Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ
ΑΡΑΒΩΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΜΩΑΜΕΘ ΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟ Μ.Χ. ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ
ΣΑΟΥΔΑΡΑΒΩΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΙΜΠΝ ΣΑΟΥΝΤ ΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ Μ.Χ.
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως
γνωστόν, ο Μωάμεθ, ο ιδρυτής του ισλάμ, ο έμπορος και οδηγός καραβανιών καμήλων
στην έρημο, απέτυχε αρχικά πλήρως στον στόχο του, να πείσει τους συμπατριώτες
τους στην Μέκκα, να ασπαστούν την θρησκεία του ισλάμ, την οποία ο ίδιος είχε δημιουργήσει.
Αν
και ισχυρίζοταν, πως είχε δει «αποκαλυπτικά οράματα» και είχε επικοινωνήσει με
τον «Αρχάγγελο Γαβριήλ», μετά από δέκα χρόνια προσπαθειών, το μόνο που είχε
πετύχει ήταν να προσυηλίσει την σύζυγο του, μερικούς συγγενείς του και λίγους
φίλους του.
Στην
συνέχεια, η επιμονή του αυτή, δημιούργησε ένα τόσο εχθρικό κλίμα για τον ίδιο
(άρχισε να φοβάται για την ίδια του την ζωή), ώστε αναγκάστηκε να εγκαταλέιψει
την Μέκκα και να καταφύγει στην πόλη της Μεδίνας.
Η
πόλη αυτή, ήταν μόνιμα εχθρική προς την Μέκκα, ενώ συνάμα ήταν και μεγάλος
εμπορικός της ανταγωνιστής, και το γεγονός ότι ο Μωάμεθ κατάφυγε σε αυτή, θεωρήθηκε
από τους συμπατριώτες του στην Μέκκα ως προδοσία.
Η
πόλη αυτή, κατοικούταν από Άραβες ειδωλολάτρες, Χριστιανούς, καθώς και
Εβραίους. Ο Μωάμεθ τότε συνηδητοποίησε, πως αν κατάφερνε να γίνει ηγέτης των
ομάδων αυτών, θα μπορούσε να αποκτήσει μία βάση και ένα στρατό, με τον οποίο,
θα κατάφερνε να κατακτήσει την Μέκκα και να της επιβάλλει την κυριαρχία του.
Στην
συνέχεια, θα μπορόυσε να αρχίσει να ενώνει σιγά, σιγά όλη την Αραβία υπό την
ηγεσία του, καθώς και την θρησκεία που είχε δημιοργήσει.
Πρώτα
όμως, έπρεπε να «πείσει» τους κατοίκους της Μεδίνας να γίνει πολιτικός ηγέτης
τους. Σε αυτό τον βοήθησαν, τόσο οι γνώσεις του σαν έμπορος, όσο και οι
περιστάσεις.
Έτσι,
ο Μωάμεθ ασκώντας εμπόριο, είχε έρθει σε επαφή με εμπόρους πολλών άλλων
θρησκειών και είχε γνωρίσει τα πιστεύω τους, τα οποία άρχισε σιγά, σιγά να
προσαρμόζει στα αραβικά ήθη και έθιμα.
Παράλληλα,
την περίοδο εκείνη, στην Μεδίνα επικρατούσε πολιτική αναταραχή, μιας και όλοι
οι σημαντικοί αριστοκράτες της πόλης, βρισκόταν σε μακροχρόνια σύγκρουση για
την ηγεσία της, χωρίς να μπορούν να καταλήξουν σε κάποιον νικητή.
Ο
δε λαός της πόλης, είχε απηυδύση και πίεζε τους αριστοκράτες να ορίσουν επιτέλους
έναν ηγέτη, προκειμένου και να λήξει οριστικά η σύγκρουση αυτή.
Το
γεγονός αυτό, τους είχε αποδυναμώσει όχι μόνο πολιτικά, αλλά και οικονμικά,
μιας και οι εχθροί τους στην Μέκκα, εκμεταλλεύτηκαν τις δυσκολίες τους και
επεκτάθηκαν πολύ εμπορικά, χρησιμοποιώντας επιπλέον πιο εξελιγμένες και
κερδοφόρες μεθόδους στο εμπόριο που διεξήγαγαν.
Ο
Μωάμεθ, εκμεταλλεύτηκε επίσης αμέσως, όλα αυτά τα περιστατικά. Αρχικά, τόνισε
το γεγονός, πως αυτός ως ξένος, θα ήταν αντικειμενικός και αν γινόταν αρχηγός
τους, δεν θα τον επηρέαζε καμμία πολιτική φατριά της πόλης, αφού δεν ήταν μέλος
καμμιάς τους, ούτε είχε άλλες σχέσεις μαζί τους.
Επίσης
ανέφερε, ότι ο ίδιος, ως ένας επιτυχημένος έμπορος της Μέκκας, γνώριζε άριστα
όλες τις νεες και εξελιγμένες εμπορικές της τακτικές της πόλης αυτής, τις
οποίες θα μπορούσε παράλληλα να διδάξει στους κατοίκους της Μεδίνας.
Επιπλέον,
γνωρίζοντας όλα τα εμπορικά δρομολόγια των κατοίκων της Μέκκας, αλλά και τις
εμπορικές τους συμφωνίες, θα μπορούσε αν αναλάμβανε την διοίκηση του στρατού
της Μεδίνας, να τους επιτίθεται συυνεχώς, μειόνοντας έτσι την εμπορική
αξιοπιστία της Μέκκας, καθώς και να μειώσει σημαντικά ή και να παύσει πλήρως το
εμπόριο της.
Αυτό,
συνέφερε τους κατοικούς της Μεδίνας, μιας και με την καταστροφή των εχθρών και
εμπορικών τους ανταγωνιστών στην Μέκκα, οι ίδιοι θα γινόταν πανίσχυροι
οικονομικά, αφού θα διεξήγαγαν οι ίδιοι κατά πλειοψηφία το εμπόριο στην
περιοχή.
Τότε,
και προκειμένου να πείσει τους πιστούς των διαφορετικών θρησκειών της πόλης να
ενωθούν μαζί του, ο Μωάμεθ, ισχυρίστηκε αρχικά πως το ισλάμ, το οποίο κύρηττε
ήταν κατά βάση ένα πολιτικό σύστημα, ενώ υιοθέτησε και πολλά πιστεύω των άλλων
θρησκειών της πόλης, προκειμένου η πίστη του να γίνει πιο προσιτή σε αυτούς.
Αμέσως
μετά, άρχισε να τάζει σε κάθε πιστό ότι του ήταν ποθητό, στους Χριστιανούς τον
Παράδεισο ,αν είχαν πνευματικές ανησυχίες, από τους Εβραίους υιοθέτησε την
περιτομή και άλλες διατάξεις τους, ενώ στους Άραβες, προκειμένου να τους πείσει
να πολεμήσουν για αυτόν, έταζε λάφυρα, εδάφη και πολλές γυναίκες, είτε σε αυτή
την ζωή, είτε στην άλλη.
[Προσωπικά
ο Μωάμεθ, όσο ζούσε η πρώτη του σύζυγος, δεν τολμούσε να της ζητήσει να ασκήσει
και ο ίδιος πολυγαμία.
Πρώτον,
γιατί η περιουσία του στην πραγματικότητα άνηκε στην ίδια, αφού όταν
παντρεύτηκαν αυτή ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη του, πλούσια και χήρα, ενώ αυτός
είχε ελάχιστα χρήματα.
Δεύτερον,
αυτή τον είχε παρακινήσει να ξεκινήσει το «κύρηγμα του», και να διδάξει τα
«οράματα» που έβλεπε.
Για
τους παραπάνω λόγους, ο Μωάμεθ κάθισε ήσυχος ως τον θάνατο της. Μόνο όταν αυτή
πέθανε, ο ως τότε «ύσηχος Μωάμεθ» ξεσάλωσε, και άρχισε να παντρεύεται αβέρτα
από μικρά εννιάχρονα κοριτσάκια, ως και ογδοντάρες γριές πόρνες της ερήμου.
Ως
και την γυναίκα του θετού γιου του παντρεύτηκε, επειδή του άρεσε!!!].
Με
τους τρόπους αυτούς, ο Μωάμεθ, έπεισε τον λαό και τους ηγέτες της Μεδίνας να
του παραδώσουν την εξουσία της πόλης τους και έδειξε αρχικά ένα φαινομενικό
πνεύμα δικαιοσύνης και «μετριοπάθειας», αρχίζοντας να εγκαθιδρύει σε αυτή, το
σύστημα της ούμας (της κοινότητας) του ισλάμ, το οποίο πρέσβευε.
Ύστερα,
άρχισε να επεκτείνει την επιρροή του γοργά, τόσο πολιτιτικά, προσεταιριζόμενος
και άλλες εχθρικές προς την Μέκκα Αραβικές φυλές, όσο και στρατιωτικά, με το να
επιτίθεται στα εμπορικά καραβάνια της πόλης αυτής και να αποδυναμώνει με τον
τρόπο αυτό, την ισχύ της και την οικονομία της.
Έγιναν
πολλές μάχες με συνεχείς εναλλαγές στον πόλεμο αυτό, μεταξύ Μέκκας και Μεδίνας,
αλλά στο τέλος, οι δυνάμεις του Μωάμεθ άρχισαν να επικρατούν. Τότε, συμφωνήθηκε
δκαετής ανακωχή μεταξύ των δύο πόλεων, αλλά μία μέρα ο Μωάμεθ σπάζοντας
αιφνιδιαστικά την εκεχειρία, επιτέθηκε απροειδοποίητα στην Μέκκα και την
κατέλαβε (μην τηρώντας τις συμφωνίες που είχε συνάψει με αυτή).
Στην
συνέχεια, θέλησε να πείσει τους κατοίκους της Μέκκας να ασπαστούν το ισλάμ,
αλλά παράλληλα και να προσεταιριστεί τις ισχυρές οικογένειες της πόλης, έτσι
ώστε να τις πείσει να τον βοηθήσουν στον σκοπό του αυτό.
Όμως,
οι πράξεις του αυτές, τον έφεραν σε σύγκρουση με τους πρώην του συμμάχους (τους
ειδωλολάτρες και Χριστιανούς Άραβες της Μέκκας, καθώς και τους Εβραίους της
πόλης), μιας και τους είχε υποσχεθεί την καταστροφή της πόλης, που την
διοικούσαν οι εμπορικοί ανταγωνιστές τους.
Και
τότε, προδίδοντας τους, στράφηκε ξαφνικά εναντίον τους, συμμαχώντας με τους
ηγέτες και τον στρατό της Μέκκας και τους κατέστρεψε.
Τότε,
άλλαξε και τις μέχρι εκείνη την στιγμή, «μετριοπαθείς» θέσεις του έναντι των
Χριστιανών, των Εβραίων και των ειδωλολατρών, και έδειξε το πραγματικό του
πρόσωπο.
[Την
περίοδο αυτή, έληξαν και οι ως τότε «μετριοπαθείς και δίκαιες» θέσεις του για
τις γυναίκες, στις οποίες επιβλήθηκε απολυτή υπακοή στον σύζυγο, καθιστώντας
τες στην ουσία πια σκλάβες, χωρίς κανένα ανθρώπινο δικαίωμα].
Το
ισλάμ, άρχισε να επιβάλλεται παντού με την βία (οποίος το αρνούνταν
αποκεφαλιζόταν), ενώ ταυτόχρονα, ο Μωάμεθ επιτίθονταν στις ανεξάρτητες Αραβικές
φυλές της ερήμου, «πείθοντας» άλλες με την βία, και άλλες με υποσχέσεις να
συμμαχήσουν μαζί του, σκεπτόμενος πια να ενώσει όλους τους Άραβες υπό την
ηγεσία του.
Η
αυτοπεποίθηση του ανέβηκε δε τόσο πολύ, που άρχισε να στέλνει απειλητικά
γράμματα στις μεγάλες Αυτοκρατορίες της εποχής, τους Βυζαντινούς και τους
Πέρσες, απειλώντας τους μάλιστα, αν δεν υποτασσόταν στην εξουσία του (http://www.triklopodia.gr/idritis-islam-moameth-apeilise-vizantino-autokratora-irakleio/).
Δοκίμασε μάλιστα να επιτεθεί στους
βυζαντινούς, αλλά το στρατιωτικό σώμα που έστειλε εναντίον τους καταστράφηκε
ολοκληρωτικά και τότε ο ίδιος έχασε την όρεξη του για περαιτέρω κατακτητικές
περιπέτειες.
Μετά
από λίγο χρονικό διάστημα, ο Μωάμεθ, έχοντας ενώσει όλη την Αραβική Χερσόνησο
υπό την εξουσία του, πέθανε.
Οι
διάδοχοι του, είχαν να αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα των πολιτικών του.
Οι
Πόλεμοι που ξεκίνησε, αν και ένωσαν την Αραβία, είχαν παράλληλα διαλύσει πλήρως
την οικονομία των πόλων της, ενώ και οι εμπορικές διαδρομές και τα έσοδα που
αυτές επέφεραν στην περιοχή, κατά μεγάλο μέρος, είχαν παύσει.
Χρήματα
δεν υπήρχαν, και ο μονός τρόπος για να βρεθούν, χωρίς να υπάρξει εμφύλιος και
εξέγερση των ως τότε ενωμένων Αραβικών φυλών (με τις πολλές μεταξύ τους
αντιθέσεις), ήταν να κατακτηθούν νέες χώρες και από τα λάφυρα των κατακτήσεων
να πλουτίσουν οι Άραβες και οι πόλεις τους.
Με
τον τρόπο αυτό, ο θρησκευτικός φανατισμός των Αράβων για την παγκόσμια και
βίαιη επιβολή της πίστης τους, η διψά τους για λάφυρα, χρυσό και γυναίκες, όσο
και τα οικονομικά τους προβλήματα, τους οδήγησαν στις κατακτήσεις και στην
επιτυχή δημιουργία του ισλαμικού χαλιφάτου και της ισχυρής Αραβικής
Αυτοκρατορίας (http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%ce%b1%ce%bc%ce%b1%ce%b9%cf%84%ce%b7%cf%81%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%80%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%83%ce%bc%ce%b9%ce%b1%cf%83-%cf%84%ce%b6%ce%b9/).
[Έτσι,
σύντομα, οι Άραβες αρχίσαν τις επιθέσεις τους έναντι της Βυζαντινής, αλλά και
της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Εφαρμόζοντας
το γνωστό ρητό που λέει, ότι: «τα αποτυχημένα καθεστώτα, πάντα στρέφονται σε
τυχοδιωκτισμούς στο εξωτερικό για να αποπροσανατολίσουν τους λαούς τους από τα
εσωτερικά προβλήματα τους, αλλά και για να εξασφαλίσουν λάφυρα για να πληρώσουν
τους οπαδούς τους και να διατηρούν με τον τρόπο αυτό, υποτίθεται, την κοινωνική
τους ειρήνη».
Την
ιδιά τακτική ακολουθήσαν και άλλα παρεμφερή καθεστώτα στην διάρκεια των αιώνων,
όπως οι Ούννοι, οι Μογγόλοι, οι Οθωμανοί, και πιο πρόσφατα οι Ναζί, οι
Σοβιετικοί, οι Αμερικανοί και το ISIS].
Πολλές
εκατονταετίες αργότερα, πάλι στα ίδια εδάφη της Αραβίας, θα εμφανίζονταν μία
παρεμφερή φυσιογνωμία, ένας γιος ενός ισχυρού φυλάρχου της περιοχής και οπαδός
του φονταμενταλιστικού ισλαμικού ουαχαμπιτικού δόγματος, ο Αμπντούλ Αζίζ Ιμπν
Σαούντ, ο οποίος θα επαναλάμβανε κατά μεγάλο μέρος το έργο του Μωάμεθ.
Ο
Ιμπν Σαούντ, είχε μεγαλώσει στην Ναζντ της Αραβικής Χερσονήσου, και η
οικογένεια του κατείχε τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της, από τον 18ο
αιώνα.
Ο
ίδιος, εξορίστηκε με την βία από τον
εχθρό του (όπως είχε εξοριστεί και ο Μωάμεθ από τους εχθρούς του), τον ισχυρό
Ιμπν Ρασίντ, στο Κουβέιτ, ο οποίος εποφθαλμιούσε την εξουσία του στην περιοχή,
ενώ παράλληλα μισούσε και το εξτρεμιστικό θρησκευτικό δόγμα που αυτός πρέσβευε.
Ο
Ιμπν Ρασίντ, κυριαρχούσε στην περιοχή, με την βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων.
Όμως,
όταν ενηλικιώθηκε, ο Ιμπν Σαούντ, επέστρεψε από την εξορία, και με τον στρατό που συγκέντρωσε, κατέλαβε την
γενέτειρα του, το Ριάντ, το 1902. Υστέρα, νίκησε έναν στρατό Ρασιντικών και
Οθωμανών, και ως το 1906 είχε καταλάβει και πολλά άλλα εδάφη της Αραβίας, μέσω της Ιχουάν, της ισλαμικής αδελφότητας που
είχε ιδρύσει (σαν την ούμα του Μωάμεθ), από διάφορες Αραβικές φυλές, πόλεις και
κάτοικους της ερήμου.
Νίκησε
τους Τούρκους το 1913, αλλά το 1914 δέχτηκε την επικυριαρχία τους.
Στον
Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (που είχε τον αντίστοιχο αντίκτυπο με τον πόλεμο των παγκοσμίων
Αυτοκρατοριών Βυζαντίου-Περσών και των συμμάχων τους τον καιρό του Μωάμεθ), ο
Ιμπν Σαούντ, υποστήριξε τους (δυτικούς) Βρετανούς, έναντι των (ανατολικών)
Οθωμανών και δέχθηκε ισχυρή οικονομική βοήθεια από αυτούς.
[Όπως
ο Μωάμεθ, είχε αρχικά «υποστηρίξει» τους «δυτικούς»-Βυζαντινούς έναντι των
«ανατολικών» Περσών].
Το
1919, κατέλαβε την επαρχία της Ασίφ, και το 1921 νίκησε πλήρως τους
Ρασιντικούς, καταλαμβάνοντας την βόρεια Αραβία. Το 1924, επιτέθηκε στην
Χετζάζη, κατέλαβε το Ζαίφ (σφάζοντας όλον τον πληθυσμό του, αμάχους και μη),
και στην συνέχεια κατέλαβε χωρίς αντίσταση την Μέκκα, την Τζέντα και Την
Μεδίνα.
Το
1926, ο Ιμπν Σαούντ, ανακηρύχθηκε Σουλτάνος και βασιλιάς της Ναζντ και της
Χετζάζης.
Σύντομα
όμως, ήρθε σε σύγκρουση με την θρησκευτική αδελφότητα που είχε δημιουργήσει,
την Ιχουάν (όπως ο Μωάμεθ με τους συμμάχους του από την Μεδίνα, μετά την
κατάκτηση της Μέκκας), η οποία αποτελούταν από θρησκευτικούς φανατικούς, που
ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο τους για την ένωση όλων των Αράβων και των
μουσουλμάνων της γης, υπό την ηγεσία του οίκου των Σαούντ.
Αυτή
η στρατηγική, θα τους έφερνε σε σύγκρουση με τους στρατούς της Μεγάλης
Βρετάνιας και της Γαλλίας που κυριαρχούσαν τότε στην Μέση Ανατολή.
Ο
Ιμπν Σαοίντ, μετά από μερικές αποτυχημένες μάχες με τα βρετανικά και γαλλικά
στρατεύματα, συνειδητοποίησε ρεαλιστικά, ότι δεν μπορούσε για την ώρα να
επεκταθεί περαιτέρω (όπως έκανε ο Μωάμεθ μετά την ήττα του από το Βυζάντιο),
αφήνοντας την αποστολή αυτή στους απογόνους του, όταν οι συνθήκες θα ήταν
κατάλληλες (όπως ακριβώς είχε κάνει ο Μωάμεθ).
Έτσι,
ήρθε σε συμφωνία με τους δυτικούς για τον από κοινού καθορισμό των συνόρων
τους. Τότε, οι Ιχουάν επαναστάτησαν, κατηγορώντας τον Ιμπν Σαούντ, ως προδότη.
Ξέσπασε
εμφύλιος, και μονάρχης, έχοντας την υποστήριξη του λαού του (αλλά και των
δυτικών), εξόντωσε στο τέλος πλήρως τους εχθρούς του (ακριβώς όπως ο Μωάμεθ
τους πρώην συμμάχους του από την Μεδίνα, μετά την κατάληψη της Μέκκας),
εδραίωσε την εξουσία του και ανακήρυξε επισημά την ίδρυση του βασιλείου της
Σαουδικής Αραβίας, το 1932.
Στην
συνέχεια, ανακαλύφθηκε πετρέλαιο στην περιοχή (τα μεγαλύτερα μάλιστα κοιτάσματα
στην γη) και ο οίκος των Σαούντ, έδωσε άδειες εκμετάλλευσης του σε δυτικές
εταιρείες (την Standar Oil και την Aramco), τα έτη 1933, 1938 και 1941, με φόρο
50% επί των εσόδων τους (αργότερα, τα μερίδια των εταιριών αυτών στο πετρέλαιο
της Σαουδικής Αραβίας, εθνικοποιήθηκαν πλήρως).
Την
ίδια περίοδο, έγινε και η πολύ σημαντική σύμβαση των ΗΠΑ του προέδρου Ρούζβελτ
με τους Σαούντ, στο Σουέζ της Αιγύπτου (αμυντική, πολιτική και οικονομική
συμμαχία των δυο αυτών κρατών), που έπαιξε σημαντικότατο ρολό, τόσο στην
εξέλιξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και μεταπολεμικά στον Ψυχρό Πόλεμο (https://en.wikipedia.org/wiki/Modern_history_of_Saudi_Arabia,
https://en.wikipedia.org/wiki/Ibn_Saud).
Ο
Ιμπν Σαούντ, πέθανε το 1953.
Πριν
τον θάνατο του, επέβαλε με απολυτή βία το ουαχαμπιτικό και εξτρεμιστικό
ισλαμιστικό του δόγμα σε όλα τα εδάφη που κατέλαβε και όπως παλιότερα επί
Μωάμεθ, όποιος αντιστεκόταν αποκεφαλιζόνταν (ιδίως οι Χριστιανοί, οι Εβραίοι
και οι ειδωλολάτρες), ενώ οι γυναίκες της Σαουδικής Αραβίας, επί ηγεμονίας του
κατάντησαν δούλες, με λιγότερα δικαιώματα και από τα ζώα.
Οι
διάδοχοι του στον θρόνο της Σαουδικής Αραβίας (μαζί με το Κατάρ), προσπάθησαν
να αναστήσουν με την βία, απάτες και άπειρο αίμα το παλαιό Αραβικό χαλιφάτο των
διάδοχων του Μωάμεθ υπό την ηγεσία τους (http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%84%ce%b6%ce%b9%cf%87%ce%b1%ce%bd%cf%84-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%87%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%86%ce%b7%ce%b4%cf%89%ce%bd-%cf%84/), επιτιθέμενοι κατά των δυτικών
και των Ρώσων, αλλά όταν αυτοί στράφηκαν δυναμικά εναντίον των εγκληματικών
σχεδίων τους, αυτά απέτυχαν παταγωδως-(http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%cf%81-%ce%bf-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%b3%cf%89%ce%bd%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%b5/).
[Γενικά,
ο Ιμπν Σαούντ, ακριβώς όπως και ο Μωάμεθ πριν από αυτόν, στην αρχή «παρέστησε
τον μετριοπαθή», αλλά στην συνέχεια, όπως ακριβώς αυτός, επέδειξε αφάνταστη
αγριότητα σε εχθρούς και φίλους, μην διστάζοντας να προδώσει φίλους του και
σφάζοντας παράλληλα όποιον τολμούσε να φέρει αντίσταση].
[Το
Ουαχαμοιτικό δόγμα, γεννήθηκε έναν Άραβα θρησκευτικό ηγέτη, τον ιμάμη Μωχάμεντ
Ιμπν Ουαχάμπ τον 18ο αιώνα μ.Χ., ο οποίος συμμάχησε με τον φύλαρχο Μωχάμεντ
Ιμπν Σαούντ, ο οποίος το αποδέχτηκε και, και το χρησιμοποίησε, ως ενοποιητική
ιδεολογία για την φυλή του, αλλά και ως «κίνητρο» για εδαφική επέκταση.
Τότε,
δημιουργήθηκε και η συμμαχία στέμματος και ισλαμικού κλήρου, η οποία κρατάει
ακόμα και σήμερα ενωμένο το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, σύμφωνα με την
οποία, ο μονάρχης θα πρέπει να ακολουθεί πιστά το δόγμα των ουαχαμπιτών και να
φροντίζει παράλληλα για την παγκόσμια επέκταση και επικράτηση του.
Αν
ο μονάρχης, τολμήσει να πάψει να τηρεί την συμφωνία αυτή, χάνει οριστικά την
θρησκευτική νομιμοποίηση της εξουσίας του και ταυτόχρονα τον θρόνο και μαζί και
το κεφάλι του.
Ο
Μωχάμεντ Ιμπν Σαούντ, με την χρήση του θρησκευτικού φανατισμού που έδωσε στους
άντρες του η νέα αυτή φονταμελιστική πίστη, νίκησε πολλούς αντίπαλους Άραβες
φυλάρχους και ένωσε όλη την περιοχή της Ναζντ υπό την ηγεσία του.
Στην
συνέχεια, κατέλαβε για ένα χρονικό διάστημα την Μέκκα και την Μεδίνα από τους
Τούρκους, αλλά εκδιώχθηκε από αυτούς και τους Αιγύπτιους συμμάχους τους, το
1818, οι οποίοι στην συνέχεια κατέστρεψαν και το κράτος του.
Ένα
δεύτερο κράτος στην περιοχή, ιδρύθηκε από τους Σαούντ, το 1824, αλλά
καταστράφηκε από τον Ιμπν Ρασίντ, το 1891, ενώ ο διάδοχος των Σαούντ, ο Ιμπν
Σαούντ, αναγκάστηκε να καταφύγει εξόριστος στο Κουβέιτ.
Το
τρίτο κράτος των Σαούντ (η σημερινή Σαουδική Αραβία), είναι αυτό που ίδρυσε ο
Ιμπν Σαούντ το 1932.
Οι
Ουαχαμπίτες, που είναι απόλυτοι θρησκευτικοί φανατικοί, θέλουν να επιτύχουν (με
τον πόλεμο και την βία) τους για την ένωση όλων των Αράβων και των μουσουλμάνων
της γης υπό την ηγεσία του οίκου των Σαούντ, καθώς και την επιβολή του πιο
σκληρού ισλαμικού νόμου στον κόσμο.
Ακόμα
και οι Άλμπαν, θεωρούνται μετριοπαθείς μπροστά στους ουαχαμπίτες της Σαουδικής
Αραβίας].
Θα
έχει άραγε η Σαουδική Αραβία και αυτή την φορά την καταστροφική μοίρα των δυο
προηγουμένων κρατών των Σαούντ, όπως και την αντίστοιχη πτώση που είχε
παλαιότερα το Αραβικό χαλιφάτο;
Αυτό
είναι το πιθανότερο, εάν οι ηγέτες της χώρας αυτής, δεν προσέξουν τις πολιτικές
τους, η μοίρα του κράτους τους μπορεί να είναι πολύ χειρότερη, όπως ένας
διαμελισμός (http://www.topontiki.gr/article/150061/shediazontas-ti-nea-mesi-anatoli-se-hartes)
ή ακόμα και «ένα μοναδικό, εκρηκτικό τέλος (http://lithosfotos.blogspot.gr/2016/04/1831-1839.html)»!!!
[Μέσα
σε όλα αυτά, ο Ιμπν Σαούντ, ο αντίπαλος του, ο Ιμπν Ρασίντ, όπως και ο
Χασεμίτης Χουσείν Ιμν Αλί, ο Άραβας φύλαρχος που στήριξε ο γνωστός σε όλους,
Λώρενς της Αραβίας, μπλέχτηκαν και σε ένα άλλο παιχνίδι, το οποίο είχε στήσει η
Μεγάλη Βρετανία.
Συγκεκριμένα,
το επιτελείο του (υπουργού Αμύνης της Μεγάλης Βρετανίας) Κίτσενερ στην διάρκεια
του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σκέφτηκαν να ξεσηκώσουν τους Άραβες, προκειμένου να
δημιουργήσουν ένα εσωτερικό μέτωπο έναντι των εχθρών τους, των Οθωμανών
Τούρκων.
Έτσι,
αυτοί θα ήταν απασχολημένοι με τον ανταρτοπόλεμο των Αράβων, διαθέτοντας
αρκετές δυνάμεις στο μέτωπο αυτό και όχι σε άλλα μέτωπα, στα οποία θα
πολεμούσαν με τους Άγγλους.
Για
να πείσουν δε τους Άραβες, να εκτελέσουν το σχέδιο τους αυτό, τους υποσχέθηκαν,
ότι μεταπολεμικά θα δημιουργούσαν ένα τεράστιο ενιαίο (και ανεξάρτητο) αραβικό
κράτος στην Μέση Ανατολή (σε Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Ιορδανία), υπό την εξουσία
των Αράβων.
Για
τον λόγο αυτό, έστειλε τον συνταγματάρχη του βρετανικού στρατού, τον Έντουαρντ
Λώρενς (τον Λώρενς της Αραβίας), προκειμένου να τους πείσει. Αυτός, πραγματικά,
προσέγγισε τον Χασεμίτη Άραβα φύλαρχο, Χουσείν Ιμν Αλί, και τον έπεισε να εξεγερθεί
εναντίον των Τούρκων.
Παράλληλα,
εκείνο το διάστημα, ο Τούρκος Σουλτάνος-Χαλίφης, ως σύμμαχος των Γερμανών στον
Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρούμενος ως ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης όλων των
μουσουλμάνων επί της γης, είχε κηρύξει τζιχάντ κατά των «απίστων» της Δύσης και
των εχθρών της Γερμανίας, καλώντας όλους τους μουσουλμάνους επί γης, να
ξεσηκωθούν εναντίον τους.
Οι
δυτικοί, έχοντας καταλάβει και μετατρέψει πολλές χώρες με μουσουλμανικό
πληθυσμό σε αποικίες τους (π.χ. σε Αίγυπτο και Ινδία), φοβόταν ότι οι κάτοικοι
τους θα ανταποκρινόταν στο κάλεσμα του Τούρκου Χαλίφη, επαναστατώντας εναντίον
του, δημιουργώντας παράλληλα ένα εσωτερικό μέτωπο εναντίον τους, ακριβώς σαν
αυτό που σχεδίαζαν οι ίδιοι στους Τούρκους.
Αυτός,
ήταν ένας ακόμα λόγος, για τον οποίο, οι Βρετανοί σχεδίασαν, να ξεσηκώσουν τους
Άραβες (οι οποίοι αποτελούσαν το 50 % του συνολικού πληθυσμού της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας), έτσι ώστε αυτοί να καταλάβουν τις ιερές πόλεις των μουσουλμάνων
στην Χετζάζ (Μέκκα, Μεδίνα), αφαιρώντας τες από τον Οθωμανό Χαλίφη-Σουλτάνο.
Με
την απώλεια δε των ιερών αυτών τόπων, που θα ήταν στην περίπτωση αυτή στα χέρια
των συμμαχικών σε αυτούς Χασεμιτών, ο
Τούρκος Σουλτάνος, θα έχανε αυτόματα και τον τίτλο του ανώτατου πνευματικού ηγέτη όλων των
μουσουλμάνων επί της γης (του Χαλίφη), συνάμα με το «δικαίωμα» να τους δίνει
διαταγές, οπότε η παγκόσμια τζιχάντ θα καθίστατο άκυρη, αφού νέος χαλίφης, θα
ανακηρυσσόταν ο νέος κάτοχος των δυο αυτών ιερών μουσουλμανικών πόλεων.
Έτσι,
σχεδίασαν οι Βρετανοί, το πρώτο «αναγεννημένο χαλιφάτο», υπό την ηγεσία του
πράκτορα τους, του Λώρενς της Αραβίας (http://www.newsbomb.gr/kosmos/news/story/653074/ola-osa-thelate-na-mathete-gia-to-mesanatoliko-se-40-xartes), πριν την εμφάνιση του «χαλιφάτου
του ISIS», υπό τον Αμερικανό πράκτορα, Μπαγκάντι (http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%83-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b7%cf%81%cf%89%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%89%ce%bd-%ce%b9%ce%b4e%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%cf%89%ce%bd/).
Στο
διάστημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Τούρκοι κατάφεραν να διατηρήσουν την
κατοχή της Μέκκας και της Μεδίνας, υπό τους συμμάχους τους Ρασίντες, τους
οποίους όμως τιμώρησαν οι Βρετανοί, όταν βοήθησαν τον Ιμπν Σαούντ, να καταλάβει
τις πόλεις αυτές και τα άλλα εδάφη τους.
Η
μεταπολεμική προσπάθεια του Ιμπν Σαούντ να ανακηρυχθεί νέος παγκόσμιος Χαλίφης
του ισλάμ, δεν την πήρε ποτέ κανείς σοβαρά (καμμία χώρα δεν τον αναγνώρισε
ποτέ, ούτε καν μουσουλμανική, πλην των Σαουδαράβων υπηκόων του), και όσο για
τις υποσχέσεις των Βρετανών στους Άραβες για ένα μεγάλο και ανεξάρτητο Αραβικό
κράτος, αυτές πετάχτηκαν στα σκουπίδια και εφαρμόστηκε η κρυφή Αγγλογαλλική
συμφωνία των Σάικς-Πίκο (http://www.triklopodia.gr/%ce%b7-%cf%83%cf%85%ce%bc%cf%86%cf%89%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%83%ce%b1%ce%b9%ce%ba%cf%83-%cf%80%ce%b9%ce%ba%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%cf%83%ce%b7%ce%bc%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%bd/)].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου