυτό του Νίξον (http://www.kathimerini.gr/893922/article/epikairothta/kosmos/h-profhteia-toy-kisingker-kai-o-kosmos-toy-tramp).
(Φυσικά
και επί Τραμπ, όπως και επί Νίξον, επαναβεβαιώθηκε η δέσμευση των ΗΠΑ για την
ασφάλεια του Ισραήλ, για την «εξασφάλιση» ευημερίας και σταθερότητας του, ενώ
παράλληλα συνεχίζεται ο εξοπλισμός και η χρηματοδότηση του συστηματικά).
Έτσι
σύμφωνα με τον Τραμπ (και τον Κίσσινγκερ), ο «κύριος εχθρός» των ΗΠΑ αυτή την εποχή δεν
είναι πια η Ρωσία (το διάδοχο κράτος της ΕΣΣΔ), αλλά η Κίνα και οι ΗΠΑ πρέπει
να προβούν σε τολμηρούς διπλωματικούς ελιγμούς και συμμαχίες, έτσι ώστε να την
απομονώσουν.
Η
εφαρμογή αυτού στρατηγικού του δόγματος είναι ουσιαστικά μία αντιστροφή του
σχήματος της εποχής του Ψυχρού Πολέμου: πολιτική φιλίας και ανταλλάγματα-παραχωρήσεις
στους Ρώσους, έτσι ώστε να απομονωθούν τώρα οι Κινέζοι.
Βέβαια
το αν η επανάληψη, με αντίστροφη σχέση, του στρατηγήματος της δεκαετίας του ’70
θα είναι εξίσου αποτελεσματική για τις ΗΠΑ ή όχι, θα εξαρτηθεί από πολλούς
παράγοντες και μένει να το δούμε.
Άλλωστε
για την ώρα η Ρωσία και η Κίνα είναι σύμμαχες (παρά τις διαφορές και τους ανταγωνισμούς
τους) και παρά τις δελεαστικές προσφορές και τα κοινά μέτωπα για συνεργασία (π.χ.
κατά του ISIS
και την κοινή
σύγκρουση με την ΕΕ της Γερμανίας), η Ρωσία ξέρει πως αν οι ΗΠΑ βγάλουν εκτός
μάχης την Κίνα, μετά ξανάρχεται η σειρά της (και μάλιστα θα είναι τότε μόνη
χωρίς συμμάχους).
Έτσι
μένει να φανεί αν το αποτέλεσμα θα είναι τελικά το ίδιο με του Ψυχρού Πολέμου (κατάρρευση
της Κίνας όπως της ΕΣΣΔ και ρεβάνς από την Ρωσία για όσα συνέβησαν τότε) ή μία
αποτυχία της προσπάθειας αυτής και ακόμα σύγκρουση των ΗΠΑ με την Ρωσία και την
Κίνα (ή ακόμα κωλοτούμπα Τραμπ ή Κίνας και συμμαχίας τους όπως Νίξον κατά των
Ρώσων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου