Κυριακή 30 Απριλίου 2017

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΔΥΝΑΣΤΕΙΩΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΔΥΝΑΣΤΕΙΩΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως γνωστόν, κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα μ.Χ., κυμαίνονταν στην περιοχή της σημερινής Συρίας και του Ιράκ, μία σημαντική σύγκρουση μεταξύ δύο σημαντικών αντιπάλων: των Ομμευάδων κυβερνητών της Δαμασκού και των σιιτών (κατά βάση) αντιπάλων τους.
Οι δε πρώτοι είχαν ανακηρυχτεί αυτοτελώς ως οι νόμιμα εκλεγμένοι εκπρόσωποι και χαλίφηδες όλου του ισλαμικού κόσμου, με την χρήση της στρατιωτικής του δύναμης, υποστηρίζοντας ότι αυτοί και μόνο μπορούσαν να κατέχουν δικαιωματικά την εξουσία αυτή.
Οι δεύτεροι αντίθετα υποστήριζαν πως μόνο οι απόγονοι του ξαδέρφου του Μωάμεθ, Αλί,  ήταν οι νόμιμου ηγέτες του, λόγω της συγγενικής (και πνευματικής) καταγωγής τους με τον Μωάμεθ (http://www.drachmoula.com/2017/04/blog-post_95.html).
Η σκληρή καταπίεση των  Ομμευάδων, τόσο κατά των σιιτών αντιπάλων τους (αλλογενών ή μη), όσο και κατά των ομόθρησκων τους σουνιτών, οδήγησε πολλούς μουσουλμάνους, αραβικής ή μη καταγωγής στην διοργάνωση μίας συνομωσίας με σκοπό την πτώση και την αντικατάσταση τους από μία πιο «ευσεβή δυναστεία».
Έτσι στην περιοχή του σημερινού Ιράκ και Ιράν, σχηματίστηκε (κρυφά) μία συμμαχία μεταξύ των υποστηρικτών της οικογένειας του Μωάμεθ, οι λεγόμενοι Χασιμίτες, μια ακραία θρησκευτική ομάδα, της οποίας οι υποστηρικτές, φορώντας μαύρα ρούχα και υψώνοντας μαύρες σημαίες, άρχισαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους, «φονιάδες των απίστων».
Σιγά, σιγά άρχισαν να κερδίζουν περισσότερους υποστηρικτές, όπως και να διαδίδουν τους σπόρους της προπαγάνδας τους, καθοδηγούμενοι από το μυστικό «επαναστατικό» δίκτυο, που είχαν δημιουργήσει. Τα αποτελέσματα της δράσης τους δεν άργησαν να φανούν.
Ηγέτης τους ήταν μία σκιώδης φιγούρα, ένας ιμάμης με το όνομα Αμπάς Ιμπν Αμπντ αλ Μουταλίμπ, ο οποίος όντας θείος του ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, πίστευε ότι είχε όλα τα εχέγγυα για να ανέλθει στην εξουσία, ενώ λόγω της καταγωγής του θα μπορούσε να «γεφυρώσει» το χάσμα σουνιτών και σιιτών.

Η επανάσταση των Χασεμιτών ξεκίνησε τελικά το 746 μ.Χ., όταν ο Μουταλίμπ έστειλε στον αντιπρόσωπο του στο Ιράν, τον Αμπού Μουσλίμ, μία μαύρη σημαία, συνοδευόμενη από το μήνυμα «ήρθε η ώρα».
Αμέσως ο Αμπού Μουσλίμ ξεδίπλωσε την σημαία το 747 μ.Χ., καλώντας τον λαό σε επανάσταση κατά της τυραννίας των Ομμευάδων. Παράλληλα άρχισε να διαδίδει «προφητείες» (ως προπαγανδιστικά μέσα), οι οποίες προμήνυαν την πτώση των εχθρών τους και τον θρίαμβο του κινήματος τους.
Τελικά οι επαναστάτες επικράτησαν και η αντίπαλη δυναστεία σχεδόν εξαφανίστηκε σε ένα λουτρό αίματος που ακολούθησε μετά την νίκη των Χασεμιτών, όταν αυτοί έφτασαν νικητές από το Ιράν στην Συρία.
Όμως μιας και το καθεστώς των Ομμευάδων είχε προλάβει να ανακαλύψει την «κρυψώνα» του χασεμίτη ηγέτη Μουταλίμπ και να τον εξοντώσει, ο Αμπού Μουσλίμ ανακήρυξε Χαλίφη τον αδερφό του νεκρού, Αμπούλ Αλ Αμπάς, ιδρυτή του αραβικού χαλιφάτου (και της δυναστείας) των Αββασίδων.
Σχεδόν δεκατρείς αιώνες αργότερα εμφανίστηκε στην ίδια περιοχή που είχε παλαιότερα εμφανιστεί και το κίνημα των Χασεμιτών, μία παρεμφερής οργάνωση. Το όνομα αυτής ήταν το ISIS (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/11/isis.html).
Στην Μεσοποταμία (Συρία-Ιράκ) και σε ολόκληρη την περιοχή της Αραβικής Χερσονήσου συνέβαιναν και τότε βίαιες εξεγέρσεις (π.χ. η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη»).
Η δε σκληρή καταπίεση των  ηγετών των χωρών αυτών κατά των αντιπάλων τους (αλλογενών ή μη), όσο και κατά των ομόθρησκων τους σουνιτών, οδήγησε πολλούς από αυτούς στην διοργάνωση μίας συνομωσίας, με σκοπό την πτώση και την αντικατάσταση τους από μία πιο «ευσεβή και δίκαιη ηγεσία».
Και το ISIS, όπως ακριβώς οι Χασεμίτες (ίσως και εμπνευσμένοι και από αυτούς),  ήταν μια ακραία θρησκευτική ομάδα, της οποίας οι υποστηρικτές, φορώντας μαύρα ρούχα και υψώνοντας μαύρες σημαίες, άρχισαν να αποκαλούν τους εαυτούς τους, «φονιάδες των απίστων».

Σιγά, σιγά άρχισαν να κερδίζουν περισσότερους υποστηρικτές, όπως και να διαδίδουν τους σπόρους της προπαγάνδας τους, καθοδηγούμενοι από το μυστικό «επαναστατικό» δίκτυο, το οποίο είχαν δημιουργήσει. Τα αποτελέσματα της δράσης τους δεν άργησαν να φανούν.
Ηγέτης τους ήταν μία σκιώδης φιγούρα, με το όνομα Χαμίντ Αλ Ζαόυι (πιο γνωστός ως Αμπού Ουμάρ Αλ Μπαγκάντι), ο οποίος ισχυρίζονταν πως ήταν απόγονος  του ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, έχοντας έτσι όλα τα εχέγγυα για να ανέλθει στην εξουσία, ενώ λόγω της καταγωγής του θα μπορούσε να «γεφυρώσει» το χάσμα σουνιτών και σιιτών.
Η «επανάσταση» του ISIS ξεκίνησε τελικά το 2006 μ.Χ., υπό την ηγεσία του αντιπρόσωπου του Μπαγκάντι στο Ιράκ, τον Αμπού Αγιούμπ Αλ Μάσρι, ο όποιος ήταν ο νέος αρχηγός της οργάνωσης μετά τον θάνατο του πρώτου της ηγέτη και ιδρυτή, Αμπού Μουσάμπ Αλ Ζαρκάουι, το ίδιο ακριβώς έτος.
Αμέσως ο Μάσρι ξεδίπλωσε την μαύρη σημαία της οργάνωσης το 2007 μ.Χ., καλώντας τον λαό σε επανάσταση κατά της τυραννίας των «άπιστων» ηγετών του. Παράλληλα άρχισε να διαδίδει «προφητείες» (ως προπαγανδιστικά μέσα), οι οποίες προμήνυαν την πτώση των εχθρών τους και τον θρίαμβο του κινήματος τους.
Τελικά οι επαναστάτες επικράτησαν σε μεγάλα τμήματα του Ιράκ και της Συρίας το 2014 και οι αντίπαλες ηγεσίες (τόσο στο Ιράκ όσο και στην Συρία) έχασαν μετά από ένα λουτρό αίματος που ακολούθησε, πολλές περιοχές μετά την νίκη των οπαδών του ISIS, χωρίς όμως να καταστραφούν εντελώς. Αντίθετα αναδιοργάνωσαν τις δυνάμεις τους  και με την βοήθεια των συμμάχων τους πέρασαν στην αντεπίθεση (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2014/06/blog-post_12.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/12/blog-post_12.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/10/blog-post_8.html).
Όμως μιας και το καθεστώς του Ιράκ (με την βοήθεια των Αμερικανών συμμάχων του) είχε προλάβει να ανακαλύψει την «κρυψώνα» του ηγέτη του ISIS, Αμπού Ουμάρ Αλ Μπαγκάντι και να τον εξοντώσει μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό (μαζί με τον Μάσρι) το 2010, νέος ηγέτης της οργάνωσης, ανακηρύχτηκε ο Ιμπραήμ Αγουάντ Αλ Μπάντι, ο οποίος το 2014 πήρε και τον τίτλο του «Χαλίφη».   Στην συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση του επονομαζόμενου «Ισλαμικού Χαλιφάτου».

Και αυτή δεν είναι η μόνη φορά που η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνει τον εαυτό της. Ειδικά για τους Άραβες αυτό φαίνεται να συμβαίνει όλο και πιο συχνά (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/11/blog-post.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/12/blog-post_26.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/11/11092001-isis-13112015.html, https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/03/isis.html).
Αυτή ήταν η άποψη που είχαν πολλοί στον Αραβικό κόσμο και για τα γεγονότα που συνέβησαν το 1956 στην Αίγυπτο. Τότε τα είχαν συνδυάσει με ότι συνέβη κατά την διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας.



Ως γνωστόν, ο Ριχάρδος αναχώρησε για την Γ’ Σταυροφορία μαζί με τον Φίλιππο Β΄ της Γαλλίας, προκειμένου να ανακαταλάβουν τα Ιεροσόλυμα, τα οποία  είχε καταλάβει ο Σουλτάνος της Αιγύπτου Σαλαντίν. Αφού  προετοιμάστηκε πυρετωδώς,  επιβάλλοντας υψηλούς φόρους,  συγκέντρωσε ισχυρό, συνολικά στρατό 4.000 στρατιώτες και 100 πλοία.
Το 1190, ο Ριχάρδος και ο Φίλιππος έφτασαν στην Σικελία, στην οποία ο Ριχάρδος επιτέθηκαν και κυρίευσαν, και ύστερα αφού την λεηλάτησαν, αναχώρησε από αυτή την περιοχή.
Το 1191, λόγω θαλασσοταραχής, έφτασε στο νησί της Κύπρου, και αποφάσισε να το καταλάβει, για να το χρησιμοποιήσει ως βάση έναντι του Σαλαντίν (έτσι άρχισαν τα δεινά και η κατοχή της Κύπρου από τους Δυτικούς και ιδιαίτερα τους Άγγλους).
Μετά αναχώρησε και αφού πρώτα παντρεύτηκε, αποβιβάστηκε στην Άκρα και  βοήθησε τον Γκυ ντε Λουζινιάν, να την καταλάβει.
Όταν ο στόχος αυτός επετεύχθη, είχε 2.700 αιχμαλώτους ζωντανούς, αλλά διέταξε την άμεση θανάτωση τους. Επιτέθηκε στον Σαλαντίν και σε συνεργασία με το εναπομείναν βασίλειο της Ιερουσαλήμ και νίκησε τις δυνάμεις του, τόσο στην μάχη του Αρσούφ, όσο και της Γάζας. Προσπάθησε δε να διαπραγματευτεί μαζί του,  χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Όταν ο Ριχάρδος είδε ότι η παραμονή του στους Αγίους Τόπους δεν μπορούσε να συνεχιστεί περαιτέρω και επειδή ταυτόχρονα έμαθε ότι ο πρώην σύμμαχος του, Φίλιππος και ο αδελφός του, Ιωάννης, συνωμοτούσαν εναντίον του,  ήρθε σε συμφωνία με τον Σαλαντίν.
 Αφού συμφώνησαν για την ελεύθερη η είσοδο των προσκυνητών στα Ιεροσόλυμα, αμέσως μετά, ο Ριχάρδος αποφάσισε να γυρίσει στην Αγγλία, στην οποία τελικά κατάφερε να φτάσει μετά από πολλά χρόνια και περιπέτειες.


Αντίστοιχα το 1956, η Αγγλία και η Γαλλία, σε συνεργασία με το Ισραήλ, επενέβησαν στρατιωτικά στην Αίγυπτο με σκοπό να ανατρέψουν τον νέο τότε πρόεδρο της χώρας, τον Τζαμάλ Αμπντ αλ Νάσερ.
Η κρίση γρήγορα έλαβε διεθνείς διαστάσεις και απείλησε την παγκόσμια ειρήνη. Τελικά λόγω διεθνών πιέσεων, υπό την πίεση των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης οι εισβολείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημά τους και να αποσυρθούν.
Η κρίση αυτή  οφειλόταν κυρίως στην αντιπαράθεση των Αιγύπτιων με τους Βρετανούς, την διάρρηξη των σχέσεων της Αιγύπτου με την Δύση, την άρνηση της  Αίγυπτου να ενταχθεί σ’ ένα αμυντικό σύμφωνο για τη Μέση Ανατολή, καθώς και στην φιλοδοξία του Νάσερ για πλήρη αραβική ενότητα υπό τον έλεγχο του.

Επίσης η στροφή του Νάσερ προς την Μόσχα, αλλά και στην αγορά από μέρους του σοβιετικών όπλων,  καθώς και η υποστήριξης που παρείχε η Αίγυπτος στο κίνημα της Αλγερίας, μαζί με την οικονομική βοήθεια που δέχτηκε από την ΕΣΣΔ για την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν και η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, ήταν ενέργειες, οι οποίες εξόργισαν την κυβέρνηση του Λονδίνου.

Έτσι οι Βρετανοί και Γάλλοι άρχισαν να προετοιμάζονται για εισβολή και συμμάχησαν με το Ισραήλ. Με βάση το σχέδιο που εκπονήθηκε,  το Ισραήλ θα εισέβαλε στην Αίγυπτο, θα καταλάμβανε την διώρυγα του Σουέζ  και οι Αγγλο-γάλλοι θα απαιτούσαν να αποσυρθούν οι εμπόλεμες χώρες σε απόσταση δέκα μιλίων από την διώρυγα, αλλιώς απειλούσαν ότι θα την καταλάμβαναν με την χρήση στρατιωτικής βίας.
Σύντομα τα σχέδια ακλούθησαν τα πλάνα που είχαν ετοιμαστεί και το Ισραήλ κατέλαβε το Σινά και την επομένη οι Αγγλο-γάλλοι ζήτησαν από τις δύο εμπόλεμες χώρες να αποσύρουν τις δυνάμεις τους δέκα μίλια από την διώρυγα.
Οι Αμερικανοί αντέδρασαν έντονα, όπως και  οι Σοβιετικοί και θεωρώντας ότι η επέμβαση στην Αίγυπτο θα ήταν πολιτικά επιζήμια, ζήτησαν δε να αποσυρθούν οι Ισραηλινοί, οι  Βρετανοί και οι Γάλλοι από την Αίγυπτο.

Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, υπό ισχυρή πολιτική πίεση,  ανακοίνωσαν εκεχειρία. Η Βρετανία και η Γαλλία γνώρισαν μεγάλη πολιτική και διπλωματική ήττα και αναγκάστηκαν να αποσύρουν μαζί με το Ισραήλ τις δυνάμεις τους από την Αίγυπτο.
   
Έτσι, ακριβώς όπως τον καιρό του Ριχάρδου,  οι Αγγλο-γάλλοι σε συνεργασία με το βασίλειο της Ιερουσαλήμ επιτέθηκαν στην Αίγυπτο για να ανακαταλάβουν τα Ιεροσόλυμα, αλλά στο τέλος λόγω εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων αποσύρθηκαν, έτσι και στην κρίση του Σουέζ, η προσπάθεια των Αγγλο-γάλλων σε συνεργασία με το Ισραήλ για να καταλάβουν την διώρυγα του Σουέζ αντίστοιχα,  λόγω εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων στο τέλος αναγκάστηκαν να αποσυρθούν.
Ακόμα και στις μέρες μας οι ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και Ισραήλ συνεχίζουν να ανακατεύονται στις υποθέσεις της Αιγύπτου (κάτι που γίνεται φανερό ιδιαίτερα στην περίπτωση της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης») και προσπαθούν με κάθε μέσο να κυριαρχήσουν πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά στην χώρα αυτή.
Μένει μόνο στον Αιγυπτιακό λαό, υπό την ηγεσία των κατάλληλων ηγετών, του Σαλαντίν στον Μεσαίωνα, του Νάσερ στην νεότερη εποχή (ο οποίος όμως ήταν ένας σκληρός, βίαιος και ανελέητος εθνικιστής συνάμα και άμεσα υπεύθυνος για την καταστροφή της ακμάζουσα Ελληνικής κοινότητας της Αλεξανδρείας αριθμού 150.000 ατόμων, αφήνοντας σήμερα μόλις 3.000 άτομα στην πόλη αυτή) και του Στρατάρχη Σίσυ στις μέρες μας,  να αντισταθεί στα επεκτατικά σχέδια των Δυτικών και να κερδίσει την εθνική του ανεξαρτησία, ευημερία και ασφάλεια.
(Υστερόγραφο: Βέβαια οι ιστορικοί παραλληλισμοί δεν είναι και πάντα πετυχημένοι. Λόγου χάρη όταν το 1958 ο Νάσερ, ο οποίος πραγματοποίησε την βραχυχρόνια ένωση Συρίας και Αιγύπτου, η πράξη του αυτή παραλληλίστηκε με την ένωση Συρίας και Αιγύπτου που πραγματοποίησε ο Σαλαδίνος, αλλά σε αντίθεση με την μόνιμη ένωση του Σαλαδίνου, η ένωση του Νάσερ διαλύθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα).

Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

ΤΑ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017



ΤΑ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ

Ως γνωστόν το πρώτο ουσιαστικό πραξικόπημα που έγινε στην Τουρκία ήταν αυτό των Νεότουρκων το 1908, εναντίον του τότε Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’. Από τότε ξεκίνησε ουσιαστικά ο κύκλος πολιτικών εκτροπών (πραξικοπημάτων) στην χώρα αυτή.
Βέβαια οι Νεότουρκοι δεν προχώρησαν τότε στην πλήρη κατάργηση του Χαλιφάτου και στην έκπτωση του Σουλτάνου, κάτι το οποίο ολοκλήρωσε λίγα χρόνια αργότερα ο Κεμάλ Αττατούρκ.
Συγκεκριμένα το 1923 και αφού ο Κεμάλ είχε πρώτα «ολοκληρώσει» την γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, όπως επίσης και την πραγματοποίηση της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Κεμάλ προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη στην βίαιη κατάληψη της εξουσίας, όπως και στην απομάκρυνση της τότε νόμιμης σουλτανικής κυβέρνησης.
(Ήδη από τις 17 Νοεμβρίου του 1922, ο ίδιος ο Σουλτάνος Μωάμεθ Στ΄ είχε εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, κάτι που βοήθησε ουσιαστικά στην «κατάληψη» της εξουσίας από την «κυβέρνηση» της Άγκυρας).
Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, έχοντας βέβαια από το 1930, καταργήσει όλα τα υπόλοιπα αντιπολιτευόμενα κόμματα.
Στη διάρκεια της προεδρικής του θητείας ο Κεμάλ πραγματοποίησε πολλές ακραίες αλλαγές στην Τουρκία (χωρίς φυσικά να έχει την έγκριση ή να έχει ρωτήσει τον τουρκικό λαό για καμμιά από αυτές). Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάσει της ισλαμικής νομοθεσίας.
Στην συνέχεια προχώρησε στην πλήρη εγκαθίδρυση του προσωποπαγούς δικτατορικού  καθεστώτος του στην χώρα, όπως και της τάξης (ή κάστας) που εκπροσωπούσε, δηλαδή των στρατιωτικών (αλλιώς «πασάδων»), εξοντώνοντας ή φυλακίζοντας τους αντιπάλους του, και φτιάχνοντας ένα «πολιτικό σύνταγμα» που δεν θα επέτρεπε ποτέ στους εχθρούς του κοσμικού δικτατορικού καθεστώτος του, να απειλήσουν την πολιτική και ιδεολογική του ηγεμονία.


Ο Κεμάλ απεβίωσε στις 9.05 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 από κίρρωση του ήπατος στο παλάτι Ντολμά Μπαχτσέ στην Κωνσταντινούπολη και κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές από τους οπαδούς του.
Την «παρακαταθήκη» πραξικοπημάτων που ξεκίνησαν ο Κεμάλ και οι Νεότουρκοι, συνέχισαν οι Κεμαλικοί (οι στρατηγοί), κάθε φορά που «ένιωθαν» ότι απειλούταν η Κεμαλική και ιδεολογική τους ηγεμονία από αντιπολιτευόμενους που έπαιρναν την ηγεσία της χώρας, ειδικά εάν αυτοί έδειχναν τάσεις συμπάθειας ή ακόμα χειρότερα και συνεργασίας με τους ισλαμιστές.  
Για τους λόγους αυτούς περίπου (όπως επίσης και λόγω της εκτεταμένης διαφθοράς, καταπίεσης και την τότε οικονομική κρίση στην Τουρκία), συνέβη το πραξικόπημα του 1960 (το πρώτο στην χώρα αυτή μετά τον θάνατο του Κεμάλ).

Έτσι το 1960 μια ομάδα αξιωματικών, οι περισσότεροι εκ των οποίων έφεραν το βαθμό του συνταγματάρχη, με ηγέτη τον Τζελάλ Γκιουρσέλ, στρατηγό και Αρχηγό του στρατού,  «εμφανίστηκαν» ως εγγυητές του συντάγματος, με κύριο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Μεντερές, διότι υποτίθεται πως απειλούσε την «παρακαταθήκη» του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο Αντνάν Μεντερές (κύριος υπεύθυνος των λεγόμενων «Σεπτεμβριανών» του 1955 εναντίον των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη) είχε υπηρετήσει ως πρωθυπουργός της Τουρκίας από το 1950 ως την ανατροπή της κυβέρνησής του, συνολικά μία δεκαετία. Είχε ενταχθεί στο κόμμα του Ατατούρκ το 1930 και εκδιώχθηκε από αυτό το 1945.
Μαζί με ορισμένους ακόμη διαφωνούντες, μεταξύ των οποίων ο Τζελάλ Μπαγιάρ, ίδρυσαν, το 1946, το Δημοκρατικό Κόμμα, το πρώτο αντιπολιτευόμενο τους κεμαλιστές κόμμα της Τουρκίας που κατόρθωσε να κερδίσει τις εκλογές.
Το πραξικόπημα έλαβε χώρα μέσα σε ένα άκρως τεταμένο πολιτικό κλίμα, στο οποίο συνετέλεσε και μία παρατεταμένη οικονομική κρίση. Ο αυταρχισμός και η διαφθορά της κυβέρνησης Αντνάν Μεντερές επέτειναν περισσότερο το αδιέξοδο.



Η πολιτική ένταση άρχισε να κορυφώνεται από το Μάρτιο του 1960. Στρατιωτικές μονάδες διατάχθηκαν να παρεμποδίσουν περιοδεία του αρχηγού της κεμαλικής αντιπολίτευσης, Ισμέτ Ινονού, παλαιού συμπολεμιστή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ξέσπασε κύμα διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης.
*Στις 17 Απριλίου το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα κατέθεσε στην εθνοσυνέλευση πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας επειδή δήθεν η αντιπολίτευση εξόπλιζε τους οπαδούς της για να καταλάβει την εξουσία δια της βίας.
Η επιτροπή αυτή όχι μόνο συγκροτήθηκε από βουλευτές του κόμματος του Μεντερές, αλλά επιπλέον αποφάσισε αυθημερόν την απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας όσο διαρκούσε το έργο της, καθώς και την απαγόρευση δημοσίευσης οποιασδήποτε πληροφορίας για τις εργασίες της, ακόμη και για όσα διημείφθησαν εκείνη την ημέρα στο κοινοβούλιο.
Στις 27 Απριλίου ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις κατά της επιτροπής αυτής. Δέκα χιλιάδες φοιτητές, κρατώντας πορτρέτα του Ατατούρκ, απαίτησαν την παραίτηση του Μεντερές. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους. Δύο νεκροί, τριάντα ένας τραυματίες και χίλιοι περίπου συλληφθέντες ήταν ο επίσημος απολογισμός.
Η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο και επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, ενώ απαγόρευσε στον Τύπο να αναφερθεί στις διαδηλώσεις, που όμως επαναλήφθηκαν στις 29 Απριλίου. Ο στρατός αυτή την φορά πυροβόλησε κατά των διαδηλωτών στην Άγκυρα. Τρεις νεκροί και εκατό τραυματίες ο απολογισμός στις νέες ταραχές.
Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και στις 3 Μαΐου η κυβέρνηση έδωσε υποχρεωτική δίμηνη άδεια στον αρχηγό Στρατού Τζεμάλ Γκιουρσέλ. Στις 21 Μαΐου εκατοντάδες μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας, ένστολοι και με επικεφαλής τον διοικητή τους, πήραν μέρος σε αντικυβερνητική διαδήλωση που έγινε στην τουρκική πρωτεύουσα, επευφημούμενοι από το πλήθος.
Στις 25 Μαΐου οι βουλευτές συμπλέχθηκαν στο Κοινοβούλιο και η κυβέρνηση πέτυχε την προσωρινή αναστολή των εργασιών του. Δύο μέρες αργότερα, οι ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν την εξουσία, συναντώντας ελάχιστη αντίσταση από ορισμένες μονάδες της Αστυνομίας και την φρουρά του προεδρικού μεγάρου.
Λίγες ώρες αργότερα οι πραξικοπηματίες στρατιωτικοί συνέλαβαν τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, ο οποίος πραγματοποιούσε περιοδεία στην κεντρική Τουρκία. Την διακυβέρνηση ανέλαβε 37μελής ομάδα, η οποία αμέσως συγκρότησε επιτροπή κατάρτισης νέου Συντάγματος, με πρόεδρο τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, Σιντίκ Σαμί Ονάρ.

 

Οι εργασίες της επιτροπής αυτής κατέληξαν μετά ένα χρόνο στο «δημοκρατικότερο» Σύνταγμα που είχε ποτέ η Τουρκία, κατοχυρώνοντας την ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης, του Τύπου και των πολιτικών δραστηριοτήτων.
Στις 14 Οκτωβρίου άρχισε στην Νήσο των σκύλων στην Θάλασσα του Μαρμαρά η δίκη του Μεντερές, του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Μπαγιάρ, και σχεδόν εξακοσίων άλλων βουλευτών, υπουργών, στελεχών και οπαδών του Δημοκρατικού κόμματος.
Η δίκη αυτή διήρκεσε έναν περίπου χρόνο και κατέληξε στην εκτέλεση του Μεντερές, το Σεπτέμβριο του 1961. Το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου του 1960 ήταν το πρώτο και το τελευταίο πραξικόπημα που έγινε στην Τουρκία εκτός ιεραρχίας του στρατεύματος (τα πραξικοπήματα της 12ης Μαρτίου του 1975 και της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980 έγιναν από το Γενικό Επιτελείο).
Ένας σοβαρός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι ότι το Σύνταγμα που προήλθε από το πραξικόπημα του 1960, με το άρθρο ΙΙΙ δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο θεσμοποίησε την άμεση ανάμειξη της ηγεσίας του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ακολούθησε μία περίοδος έντασης με την εναλλαγή στην εξουσία των κομμάτων του Ντεμιρέλ, της κεντροδεξιάς, του λαϊκού δημοκρατικού και της κεντροαριστεράς του Ετζεβίτ (http://news247.gr/eidiseis/afieromata/ta-pente-praksikophmata-ths-toyrkias-oi-pio-adistaktoi-strathgoi.4173615.html).
Το 1971,  στρατιωτικό κίνημα που έμεινε στην ιστορία ως το «στρατιωτικό πραξικόπημα του μνημονίου», έβγαλε τα τανκς στους δρόμους, προκειμένου να ρίξει την κυβέρνηση και να αναλάβει την εξουσία.
Ο αρχηγός του τουρκικού στρατού παρέδωσε τελεσίγραφο στον τότε πρωθυπουργό, οδηγώντας τον σε παραίτηση με πρόφαση την επικράτηση του χάους και της αναρχίας. Φυσικά, η σχέση των Γκρίζων Λύκων με τα παλαιότερα παραστρατιωτικά σώματα του αντιτρομοκρατικού στρατιωτικού τμήματος δεν διαψεύστηκε ποτέ. Με την μόνη διαφορά ότι ο παλαιός σοβιετικός κίνδυνος που αρχικά εκπαιδεύτηκαν για να ανακόψουν, δεν ίσχυε τότε, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για την «εκτόνωση» της τότε εσωτερικής πόλωσης.
Μέχρι το 1973 ίσχυσε ο στρατιωτικός νόμος σε 11 από τις συνολικά 67 τουρκικές περιφέρειες, αλλά και στις κουρδικές περιοχές. Τα αντίποινα του Απελευθερωτικού Στρατού ήταν πολλά. Ο κύκλος της βίας δεν σταματά. Από το 1975 ως το 1980 ο ετήσιος αριθμός νεκρών από πολιτικές διώξεις και συγκρούσεις φτάνει από τους 35 στους 1.500.

Το ρεπουμπλικανικό κόμμα του Ινονού στρέφεται προς την εργατική τάξη υιοθετώντας μία σοσιαλδημοκρατική πολιτική και το 1972 την ηγεσία του αναλαμβάνει ο πιο ριζοσπαστικός, την εποχή εκείνη, Μπουλέντ Ετσεβίτ. Τα κόμματα μάχονται μεταξύ τους για την εξουσία την ώρα που οι δρόμοι μετρούσαν κάθε μέρα νεκρούς και τραυματίες από τις βίαιες πολιτικές συγκρούσεις. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα έλαβε χώρα στην Τουρκία το πραξικόπημα του 1980.
Το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 αποτελεί την τρίτη επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας μετά τα πραξικοπήματα του 1960 και 1971. Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν ανατρέπει την κυβέρνηση του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η στρατιωτική επέμβαση του 1980 έθεσε τέρμα στην μακρά σύγκρουση του κράτους με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ταυτόχρονα επιβεβαίωσε τον υπό στρατιωτική κηδεμονία χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, αφού οι ένοπλες δυνάμεις απεδείχθη σαν για άλλη μια φορά ο μοναδικός θεσμός που μπορούσε να δώσει «λύση» σε οποιαδήποτε πολιτική κρίση αντιμετώπιζε η χώρα (http://www.reporter.com.cy/international/article/85467/).
Η χούντα του στρατηγού Κενάν Εβρέν εκμεταλλεύτηκε αυτό το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που της παρείχε η συγκυρία και κατάφερε να υπερκεράσει τις ελάχιστες εξωτερικές πιέσεις που εδέχθη σχετικά με την κατάλυση των δημοκρατικών αρχών, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταπίεση των Κούρδων, που μετά το πραξικόπημα του 1980 οργανώνουν το δικό τους μαζικό εθνικό κίνημα.
Το καθεστώς Εβρέν, εν τούτοις, υπήρξε ιδιαίτερα σκληρό. Επεβλήθη καθεστώς λογοκρισίας, διαλύθηκαν τα εργατικά συνδικάτα, φυλακίστηκαν πολιτικοί αρχηγοί, ενώ επισήμως κηρύχθηκαν εκτός νόμου τόσο οι οργανώσεις της αριστεράς όσο και (τυπικώς) της άκρας δεξιάς.
Στις επίσημες καταγραφές αναφέρονται περίπου 650.000 συλλήψεις, 230.000 προσαγωγές σε δίκη, 300 θάνατοι στη φυλακή, 171 θάνατοι από βασανιστήρια, 517 καταδίκες σε θάνατο, 50 εκτελέσεις. Οι πραγματικοί όμως αριθμοί δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Η δικτατορία Εβρέν είχε όσο καμία προηγούμενη την πλήρη υποστήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ.



Ο Εβρέν, ενισχυμένος από το δημοψήφισμα του 1982 (αντίστοιχης «δημοκρατίας» με αυτό του 2017 στην Τουρκία), το οποίο προέβλεπε αυξημένες αρμοδιότητες για τον Πρόεδρο, σε σχέση με άλλα συντάγματα, παρέμεινε στην θέση του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ αποχώρησε οικειοθελώς από την θέση του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατού και αποστρατεύτηκε τον Ιούνιο του 1983. Από την θέση του προέδρου αποχώρησε το 1989.
Το 1993, εκδηλώθηκε το λεγόμενο «συγκεκαλυμμένο πραξικόπημα», το οποίο είχε στόχο την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK).
Το 1997,  η ανοικτή δυσαρέσκεια των  στρατιωτικών  κύκλων σε έναν ισλαμικό προσανατολισμό από το τότε κόμμα της «Ευημερίας» του  Ερμπακάν οδήγησε στην πτώση του από την εξουσία (μετά από ένα απειλητικό τελεσίγραφο που δόθηκε στον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό Ερμπακάν).
Αυτό ονομάστηκε «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» ή αλλιώς «Βελούδινο Πραξικόπημα». Σύμφωνα δε με την κ. Τσιλέρ, η όλη αυτή διαδικασία του χωρίς «όπλα και πυρομαχικά», πραξικοπήματος για την ανατροπή της κόστισε στον λαό 251 εκ. λίρες.
Το τελευταίο κεφάλαιο πραξικοπημάτων που γράφτηκε στην  Τουρκία ήταν η αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής με πραξικόπημα του Ερντογάν από τον Μουχαρέμ Κοσέ και τους συνεργάτες του, τον Ιούλιο του 2016.
Το εάν ήταν όντως κανονικό πραξικόπημα που απέτυχε λόγω κακής οργάνωσης, βιασύνης και αναποφασιστικότητας ή είχε στηθεί από τον ίδιο τον Ερντογάν (που απλά το ήξερε και το άφησε επίτηδες να συμβεί έχοντας πάρει από πριν τα μέτρα του), με σκοπό να μπορεί μέσω αυτού, να έχει την δικαιολογία να «αναλάβει» δικτατορικές εξουσίες, να εξοντώσει τους αντιπάλους του, και να κυριαρχήσει πλήρως πολιτικά, είναι θέμα προσωπικής ερμηνείας και εξαρτάται πολύ από την οπτική γωνιά που θα το δει κανείς.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι βοήθησε σημαντικά τον Ερντογάν να εδραιώσει την εξουσία του και να βγάλει από την μέση όσους δεν συμφωνούσαν μαζί του, βαφτίζοντας τους φίλους των πραξικοπηματιών και του Γκιουλέν (είτε πραγματικά ήταν, είτε όχι).
Στην συνέχεια προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 16 Απριλίου του 2017 (το οποίο κέρδισε με οριακή πλειοψηφία, όπως  παράλληλα και με μία ολοφάνερη και εκτεταμένη νοθεία- http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26511&subid=2&pubid=114595388), με σκοπό να μπορέσει μέσω αυτού να εδραιώσει «νόμιμα» τις υπερεξουσίες του ως «νέος Σουλτάνος», όπως και να «καλύψει» τα πολλά επικίνδυνα για τον ίδιο και προσωπικά οικονομικά σκάνδαλα (https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2017/04/kim-jong-erdogun-kim-jong-un.html).



Στην τωρινή χρονική φάση, ο Ερντογάν φαίνεται να έχει το πάνω χέρι, έχοντας εξοντώσει σε μεγάλο βαθμό και ξεδοντιάσει (αν και όχι πλήρως), όπως κανείς στο παρελθόν, τους κεμαλικούς στρατηγούς, μαζί με τους οπαδούς τους (φυσικά το ίδιο ισχύει και για τους οπαδούς του Γκιουλέν και όλους τους άλλους αντιπάλους του).
Όμως ακόμα και έτσι τίποτε δεν εγγυάται στον Ερντογάν την μακροχρόνια παραμονή του στην εξουσία, μιας και μπορεί ακόμα και τώρα να πέσει, είτε από ένα νέο, «κανονικό» αυτή την φορά, πραξικόπημα των εναπομείναντων κεμαλικών στρατηγών (με την υποστήριξη ή ανοχή, ξένων δυσαρεστημένων με την Τουρκία δυνάμεων, π.χ. των ΗΠΑ), όπως επίσης και από την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας του, ή ακόμα και από ένα «εσωκομματικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» από δυσαρεστημένα στελέχη του ίδιου του κόμματος του (http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26511&subid=2&pubid=114582598).
Και θα πρέπει παράλληλα να λεχθεί ότι η κατάσταση στην χώρα θυμίζει έντονα αυτή της εποχής του Μεντερές, με τεράστια πολιτική καταπίεση, οικονομική κρίση, κοινωνική δυσαρέσκεια, άνοδο του ισλαμισμού, σύγκρουση στρατού-πολιτικής εξουσίας, όπως και κακές σχέσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας με τους δυτικούς «συμμάχους» της.
Και είναι γνωστό που ακριβώς οδήγησε στο τέλος αυτή η κατάσταση τον Μεντερές, το κόμμα και τους συμμάχους του, αλλά και την ίδια την Τουρκία γενικότερα….
Θα επιφυλάξει η ιστορία στον Ερντογάν άραγε την ίδια κατάληξη (εκτέλεση ή δολοφονία, είτε μετά από επιτυχημένο αυτή την φορά πραξικόπημα, είτε και μία «ατομική» απόπειρα δολοφονίας); 

Θα είναι άραγε αυτή μία εικόνα από το μέλλον για την Τουρκία; (δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι όταν ο Ερντογάν μιλάει σε εξωτερικούς χώρους φοράει πάντα αλεξίσφαιρο γιλέκο μέσα από το σακάκι του).
Άγνωστο, αλλά το μόνο βέβαιο είναι ότι εάν ο Ερντογάν δεν λαμβάνει συνεχώς τα μέτρα του, οι εχθροί του θα εκμεταλλευτούν την όποια στιγμή εφησυχάσει σαν μία ευκαιρία  για να τον εξοντώσουν, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό την Τουρκία, είτε σε εμφύλιο πόλεμο, είτε σε διαμελισμό, είτε ακόμα και σε βίαιες εξωτερικές πολεμικές «ιδέες και πράξεις».
(Είναι ιδιαίτερα γνωστό ιστορικά άλλωστε, πως κάθε αποτυχημένο εσωτερικά πολιτικά βίαιο και αυταρχικό καθεστώς, επιζητεί «περιπέτειες» στο εξωτερικό, προκειμένου να «αποπροσανατολίσει» τον λαό του από τα έντονα εσωτερικά του προβλήματα, «εξάγοντας» τα σε άλλους λαούς).