Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΑΛΒΙΝΙ


ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΑΛΒΙΝΙ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως γνωστόν, λίγο πριν τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., στην Αρχαία Ρώμη, τρεις ισχυροί άνδρες συνέπτυξαν μια πολιτική συμμαχία κατά της τότε αδιάλλακτης Συγκλήτου και των υποστηρικτών της. Οι τρεις αυτοί άνδρες, ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Πομπήιος ο Μέγας και ο πλούσιος Κράσσος.

Αυτοί οι άνδρες, εκ πρώτης όψεως, δύσκολα θα μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί τους. Πέραν της διαφοράς ηλικίας μεταξύ τους (μεγαλύτερος ήταν ο Κράσσος, ακολουθούσε ο Πομπήιος, ενώ νεότερος εκ των τριών ήταν ο Καίσαρας) και οι τρεις, είχαν πολλά και αντιτιθέμενα πολιτικά συμφέροντα, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.
Όμως, το κοινό μίσος της Συγκλήτου έναντι και των τριών, οι συνεχείς προσπάθειες παρεμπόδισης των πολιτικών στόχων τους, καθώς και η προσπάθεια να τους στερήσουν την πολιτική ανέλιξη, τα αξιώματα, καθώς και τον πλούτο που αυτά επέφεραν, ανάγκασαν τους τρεις αυτούς άνδρες, να συμπήξουν μαζί μια πολιτική συμμαχία, πιο γνωστή ως «πρώτη Τριανδρία».
Ο πιο παλιός πολιτικός από τους τρεις, ήταν ο πλούσιος Κράσσος, ο οποίος είχε καταφέρει με πολλές παράνομες μεθόδους να αποκτήσει την τεράστια περιουσία του. Αυτός, αντιπαθούσε και αντιμαχόταν αρχικά τον επιτυχημένο πολιτικό και στρατιωτικό Πομπήιο.
Ο Καίσαρας, δεν είχε αρχικά την ισχύ και την δύναμη των άλλων δυο. Για τον λόγο αυτό, συμμάχησε αρχικά με τον Κράσσο και προωθούσε πολιτικά τα συμφέροντα του, με αντάλλαγμα διαφορά αξιώματα και παροχή χρημάτων.
Όμως αργότερα ο Καίσαρας κατανόησε, ότι αν οι τρεις αυτοί πολιτικοί ένωναν από κοινού τις δυνάμεις τους ενάντια στην Σύγκλητο (εφαρμόζοντας στην πράξη την γνωστή φράση: «Η ισχύς εν τη ενώσει»), η δύναμη τους θα ήταν ακαταμάχητη.
Έτσι, ο Καίσαρας, κατάφερε να πείσει τους δυο πρώην εχθρούς (Κράσσο και Πομπήιο), να συμμαχήσουν και να κατέβουν από κοινού ως ύπατοι στις ερχόμενες εκλογές υπάτων, και με το χρήμα τους, αλλά και την δημοφιλία τους στις μάζες, να πάρουν την εξουσία.
Ταυτόχρονα, για να διασφαλίσει την συμμαχία, ο Καίσαρας πάντρεψε την κόρη του με τον Πομπήιο και με τις πράξεις του αυτές, κατάφερε να είναι ταυτόχρονα σύμμαχος, τόσο με τον Κράσσο, όσο και με τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος από την πλευρά του, φρόντιζε να μην εμφανίζεται πάντα ο ίδιος στα κυβερνητικά αξιώματα, άλλα κυβερνούσε μέσω αντιπροσώπων, όπως π.χ. του διαβόητου δήμαρχου Πόπλιου Κλώδιου.

Η συμμαχία αυτή, βοήθησε τον Καίσαρα να αναδειχτεί στα πολιτικά αξιώματα, και σύντομα, ύστερα από τις νικηφόρες εκστρατείες του στην Γαλατία, η δημοφιλία του εκτινάχθηκε στα ύψη στον ρωμαϊκό λαό, καθώς και ο προσωπικός του πλούτος.
Στην Τριανδρία, άρχισαν τότε, λόγω αντιζηλίας να εμφανίζονται τα πρώτα σπέρματα διχόνοιας, τα οποία εντάθηκαν περαιτέρω μετά τον θάνατο της συζύγου του Πομπήιου και κόρης του Καίσαρα (ο Πομπήιος δεν δέχτηκε άλλο γάμο με συγγενή του Καίσαρα), και κυρίως με τον θάνατο του Κράσσου στην μάχη των Κάρρων στην Συρία.
Οι Συγκλητικοί, κατάφεραν τελικά να προσεταιριστούν τον Πομπήιο, και απείλησαν να θέσουν τον Καίσαρα εκτός νομού, αν αυτός δεν εγκατέλειπε τον στρατό του στην Γαλατία και δεν ερχόταν απροστάτευτος στην Ρώμη, προκειμένου να απολογηθεί για τις πράξεις του (εκεί ήθελαν οι εχθροί του, είτε να τον φυλακίσουν, είτε να τον δολοφονήσουν).
Όμως, ο Καίσαρας, αρνήθηκε να υποκύψει στις απαιτήσεις των Συγκλητικών και αφού διέβη τον μικρό ποταμό Ρουβίκωνα στην Βόρεια Ιταλία (που με βάση τους ρωμαϊκούς νομούς, οι Ρωμαίοι στρατηγοί θα έπρεπε να εγκαταλείπουν τον στρατό τους και να εισερχόταν μονοί τους στην Ρώμη), λέγοντας την διάσημη φράση του («Ο κύβος ερρίφθη»), προέλασε προς την Ρώμη.
Έτσι άρχισε τον εμφύλιο με τον Πομπήιο, ο οποίος έληξε μετά από εναλλασσόμενες φάσεις με την συντριβή του Πομπήιου και την ολοκληρωτική νίκη του Καίσαρα και την ανακήρυξη του σε ισόβιο Ρωμαίο δικτάτορα.
Αντίστοιχα, στην σύγχρονη Ιταλία, τρεις ισχυροί άνδρες φαίνεται να έχουν συμπτύξει μια άτυπη πολιτική συμμαχία κατά της αδιάλλακτης και γερμανόδουλης Ιταλικής πολιτικής σκηνής και των υποστηρικτών της. Οι τρεις αυτοί άνδρες, είναι ο Ματέο Σαλβίνι, ο Μπέπε Γκρίλο και ο πλούσιος Μπερλουσκόνι.
Αυτοί οι άνδρες, εκ πρώτης όψεως, δύσκολα θα μπορούσαν να συνεργαστούν μαζί τους. Πέραν της διαφοράς ηλικίας μεταξύ τους (μεγαλύτερος είναι ο Μπερλουσκόνι, ακολουθεί ο Γκρίλο, ενώ νεότερος εκ των τριών είναι ο Σαλβίνι) και οι τρεις αυτοί, έχουν πολλά και αντιτιθέμενα πολιτικά συμφέροντα, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.
Όμως, το κοινό μίσος του εγχωρίου πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του έναντι και των τριών, οι συνεχείς προσπάθειες παρεμπόδισης των πολιτικών στόχων τους, καθώς και η προσπάθεια να τους στερήσουν την πολιτική ανέλιξη, τα αξιώματα, καθώς και τον πλούτο που αυτά επιφέρουν, ανάγκασαν τους τρεις αυτούς άνδρες, να συμπήξουν μαζί μια άτυπη πολιτική συμμαχία, μια κατά κάποιο τρόπο «νέα Τριανδρία».
[Αλώστε, όσο και αν ο Γκρίλο κατακρίνει τον Μπερλουσκόνι, η κυβέρνηση αυτού, στηρίζεται «σιωπηρώς» από τον Ιταλό επιχειρηματία, ενώ ο Σαλβίνι, αν και έχει συνάψει συμμαχία με τα Πέντε Αστέρια του Γκρίλο, διατηρεί παράλληλα και την δεξιά συμμαχία με τον Μπερλουσκόνι].

Ο πιο παλιός πολιτικός από τους τρεις, είναι ο πλούσιος Μπερλουσκόνι, ο οποίος έχει καταφέρει με πολλές παράνομες μεθόδους να αποκτήσει την τεράστια περιουσία του. Αυτός, αντιπαθούσε και αντιμαχόταν αρχικά τον επιτυχημένο πολιτικό και πρώην κωμικό Γκρίλο.
Ο Σαλβίνι, δεν είχε αρχικά την ισχύ και την δύναμη των άλλων δυο. Για τον λόγο αυτό, συμμάχησε αρχικά με τον Μπερλουσκόνι και προωθούσε πολιτικά τα συμφέροντα του, με αντάλλαγμα διαφορά αξιώματα και παροχή χρημάτων.
Όμως αργότερα, ο Σαλβίνι κατανόησε ότι αν οι τρεις αυτοί πολιτικοί ένωναν από κοινού τις δυνάμεις τους ενάντια στο Γερμανό δούλο Ιταλικό πολιτικό σύστημα (εφαρμόζοντας στην πράξη την γνωστή φράση: «Η ισχύς εν τη ενώσει»), η δύναμη τους θα ήταν ακαταμάχητη.
Έτσι, ο Σαλβίνι, κατάφερε να πείσει τους δυο πρώην εχθρούς (Μπερλουσκόνι και Γκρίλο), να συμμαχήσουν (άτυπα) πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2018 στην Ιταλία, αφού όλοι μαζί, εκμεταλλευομένοι το χρήμα, καθώς και την δημοφιλία τους στις μάζες, θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία (και ο ένας να στηρίζει τον άλλο άτυπα ακόμα και αν δεν είναι στην κυβέρνηση).
Ταυτόχρονα, για να διασφαλίσει την συμμαχία αυτή, ο Σαλβίνι συμμάχησε πολιτικά με το κόμμα του Γκρίλο, σχηματίζοντας μαζί του κυβέρνηση στην Ιταλία μετά τις εκλογές, ενώ  κατάφερε να είναι ταυτόχρονα σύμμαχος με τον Μπερλουσκόνι (διατηρώντας παράλληλα και την δεξιά συμμαχία του με αυτόν).
Ο Γκρίλο από την πλευρά του, φρόντιζε να μην εμφανίζεται ο ίδιος στα κυβερνητικά αξιώματα, άλλα κυβερνάει μέσω αντιπροσώπων, όπως π.χ. του νυν «αρχηγού» των Πέντε Αστέρων, του Λουίτζι ντι Μάιο.
Η συμμαχία αυτή, βοήθησε τον Σαλβίνι να αναδειχτεί πολύ δημοσκοπικά, και σύντομα, ύστερα από τις νικηφόρες πολιτικές μάχες του ενάντια στην λαθρομετανάστευση και την ΕΕ, η δημοφιλία του εκτινάχθηκε στα ύψη στον Ιταλικό λαό.
Την ιδία στιγμή όμως, στην «Τριανδρία» αυτή, έχουν αρχίσει, λόγω αντιζηλίας να εμφανίζονται τα πρώτα σπέρματα διχόνοιας, τα οποία μπορεί να επιταθούν περαιτέρω και τελικά η συμμαχία Σαλβίνι και Γκρίλο να «σπάσει» (ο δε «πολιτικός θάνατος» στις δημοσκοπήσεις του Μπερλουσκόνι, επιτείνει περαιτέρω το κλίμα αυτό).
Στην περίπτωση δε που η ΕΕ και η γερμανόδουλη πολιτική τάξη της Ιταλίας, αρχίζουν να προσεταιρίζονται τα Πέντε Αστέρια, και αυτά αρχίζουν να προδίδουν το πολιτικό τους πρόγραμμα έναντι του Ιταλικού λαού, το πιθανότερο είναι ο Σαλβίνι, ως «άλλος Καίσαρας, να «διαβεί και αυτός τον Ρουβίκωνα», να ρίξει την νυν Ιταλική κυβέρνηση.

Και στην χώρα αυτή, να διενεργηθούν νέες βουλευτικές εκλογές, τις οποίες θα κερδίσουν ο Σαλβίνι και η δεξιά συμμαχία, πιθανότατα με απολυτή πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία, κάνοντας με τον τρόπο αυτό, ολοκληρωτική την νίκη του Σαλβίνι.
Αντίστοιχα, στα νεότερα χρόνια, στην Ιταλία, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ιταλία επικρατούσε απολυτό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάος. Η οικονομία στην χώρα αυτής είχε καταρρεύσει, οι ανθρώπινες απώλειες από τον πόλεμο ήταν τεράστιες, ενώ παράλληλα και η ανεργία είχε εκτιναχτεί στα ύψη.
Μέσα στο χάος αυτό, την εξουσία διεκδικούσαν κυρίως δυο ανερχόμενες και βίαιες ομάδες, οι φασίστες και οι κομμουνιστές. Αρχηγός των φασιστών, ήταν ο πρώην μαχητικός αναρχικός και κομμουνιστής Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ίδρυσε το φασιστικό κόμμα το 1919.
Το κόμμα αυτό, αποτελούταν κυρίως από πρώην στρατιωτικούς, πατριώτες, εθνικιστές και μικρομεσαίους. Αρχικά δε το πρόγραμμα του θύμιζε σε πολλά σημεία αυτά του κομμουνιστικού κόμματος στα κοινωνικά αιτήματα, σύντομα όμως διαφοροποιήθηκε και άρχισε να υιοθετεί μια όλο και πιο εθνικιστική ατζέντα.
Μέσα στο κλίμα αυτό, ο μέχρι τότε πιο πολλές φόρες πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο υπέργηρος και πλούσιος Τζιοβάνι Τζολίττι, ο οποίος είχε σχέσεις με την μαφία και οι θητείες του είχαν σημαδευτεί από άπειρα οικονομικά σκάνδαλα, αποφάσισε να συμμαχήσει εκλογικά με τους ανερχόμενους φασίστες.
Αυτό το έπραξε, επειδή πίστευε ότι θα μπορούσε να τους «απορροφήσει» εκλογικά, ενώ τα δυο κόμματα (μαζί με άλλα μικρότερα ακροδεξιά), συνεργάστηκαν στις εκλογές του 1921, με αποτέλεσμα, ο Μουσολίνι να εκλεγεί πρώτη φορά βουλευτής.
 Όμως, η συνεχώς εντεινόμενη οικονομική κρίση στην χώρα, οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των φασιστών και των κομμουνιστών στους δρόμους, καθώς και ο επικείμενος φόβος ενός εμφυλίου, έπεισαν τον Μουσολίνι, ότι θα έπρεπε να αναλάβει δράση:
Για τον λόγο αυτό, τις 21 Οκτωβρίου του 1922, αποφάσισε να επιχειρήσει την λεγομένη «Πορεία προς την Ρώμη» των μελανοχιτώνων (παραστρατιωτικών ομάδων) του φασιστικού κόμματος, έναντι της τότε κυβέρνησης Φάκτα.
Οι φασίστες άρχισαν την κάθοδο από το Μιλάνο (τότε έδρα του φασιστικού κόμματος), καταλαμβάνοντας αρκετές πόλεις στο διάβα τους, ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας, Λουίτζι Φάκτα, ζήτησε από τον βασιλιά να κηρύξει στρατιωτικό νομό στην χώρα για να αποκρούσει τους μελανοχιτώνες.
Όμως ο βασιλιάς, φοβούμενος από την μία την ισχύ των φασιστών, πιθανό εμφύλιο στην χώρα, την πιθανή επικράτηση των κομμουνιστών και το χάσιμο του θρόνου του, καθώς και ένα πιθανό πραξικόπημα του στρατού εναντίον του από τα βασιλικά ξαδέρφια του, τα οποία λαχταρούσαν τον θρόνο του, αρνήθηκε το αίτημα του πρωθυπουργού του.

Στην συνέχεια, ο Φάκτα παραιτήθηκε από την θέση του, και ο βασιλιάς, κάλεσε τον Μουσολίνι να σχηματίσει κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που οι μελανοχιτώνες εισερχόταν αναίμακτα στην Ρώμη (τις 28 Οκτωβρίου του 1922).
Πραγματικά, ο Μουσολίνι, ο οποίος έγινε ο νεότερος μέχρι τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας, σχημάτισε κυβέρνηση, σε συνεργασία με τον πλούσιο Τζολίττι, και στις εκλογές του 1924 στην Ιταλία, οι οποίες διενεργήθηκαν με νέο εκλογικό σύστημα που ευνοούσε το πρώτο κόμμα, κέρδισε την απολυτή πλειοψηφία των εδρών της Βουλής (αφού το κόμμα του ήρθε πρώτο, «απορροφώντας» μάλιστα πλειοψηφικά αυτό του Τζολίττι).
Στην συνέχεια, κατάφερε να συγκεντρώσει σταδιακά με διάφορους νομούς όλες τις εξουσίες στα χέρια του και τελικά το 1925, ανακηρύχτηκε δικτάτορας της Ιταλίας, παίρνοντας τον τίτλο του Ντούτσε.
Στην εποχή μας, στην Ιταλία, αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 2008, στην χώρα αυτή, επικρατούσε απολυτό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάος. Η δε οικονομία στην χώρα αυτής έχει σχεδόν καταρρεύσει, ενώ παράλληλα και η ανεργία είχε εκτιναχτεί στα ύψη.
Μέσα στο χάος αυτό, την εξουσία διεκδικούσαν κυρίως δυο ανερχόμενες πολιτικές (εν μέρει και βίαιες) ομάδες, η Λίγκα του Βορρά (αλλιώς και σκέτο Λίγκα) και τα Πέντε Αστέρια του Μπέπε Γκρίλο.
Αρχηγός της Λίγκας, είναι ο πρώην μαχητικός κομμουνιστής στα νιάτα του, Ματέο Σαλβίνι, ο οποίος επανίδρυσε την Λίγκα το 2013, χρόνια που πήρε την ηγεσία του κόμματος αυτού, μετατρέποντας την από ένα αυτονομιστικό κίνημα της Βόρειας Ιταλίας με περιορισμένη απήχηση σε ένα συνεχώς ανερχόμενο πολιτικά παν-ιταλικό εθνικιστικό κόμμα.
Το κόμμα αυτό, αποτελείται κυρίως από πρώην στρατιωτικούς, πατριώτες, εθνικιστές και μικρομεσαίους. Αρχικά δε το πρόγραμμα ήταν σε πολλά σημεία η πολιτική και οικονομική αυτονομία της Βόρειας Ιταλίας από την Νότια, σύντομα όμως αυτό διαφοροποιήθηκε και άρχισε να υιοθετεί μια όλο και πιο παν-ιταλική εθνικιστική ατζέντα.
Μέσα στο κλίμα αυτό, ο μέχρι τότε πιο πολλές φόρες πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο υπέργηρος και πλούσιος Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος είχε σχέσεις με την μαφία και οι θητείες του έχουν σημαδευτεί από άπειρα οικονομικά σκάνδαλα, αποφάσισε να συμμαχήσει εκλογικά με την ανερχομένη Λίγκα.
Αυτό το έπραξε, επειδή πίστευε ότι θα μπορούσε να την «απορροφήσει» εκλογικά (μαζί με το μικρότερο ακροδεξιό κόμμα της Μελόνι), ενώ τα δυο κόμματα, συνεργάστηκαν στις εκλογές του 2017, όμως, η τακτική αυτή ήρθε μπούμερανγκ στον Μπερλουσκόνι, αφού το κόμμα που «απορροφήθηκε» εκλογικά ήταν το δικό του από την Λίγκα (με έδρα της το Μιλάνο), η οποία κέρδισε το 17% των ψήφων (του Μπερλουσκόνι μόλις το 10%).


Όμως, η συνεχώς εντεινόμενη οικονομική κρίση στην χώρα, μαζί με τις βίαιες πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ της νυν Ιταλικής κυβέρνησης με τα άλλα κόμματα της χώρας και την γερμανοκρατούμενη ΕΕ, ίσως πείσουν τον Σαλβίνι, ότι θα πρέπει να αναλάβει δράση:
Αυτό θα μπορούσε να το πέτυχει, με το να επιχειρήσει μια δική του «Πορεία προς την Ρώμη», ρίχνοντας με κάποιο πρόσχημα (π.χ. λόγω λαθρομετανάστευσης, διαφωνίες στον προϋπολογισμό με τους κυβερνητικούς εταίρους του (http://www.zougla.gr/kosmos/article/italia-endokivernitiki-sigrousi-gia-ti-forologia), της έντονης οικονομικής κρίσης στην χώρα, την σύγκρουση με την ΕΕ κ.λ.π.), την νυν κυβέρνηση Κόντε (την οποία μέχρι τώρα στηρίζει).
Στην περίπτωση αυτή, εάν διενεργηθούν νέες εκλογές στην Ιταλία, είναι πολύ πιθανό, ο Σαλβίνι, ο οποίος είναι ακόμα σύμμαχος με τον Μπερλουσκόνι και την Μελόνι, να καταφέρει να κερδίσει την απολυτή πλειοψηφία σε αυτές (και σε Βουλή και σε Γερουσία).
Και στην συνέχεια, ο Σαλβίνι, ο οποίος ονομάζεται από τους οπαδούς του «Καπιτάνο» (ο Καπετάνιος), να καταφέρει να συγκεντρώσει σταδιακά με διάφορους νομούς όλες τις εξουσίες στα χέρια του,  όπως έκανε και ο Μουσολίνι (ο «Ντούτσε») πριν από αυτόν το 1925 (http://www.gazzetta.gr/plus/gnwmes/article/1282602/pos-o-salvini-metatrepei-tin-italia-se-mia-fasistiki-hora).
Βλέπουμε λοιπόν, ότι στην Ιταλία, συμβαίνουν για άλλη μια φορά σχεδόν επακριβείς επαναλήψεις του πολιτικού παρελθόντος (και των πολιτικών πράξεων) της χώρας αυτής (με παρόμοια αποτελέσματα), κάτι που αποδεικνύει ότι η ακρίβεια της φράσης: «Η επανάληψη είναι πηγή πάσης μαθήσεως», δεν είναι πάντοτε απολυτά σωστή.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου