Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΑΝΓΚΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΩΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ



ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΑΝΓΚΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΩΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Γράφουν οι ΑΛΩΠΗΞ και ΓΕΡΑΞ
[Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στους πολυαγάπητους μας, ικανούς χορευτές, και παθιασμένους λάτρεις του χορού τανγκό, Βασιλική, Θάνο και του Θεόδωρο, οι οποίοι μας έπεισαν και να το γράψουμε.
Αυτό το άρθρο, φιλοδοξεί να γίνει  ένα «ελαφρό διάλειμμα», μέσα στην τόσο βαριά ατμόσφαιρα αισχρών (εθνικών και μη) προδοσιών που ζει ο πολυβασανισμένος και αδικημένος λαός μας].
Ως γνωστόν, το τανγκό είναι ένας από τους πιο διάσημους χορούς στον κόσμο, ο οποίος χορεύεται σε παγκόσμια κλίμακα από ανθρώπους, πολλών και διαφορετικών μεταξύ τους εθνικοτήτων, γλωσσών και πολιτισμών.
Όλοι δε οι χορευτές του τανγκό, επιτυγχάνουν μέσω της διενέργειας του χορού αυτού, να εξωτερικεύσουν το κέφι, καθώς και τα ενδότερα εσωτερικά τους συναισθήματα, ενώ παράλληλα απορρέουν σε όλη την διάρκεια αυτού μια ξέφρενη εσωτερική ζωντάνια, ενέργεια και ευεξία, διοχετεύοντας με τις συνεχείς χορευτικές τους κινήσεις στο εξωτερικό τους περιβάλλον, χάρις στην εκτέλεση αυτού του θαυμαστού είδους χορού.
Η δε ιστορία και οι ρίζες του τανγκό, είναι μεγάλη, ενώ υπάρχουν παράλληλα και πολλές διαφορετικές εκδοχές για την καταγωγή και την εξέλιξη του χορού αυτού στο διάβα των αιώνων μέχρι να αποκτήσει την σημερινή του μορφή και να διαμορφωθούν τα είδη τανγκό που υπάρχουν σήμερα και χορεύονται σε διαφορά κράτη, έχοντας εξελιχθεί και διαμορφωθεί από τους τοπικούς πολιτισμούς, την κουλτούρα, καθώς και τις συνήθειες των λαών αυτών.
Έτσι, κάποιοι υποστηρίζουν, ότι το τανγκό προήρθε αρχικά από την Αρχαία Αίγυπτο, και είναι στην ουσία ένας αρχαίος Αιγυπτιακός χορός, μαυριτανικής καταγωγής, επί τη συνοδεία τυμπάνων.
Αντίθετα, κάποιοι Γάλλοι ιστορικοί αντίθετα υποστηρίζουν ότι το τανγκό είναι γαλλικός χορός του 17ου αιώνα.
Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν, ότι το τανγκό προήρθε στην Λατινική Αμερική κυρίως μέσω από τους Αφρικανούς σκλάβους, οι οποίοι πωλήθηκαν ως δούλοι στους Ισπανούς ιδιοκτήτες φυτειών στην Κούβα ή στην Αργεντινή.
Βάση αυτής της εκδοχής, από τους σκλάβους αυτούς προήρθε ο χορός που αρχικά ονομαζόταν τανγκουίτο, από τον οποίο με βάση τους συγκεκριμένους μελετητές προήρθε το ισπανικό Τανγκό, το κουβανικό τανγκό, το παρόμοιο βραζιλιάνικο τανγκό, καθώς και το πιο γνωστό Ρίο ντε λα Πλάτα.

Η δε λέξη τανγκό με τονισμό στην παραλήγουσα, είναι ισπανική και σημαίνει στην γλώσσα αυτή, γιορτή ή λαϊκό χορό.
Κατά άλλους, την ονομασία αυτή ο χορός αυτός την πήρε από τον ήχο που έκανε ένα είδους τυμπάνου, το οποίο χρησιμοποιούταν σε αυτόν, το οποίο όταν οι χρήστες του το κτυπούσαν, παρήγαγε τον συγκεκριμένο ήχο, την στιγμή που οι χορευτές και χορεύτριες τανγκό χόρευαν κάτω από τους ήχους του οργάνου αυτού.
Η δε μουσική και τα τραγούδια του  τανγκό, έχουν επίσης έντονες επιρροές από την μουσική και τα τραγούδια των γκόρτσο από την Ανδαλουσία της Ισπανίας, τα οποία συνοδευόταν με το ταυτόχρονο χτύπημα από παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι.
Επίσης, ο χορός αυτός, έχει επιρροές από τον Αφρικανικής προέλευσης χορό candombe, ο οποιος προέρχεται από το Κογκό, κατά την εκτέλεση του  οποίου χρησιμοποιούταν κρουστά όργανα και εντόπιοι χοροί, όπως επίσης και από τα ιταλικό bel canto και canzonetta, τα οποία ήρθαν στην Αργεντινή, κυρίως μέσω των Ιταλών μεταναστών, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Τέλος, το τανγκό έχει επιρροές και από την Ισπανό-Κουβανική habanera (γνωστή σε όλους μας ως βαλς), ως προς το πιο εξευγενισμένο χορευτικό στυλ, και για τον λόγο αυτό άλλωστε, το Αργεντίνικο βαλς (Vis criollo), όπως και η μιλόγκα, θεωρούνται συγγενικά είδη με το ταγκό.
Οι πρώτοι χοροί ταγκό, θεωρείται ότι ξεκίνησαν να διενεργούνται από Ιταλούς μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο. Σύντομα, αυτό το είδος χορού, εξαπλώθηκε ευρέως σε όλα τα λαϊκά στρωματά, ιδιαίτερα στις φτωχογειτονιές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και συγκεκριμένα στο λιμάνι της πόλης με τα μπαρ και τα πορνεία, εκεί που εδρεύει ακόμα και στις μέρες μας, η θρυλική Μπόκα Τζούνιορς, στην οποία και έμαθε μπάλα ο διάσημος στους πάντες ποδοσφαιριστής Ντιέγκο Μαραντόνα.
Όμως, ενώ ο απλός λαός είχε αγκαλιάσει με ζέση αυτό το είδος χορού, η ανώτερη αστική τάξη της εποχής,  τον αντιμετώπισε με πολύ εχθρικό τρόπο,  διότι τον είχε συνταυτίσει με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής των φτωχογειτονιών.
Σε αυτή την εξέλιξη, συνέβαλαν πολύ και οι έντονες κοινωνικές προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν τότε στην Αργεντινή, κυρίως των πλουσίων αστών της εποχής, έναντι των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και των δρώμενων που λάβαιναν χώρα σε αυτά, επειδή οι ίδιοι είχαν έντονα υπεροπτική στάση προς τον απλό  λαό, τον οποίο και υποτιμούσαν πλήρως, λόγω της ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης τους.

Αρχικά, ο χορός του ταγκό, χαρακτηρίζονταν από ένα λύγισμα των γονάτων, με μία ταυτόχρονη την κλίση του σώματος προς τα μπρος, καθώς και μια παράλληλη αμοιβαία στήριξη του ζευγαριού, μέσω της επαφή του στην κοιλιά.
Παρά την χαρούμενη ατμόσφαιρα που απορρέει μέσω το τανγκό, ο χορός αυτός θεωρείται αντίθετα ότι είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί.
[Εδώ, θα πρέπει να αναφερθεί, ότι ο παθιασμένος αυτός χορός, αρχικά χορευόταν από ζευγάρια ανδρών, λόγω των κοινωνικών συνθηκών της εποχής, επειδή οι τότε αντιλήψεις, εμπόδιζαν τις γυναίκες να βρεθούν στην αγκαλιά των ανδρών για την διενέργεια του χορού αυτού.
Στο τανγκό, το ζευγάρι χόρευε αγκαλιασμένο σφιχτά, ενώ και ο ερωτισμός στον χορό αυτό ήταν διάχυτος. Όμως ταυτόχρονα, λόγω των ηθών της εποχής εκείνης, όσες γυναίκες δεν εργάζονταν σε οίκους ανοχής, απαγορευόταν να έχουν τόσο «στενή επαφή» με κάποιο άνδρα, ο οποίος δεν ήταν σύζυγος τους.
Από εκεί προήρθε η φήμη ότι όσες γυναίκες το χόρευαν ήταν πόρνες και ότι ο χορός αυτός χορευόταν και προήρθε από τα πορνεία, επειδή η αρχική περιοχή της εμφάνισης του, ήταν κάποιες φτωχογειτονιές, στις οποίες στεγαζόταν κάποια από αυτά].
Η δε μουσική του χορού τανγκό, παιζόταν αρχικά κυρίως με όργανα, όπως  το φλάουτο, η κιθάρα, το βιολί, ή το μπαντονεόν. Σύντομα, και πάρα την αρχική στάση της ανώτερης οικονομικής τάξης και των γαιοκτημόνων, κάποια μέλη τους, καθώς επίσης και διάφοροι πνευματικοί άνθρωποι της Αργεντινής, όπως συγγραφείς (π.χ. ο Ricardo Güiraldes), το υποστήριξαν με θέρμη.

[Ο δε συγγραφέας Ricardo Güiraldes,  έπαιξε παράλληλα καίριο ρόλο στην μετέπειτα διεθνή επέκταση της απήχησης του ταγκό παγκόσμια με την προσωπική δράση του, η οποία σημειώθηκε κυρίως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1918), αν και είχε αρχίσει να «εισάγεται» στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο ήδη από το 1912, ενώ στην πατρίδα μας, έκανε την πρώτη εμφάνιση του το 1913].
Όταν αργότερα, με την πάροδο των ετών, το τανγκό άρχισε να υιοθετείται και από τα ανωτέρα κοινωνικά στρώματα, άρχισε σιγά, σιγά να χορεύεται και να επεκτείνεται και στα πιο πλούσια κέντρα της Αργεντινής.
Παράλληλα, επειδή λόγω της μεγάλης μετανάστευσης από Ιταλούς στην Αργεντινή τον 19ο αιώνα, υπήρχαν πολλοί περισσότεροι άνδρες από ότι γυναίκες στην χώρα αυτή, αν κάποιος άνδρας ήθελε να βρει σύζυγο, έπρεπε να προσπαθήσει πολύ λόγω του εντόνου «συναγωνισμού».
Έτσι, για κάποιους, ο χορός του τανγκό ήταν ένας ιδανικός τρόπος, με τον οποίο μπορούσε ένας άντρας της εποχής και υποψήφιος σύζυγος να γοητεύσει την αγαπημένη του, μέσω της χορευτικής του δεινότητας, ακριβώς όπως τα παγωνιά με την χορευτική τους δεινότητα, εντυπωσιάζουν και ελκύουν το ταίρι τους.
Με το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το τανγκό άρχισε να διαδίδεται και εκτός Αργεντινής, τόσο στην Βόρεια Αμερική, όσο και στην Ευρώπη, οπού σύντομα κατέστη η μεγαλύτερη μόδα της εποχής, από όλες τις κοινωνικές τάξεις των κρατών της Ηπείρου αυτής.
Η δε διάδοση του τανγκό στην Ευρώπη, ξεκίνησε μέσω του Παρισιού, ενώ σημαντικά σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε και ο έντυπος και μη τύπος της εποχής (π.χ. οι εφημερίδες και το ράδιο).
Το έτος 1921, το τανγκό εισάγεται για πρώτη φορά και στον κινηματογράφο, και συγκεκριμένα στην ταινία The Flour Horsemen of the Apocalypse, οπού για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου, ο διάσημος κινηματογραφικός αστέρας, Ροντόλφο Βαλεντίνο, χόρεψε σε αυτή τον συγκεκριμένο χορό.
Στην πατρίδα μας, το ταγκό «εισήχθη» το 1913, και σύντομα άρχισαν να παίζονται σε αυτή και μουσικές οπερέτες, οι οποίες περιλάμβαναν εντός τους Ελληνικά ταγκό, ενώ την περίοδο του Μεσοπολέμου (1919-1939), κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα πάνω από εκατό Ελληνικά ταγκό κάθε χρόνο.

[Εδώ μπορεί να αναφέρει κάνεις, ότι κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες και συγγένειες μεταξύ του ταγκό και των Ρεμπέτικων, όχι τόσο ως προς τον τομέα της μουσικής, αλλά κυρίως ως προς το  περιεχόμενο των στοίχων, την κοινή λαϊκή καταγωγή τους, αλλά και της κοινής συνταύτισης και των δυο αυτών ειδών μουσικής (και χορού) με τον υπόκοσμο].
Αυτά γραφόταν από διάσημους μουσικούς, όπως ο Κώστας Γιαννίδης ή ο Μιχαήλ Σουγιούλ, και στην συνέχεια εκτελούταν και τραγουδιόνταν από την Σοφία Βέμπο, τον Νίκο Γούναρη και άλλους διάσημους τραγουδιστές της εποχής.
Την ίδια περίοδο, διάσημοι Αργεντίνοι μουσικοί και τραγουδιστές ταξίδευαν στην Ευρώπη (π.χ. οι Francisco Canaro Carlos Gardel), και με τις παραστάσεις που έδιναν στα κράτη της, συνέβαλαν περαιτέρω στην ακόμα μεγαλύτερη διάδοση του χορού αυτού στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.  
Η δε «Χρυσή Εποχή» του ταγκό θεωρείται η περίοδος 1935-1955, στην οποία εμφανίστηκαν μερικές από τις πιο δημοφιλείς ορχήστρες της περιόδου, οι οποίες πραγματοποιούσαν παράλληλα και  πολλές ηχογραφήσεις.
Μερικές από τις ορχήστρες αυτές, ήταν π.χ. αυτές των Osvaldo Pugliese και Carlos di Sarli, οι οποίοι  χρησιμοποιούσαν πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο στις παρουσιάσεις τους, καθώς και έγχορδα όργανα, όπως π.χ. η κιθάρα και πιάνο. Άλλοι μουσικοί, χρησιμοποιούσαν κυρίως το μπαντονεόν, όπως π.χ. οι A Al Gran Muñeca και ο Bahía Blanca.
Την περίοδο δε που στην Αργεντινή επικρατούσε δικτατορία (1955), εξαιτίας του χάους και της αστάθειας που υπήρχε στην χώρα αυτή την περίοδο εκείνη, άρχισε η παρακμή των μεγάλων Αργεντίνικων ορχηστρών, ενώ ταυτόχρονα άρχισε η άνοδος των «ατομικών» τραγουδιστών του τανγκό, των οποίων όμως πια τα τραγούδια δεν απευθυνόταν πια σε χορευτές.
Την δε περίοδο του 70, πραγματοποιήθηκαν στην Αργεντινή και κάποιες ενδιαφέρουσες απόπειρες να αναμειχθεί το ταγκό με άλλα μουσικά είδη, όπως την τζαζ και το ροκ, οι οποίες σημείωσαν τότε μεγάλη επιτυχία.
Με την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή το έτος 1983, ύστερα από τον ατυχή για την ίδια χώρα πόλεμο των Φώκλαντ με την Μεγάλη Βρετανία, το ταγκό κατάφερε να «αναγεννηθεί», αφού πια ήρθησαν οι απαγορεύσεις που του είχαν επιβληθεί παλαιοτέρα σε αυτό από την χούντα, ενώ παράλληλα νέες ορχήστρες άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στο κράτος αυτό.

Μερικά δε από τα πιο διάσημα συγκροτήματα ταγκό της εποχής, ήταν τα συγκροτήματα Tanghetto, Narcotango, Gotan Project, καθώς και  το συγκρότημά Bajofondo του Gustavo Santaolala.
Την ίδια περίοδο, κάποιοι μουσικοί καλλιτέχνες του ταγκό, άρχισαν να χρησιμοποιούν σε αυτό και στοιχεία από άλλα μουσικά είδη, όπως την τζαζ, την βαλς, το σουίνγκ και την κλασική μουσική, κυρίως οι Ντίνο Σαλούτσι, Rodolfo Mederos, ο Χουάν Μαρία Σολάρε κ.λπ.
Στις μέρες μας, το τανγκό χαΐρια εκτιμήσεις και είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε πολλούς λαούς της γης (και ιδιαίτερα στην νεολαία αυτών), ενώ ταυτόχρονα χορεύεται και από εκατομμύρια χορευτές σε παγκόσμια κλίμακα.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε κάνεις να πει, ότι το τανγκό, είναι ένας χορός, που εξιτάρει όσους ασχολούνται με αυτό, τους χαλαρώνει και τους έφτιαχνε το κέφι, χάρις στην σπάνια ικανότητα που έχει να εκφράζει με έναν ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο τον εσωτερικό ψυχισμό, το έντονο ταπεραμέντο, καθώς και προσωπική ενέργεια αυτών.

Και ως κατακλείδα αυτού του άρθρου, θα μπορούσε κάνεις να αναφέρει τους στίχους ενός γνωστού παλιού Ελληνικού τραγουδιού, με τους οποίους σιγουρά θα συμφωνούν όλοι οι χορευτές τανγκό παγκοσμίως:
«Θέλω να χορεύω τανγκό, τανγκό».







.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου