ΟΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΜΕΙΞΗ
ΤΩΝ ΗΠΑ ΣΕ ΑΥΤΕΣ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως
γνωστόν, οι ΗΠΑ, από την ίδρυση του πρώτου ελεύθερου κράτους τους ακόμα,
φρόντιζαν να κρατούν υπό έλεγχο την Κεντρική και Νότια Αμερική (την οποία οι
ίδιοι ονόμαζαν ως την «πίσω αυλή των Ηνωμένων Πολιτειών»), κηρύσσοντας με το
«δόγμα Μονρόε».
Σύμφωνα
με το «δόγμα» αυτό, η Αμερικάνικη Ήπειρος, θα πρέπει να βρίσκεται μόνιμα εκτός
της σφαίρας πολιτικής επιρροής, καθώς και στρατιωτικών επεμβάσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών
δυνάμεων και οποιαδήποτε προσπάθεια αυτών να ελέγξουν την περιοχή αυτή, θα αντιμετωπιστεί
από τις ΗΠΑ, είτε με πολιτικά, είτε με στρατιωτικά μέσα.
Πραγματικά,
οι παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής μετρά
την ανακοίνωση του δόγματος αυτού, υπήρξαν ελάχιστες, νέων οσίες χώρες έκαναν
το λάθος να παρέμβουν (όπως π.χ. η Γαλλία του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Γ’ στο
Μεξικό), αναγκάστηκαν στο τέλος να υποχωρήσουν ταπεινωμένες και ηττημένες από
την περιοχή αυτή.
Είναι
αδιαμφησβήτητο γεγονός, πως αμέσων μετρά την απελευθέρωση των δεκατριών Αμερικάνικων
αποικιών από τον Αγγλικό ζυγό το 1783 (δηλαδή των ΗΠΑ), αυτές αρχίσαν άμεσά να επεκτείνονται
εδαφικά και στρατιωτικά.
Πρώτα
λοιπόν οι ΗΠΑ, επεκτάθηκαν προς την Δύση (καταλαμβάνοντας τις περιοχές των Ινδιάνων)
και στην συνέχεια προς τον Βορρά (αγοράζοντας την Αλάσκα από τους Ρώσους και
την Λουϊζιάνα από τους Γάλλους), καθώς και προς τον Νότο (νικώντας το Μεξικό
και καταλαμβάνοντάς το Τέξας ή τους Ισπανούς, καταλαμβάνοντας την Χαβάη).
Ακόμα
και όταν οι ΗΠΑ είχαν καταφέρει να καταλάβουν όλη την περιοχή την οποία κατέχουν
σχεδόν και σήμερα, δεν σταμάτησαν τις στρατιωτικές επεμβάσεις τους σε άλλες χώρες
της Αμερικάνικης Ηπείρου (π.χ. Κουβά, Μεξικό, Αϊτή, κ.λ.π.).
Όμως,
παρόλο που οι ΗΠΑ από κάποια στιγμή και μετρά, είχαν αν ήθελαν την δυνατότητα
να κατακτήσουν όλη σχεδόν την Αμερικανική Ήπειρο, σε πολλές περιπτώσεις, φρόντιζαν,
αντί να προβαίνουν σε εξαιρετικά δαπανηρές οικονομικά και στρατιωτικά εισβολές
σε άλλες χώρες, να στηρίζουν την άνοδο στην ηγεσία των υπολοίπων Αμερικανικών κρατών,
δικτατοριών.
Αυτές,
φρόντιζαν να είναι απολυτά πίστες στις ιδίες και έναντι μεγάλων χρηματικών αμoιβών, θα πρόδιδαν τους λαούς τους
και θα ξεπουλούσαν σε εξευτελιστικούς ορούς, όλο τον εδαφικό πλούτο τους σε Αμερικάνικες
επιχειρήσεις.
Για
όσο καιρό αυτές κρατούσαν την εξουσία στις χώρες τους, οι ΗΠΑ συνεργαζόταν μαζί
τους, ενώ όταν έπεφταν συνεργαζόταν με το διάδοχο καθεστώς. Αν αυτό ήταν ανυπάκουο
προς τις ΗΠΑ, τότε κανονιζόταν η δολοφονία του ηγέτη του.
Αν
κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό «στηριζόταν» η άνοδος μιας άλλης δικτατορίας στην «ανυπάκουη
χωρά», ενώ αν ούτε και αυτή η μέθοδος έπιανε, τότε πραγματοποιούταν στρατιωτική
εισβολή από τις ΗΠΑ με κάποια πρόφαση.
Οι
μέθοδοι αυτές, χρησιμοποιήθηκαν από τις ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική, καθόλη την διάρκεια
του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα και ιδίως κατά την διάρκεια
του Ψυχρού Πολέμου, οπού μόνο στην Νικαράγουα (από τον Ντάνιελ Ρέγκα) και την Κουβά
(από τον Φιντέλ Κάστρο), κατόρθωσαν οι αντίπαλοι τους οι Σοβιετικοί να εγκαθιδρύσουν
φιλικές προς αυτούς κομμουνιστικές δικτατορίες.
Στην
δε μεταψυχροπολεμική εποχή, το μόνο μη αμερικανόφιλο καθεστώς που απέμεινε στην
Νοτιά και Κεντρική Αμερική, ήταν αυτό της Κουβάς, ενώ σε όλα τα αλλά κράτη, αναδείχθηκαν
φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις, οι οποίες υπάκουαν τυφλά τις ΗΠΑ και τις οικονομικές
ολιγαρχίες που αυτές στήριζαν στα κράτη αυτά (ντόπιες ή αμερικάνικες), και όχι
τα συμφέροντα των λαών τους.
Όμως,
οι αμερικανόδουλες αυτές κυβερνήσεις στην Λατινική Αμερική, εφάρμοσαν τόσο άδικες
οικονομικές πολίτικες προς τα κατώτερα-φτωχότερα στρωματά των λαών τους, που αυτοί
αρχίσαν να στρέφονται και να ψηφιζόταν κόμματα με ιδεολογίες με τις οποίες οι
ΗΠΑ πάλεψαν με νυχιά και με δόντια, προκειμένου να μην επικρατήσουν στην περιοχή
αυτή.
Τα
κόμματα αυτά, είχαν κατά βάση αριστερή ιδεολογία (την οποία οι ΗΠΑ αντιμαχόταν
στον Ψυχρό Πόλεμο), και ζητούσαν την δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου των λαών
υπερ. των φτωχότερων στρωμάτων (ερχόμενοι με τον τρόπο αυτό σε σύγκρουση με τις
ντόπιες και αμερικάνικες επιχειρήσεις που λυμαινόταν τον λαϊκό πλούτο).
Στην
δε εξωτερική πολιτική τους, ήταν περισσότερο υπερ. των ίσων αποστάσεων από τις μεγάλες
δυνάμεις ή ακόμα και υπερ. της συνεργασίας με την Ρωσία και την Κίνα στην θέση
των ΗΠΑ.
Ιδίως
η διακυβέρνηση των ΗΠΑ από την στρατοκρατική, βίαιη και πολιτικά ανόητη πολιτική
ομάδα του Τζωρτζ Μπους του νεότερου (αλλά και του Ομπάμα στην συνέχεια), όπως
και η τεράστια φτώχεια και κοινωνική εξαθλίωση που υπήρχε στην Λατινική Αμερική
την περίοδο αυτή, συντέλεσε στην άνοδο πολλών τέτοιων κομμάτων σε πολλά κράτη
της.
Έτσι,
αρχικά στην Βενεζουέλα ανέβηκε στην εξουσία ο αυταρχικός και φιλολαϊκός Ούγκο Τσάβες
(και στην συνέχεια ο Μαδούρο), ο οποίος ήταν οπαδός της ιδεολογίας του
Μπολιβαρισμού (δηλαδή της ένωσης όλων των κρατών της Λατινικής Αμερικής σε μια μεγάλη
ομοσπονδία, ανεξάρτητη και αντιμαχόμενη με τις ΗΠΑ), ο οποίος στην συνέχεια συμμάχησε
με τον Φιντέλ Κάστρο (όπως και με την Κίνα και την Ρωσία).
Στην
Βραζιλία, την εξουσία ανέλαβε ο φιλολαϊκός πρόεδρος Λούλα (τον οποίο διαδέχτηκε
η ομοϊδεάτισσά με αυτόν Ρουσέφ), ο οποίος και προέβη στην οικονομική και πολιτική
συνεργασία με την Ρωσία και την Κίνα, μέσω του οργανισμού BRICS (Brazil-Russia-India-China-South Africa), προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ.
Αλλά
αυτές δεν ήταν οι μονές χώρες που ανέβηκαν παρόμοια και εχθρικά προς τις ΗΠΑ καθεστώτα:
Στην
Αργεντινή είχαμε την άνοδο του ζεύγους Κίχνερ στην εξουσία (πρώτα του Νέστωρ
και μετρά της Χριστίνας), το οποίο και αντιτάχτηκε στις ΗΠΑ και συνεργάστηκε με
τους εχθρούς της, στην Βολιβία του αντιαμερικανού Έβο Μοράλες, στην Παραγουάη
του Φερνάγο Λούγο, στο Εκουαδόρ του Ραφαέλ Κορέα, στην Χιλή της Μιτσέλ
Μπατσελέ, στην Νικαράγουα του Ντάνιελ Ορτέγκα, ενώ στο Περού του Ογιάντα Ουμάλα.
Φαινόταν
λοιπόν, πως όλη σχεδόν η Λατινική μερική είχε πια χαθεί από την ηγεμονία των
ΗΠΑ και σε αυτή, μετρά από δεκαετίες καταπίεσης αναδεικνυόταν αριστερά κόμματα εχθρικά
προς αυτές και τις επιχειρήσεις τους, ενώ αυτά όχι μόνο αρχίσαν να συνεργάζονται
με τους πολίτικους ανταγωνιστές τους, αλλά ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τον οργανισμό
Αμερικάνικων κρατών και αρχίσαν να αντιμάχονται πολιτικά ακόμα και με τις ιδίες
τις ΗΠΑ (κατά την ιδεολογία του Μπολιβαρισμού του Τσάβες).
Οι
ΗΠΑ, με μεγάλη ανησυχία, έβλεπαν πως αρχίσαν να χάνουν τον έλεγχο της πίσω αυλής
τους μάδα από δυο αιώνες απολυτής κυριαρχίας
σε αυτή, κάτι που αν δεν αντιδρούσαν, θα έκανε εφικτή την «εισδοχή» στην περιοχή
(είτε οικονομική, είτε πολιτική ή ακόμα και στρατιωτική) ξένων και εχθρικών δυνάμεων
προς αυτές (ευρωπαϊκών και μη).
Αν
αυτό συνέβαινε, και η Λατινική Αμερική ενώνονταν σε ένα ισχυρό ομόσπονδο κράτος
(π.χ. μέσω της επέκτασης της Mecorsur),
θα είχε ως αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των ΗΠΑ από αυτή, ενώ θα δημιουργούταν διπλά
στις Ηνωμένες Πολιτείες μια ισχυρή ανταγωνιστική πολιτική και οικονομική ένωση
(αντίστοιχη της ΕΕ).
Μια
τέτοια ένωση, όχι μόνο θα έδιωχνε τις στρατιωτικές
βάσεις των ΗΠΑ από τις χώρες της (και θα έφερνε ίσως στην θέση τους ρωσικές ή κινέζικες),
αλλά ίσως και να εθνικοποιούσε μελλοντικά τον πλούτο των επιχειρήσεων Αμερικάνικων
συμφερόντων σε αυτές.
Έτσι,
οι ΗΠΑ, μην μπορώντας να επιτρέψουν να συμβεί κάτι τέτοιο, αποφάσισαν άμεσα να αντιδράσουν.
Στην
Παραγουάη, φρόντισαν (μέσω της τοπικής αμερικανόφιλης Γερουσίας) να επιτύχουν το
2012, την αποπομπή του προέδρου της, Φερνάντο Λούγο, με την κατηγορία της
«πλημμελούς άσκησης καθηκόντων», μετά τις αιματηρές συγκρούσεις με 17 νεκρούς
που σημειώθηκαν τότε στην χώρα, μεταξύ της αστυνομίας και των αγροτών.
Νέος
πρόεδρος της Παραγουάης ορκίστηκε ο Φεντερίκο Φράνκο, πρώην αντιπρόεδρος και
σύμμαχος του Λούγο, ο οποίος είχε μεταπηδήσει στην αντιπολίτευση και
μετατράπηκε σε ηγετικό της στέλεχος (από τότε μέχρι σήμερα επικρατεί στην χωρά
αυτή αμερικανόφιλη κυβέρνηση).
Στην
Βραζιλία, μετρά την ολοκλήρωση της θητείας του Λουλά, πηρέ την θέση του στις επόμενες
εκλογές η ομοϊδεάτισσά του, Ντίλμα Ρουσέφ. Όμως και αυτή απεπέμφθη από την θέση
της το 2016, όταν το κοινοβούλιο της Βραζιλίας, υπέρ της καθαίρεσης της Ρούσεφ
από την προεδρική θέση.
Ο
αντιπρόεδρος (και φιλοαμερικανός) Μισέλ Τεμέρ, ανέλαβε νέος πρόεδρος της χωράς,
υστέρα από την καθαίρεση της Ρουσέφ, ενώ και αυτό το κράτος έχει από τότε μια αμερικανόφιλη
κυβέρνηση).
[Επίσης,
στην Βραζιλία, στις μέρες μας, υπάρχει ανάδειξη υποψήφιων τύπου Τραμπ, όπως του
Ζοάο Ντόρια, εκατομμυριούχου μεγιστάνα των ΜΜΕ, εκλεκτού των επιχειρηματιών της
χώρας, λαικστή και παρουσιαστή (όπως ο Τραμπ) του τηλεριάλιτι της Βραζιλίας «Ο
Ασκούμενος» (http://www.tovima.gr/world/article/?aid=893346).
Επίσης
και του Σίρο Γκόμες, ενός σκληρού ρήτορα και τραχύ πολιτικού, ο οποίος είναι
και αυτός, όπως ο Τραμπ, φωνακλάς και προσβλητικός
(οι δε δημοσκοπήσεις μέχρι σήμερα, δίνουν στους Γκόμες και Ντόρια, ισοψηφία σε
μια υποθετική μονομαχία τους, στον β' γύρο των προεδρικών εκλογών του 2018 στην
Βραζιλία).
Όμως,
ο σημαντικότερος υποψήφιος για «Βραζιλιάνος Τραμπ», τις έχει ο ακροδεξιός Ζαΐρ
Μπολσονάρο, του οποίου το κόμμα με το όνομα «Σοσιαλιστικό Χριστιανικό Κόμμα», λαμβάνει
το 15% των συνολικών ψήφων στην χώρα, με ανοδική τάση
(Το
τωρινό ποσοστό του Μπολσονάρο για τις προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας ανέρχεται
σε 17-18 % και, αν τελικά δεν επιτραπεί στον Λούλα ντα Σίλβα να κατεβεί ξανά
για πρόεδρος, αναμένεται ο Μπολσονάρο να ανέβει στο 21-22 %).
Ο
Μπολσoνάρο, γνωστός και ως ο «Τραμπ της Βραζιλίας», είναι πρώην στρατιωτικός (πρώην
αλεξιπτωτιστής) και είναι γνωστός για τις δηλώσεις του υπέρ της δικτατορίας της
Βραζιλίας (http://www.efsyn.gr/arthro/i-akrodexia-oikeiopoiithike-tin-aganaktisi), για τα συχνά σεξιστικά και προσβλητικά
του σχόλια, τις επιθέσεις κατά των γκέι και των ναρκομανών.
Ο
ίδιος, είναι επίσης ένας ζηλωτής καθολικός, ενώ ως ο λοχαγός, τοποθετούσε στα
τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, βόμβες σε στρατόπεδα, διαμαρτυρόμενος για το γεγονός,
πως οι μισθοί των στρατιωτικών δεν αυξανόταν.
Έχει
επίσης, περισσότερα από 4,8 εκατ. Likes (ενώ ο Λούλα ντα Σίλβα έχει 3
εκατ. Likes) στο Facebook, ενώ στα κοινωνικά δίκτυα, έχει καταφέρει να
κινητοποιεί 58 ομάδες, κατέχοντας σχεδόν 100 ιστοσελίδες (μέσω των Bolsominions,
οι οποίοι και διαδίδουν τις επιθετικές απόψεις του σε πολυάριθμες ομάδες μέσω
του διαδικτύου).
Πρόσφατα,
ο γνωστός σε όλους μας πρώην ποδοσφαιριστής Ροναλντίνιο, φωτογραφήθηκε μαζί με
τον Μπολσονάρο, κρατώντας ένα βιβλίο του πολιτικού αυτού, εν είδει υποστήριξης
της προεκλογικής εκστρατείας του για τον προεδρικό θώκο, ενώ δεν διέψευσε τα
δημοσιεύματα που τον θέλουν να κατεβαίνει ως υποψήφιος του ακροδεξιού κόμματος
του Μπολσονάρο στην επαρχία της Μίνας Ζεράις (http://www.efsyn.gr/arthro/sta-dihtya-toy-mpolsonaro,
http://menshouse.gr/bala/70112/o-ronalntinio-dialyi-mytho-tou-tin-gkela-tis-zois-tou).
(Όπως
ακουγόταν παλαιοτέρα και για τον γνωστό τερματοφύλακα Μπουφόν στην Ιταλία, πως
και αυτός έχει ακραίες πολίτικες θέσεις και σκέφτεται να κατεβεί ως υποψήφιος στις
εκλογές, στις λίστες ενός ακραίου κόμματος της χώρας αυτής).
Πιθανώς,
η στάση αυτή του Ροναλντίνιο, οφείλεται εν μέρει στην καταδίκη των σκανδάλων όλων
των πολίτικων κομμάτων της χωράς του για την διαφθορά, την αρχομανία και την ανηλεή
δυναστεία του λαού από αυτά, στην στροφή του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά, καθώς
και στην προσπάθεια αναζήτηση στην χωρά ενός αδιάφθορου πολιτικού (και ο
Μπολσονάρο, θεωρείται αδιάφθορος).
Οι
υποψηφιότητες για τις προεδρικές εκλογές του 2018 στην Βραζιλία, είναι αυτές των
Μαρίνα Σίλβα, Σίρο Γκόμες, Ζοάο Ντόρια, και Ζαΐρ Μπολσονάρο (η υποψηφιότητα του
πρώην προέδρου της χωράς αυτής, του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, είναι αβέβαιη,
στην καλύτερη των περιπτώσεων, ενώ την ιδιά στιγμή, και το 20% του εκλογικού
σώματος να δηλώνει αναποφάσιστο).
Η Μαρίνα Σίλβα, είναι μια άχρωμη πολίτικος, που προηγείται
για την ώρα στις δημοσκοπήσεις (όμως οι εκλογικοί αναλυτές, τονίζουν ότι δεν έχει
χάρισμα, δεν «ελκύει» τους ψηφοφόρους, ούτε και έχει γενικά δυνατότητα μεγάλης απήχησης
στο εκλογικό κοινό).
Η
εκλογική κούρσα, αναμένεται να έχει πολλές εκπλήξεις χωρίς την συμμετοχή του Λούλα,
ενώ ο εκλογικός αγώνας αυτός αναμένεται να είναι ιδιαίτερα έντονος και αμφίρροπος.
Μετά
την απαγγελία κατηγοριών στον Λούλα, για ξέπλυμα χρήματος, λίγες ημέρες μετά
την ανακοίνωσή του πως αν το απαιτήσουν οι περιστάσεις θα είναι υποψήφιος για
την προεδρία το 2018, ο Λούλα καταδικάστηκε από το Ανώτατο δικαστήριο της χωράς
για σκάνδαλο οικονομικής διαφθοράς.
Ο
ίδιος, προσέφυγε άμεσα κατά της απόφασης αυτής, αφού αν αυτή επικυρωθεί, δεν θα
έχει δικαίωμα να διεκδικήσει πολιτικό αξίωμα για οκτώ χρόνια (όμως το εφετείο,
αναμένεται να χρειαστεί τουλάχιστον οκτώ μήνες για να αποφανθεί, ενώ η προεκλογική
εκστρατεία στην χωρά αυτή, έχει ήδη ξεκινήσει, αν και με βάση πρόσφατες, στον
δεύτερο γύρο των προεδρικών του 2018, ο Λούλα θα νικούσε άνετα όλους τους
άλλους υποψηφίους).
Όσον
αφορά τον λαό της Βραζιλίας, αυτός σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 83% των
Βραζιλιάνων αποδοκιμάζει την τωρινή κυβέρνηση, ενώ το 78% αποδοκιμάζει όλα τα
πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς.
Τα
ιδιά δε συμβαίνουν και στην Νοτιά Αφρική, οπού διάδοχος του σημερινού εθνικιστή
προέδρου της χωράς Ζούμα, προαλείφεται να είναι και εδώ ο επιχειρηματίας, ο Σίριλ
Ραμαπόζα, ο εκλεκτός των επιχειρηματιών της χώρας αυτής].
Στην
Αργεντινή, νέος πρόεδρος ανέλαβε στις προεδρικές εκλογές του 2017 ο δεξιός
φιλοαμερικανός επιχειρηματίας Μάκρη, ενώ το κόμμα της Κίχνερ, ηττήθηκε συντριπτικά, αν και η ιδιά κατάφερε να εκλεγεί
στην Γερουσία της χώρας.
Στο
Περού, υστέρα από την λήξη της θητείας του αριστερού Ογιάντα Ουμάλα, την προεδρία,
την προεδρία της χώρας ανέλαβε ο αμερικανόφιλος κεντροδεξιός Πέδρο Πάμπλο
Κουτσίνσκι.
Στην
Χιλή, την αριστερή Μιτσέλ Μπατσελέ, διαδέχτηκε στις προεδρικές εκλογές του
2017, ο δεξιός φιλοαμερικανός επιχειρηματίας, Σεμπαστιάν Πινιέρα, ο οποίος έχει
δηλώσει ότι θα συμπορευτεί απολυτά με τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ.
Ουσιαστικά,
οι μονές «αριστερές χώρες» που έχουν απομείνει πια στην Λατινική Αμερική, είναι
η Κουβά του Ραούλ Κάστρο, η Βολιβία του Μαδούρο, η Νικαράγουα του Ντάνιελ Ορτέγκα,
και το Εκουαδόρ, υπό τον Μορένα (τον διάδοχο και ομοϊδεάτη του πρώην προέδρου
της χώρας, Ραφαέλ Κορέα).
Οι
ΗΠΑ, υπό τον Τράμπα, είναι βέβαιο ότι θα κάνουν το παν για να ρίξουν και αυτά
τα καθεστώτα και να τα αντικαταστήσουν με φιλοαμερικανικά, όπως ακριβώς κάνουν
στην ΕΕ, οπού στηριζόταν την άνοδο ευρωσκεπτικιστικών και αντιγερμανικών κομμάτων,
προκειμένου να επιτύχουν την διάλυση τους.
Όμως
εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί, ότι για την πτώση πολλών από αυτά τα καθεστώτα από
την εξουσία, δεν είναι υπεύθυνες μόνο οι ΗΠΑ. Πολλές φορές, το κόμματα αυτά,
όταν ανέλαβαν την εξουσία, όχι μόνο μπλέχτηκαν σε πάμπολα σκάνδαλα διαφθοράς
(π.χ. καταχρήσεις χρήματων, ρουσφέτια κ.λ.π.), αλλά αρχίσαν να φέρονται καταπιεστικά
στους λαούς τους, ενώ δεν τήρησαν και τις υποσχέσεις που τους είχαν δώσει (κατά
το παράδειγμα των Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά-Τσίπρα στην Ελλάδα).
Ως
συνέπεια, με την στάση τους αυτή, τα κόμματα αυτά αποξενωθήκαν από τον λαό που
τους είχε εκλέξει, ο οποίος και αδιαφόρησε πλήρως όταν οι ηγέτες τους έχασαν
την εξουσία (με καθαίρεση ή εκλογές), και στην θέση τους εκλέχτηκαν αντίπαλοι
τους (από την Γερουσία ή και τον ίδιο τον λαό, που ψήφισε τους αντίπαλους τους,
απυηδισμένος από τα άθλια καμώματα αυτών στην εξουσία).
Το
πιθανότερο μάλιστα είναι πως η τάση αυτή (ιδίως μετρά την άνοδο του Τράμπα στην
προεδρία των ΗΠΑ), θα συνεχιστεί στην Λατινική Αμερική (δηλαδή η άνοδος δηλαδή
φιλοαμερικανικών δεξιών καθεστώτων στην θέση πρώην αριστερών).
Και
αν οι εναπομείναντες «αριστεροί» κυβερνήτες των κρατών αυτών δεν προσέξουν, και
ακολουθήσουν το κακό παράδειγμα των πρώην συνάδελφων τους (στην Λατινική Αμερική
ή στην Ελλάδα), λέγοντας ψέματα στους λαούς τους, το πιθανότερο είναι να απαξιώσουν
πλήρως την ιδεολογία τους, και να χάσουν οριστικά την εξουσία, τόσο οι ίδιοι, όσο
και τα κόμματα τους.
Γιατί
όπως λέει και η γνωστή λαϊκή φράση: «Μπορεί κάνεις να κοροϊδεύει πολλούς για λίγο,
ή λίγους για πολύ, αλλά κάνεις δεν μπορεί να κοροϊδεύει τους πάντες για πάντα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου