Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

ΟΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ




ΟΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΔΟΥ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΑΝΟΔΟ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΙΤΑΛΙΑ

Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ


Ως γνωστόν ο Μπενίτο Μουσολίνι γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1883 στην κωμόπολη Βαρνάνο ντέι Κόστα (Varnano dei Costa) κοντά στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της βορειοανατολικής Ιταλίας, όπου διέμενε η οικογένειά του, στην περιφέρεια του Φορλί της επαρχίας Εμίλια–Ρομάνια. Ο πατέρας του, Αλεσσάντρο, ήταν σιδηρουργός και ανήκε στον σοσιαλιστικό συνδικαλιστικό χώρο. Η μητέρα του, Ρόζα Μαλτόνι, ήταν δασκάλα.

Το 1901 έλαβε το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου από το διδασκαλείο του Φορλιμπόπολι και τον ίδιο χρόνο διορίσθηκε δάσκαλος στο Γκουαλτιέρι, σε ηλικία μόλις 18 ετών, πλην όμως, αισθανόμενος αποστροφή για τον μονότονο χαρακτήρα του επαγγέλματός του, παραιτήθηκε.

Επιζητώντας ευρύτερους ορίζοντες για δράση, όντας ανυπότακτης ιδιοσυγκρασίας και φλογερού πείσματος προς δράση και ανάδειξη, σχεδίασε στην αρχή να πάει στην Αμερική. Η πρόσφατη ανάμειξή του στο σοσιαλιστικό κίνημα προκαλεί διάφορες διώξεις και τον επόμενο χρόνο (1902) μεταναστεύει, λόγω έλλειψης χρημάτων (για Αμερική), στην Ελβετία, προκειμένου να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία.

Στην Ελβετία προσπαθεί να παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια της Γενεύης, της Λωζάνης και αργότερα στη Βέρνη, εργαζόμενος στην αρχή ως κτίστης, οργανώνοντας απεργίες Ιταλών μεταναστών συναδέλφων του. Συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση και απελαύνεται από τη χώρα το 1904.

Αφού ολοκληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ιταλία, επιστρέφει και πάλι στην Ελβετία, όπου σε μια δεύτερη απόπειρα να εξοριστεί αποπέμπεται με την παρέμβαση των σοσιαλιστών βουλευτών από τη Βέρνη στη Γενεύη ως ανεπιθύμητος από όλα τα καντόνια της χώρας.


Η αρρώστια της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ιταλία και πάλι όμως κυνηγημένος από τις αρχές καταφεύγει το 1908 στην υπό αυστριακή κατοχή περιοχή του Τιρόλου και εκδίδει μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα. Τότε δημοσιεύει, μεταφρασμένο στα αγγλικά και το προσβλητικό για την Εκλησσία έργο του «Claudia Particella, l'amante del Cardinal Madruzzo» (Η ερωμένη του καρδιναλίου).

Εκδιώκεται και από τις αυστριακές αρχές και καταλήγει στο Φορλί, όπου εκδίδει την εφημερίδα La Lotta di Classe (Ταξική Πάλη) και το 1910 εκλέγεται γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του σοσιαλιστικού κόμματος. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται τη Ρακέλε Γκουίντι (Rachele Guidi) με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά.

Στις αρχές του πολέμου της Ιταλίας ενάντια στην Τουρκία το 1911 βρίσκεται φυλακισμένος για αντιπολεμική δράση, εξ αιτίας των ειρηνιστικών του απόψεων. Με την αποφυλάκισή του διορίζεται αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος Avanti! (Εμπρός!) και μετακομίζει στο Μιλάνο.

Τον καιρό εκείνο στις πολιτικές του απόψεις υποχωρεί η ριζοσπαστική φιλοσοφία του Καρλ Μαρξ και αρχίζει να επηρεάζεται από τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε, τις επαναστατικές πεποιθήσεις του Γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Ωγκύστ Μπλανκί (Auguste Blanqui) και τη συνδικαλιστική θεωρία του Ζωρζ Σορέλ (Georges Sorel).

Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το σοσιαλιστικό κόμμα τάσσεται κατηγορηματικά κατά οποιασδήποτε επεκτατικής πολεμικής επιχείρησης από πλευράς του ιταλικού βασιλείου. Σε αυτή τη γραμμή τοποθετείται και ο Μουσολίνι. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, αλλάζει άποψη και συμπαρατίθεται με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο.


Αυτοί διαμόρφωσαν μια ομάδα αποκαλούμενη Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista (Πυρήνες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης). Η εμμονή του στην υποστήριξη του επεμβατισμού οδηγεί στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti!.

Το Νοέμβριο του 1914 με την υποστήριξη της μετέπειτα ερωμένης του, Μαργαρίτας Σαρφάττι (Margherita Sarfatti), ιδρύει την εφημερίδα Il popolo d' Italia (Ο λαός της Ιταλίας) και την ομάδα Fasci d' Azione Rivoluzionaria (Πυρήνες - Σύνδεσμοι επαναστατικής δράσης).

Η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το σοσιαλιστικό κόμμα, συνοδεύεται με διαγραφή του από αυτό (η πληροφορία αυτή αποδείχτηκε τελικά σωστή).

Τελικά, η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο τον Μάιο του 1915 και τον Σεπτέμβριο ο Μουσολίνι επιστρατεύεται. Τραυματίζεται από θραύσματα χειροβομβίδας το 1917, αποστρατεύεται και επιστρέφει στο Μιλάνο συνεχίζοντας την έκδοση της εφημερίδας του (Τον Οκτώβρη του 2009, η εφημερίδα "Observer" από στοιχεία των μυστικών υπηρεσιών που αποχαρακτηρίστηκαν, ανέφερε ότι ο Μουσολίνι υπήρξε απ το 1917 πράκτορας της Αγγλικής Μυστικής Υπηρεσίας ΜΙ6. Ο λόγος ήταν ότι η Αγγλία, απ τον φόβο της αποχώρησης της Ρωσίας απ τον 1ο ΠΠ, πράγμα που καταργούσε το Ανατολικό Μέτωπο για την Γερμανία, προσπάθησε να σύρει την Ιταλία σε αυτόν ξανανοίγοντας ένα άλλο μέτωπο στον Νότο. 

Το σοσιαλιστικό κόμμα στο οποίο ανήκε ο Μουσολίνι ήταν εναντίον του πολέμου, αλλά ο Μουσολίνι διέθετε ειδικές ομάδες κρούσης για την προστασία των απεργών στις διαδηλώσεις που από τότε είχε ονομάσει 'φάσκιες' και τα μέλη της 'φασίστες'. 

'Εναντι αμοιβής που, κατά την εφημερίδα ανέρχονταν μόνον σε 400 σημερινά ευρώ τον μήνα, ο Μουσολίνι, που όντως ζούσε πολύ φτωχά, δέχτηκε να αλλάξει τοποθέτηση και να υποστηρίξει τον πόλεμο χρησιμοποιώντας τους "φασίστες" για τον αντίθετο λόγο για τον οποίο τους είχε οργανώσει. Φυσικά δέχτηκε την αντίδραση πολλών μελών του κόμματός του αλλά υπέρ του πολέμου είχαν ήδη ταχθεί και όλα τα αντίπαλα κόμματα μαζί και το ιταλικό βιομηχανικό λόμπυ).

Στις 23 Φεβρουαρίου 1919 ιδρύει το κόμμα Fasci de Combattimento (Πυρήνες του Αγώνα), αλλά αποτυγχάνει να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος του 1920 – 1921, δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες τιμωρίας και έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων. Το 1921 συμμετέχει στις εκλογές, εκλέγοντας 37 βουλευτές και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα).

Η πολιτική θεώρηση του Μουσολίνι στηριζόταν στην υποτιθέμενη υπέρβαση των κατεστημένων πολιτικών οριοθετήσεων αριστεράς, δεξιάς, κέντρου, θέτοντας τον φασισμό πέρα και πάνω από αυτές. Επαγγελλόταν ριζοσπαστικές αλλαγές, χωρίς όμως ποτέ να παρουσιάζει επίσημο πρόγραμμα και τρόπους εφαρμογής τους. 

Γενικότερα, η πρακτική του είχε να κάνει με τον έντονο θεατρινισμό, που εκδήλωνε, και την οξεία ρητορεία του με τάσεις υπερβολής και εντυπωσιασμού. Η είσοδός του στο ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό. Σε μία επιδεικτική κίνηση υπέρβασης των πολιτικών ορίων, παρέταξε τους βουλευτές του τοξοειδώς στα τελευταία έδρανα.

Οι φασιστικές ομάδες Μελανοχιτώνων, που είχε οργανώσει, δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα. Στις 3 και 4 Οκτωβρίου του 1922 εισβάλλουν στις πόλεις της Γένοβας, του Λιβόρνο και της Ανκόνα και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις.

Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζεται εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τζοβάννι Τζιολίτι (Giovanni Giolitti), Ιβανόε Μπονόμι (Ivanoe Bonomi) και Λουίτζι Φάκτα (Luigi Facta) αδυνατούν να ανακόψουν την πορεία προς την αναρχία και την εκτροπή.


 Στις 28 Οκτωβρίου ο Μουσολίνι οργανώνει την Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) και στις 31 Οκτωβρίου 100.000 Μελανοχίτωνες, (κάτι που σήμερα αμφισβητείται)[1] μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, εισέρχονται στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ (Vittorio Emanuele III), αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και με την απειλή του εμφυλίου να επικρέμαται πάνω από τη χώρα, παραδίδει την εξουσία στον Μουσολίνι, ορίζοντάς τον πρωθυπουργό.

Αρχικά στο κοινοβούλιο υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους. Με τη βοήθειά τους εισήγαγε διατάξεις λογοκρισίας και τροποποίησε το εκλογικό σύστημα έτσι ώστε το 1925 ήταν σε θέση να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες και να διαλύσει όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και τα μη φασιστικά συνδικάτα. Συνακόλουθα, διέλυσε το κοινοβούλιο και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία, με ευρείες αρμοδιότητες καταστολής.

Ο κρατικός μηχανισμός, ευρισκόμενος πλέον πλήρως στα χέρια του, χρησίμευε ως μέσο προπαγάνδας και ανάσχεσης κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Η δολοφονία, το 1924, από φασίστες, του σοσιαλιστή βουλευτή Τζιάκομο Ματτεότι (Giacomo Matteotti), που προσπαθούσε να καταγγείλει τη δράση του Μουσολίνι, υπήρξε η αρχή μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, η οποία δεν έληξε παρά στις αρχές του 1925, όταν ο Μουσολίνι εγκαθίδρυσε μία προσωποπαγή ολοκληρωτική δικτατορία.

Το νέο ανερχόμενο αστέρι στην ιταλική πολιτική σκηνή ονομάζεται Matteo Salvini. Είναι νέος, χαρισματικός και ο ηγέτης του (πρώην) αυτονομιστικού και νυν ακροδεξιού κόμματος Λίγκας του Βορρά (Lega Nord).

Λιγότερο από δύο χρόνια πριν (το 2013), όταν εξελέγη αρχηγός του κόμματος, ήταν σχεδόν άγνωστος. Σήμερα, είναι δύσκολο να βρεθεί ένα δελτίο ειδήσεων ή talk show χωρίς αυτόν, σε μια εφημερίδα που δεν τον αναφέρει, ή ένα πολιτικό ζήτημα δεν είναι ρωτήθηκε σχετικά.

Κατά την άποψή του, η μάζα εισροή των προσφύγων στην Ιταλία είναι μια «οργανωμένη εισβολή» και μία «απόπειρα γενοκτονίας», ενώ το νόμισμα του ευρώ είναι ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». 

Και προτείνει να «ισιώσει με μπουλντόζες» τους καταυλισμούς των Ρομά στην πόλη περίχωρα. Όσο για τον υπουργό ο οποίος πρότεινε την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, συνιστά ο ίδιος ότι η Ιταλία «εξορία του σε ένα έρημο νησί στον Ειρηνικό Ωκεανό». Ο Salvini δεν δίνει δεκάρα για να είναι πολιτικά ορθός.


Ο 42χρονος χρησιμοποιεί προκλητικό και λαϊκίστικο ύφος του για να πείσει τους Ιταλούς, οι οποίοι έχουν απηυδήσει με τέσσερις κυβερνήσεις τους σε τέσσερα χρόνια, ότι δεν είναι μόνο ο ηγέτης ενός κόμματος που θέλει να ευνοήσει μόνο τις περιοχές της Ιταλίας του βιομηχανικού βορρά, αλλά είναι η εναλλακτική λύση στην σημερινή κεντροαριστερή κυβέρνηση του πρωθυπουργού Matteo Renzi.

Μετά από επτά χρόνια οικονομικής ύφεσης, την διάδοση της διαφθοράς, η αυξανόμενη ροή των μεταναστών και την αύξηση των φόβων της ισλαμικής τρομοκρατίας, ο Salvini προφανώς κάνει ακριβώς αυτό που ήθελε να κάνει. 

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν στην Ιταλία έδειξαν ότι η στήριξη του Salvini έχει ανέβει τα τελευταία δύο χρόνια, και όχι μόνο στα βόρεια. Έχει φτάσει το 36 τοις εκατό - παρόμοια με την υποστήριξη του τωρινού Ιταλού πρωθυπουργού Renzi.

Η Λίγκα του Βορρά, η οποία ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης όταν ο Salvini εξελέγη επικεφαλής της τον Δεκέμβριο του 2013, είναι πλέον η τρίτη ισχυρότερη στις δημοσκοπήσεις με σχεδόν 16 τοις εκατό των ψήφων.

«Η άνοδος της Λίγκας και του ηγέτη του μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά παραγόντων», λέει ο Dario Di Vico, ένας ανώτερος δημοσιογράφος στην εφημερίδα Corriere della Sera, είπε Haaretz. «Πρώτα απ 'όλα είναι η εγκατάλειψη της παραδοσιακής αποσχιστικής τάσης υπέρ της εθνικής πολιτικής, τα προβλήματα της κεντροδεξιάς στην αναδιοργάνωση μετά την εποχή Μπερλουσκόνι, και η έξυπνη χρήση της τηλεόρασης και των κοινωνικών δικτύων».

Ο Salvini ελπίζει να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε στο κέντρο-δεξιά από την πτώση Berlsconi, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται τις ψήφους της μέτριας μεσαίας τάξης του στρατοπέδου, την βάση της δύναμης του Μπερλουσκόνι. 

Και ο Salvini έχει να περάσει έναν σκληρό χρόνο κάνοντας αυτό. «Εγκατέλειψε την παραδοσιακή και σταθερή βάση του κόμματός του στα βόρεια υπέρ μιας εθνικής βάσης στήριξης, αλλά αυτή είναι πολύ ρευστή και ασταθής στήριξη», λέει ο Di Vico.

Ο Ματεό Salvini γεννήθηκε στο Μιλάνο, στην Βόρεια Ιταλία (όπως ακριβώς και ο Μουσολίνι) στις 9 Μαρτίου 1973, σε μια οικογένεια της μεσαίας τάξης. Είναι διαζευγμένος και έχει ένα γιο και την κόρη από δύο διαφορετικές σχέσεις (όπως ακριβώς είχε και ο Μουσολίνι από τους πολλούς γάμους που είχε). 

Σε ηλικία 17 ετών έγινε μέλος της Λίγκας του Βορρά και μετά την ολοκλήρωση λυκείου, σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, όπου είχε εγγραφεί για 16 χρόνια (και τις οποίες δεν ολοκλήρωσε). Σύμφωνα με μία από τις συνεντεύξεις του παρακολούθησε το πανεπιστήμιο για πολλά χρόνια, αλλά το εγκατέλειψε πριν πάρει το πτυχίο του.

Πριν εισέλθει στην πολιτική, ήταν δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Μιλάνου (όπως ακριβώς και ο Μουσολίνι) με έναν μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων άρθρων του να συνδέονται με το αυτονομιστικό κίνημα.



Ο Salvini υπήρξε μέλος του Movimento Giovani Padani, το κίνημα νεολαίας της Λίγκας του Βορρά και αργότερα αναπληρωτής γραμματέας Λέγκας του Βορρά της Lega Lombarda, μαζί με τον Marco Reguzzoni. 

Στις εκλογές της Padania του 1997 ήταν υποψήφιος (και μέλος για μικρό χρονικό διάστημα όπως ακριβώς και ο Μουσολίνι) της λίστας Comunisti Padani δηλαδή των κομμουνιστών της Παδανίας.  Από το 1993-2012 υπήρξε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου του Μιλάνου.

Σε δημόσιες εμφανίσεις, ο Salvini μιλάει με ένα λαϊκίστικο ύφος, δείχνοντας ότι είναι ένας από τους ανθρώπους του λαού (όπως ακριβώς και ο Μουσολίνι). Ο ίδιος υποστηρίζει πως νοιάζεται για τα καθημερινά προβλήματα του πολίτη και για το καλό όλης της Ιταλίας. 

Και σε αντίθεση με δεξιές συντηρητικές ομάδες, αυτός είναι ανοικτός ακόμα και για τα «δικαιώματα» των ομοφυλοφίλων. Τον περασμένο Δεκέμβριο ο ίδιος προκάλεσε αίσθηση όταν εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού ειδήσεων Oggi Shirtless και μεταξύ των φύλλων. Φορούσε μόνο μία πράσινη γραβάτα - το χρώμα του κόμματός του.

Η δημοτικότητά του είναι εμφανής όχι μόνο στις δημοσκοπήσεις, αλλά και σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου. Για παράδειγμα, στο Rai 3, το κυβερνητικό τηλεοπτικό κανάλι, Salvini ζήτησε να μπει ένα τέλος στο κύμα των προσφύγων. Όταν είπε ότι η Ιταλία «δεν μπορεί να αντέξει να αδειάσετε την Αφρικανική Ήπειρο και να την φέρετε όλη στην Ιταλία», το χειροκρότημα υπέρ του ήταν ένθερμο.

«Η Φόρμουλα Salvini βασίζεται σε μια προσωποποίηση της πολιτικής και την υιοθέτηση μιας ακραίας αρμονικούς ήχους με δύο βασικούς όρους στο κέντρο της: την ξενοφοβία και το όχι στο ευρώ», λέει ο Di Vico.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Salvini έκανε η ανεμπόδιστος ως κραυγή μάχης του το ατελείωτο κύμα των λαθρομεταναστών. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του παρέχουν απευθείας κάλυψη για τους χιλιάδες που φθάνουν στις ακτές της Ιταλίας, τα προβλήματα της κυβέρνησης για την αντιμετώπισή τους και την διάθεση του κοινού σχετικά με το θέμα. Υπάρχει επίσης αναβρασμός σε διάφορες κοινότητες που έρχονται, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε σε βία.

Ο Salvini πιέζει για δύο βασικά μηνύματα: Έχει επίγνωση της αγωνίας των ανθρώπων και οι Ιταλοί έρχονται πρώτα για αυτόν. Επιτίθεται στην «τέταρτη στον κόσμο 70 τοις εκατό φορολογική επιβάρυνση» που ψήφισε ο Ρέντσι, την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις της φορολόγησης των σπιτιών που καταστράφηκαν από τους σεισμούς. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος σχεδιάζει να αναδείξει μια σύνδεση μεταξύ των προσφύγων και των καθημερινών προβλημάτων των ανθρώπων.

«Κάθε μετανάστης που φτάνει στην Ιταλία λαμβάνει € 40 την ημέρα από την κυβέρνηση, ενώ ένας ανάπηρος Ιταλός πολίτης λαμβάνει μόνο € 10», είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη στο κανάλι Mediaset πριν από ένα χρόνο.


Ο Salvini υποστήριξε ότι οι περισσότεροι από τους μετανάστες που φθάνουν στην Ιταλία δεν φεύγουν λόγω πολέμων και διώξεων, και κάλεσε την περασμένη εβδομάδα για η Ιταλία να δέχεται μόνο χριστιανούς πρόσφυγες και να στείλει τους υπόλοιπους πίσω. Προτείνει να στεγάζονται προσωρινά οι λαθρομετανάστες σε εγκαταλειφθείσες πλατφόρμες γεωτρήσεων πετρελαίου, μέχρι την απέλασή τους.

Οι θέσεις του για την μετανάστευση έχουν δεχθεί σκληρή κριτική. Ένα βέλος  εναντίον του έχει προέλθει από μια απροσδόκητη κατεύθυνση: την Καθολική Εκκλησία. Τον Ιούνιο, ο Πάπας Francis είπε ότι οι άνθρωποι και οι θεσμοί που κλείνουν τις πόρτες τους στους πρόσφυγες διαπράττουν «μια πράξη πολέμου» και κάλεσε για χριστιανική συμπόνια. Τον Αύγουστο, ο γενικός γραμματέας της Διάσκεψης της Επισκοπικής ιταλικής, ο Επίσκοπος Nunzio Galantino, μίλησε ενάντια στους «γυρολόγους φθηνής πλατείας πρόθυμους να πουν απίστευτα πράγματα απλά για να πάρουν μια ψήφο».

Ο Salvini είπε πως δεν παίρνει συμβουλές από κανέναν «που δικαιολογεί την παράνομη εισβολή που καταστρέφει την Ιταλία, και είτε δεν το βλέπει ή αποκομίζει πιθανότατα κέρδη από αυτό». Κάλεσε για μια «ελεύθερη εκκλησία σε μια ελεύθερη χώρα και οι επίσκοποι να μας αφήσουν ήσυχους» (όπως ακριβώς και ο Μουσολίνι είχε κακές σχέσεις και τσακωνόταν συχνά με το Βατικανό).Ο Di Vico λέει πως ο Salvini υπέπεσε σε πλάνη με την επίθεσή του στην εκκλησία. «Μια κεντροδεξιά που θέλει να κερδίσει, δεν τσακώνεται με την εκκλησία».
Επίσης ο Salvini έχει φλερτ και με την ακροδεξιά οργάνωση CasaPound της Ιταλίας, ένα μικρό νεοφασιστικό κίνημα που έχει αναγνωρίσει τον Salvini ως ηγέτη του. Έχει λάβει μέρος σε αγώνες του, και τον κάλεσε επίσης στην σκηνή του. 

Η παρουσία των μελών της CasaPound ξεχώρισε ιδιαίτερα σε ένα συλλαλητήριο Φεβρουάριο στην Ρώμη στο οποίο εμφανίστηκαν και φωτογραφίες του Μουσολίνι, με γραμμένο από κάτω «Σαλβίνι, σε περίμενα» (βλέπε παλαιότερο άρθρο μου Cola di Rienzo, Μπενίτο Μουσολίνι, Σίλβιο Μπερλουσκόνι και Μπέπε Γκρίλλο-https://alophx.blogspot.gr/2017/09/cola-di-rienzo.html), φασιστικούς χαιρετισμούς -με την γνωστή ανάταση του δεξιού χεριού- ενώ δεν έλειψαν και Ιταλοί νεοφασίστες που αποφάσισαν να φορέσουν μαύρες μπλούζες σαν τους μελανοχιτόνες του Μουσολίνι (ανάμεσα τους και ο ίδιος ο Σαλβίνι), για να εκδηλώσουν τη στήριξή τους στον Ματέο Σαλβίνι και στις προτάσεις του για σκληρή γραμμή και απώθηση των μεταναστών, για έξοδο από το ευρώ και μετωπική σύγκρουση με όλο το Ισλάμ.


Η διαδήλωση, στην κεντρική Piazza del Popolo, ή Πλατεία του Λαού, οργανώθηκε, για να εκφράσει την αντίθεση με την πολιτική του Ματέο Ρέντσι, τον οποίο ο Σαλβίνι χαρακτήρισε «ανόητο δούλο της Ευρώπης» και «φίλο των μεγαλοτραπεζιτών». Στην πραγματικότητα, όμως, το μήνυμα είναι πολύ ευρύτερο: η Λέγκα προσπαθεί να θέσει οριστικά εκτός παιχνιδιού τη Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και να πείσει ότι αποτελεί το νέο, ισχυρό σημείο αναφοράς για όποιον ταυτίζεται παραδοσιακά με τη συντηρητική παράταξη.

«Στην εποχή του Umberto Bossi αυτό δεν θα είχε συμβεί», λέει ο Di Vico, αναφερόμενος στο θρυλικό ιδρυτή του αυτονομιστικού κόμματος. «Η Λέγκα ήταν αντιφασιστική και ποτέ δεν θα πήγαινε κάτω στην πλατεία με την CasaPound». «Παρόλα αυτά», ο Di Vico λέει ότι «αν και Salvini μπορεί να είναι ένας ξενόφοβος, δεν είναι όμως ένας νεοφασίστας».

Τον Ιούλιο, ο Salvini και η ηγέτης του Εθνικού Μετώπου κόμματος της Γαλλίας, Μαρίν Λε Πεν, ίδρυσαν την «Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας», μια ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που αντιτίθεται μετανάστευσης και συνδέει τα ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα στις Βρυξέλλες. Η ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές της ΕΕ από οκτώ χώρες: Ολλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Πολωνία, Ρουμανία, Βρετανία, Ιταλία και Γαλλία.


Οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των δύο ηγετών και των κομμάτων τους, και το φλερτ με την CasaPound, έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικών από την εβραϊκή κοινότητα της Ιταλίας. Μερικές ήρθαν πέρυσι, όταν ο Salvini ανακοίνωσε την πρόθεση του να θέσει υποψηφιότητα για δήμαρχος του Μιλάνου το 2016.

Ο τότε επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας της Ρώμης, Ρικάρντο Pacifici, δήλωσε ότι αν η συμμαχία του με την Λεπέν λάβει χώρα, η Λίγκα του Βορρά θα γίνει πρώτο κόμμα της Ευρώπης που θα υιοθετήσει τις ξενοφοβικές και ρατσιστικές πολιτικές του Εθνικού Μετώπου.

Ο Salvini απάντησε ότι «είμαι περήφανος που είναι σύμμαχος μου η Le Pen γιατί θέλει να σταματήσει την παρανομία και τον ισλαμικό εξτρεμισμό που ο Pacifici πρέπει να φοβάται κανονικά και όχι αυτή».

Ο διάδοχος του Pacifici, η Ruth Dureghello, έχει επίσης επικρίνει τις πολιτικές μετανάστευσης της Λίγκας του Βορρά και τις σχέσεις της με την CasaPound, λέγοντας ότι οι πολιτικές αυτές είναι επικίνδυνες. «Είναι λάθος να πάει μαζί με αυτούς που περιγράφουν τους εαυτούς τους ως φασίστες της τρίτης χιλιετίας και έχουν υιοθετήσει μια ιδεολογία της οποίας πηγή είναι μία δικτατορία».
Τώρα ο Σαλβίνι κάνει παράλληλα σχέδια για να γίνει πρωθυπουργός στην Ιταλία σε συνεργασία και με άλλους πολιτικούς αρχηγούς της χώρας αυτής (βλέπε το παλαιότερο άρθρο μου Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ, Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΑΣΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ EΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ-http://alophx.blogspot.gr/2017/09/e.html).

Ο Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ (Heinrich Luitpold Himmler, Μόναχο, 7 Οκτωβρίου 1900 - Λύνεμπουργκ, 23 Μαΐου 1945) ήταν από τους γνωστότερους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές πολιτικούς. Πριν από την πολιτική του δραστηριότητα, ο σπουδασμένος γεωπόνος ασχολούνταν με την ορνιθοτροφία.

Ως αρχηγός («Reichsführer», Ράιχσφυρερ) της SS είχε την κύρια ευθύνη της οργάνωσης για την πραγματοποίηση του Ολοκαυτώματος, όπως και για πολυάριθμα εγκλήματα πολέμου κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.


Ο Χάινριχ Χίμλερ ήταν ο δεύτερος γιος του καθηγητή Γιόζεφ Γκέμπχαρντ Χίμλερ και της Άννα Μαρία Χίμλερ, (πατρικό Χάιντερ, Heyder). Η ανατροφή του ήταν αστική, σε ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον.

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε καριέρα στον γερμανικό στρατό με στόχο να γίνει αξιωματικός, δεν έγινε, όμως, ποτέ. Αναγκάστηκε, με το τέλος του πολέμου, να εγκαταλείψει τον Στρατό δίχως να έχει πολεμήσει στο μέτωπο.

Μετά την κατάρρευση της Δημοκρατίας Συμβουλίων του Μονάχου (Münchner Räterepublik), στην οποία συνέβαλε ο ίδιος, ως μέλος της ελεύθερης δεξιάς πολιτοφυλακής «Λάουτερμπαχ» (Freikorps Lauterbach), σπούδασε αγρονομία στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου (Munich Technische Hochschule). Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν μέλος του φοιτητικού συνδέσμου «Απόλλων», του σημερινού Burschenschaft Franco-Bavaria München.

Μέσω ακροδεξιών νεανικών οργανώσεων (όπως η «Artam e.V.»), στις οποίες ήταν μέλος, ήρθε σε επαφή με το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), στο οποίο προσχώρησε το 1923. 

Ως μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος συμμετείχε, στις 9 Νοεμβρίου 1923, στο Πραξικόπημα της μπιραρίας ως σημαιοφόρος των Φράικορπς, της δεξιάς πολιτοφυλακής. Στις 6 Ιανουαρίου 1929 ο Αδόλφος Χίτλερ τον αναγόρευσε αρχηγό της παραστρατιωτικής οργάνωσης Schutzstaffel (SS). Ο αριθμός μέλους του Χίμλερ στην SS ήταν 168.

Το 1933, μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές, ο Χίμλερ διορίστηκε αρχηγός της τοπικής αστυνομίας του Μονάχου. Κατά τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, μεταξύ της 30 Ιουνίου και 1 Ιουλίου 1934, ο Χίμλερ και η SS είχαν την μεγαλύτερη συμβολή στη δολοφονία των στελεχών της SA και πολιτικών αντιπάλων, όπως του πρώην καγκελαρίου και στρατηγού Κουρτ φον Σλάιχερ και της συζύγου του.

Το διάταγμα του Χίτλερ στις 17 Ιουνίου 1936 αποτελεί το σημαντικότερο μέτρο στην διαδικασία μετατροπής της αστυνομίας σε όργανο της απόλυτης δύναμης του Φύρερ. Από εδώ και εμπρός το κομματικό αξίωμα του Αρχηγού της SS (Reichsführer-SS) και το νέο, κρατικό αξίωμα του Αρχηγού της Γερμανικής Αστυνομίας (Chef der Deutschen Polizei), συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο του Χάινριχ Χίμλερ. Το διάταγμα της 17ης Ιουνίου σημαίνει το οριστικό τέλος μιας αποκεντρωτικής πολιτικής, η οποία επέτρεπε στα γερμανικά κρατίδια την διεύθυνση των κρατιδιακών αστυνομιών.

Συγχρόνως με το διάταγμα αυτό έγινε δυνατή η συγχώνευση της αστυνομίας με την SS με στόχο την κατάργησή της σαν όργανο του Υπουργείου Εσωτερικών και την υπαγωγή της στον Χίμλερ, ο οποίος ιεραρχικά υπαγόταν μονάχα στον ίδιο τον Χίτλερ. 

De facto αυτό σήμαινε την αποκρατικοποίηση της γερμανικής αστυνομίας. Όταν, το 1943, ο Χίμλερ έγινε Υπουργός Εσωτερικών, η Αστυνομία, έστω και τυπικά, επέστρεψε μαζί με τον Χίμλερ στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Ο Χίμλερ φέρει, ως αρχηγός της SS, μεγάλη ευθύνη για την δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης. Ως επίτροπος για τις φυλετικές υποθέσεις στην κατεχόμενη Πολωνία απέκτησε, ήδη το 1939, τη δύναμη να καταδιώξει την πολωνική διανόηση και τους Πολωνούς Εβραίους. Στην ουσία, αυτό σήμαινε κοινωνική απομόνωση, γκετοποίηση και δολοφονία. Αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία σχεδόν 1.000.000 ανθρώπων από την SS μέχρι το καλοκαίρι του 1940.

 Το 1941 έλαβε από τον Χίτλερ την προφορική διαταγή για την οργάνωση της τελικής εξόντωσης των Εβραίων. Στον μασέρ του, Φέλιξ Κέρστεν (Felix Kersten), ο Χίμλερ εξομολογήθηκε ότι «η διαταγή αυτή τον έκανε να υποφέρει». Η μεγαλύτερη ανησυχία του ήταν, εντούτοις, το πόσο θα άντεχε το ήθος της SS απέναντι στην μαζική δολοφονία τόσων ανθρώπων.

Όταν, στις 23 Απριλίου 1945, έγινε γνωστό ότι επιδίωκε διαπραγματεύσεις συνθηκολόγησης, ο Χίτλερ του αφαίρεσε (29 Απριλίου) όλα τα πολιτικά και κομματικά του αξιώματα και τον απέκλεισε από το NSDAP. Λίγες μέρες μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη στις 22 Μαΐου με πλαστή ταυτότητα κοντά στην Βρέμη από Βρετανούς στρατιώτες.

 Συνελήφθη φορώντας την στολή του Λοχία της μυστικής αστυνομίας. Είχε προμηθευτεί πλαστά έγγραφα με το όνομα Χάινριχ Χίτσινγκερ (Heinrich Hitzinger), αποκαλύφθηκε όμως καθώς τράβηξε την προσοχή της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας, επειδή τα χαρτιά του ήταν πλήρη και σε πολύ καλή κατάσταση, πράγμα που ίσχυε μόνο για ελάχιστους Γερμανούς μετά το τέλος του Πολέμου.

Βάσει κατάθεσης του Βρετανού Σ. Όστεν (C.S.M. Austin), ο οποίος ήταν ένας από τους έξι ανακριτές του Χίμλερ, ο τελευταίος αυτοκτόνησε στις 23 Μαΐου με μια αμπούλα υδροκυανίου λίγο πριν εισέλθει στην αίθουσα ανάκρισης στην οδό Ίλτσενερ (Ülzener Straße) αριθ. 31 του Λύνεμπουργκ, την στιγμή που υποχρεωνόταν σε σωματική έρευνα.

Ο Λουτς Μπάχμαν αντίστοιχα γεννήθηκε το 1973 και είναι γιός χασάπη.  Μεγάλωσε στην Δρέσδη της Σαξονίας έζησε στην σοσιαλιστική Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. 

Ο Lutz Bachmann, έχει μια με­γάλη εμπειρία στο να οργανώνει εκδηλώσεις, αφού είχε σχεδιάσει και μια εκδήλωση το 1989 ενάντια στην DDR και συνέβαλε έτσι και αυτός με τις πράξεις του αυτές στην κατάρρευση του αυταρχικού Κουμμουνιστικού κράτους της Ανατολικής Γερμανίας. Σπούδασε αρχικά σεφ και το 1996 κατηγορήθηκε για 16 απόπειρες διαρρήξεων και ληστείες σε επιχειρήσεις κλοπών εντός και πέριξ της Δρέσδης.


Μέσω της ακροδεξιάς οργάνωσης PEGIDA, την οποία ίδρυσε το 2014 (και φαίνεται πως θα είναι κάτι σαν τα τάγματα εφόδου της Γερμανίας στην περίπτωση που υπάρξει σε αυτή οικονομική κατάρρευση, εμφύλιος και εξέγερση των σαλαφιστών και των ισλαμιστών της χώρας), ήρθε σε επαφή με το κόμμα AfD (Εναλλακτική για την Γερμανία), με το οποίο συνεργάζεται στενά από το καλοκαίρι του 2015 και έχει φιλοδοξίες είτε να συμμαχήσει στενά και να συνδεθεί ή ακόμα και ενσωματωθεί μαζί με το κίνημα του σε αυτό (όπως έκανε ο Χίμλερ με το κόμμα του Χίτλερ) ή αλλιώς να ιδρύσει ένα δικό του κόμμα (για την περαιτέρω μέχροι σήμερα βιογραφία του Μπάχμαν βλέπε το παλαιότερο άρθρο μου ΚΑΙΖΕΡ, ΧΙΤΛΕΡ, ΜΕΡΚΕΛ, ΜΠΑΧΜΑΝ, Η ΑΙΩΝΙΑ ΡΟΠΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΥΤΑΡΧΙΚΩΝ ΗΓΕΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ- https://alophx.blogspot.gr/2017/09/blog-post_83.html).
Στην Γερμανία παράλληλα το 1918 οργανώθηκε μία συνάντηση του κλειδαρά Άντον Ντρέξλερ, του Ντίτριχ Έκαρτ και του δημοσιογράφου Καρλ Χάρερ, με συνεργάτες τους από το Βασιλικό Βαυαρικό Κεντρικό Εργαστήριο Κρατικών Σιδηροδρόμων στο πλαίσιο της Ελεύθερης Επιτροπής Εργαζομένων για μια καλή ειρήνη (Freien Arbeiterausschuß für einen guten Frieden) και ίδρυσαν, μαζί με άλλους, τον συντηρητικό και εθνικιστικό Πολιτικό Κύκλο Εργασίας.
Στις 5 Ιανουαρίου 1919, ιδρύθηκε, μέσα από αυτόν τον κύκλο, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών. Αυτό προπαγάνδιζε ιδέες ξενοφοβικές, αντισημιτικές και ψευδοσοσιαλιστικές. Σύμβουλος του Ντέξλερ ήταν ο δρ. Πάουλ Τάφελ, κορυφαίο στέλεχος του εθνικιστικού Παγγερμανικού Συνδέσμου (Alldeutscher Verband) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της βιομηχανίας MAN, ο οποίος του είχε προτείνει την ίδρυση του κόμματος.


Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 ο Χίτλερ πήρε μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος αυτού. Ο Χίτλερ πήρε μέρος στην πολιτική συζήτηση και διακρίθηκε για το ρητορικό του ταλέντο. Για πρώτη φορά ανακάλυψε ένα ταλέντο στον εαυτό του, το οποίο αναγνώριζαν και άλλοι: Το να συναρπάζει τους ακροατές του και να διεγείρει συναισθήματα.

Ο Ντρέξλερ του πρότεινε την ίδια μέρα να γίνει μέλος του κόμματος. Στις 19 Οκτωβρίου ο Χίτλερ έγινε, με εντολή των προϊσταμένων του, 55ο μέλος του DAP και όχι 7ο όπως ισχυριζόταν αργότερα.

Εκείνο τον καιρό γνώρισε και τον αντισημίτη συγγραφέα Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckart), o οποίος συνειδητοποίησε ότι ο Χίτλερ ήταν ικανός να κερδίσει τους εργάτες και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπέρ της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Είναι ένας από τους πρώτους που το συνειδητοποίησε και γι' αυτό υποστήριξε τον Χίτλερ με λόγια και έργα. Το 1920 έγινε εκδότης της κομματικής εφημερίδας του NSDAP "Λαϊκός Παρατηρητής" Völkischer Beobachter.

Επειδή ο Χίτλερ με τους φλογερούς του λόγους προσέλκυε όλο και περισσότερους ακροατές και μέλη του κόμματος, απέκτησε μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα, το οποίο εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτόν. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1920 συνέβαλε και αυτός στο νέο πρόγραμμα του κόμματος, γνωστό και ως «Πρόγραμμα των 25 σημείων». 

Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τον Χαρερ, ο οποίος αναγκάζεται να παραιτηθεί μετά από σύγκρουση μαζί του. Επίσης, με πρωτοβουλία του άλλαξε η ονομασία του κόμματος: το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) λεγόταν πλέον Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP).

Τελικά, ο Χίτλερ απολύθηκε από τον στρατό στις 31 Μαρτίου 1920. Ήδη εκείνο το ζούσε άνετα με τα χρήματα που κέρδιζε ως πολιτικός ρήτορας. Γνώριζε πολύ καλά ότι το NSDAP εξαρτάται πλέον απόλυτα από αυτόν και το εκμεταλλεύτηκε: τον Ιούλιο του 1921 ανάγκασε, με ένα τελεσίγραφο, το παλιό προεδρείο υπό τον Ντέξλερ να παραιτηθεί και ψηφίστηκε νέος πρόεδρος του κόμματος (Ο Ντέξλερ προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί, δίχως επιτυχία, από το 1923, στο κόμμα Völkischer Block). 

Ο Χίτλερ ήταν πλέον τοπική πολιτική φυσιογνωμία. Εκτός της Βαυαρίας, όμως, προκαλούσε μάλλον θυμηδία παρά φόβο.


Ο Χίτλερ και ο πρώην Επικεφαλής Επισταθμίας του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorf), σχεδίασαν την βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης του Βερολίνου, κατά το πρότυπο της Πορείας προς την Ρώμη του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1922. Λόγω της κατοχής του Ρουρ από τη Γαλλία, του τεράστιου πληθωρισμού και των σοβαρών ταραχών που είχαν ξεσπάσει στη Γερμανία, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στο σχέδιο του αυτό.

Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 ο Χίτλερ με μερικούς ένοπλους έκανε έφοδο σε μια μπιραρία, έξω από το Μόναχο, όπου εκφωνούσε λόγο ο Καρ. Αλλά μόνο με την απειλή των όπλων δέχτηκε αυτός, για τα μάτια του κόσμου, την πρόταση του Χίτλερ να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Βερολίνου.

Το επόμενο πρωί, ο Χίτλερ με έναν αριθμό υποστηρικτών του επιτέθηκε στο Βαυαρικό Υπουργείο Στρατιωτικών, ως αρχή της ανατροπής της βαυαρικής κυβέρνησης. Η αστυνομία, όμως, έκανε χρήση όπλων και οι επιτιθέμενοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 16 νεκρούς, μέλη του NSDAP.

Ο Λούντεντορφ συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου, ο Χίτλερ μερικές μέρες αργότερα. Η δίκη για αυτούς που συμμετείχαν στο Πραξικόπημα Λούντεντορφ-Χίτλερ άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924.



Ενώ οι άλλοι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος αποστασιοποιήθηκαν και δεν ανέλαβαν την ευθύνη για το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα πολλοί να αθωωθούν, (όπως πχ. ο Λούντεντορφ), ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να προβάλει τον εαυτό του ως μόνο εμπνευστή του πραξικοπήματος. Έτσι το πραξικόπημα περνά στην ιστορία με το όνομά του (Hitlerputsch ή, κατ' άλλους, «Πραξικόπημα της μπιραρίας», Beer hall putsch).

Τελικά ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ποινή η οποία ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερα επιεικής. Επίσης το NSDAP διαλύθηκε και κηρύχθηκε εκτός νόμου. Αργότερα, όμως, θα επανιδρυθεί με όλες τις νόμιμες διαδικασίες.

Από τα πέντε χρόνια της φυλάκισής του, ο Χίτλερ δεν εξέτισε ούτε το ένα πέμπτο. Απολύθηκε τον ίδιο χρόνο κιόλας, στις 20 Δεκεμβρίου 1924, λόγω της αμνηστίας που δόθηκε στους πολιτικούς κρατουμένους. Την παραμονή του στη φυλακή τη χρησιμοποίησε για να γράψει, μαζί με τον γραμματέα του, Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess), το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου του Ο Αγών μου (Mein Kampf- https://en.wikipedia.org/wiki/Mein_Kampf).

Στο βιβλίο αυτό εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialismus). (Αρχικά ο Χίτλερ προόριζε για τίτλο του βιβλίου: Τεσσεράμισι χρόνια αγώνα ενάντια στο ψέμα, τη βλακεία και τη δειλία.) Το βιβλίο θα πουλήσει, μεταξύ 1925 και 1934, 240.000 αντίτυπα. 

Μέχρι το τέλος του πολέμου θα πουληθούν ή θα διανεμηθούν δωρεάν (σε νεόνυμφους και στρατιώτες) 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Χίτλερ, λόγω συστηματικής φοροδιαφυγής για τα συγγραφικά του δικαιώματα, έφτασε να οφείλει 405.500 μάρκα (σημερινά 6 εκατομμύρια ευρώ), τα οποία και παραγράφηκαν όταν έγινε Καγκελάριος (γράφτηκε και δεύτερο μέρος το οποίο δεν εκδόθηκε https://en.wikipedia.org/wiki/Zweites_Buch). Θα πρέπει παράλληλα να αναφερθεί πως δεν είναι τυχαίο πως στις μέρες μας ξεπουλά για ακόμα μία φορά το εθνικό «μπεστ σέλλερ» των Γερμανών ο «Αγών μου» στην Γερμανία (http://www.tribune.gr/world/news/article/205245/xepoula-o-agon-tou-chitler-sti-germania.html).

Χάρη στα ρεπορτάζ για τη δίκη, έγινε γνωστός και στη βόρειο Γερμανία ως ο πλέον ριζοσπάστης εθνικιστής πολιτικός της Γερμανίας. Έτσι, έγινε διάσημος και απέκτησε επιρροή και σε πολλά άλλα εθνικιστικά κινήματα εκτός του NSDAP. 

Ενώ μέχρι τότε έβλεπε τον εαυτό του ως βοηθό («τυμπανιστή») του κινήματος, του οποίου η δουλειά είναι να ανοίξει τον δρόμο για τον «Σωτήρα της Γερμανίας» (για τον ρόλο του οποίου προοριζόταν ο Λούντεντορφ), άρχισε από εδώ και πέρα να βλέπει οριστικά τον εαυτό του στον ρόλο του μεγάλου ηγέτη (Führer).


Όμως, η ώρα του δεν είχε έρθει ακόμα. Το NSDAP επανιδρύθηκε, αλλά η οικονομία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σταθεροποιήθηκε σιγά σιγά (μέχρι το 1929). Γι αυτό τα ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα δεν είχαν και πολύ υλικό για να κάνουν ζύμωση. Αυτό καθυστέρησε –προσωρινά– την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τη φυλάκισή του αποφάσισε να εφαρμόσει τη «στρατηγική της νομιμότητας», δηλαδή να κερδίσει πρώτα την εξουσία με νόμιμα μέσα και ύστερα να εγκαθιδρύσει τη ναζιστική δικτατορία, την οποία οραματιζόταν.
Αντίστοιχα στην Γερμανία το 2012 οργανώθηκε μία συνάντηση μεταξύ του καθηγητή Μπερντ Λούκε, του Αλεξάντερ Γκαλάντ και του δημοσιογράφου Κόνραντ Αντάμ, με συνεργάτες τους από τον επιστημονικό και επιχειρηματικό κόσμο και ίδρυσαν, μαζί με άλλους, τον συντηρητικό και Πολιτικό Κύκλο Εργασίας με τίτλο «Εκλογική Εναλλακτική 2013».
Το 2013, ιδρύθηκε, μέσα από αυτόν τον κύκλο, το Κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία». Αυτό προπαγάνδιζε ιδέες φιλελεύθερες, συντηρητικές και ευρωσκεπτικιστικές. Σύμβουλος του Λούκε ήταν και η Φράουκε Πέτρυ κορυφαίο εθνικιστικό στέλεχος και ιδιοκτήτρια της βιομηχανίας  PURinvent, και η οποία συνέβαλε σημαντικά στην ίδρυση του κόμματος.

Το 2013 ο Χόκε πήρε μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Κόμματος αυτού και ήταν από τους ιδρυτές της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AFD) στην περιοχή της Θουριγγίας. Ο Χόκε πήρε επίσης μέρος σε πολιτικές συζητήσεις και διακρίθηκε για το ρητορικό του ταλέντο. Για πρώτη φορά ανακάλυψε ένα ταλέντο στον εαυτό του, το οποίο αναγνώριζαν και άλλοι: Το να συναρπάζει τους ακροατές του και να διεγείρει συναισθήματα.

Εκείνο τον καιρό γνώρισε και τον Αλεξάντερ Γκαλάντ, o οποίος συνειδητοποίησε ότι ο Χόκε ήταν ικανός να κερδίσει τους εργάτες και τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα υπέρ της ιδεολογίας και του κόμματος. Είναι ένας από τους πρώτους που το συνειδητοποίησε και για αυτό υποστήριξε τον Χόκε και με λόγια και με έργα. Την ίδια χρονιά ο Χόκε έγινε κύριος ομιλητής και προπαγανδιστής του κόμματος στην περιοχή.

Επειδή ο Χόκε με τους φλογερούς του λόγους προσέλκυε όλο και περισσότερους ακροατές και μέλη του κόμματος, απέκτησε μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα, το οποίο εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτόν. 

Τον Μάρτιο του 2015 συνέβαλε και αυτός στο νέο πρόγραμμα του κόμματος, προτείνοντας μία πιο ακροδεξιά στροφή στο κόμμα και την υιοθέτηση ενός προγράμματος, που πρότεινε ο ίδιος, γνωστό και ως «Ανάλυση της Ερφρούτης». 

Αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τον Λούκε και τον Άνταμ, οι οποίοι αναγκάζονται να παραιτηθούν μετά από σύγκρουση μαζί του (Ο Λούκε προσπάθησε να δραστηριοποιηθεί, δίχως επιτυχία, από το 2015, με το νέο κόμμα ALFA που ίδρυσε), καθώς και λόγω των συνομωσιών που ενέκυψαν μέσα στο κόμμα (βλέπε λεπτομέρειες στο άρθρο μου ΚΑΙΖΕΡ, ΧΙΤΛΕΡ, ΜΕΡΚΕΛ, ΜΠΑΧΜΑΝ, Η ΑΙΩΝΙΑ ΡΟΠΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΥΤΑΡΧΙΚΩΝ ΗΓΕΤΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ- https://alophx.blogspot.gr/2017/09/blog-post_83.html).

Τώρα ζει άνετα με τα χρήματα που κερδίζει ως πολιτικός ρήτορας, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι το κόμμα του εξαρτάται πλέον όλο και πιο πολύ από αυτόν (παρά τους τωρινούς του προέδρους Πέτρυ και Μέυθεν) και προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί, να αναγκάσει ύπουλα και μεθοδικά το προεδρείο του κόμματος να παραιτηθεί και να ψηφιστεί ο ίδιος νέος πρόεδρος του κόμματος.

Ο Χόκε είναι πλέον μία ισχυρή τοπική πολιτική φυσιογνωμία στην Θουριγγία. Εκτός της Θουριγγίας, όμως, προκαλεί (για την ώρα και αυτό μπορεί πολύ σύντομα να αλλάξει πλήρως) μάλλον θυμηδία στους αντιπάλους του παρά φόβο.

Ο Χόκε, έγινε γνωστός και στην υπόλοιπη Γερμανία ως ριζοσπάστης εθνικιστής πολιτικός της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 2015, όταν εμφανιζόμενος στο δημοφιλέστερο talk show της χώρας στο ARD, με οικοδεσπότη τον Γκίντερ Γιάουχ, έβγαλε από το σακάκι του μια μικρή σημαία της Γερμανίας και την ακούμπησε στο μπράτσο της πολυθρόνας του, και μίλησε για τα 3.000 χρόνια Ευρωπαϊκού πολιτισμού και τα 1.000 χρόνια ιστορίας της Γερμανίας (παραπέμποντας στο χιλιόχρονο ράιχ του Χίτλερ).

Σε ολόκληρη την εκπομπή, η σημαία έμεινε εκεί. Έγινε επίσης διάσημος και απέκτησε επιρροή και σε πολλά άλλα εθνικιστικά κινήματα, π.χ. το PEGIDA ή το NSDAP. Ενώ μέχρι τότε έβλεπε τον εαυτό του ως βοηθό («τυμπανιστή») του κινήματος, του οποίου η δουλειά είναι να ανοίξει τον δρόμο για την «Σωτηρία της Γερμανίας», άρχισε παράλληλα από εδώ και πέρα να βλέπει τον εαυτό του στον ρόλο του «Σωτήρα της Γερμανίας».

Πρόσφατα ο Χόκε απειλήθηκε πως θα καταδικαστεί για τις  δηλώσεις του που έκανε πρόσφατα σε ένα συνέδριο για τους Αφρικανούς και θεωρήθηκαν από τους αντιπάλους του ως ρατσιστικές. Επίσης σε δήλωση του πριν δύο εβδομάδες σε μία συγκέντρωση χιλιάδων ατόμων δεν έκρυψε τις φιλοδοξίες του όταν είπε «το κόμμα μας δεν πρέπει απλά να έχει ως στόχο να πάρει 10 ή 20 % στις εκλογές. Δεν φτάνει. Πρέπει να γίνουμε ένα κινηματικό κόμμα, του λαού. Ένα κόμμα που θα βγάλει τον επόμενο καγκελάριο στην χώρα».

Παράλληλα θα πρέπει να αναφερθεί πως τόσο το PEGIDA, όσο και το κόμμα ENAΛΛΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ιδρύθηκαν από άτομα που ήταν οπαδοί των απόψεων του ακροδεξιού, τραπεζίτη και σοσιαλιστή συγγραφέα  Θίλο Σαραζίν λίγο μετά την έκδοση των βιβλίων του, που έγιναν μπεστ σέλλερ στην Γερμανία με εκατομμύρια πωλήσεις,  και το μεν πρώτο καταφερόταν το εναντίον του ακμάζοντος ισλαμισμού στην Γερμανία το 2010, το δεύτερο εναντίο της συμμετοχής της Γερμανίας στην Ευρωζώνη το 2012, ενώ αργότερα έγραψε και ένα τέταρτο βιβλίο κατά των ΜΜΕ της χώρας του το 2014. 

Τέλος τις 25 Απριλίου 2016, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Ευσεβείς πόθοι. Η Ευρώπη, το νόμισμα, την εκπαίδευση, τη μετανάστευση - γιατί η πολιτική αποτυγχάνει τόσο συχνά», σύμφωνα με τον γερμανικό εκδοτικό οίκο (DVA).

Προηγουμένως, στην εφημερίδα «Bild» ο Sarrazin είχε πει πως στο νέο του βιβλίο του, θα δείξει πως βλέπει τα «σοβαρά λάθη» στην τρέχουσα γερμανική πολιτική - από την μετανάστευση ως και την ενεργειακή μετάβαση, και στις 576 σελίδες θέλει να δώσει τις απαντήσεις του «στα μεγάλα αυτά ερωτήματα για το μέλλον της Γερμανίας». 

Τα δύο παραπάνω κινήματα εμπνεύστηκαν από τα βιβλία του και τις ιδέες του και δημιουργήθηκε το 2013 το πρώτο (AfD)  και το 2014 το δεύτερο (PEGIDA). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως σύμφωνα με δημοσκοπήσεις στην χώρα τους, εάν κατέβαινε με δικό του κόμμα για καγκελάριος ο Σαραζίν θα έπαιρνε το 18 % των ψήφων (https://en.wikipedia.org/wiki/Thilo_Sarrazin#cite_note-40, http://www.morgenpost.de/printarchiv/titelseite/article104583368/18-Prozent-der-Deutschen-wuerden-Sarrazin-waehlen.htmlmodal).


Είναι άραγε αυτά τα σημάδια ότι κάτι νέο (ή μάλλον παλιό) (επανα)κυοφορείται στις χώρες αυτές και σύντομα θα έχουμε σε αυτές δραματικές πολιτικές εξελίξεις; Είναι πολύ πιθανό και από ότι φαίνεται για μία ακόμα φορά θα ισχύσει για αυτές το γνωστό ρητό: «Θυμούνται οι παλιοί (Ναζί) για να μαθαίνουν οι νεότεροι (Νεοναζί της Γερμανίας)».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου