ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΛΙΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Γραφεί ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως
γνωστόν, οι δίκες της Μόσχας από τον Στάλιν το 1937, θα μπορούσαν με βάση τα νέα
ιστορικά έγγραφα τα οποία έχουν πια έρθει στο φως της δημοσιότητας, να χαρακτηριστούν
πια, μέχρις ενός σημείου μία γερμανοσοβιετική συμπαιγνία.
Ο
Στάλιν, την περίοδο αυτή, μισούσε τον στρατάρχη Τουχασέφσκι, ο οποίος ήταν ο
πιο επιτυχημένος στρατηγός της ΕΣΣΔ (αλλά συνάμα και πρώην μικροαστός και τσαρικός
αξιωματικός), πιο δημοφιλής από τον ίδιο και με έναν ευρύ κύκλο υποστηρικτών.
Αυτή
ήταν η στιγμή, όπου το τέταρτο τμήμα των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών της SD (το οποίο δεν ταυτίζεται με την Γκεστάπο
ή την Abwehr
του Κανάρις), υπό την ηγεσία του Βάλτερ Σέλενμπεργκ, και συνεργασία με τον Χάιντριχ,
διοχέτευσαν πολλά πλαστά έγγραφα στον πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας Έντουαρντ Μπένες
(τα οποία είχαν ως «πηγή» τον παλαιό στρατηγό των Λευκών Ρώσων, Σκλομπίν, πρώην
πράκτορα των Άγγλων).
Αυτά,
τάχα «ενοχοποιούσαν» τον στρατηγό Τουχασέφσκι, αλλά ταυτόχρονα και άλλους ικανούς
Σοβιετικούς αξιωματικούς, ως «συνωμότες», οι οποίοι σχεδίαζαν πραξικόπημα κατά
του Στάλιν, προκείμενου να του πάρουν την εξουσία.
Επίσης,
«κατονόμαζαν» τον Τουχασέφσκι και ως πράκτορα των δυτικών (Αγγλογάλλων), που σε
συνεργασία με αυτούς, θα φρόντιζε να διοικεί την ΕΣΣΔ με βάση τα συμφέροντα τους,
γεννώμενος στην ουσία μια μαριονέτα τους, επαναφέροντας παράλληλα τον καπιταλισμό
στην χώρα.
Ο
Μπένες, «διοχέτευσε» τα έγγραφα αυτά στον Στάλιν, ο όποιος έδωσε ως αμοιβή σε
αυτόν και τον Χάιντριχ, τρία εκατομμύρια ρούβλια, μέσω ενός πράκτορα του στην πρεσβεία
της ΕΣΣΔ στο Βερολίνο.
Φυσικά,
εννοείται πως ο Στάλιν, δεν «έχαψε» το κόλπο και γνώριζε εξ’ αρχής ότι όλα τα έγγραφα αυτά, ήταν τελείως πλαστά, όπως
και από του ακριβώς αυτά προέρχονταν, μιας και εκείνη την περίοδο, οι μυστικές
του υπηρεσίες, ήταν οι καλύτερες στον κόσμο.
Όμως,
εκμεταλλεύτηκε «εφυώς» την περίσταση αυτή, προκειμένου μέσω αυτών, να ενοχοποιήσει
όσους φοβόταν μέσα στην ΕΣΣΔ. Εκατομμύρια ανθρώπων εστάλησαν στα γκουλάγκ, όπου
βασανιστήκαν, δούλεψαν ως σκλάβοι ή εκτελέστηκαν.
Την
ίδια στιγμή, άρχισαν και οι λεγόμενες «δίκες της Μόσχας», όπου οι στρατάρχες
Τουχασέφσκι, Γιεγκόροφ και Μπλίχερ εκτελέστηκαν, μαζί με εβδομήντα από τα ογδόντα
μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Άμυνας, δεκατρείς από τους δεκαπέντε διοικητές στρατών,
όπως και τρακόσοι εξήντα εφτά στρατηγοί του σοβιετικού στρατού.
Συνολικά,
τα έτη 1937-1938 εκτελέστηκαν συνολικά τριάντα δύο χιλιάδες σοβιετικοί αξιωματικοί,
κάτι που δείχνει το τεράστιο μέγεθος των κενών του στρατού της ΕΣΣΔ, όταν της επιτέθηκε
ο Χίτλερ, μιας και η αντικατάσταση ικανών αξιωματικών δεν γινόταν να επιτευχθεί
από την μια μέρα στην άλλη, αφού ως γνωστόν χρειάζονται πολλά χρόνια συνεχούς εκπαίδευσης,
προκειμένου να καταστεί ένας αξιωματικός ικανός προς διοίκηση.
Ο
Τουχασέφσκι, ήταν από τους πρώτους που είχε υποστηρίξει την χρήση αρμάτων, καθώς
και του πολεμικού δόγματος του «πολέμου αστραπή» για την ΕΣΣΔ, και ο θάνατος
του ιδίου και πολλών άλλων ικανών σοβιετικών αξιωματικών (ή η φυλάκιση τους), επέφερε
άμεση παύση των σχεδίων αυτών.
Η
δε παράλληλη προαγωγή στην θέση τους, «ακίνδυνων-ανίκανων φίλων του δικτάτορα»
(όπως ο Μπουντιένι), οι οποίοι ναι μεν δεν υπήρχε περίπτωση να στραφούν κατά του
Στάλιν, αλλά από την άλλη δεν είχαν καθόλου στρατιωτικές ικανότητες, αποδυνάμωσε
καίρια την σοβιετική άμυνα.
Αυτό
φάνηκε καθαρά στην εισβολή των Γερμανών στην ΕΣΣΔ το 1941, όταν οι «διορισμένοι»
από τον Στάλιν (και ανίκανοι) στρατηγοί, υπέστησαν μια σειρά εξευτελιστικών ηττών
και ο γερμανικός στρατός, έφτασε ως τις πύλες του Λένινγκραντ, της Μόσχας και
του Στάλινγκραντ.
Οπότε,
στο τέλος, τα πλαστά αυτά έγγραφα, ωφέλησαν πιο πολύ και τα σχεδία των Γερμανών,
αφού μέσω αυτών, εξόντωσαν πολλούς ικανούς αντιπάλους τους, και άφησαν αδύναμη
σε τεράστιο βαθμό την Σοβιετική Ένωση στην εισβολή που σχεδίαζαν εναντίον της,
η οποία φάνηκε καθαρά κατά τις αρχικές ταχύτατες επιτυχίες των Γερμανών στην εισβολή
τους στην ΕΣΣΔ, το 1941.
Μόνο
ο διορισμός στην θέση του αρχιστρατήγου του ικανού στρατηγού Ζουκώφ, κατάφερε
να ανατρέψει την κατάσταση, νικώντας στο τέλος τους Γερμανούς (η δε «αμοιβή»
του, ήταν να απομακρυνθεί μεταπολεμικά από την θέση του από τον Στάλιν, ο όποιος
φοβόταν την δημοφιλία και αυτού του στρατηγού).
[Η
δε «στρατιωτική πορεία» του Στάλιν δεν είχε την ίδια επιτυχή πορεία με του
Τουχασέφσκι, μιας και εκτός των αποκρούσεων στρατιωτικών μικροεπιδρομών των Λεύκων
στο Τσαρίτσιν τα έτη 1918-1920 (το οποίο μετονομάστηκε σε Στάλινγκραντ προς τιμήν
του για τον λόγο αυτό, ενώ σήμερα ονομάζεται πια Βόλγκογκραντ), στην δεύτερη απόπειρα
του να «παραστήσει» τον στρατηγό, απέτυχε παταγωδώς στην Βαρσοβία το 1920.
Τότε,
και ενώ ο Τουχασέφσκι είχε σχεδόν καταφέρει να περικυκλώσει την Πολωνική πρωτεύουσα,
και χρειαζόταν ένα ακόμα σώμα στρατού, προκειμένου να υλοποιήσει πλήρως το σχέδιο
του αυτό, ζήτησε την βοήθεια του Στάλιν.
Αυτός,
ήταν υπεύθυνος για το σοβιετικό σώμα στρατού, το οποίο φύλαγε τα σύνορα με την Ρουμάνια.
Η
απάντηση του, στην πρόταση του Τουχασέφσκι να τον βοηθήσει, στέλνοντας μέρος
του στρατού του, προκειμένου να περικυκλώσει τους Πολωνούς, εισέπραξε την άρνηση
του Στάλιν, ο όποιος υποστήριξε, ότι θα ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσουν στα ρομανικά
σύνορα λιγοστό στρατό.
Αυτό,
κατά την γνώμη του, αυτό θα ήταν ιδιαίτερα «απειλητικό» για την ΕΣΣΔ (αντίθετα διέταξε
και τον υπαγόμενο στον Τουχασέφσκι, ανίκανο στρατιωτικά, μα φίλο του Στάλιν, στρατηγό
Μπουντιένι, να αποσύρει προδοτικά το σώμα ιππικού του στην κρισιμότερη στιγμή
της μαχης-http://alophx.blogspot.gr/2017/09/blog-post_82.html).
Η
μη περικύκλωση της Βαρσοβίας, επέτρεψε επιπλέον στον Πολωνό Στρατάρχη Πλιδούσκι
να λαμβάνει μέσω του «ελευθέρου αυτού διάδρομου», σταθερά ενισχύσεις σε πολεμοφόδια
και άντρες από τους δυτικούς συμμάχους του (τους Αγγλογάλλους), κάτι που τον βοήθησε
σημαντικά στην τελική απόκρουση της επίθεσης των Σοβιετικών.
Φυσικά,
ο πραγματικός λόγος για τον οποίο Στάλιν, δεν έστειλε στρατό στον Τουχασέφσκι, ήταν
διότι φοβόταν πως μια ενδεχόμενη νίκη αυτού, θα τον έκανε πανίσχυρο πολιτικά
και στρατιωτικά, και αυτός θα μπορούσε με αξιώσεις να διεκδικήσει ακόμα και την
ηγεσία της ΕΣΣΔ, μετά το θάνατο του Λένιν, κάτι το οποίο θα κατέστρεφε τα σχεδία
του Στάλιν να τον διαδεχτεί ο ίδιος.
Αυτό
ήταν κάτι που ο Στάλιν δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιτρέψει να συμβεί.
Για
τον ίδιο λόγο, δεν ενίσχυσε τον Τουχασέφσκι, ούτε όταν η επίθεση του στην Πολωνική
πρωτεύουσα απέτυχε (κατά πρώτον λέγω έλλειψης επαρκούς στρατού-λόγω του Στάλιν
και κατά δεύτερον, λόγω της ικανής διοίκησης του στρατάρχη Πλιδούσκι).
Στην
συνέχεια, δεν φρόντισε ούτε να καλύψει την υποχώρηση του στρατού του «εσωκομματικού
αντιπάλου του», ενώ απομάκρυνε ακόμα περισσότερο το σώμα ιππικού του Μπουντιένι
από τον στρατό του Τουχασέφσκι.
Φυσικά,
εννοείται πως ο Στάλιν καταχάρηκε με την ήττα του στρατηγού Τουχασέφσκι, μιας
και λόγω αυτής, έπεσε προσωρινά το κύρος του στρατηγού, και φάνηκε πως δεν θα απειλούταν
η θέση του ιδίου ως διαδόχου του Λένιν].
Η
ιστορία αυτή, μας δείχνει το πώς η προσωπική εμπάθεια, οι εσωτερικές διαμάχες,
οι εξωτερικοί εχθροί και ο φόβος, μπορούν να φέρουν μια χώρα ως και στην πλήρη καταστροφή,
και το μόνο που μπορεί να αποτρέψει τέτοιες καταστάσεις να συμβούν, είναι η εθνική
ομοψυχία, η διαλογή ικανών και έντιμων ηγετών, οι ισχυρές άξιες ενός λαού (π.χ.
πίστη, πατρίδα), καθώς και η αποφασιστικότητα ενός λαού για την τελική νίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου