Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΗ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΧΘΡΙΚΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΗ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ




Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
8-4-2015

Είναι γνωστό ότι κατά την διάρκεια της αρχαιότητας, του μεσαίωνα αλλά και της νεότερης εποχής η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρούς εχθρούς από την πλευρά των ανατολικών της συνόρων, οι οποίοι απείλησαν την κρατική της υπόσταση και την ανάγκασαν να βρίσκεται μόνιμα σε πολεμική ετοιμότητα προκειμένου να τους αντιμετωπίσει και να επιβιώσει εθνικά και πολιτικά (παράλληλα έπρεπε η χώρα να πολεμά και τους Ιλλυριούς, τους Παίονες, τους Σκύθες και άλλους βάρβαρους λαούς στα βόρεια σύνορα της).
Η πρώτη ισχυρή δύναμη που αντιμετώπισε η Ελλάδα ήταν η Περσική Αυτοκρατορία κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Οι Περσικοί Πόλεμοι ή τα Μηδικά, διεξήχθησαν το πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών. Οι διαμάχες αυτές ξεκίνησαν από την κατάκτηση της Ιωνίας από τον Κύρο Β´. Η πρώτη φάση των πολέμων, η οποία αποτέλεσε και αιτία για μετέπειτα συγκρούσεις, αποτέλεσε η Ιωνική Επανάσταση, η οποία ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη, για τους Πέρσες, πολιορκία της Νάξου.

Μετά την Ιωνική Επανάσταση, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αποφάσισε να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, επειδή βοήθησαν τις ιωνικές πόλεις. Το 492 π.Χ, ο Μαρδόνιος κατέλαβε την Θράκη και τη Μακεδονία, ωστόσο ο στόλος του ναυάγησε στο Όρος Άθως. Δύο χρόνια αργότερα, ο Δάτης και ο Αρταφέρνης κατάφεραν να κατακτήσουν τις Κυκλάδες, τη Νάξο και την Ερέτρια, ωστόσο υπέστησαν βαριά ήττα στον Μαραθώνα. Μετά τον θάνατο του Δαρείου, την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Ξέρξης, ο οποίος επιτέθηκε στην Ελλάδα, το 480 π.Χ, με σκοπό να την κατακτήσει ολόκληρη. Αν και αρχικά ο στρατός του είχε επιτυχίες (Θερμοπύλες, Αρτεμίσιο), οι Έλληνες κατάφεραν να νικήσουν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και το επόμενο έτος νίκησαν στις Πλαταιές και στη Μυκάλη.
Μετά τις τελευταίες δύο αναφερόμενες μάχες, οι Έλληνες επιτέθηκαν στη Μικρά Ασία. Τότε ιδρύθηκε η Δηλιακή Συμμαχία, η οποία συνέχισε τον πόλεμο με τους Πέρσες γι' ακόμα τριάντα έτη. Οι Έλληνες πολέμησαν τους Πέρσες στη Θράκη, στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Μετά τις συγκρούσεις αυτές υπεγράφη η Ειρήνη του Καλλία, κάτι που σήμαινε τη λήξη των πολέμων και τη νίκη των Ελλήνων.
Προς το τέλος των συγκρούσεων με την Περσία, η διαδικασία με την οποία η Δηλιακή Συμμαχία έγινε Αθηναϊκή Ηγεμονία έφθασε στο τέλος της. Οι σύμμαχοι της Αθήνας δεν απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους στην παροχή χρημάτων ή πλοίων, παρά την παύση των εχθροπραξιών. Στην Ελλάδα, ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης και των συμμάχων της, ο οποίος συνεχίστηκε από το 460 π.Χ, τελικά έληξε το 445 π.Χ, με ανακωχή τριάντα ετών. Ωστόσο, η αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας θα οδηγήσει, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, στο ξέσπασμα του Δεύτερου Πελοποννησιακού Πολέμου. Αυτή η καταστροφική σύγκρουση, η οποία διήρκεσε 27 χρόνια, θα έχει ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης, την κατάλυση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας και την ανάπτυξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η Αθήνα που υπέστη μεγάλες απώλειες - ο πόλεμος αποδυνάμωσε όλη την Ελλάδα.
Επανειλημμένως νικημένοι στις μάχες από τους Έλληνες, και εξαντλημένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, ο Αρταξέρξης και οι διάδοχοι του διατύπωσαν μετά το 450 π.Χ. την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Αποφεύγοντας οι Πέρσες να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι σε μάχη τους Έλληνες, προσπάθησαν ν'αντιπαρατάξουν την Αθήνα στη Σπάρτη, δωροδοκώντας τακτικά τους πολιτικούς για να πετύχουν τους στόχους τους. Με αυτό τον τρόπο, εξασφαλίστηκε ότι οι Έλληνες θα συνέχιζαν τους εμφύλιους πολέμους τους, και δεν θα ήταν σε θέση να στρέψουν την προσοχή τους στην Περσία. Μέχρι το 396 π.Χ δεν υπήρχαν ανοικτές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και της Περσίας, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, για ένα μικρό χρονικό διάστημα - όπως επισήμανε ο Πλούταρχος, οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ απασχολημένοι με τους εμφυλίους πολέμους τους για να πολεμήσουν κατά των «βάρβαρων».
Αν οι πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας άλλαξαν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Περσίας υπέρ των Ελλήνων, τότε οι πόλεμοι του επόμενου μισού του αιώνα έκαναν πολλά για να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Περσία. Το 387 π.Χ, η Σπάρτη, μπροστά από μια συμμαχία της Κορίνθου, της Θήβας και της Αθήνας κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού Πολέμου, ζήτησε τη βοήθεια της Περσίας για να ενισχύσει τη θέση της. Χάρη στη γνωστή Ειρήνη του Βασιλέως, η οποία έφερε τέλος στον πόλεμο, ο Αρταξέρξης Β' απαίτησε και πέτυχε την επιστροφή των πόλεων της Μικράς Ασίας από τους Σπαρτιάτες, και σε αντάλλαγμα υποσχέθηκε ότι η Περσία θα κήρυσσε πόλεμο σε οποιαδήποτε ελληνική πόλη που δεν θα δεχόταν την ειρήνη. Με αυτή την ταπεινωτική συνθήκη, η οποία ανέτρεψε όλα τα ελληνικά κέρδη του προηγούμενου αιώνα, θυσιάστηκαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ώστε οι Σπαρτιάτες να μπορέσουν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην Ελλάδα. Μετά την υπογραφή αυτής της συνθήκης οι Έλληνες ρήτορες άρχισαν να παραπέμπουν στην Ειρήνη του Καλλία (είτε πραγματική είτε όχι), ως αντίστιξη για τη ντροπή της Ειρήνης του Βασιλέως, και ως ένα λαμπρό παράδειγμα των «καλών παλιών ημερών» όταν οι Έλληνες του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας απελευθερώθηκαν από την περσική κατοχή από τη Δηλιακή Συμμαχία.

Αργότερα ο Φίλιππος κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του κατάφερε να τιθασεύσει τους σκληροτράχηλους λαούς που συνόρευαν με τη Μακεδονία. Στον ελλαδικό χώρο πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπό του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων. Επίσης, είχε προσεταιριστεί την άρχουσα τάξη της Θεσσαλίας, ενώ με το πέρας του Γ' Ιερού Πολέμου (355-352 π.Χ.) εξασφάλισε τη συμμετοχή της Μακεδονίας στο Αμφικτυονικό Συνέδριο των Δελφών.
Το 338 π.Χ., μετά την ιδιαίτερης σκληρότητας μάχη της Χαιρώνειας, κατάφερε ο Φίλιππος να ενώσει τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή ο Φίλιππος μαζί με τον Αλέξανδρο, που διοικούσε ένα τμήμα του στρατού, αντιμετώπισε το συνασπισμό Αθηναίων, Θηβαίων και όλων σχεδόν των νότιων Ελλήνων και τους νίκησε. Ύστερα, με το συνέδριο της Κορίνθου, ένωσε τους Έλληνες και πολιτικά, εκτός από τη Σπάρτη, που επέλεξε την απομόνωση και τη συνεχή αντιπαράθεση με τους Μακεδόνες, και την ουδέτερη Κρήτη.
Μετά την δολοφονία του Φίλιππου, ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας κέρδισε τον περσικό στρατό σε μία σειρά μαχών, η Αχαιμενιδική Περσική Αυτοκρατορία καταλύθηκε και έτσι έληξε ο γύρος συγκρούσεων μεταξύ Ελλάδας και Περσίας στην Αρχαιότητα.

Η μάχη όμως συνεχίστηκε και στον Μεσαίωνα, όταν η αναγεννημένη Ελληνική Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) συγκρούστηκα με την επίσης ανερχόμενη Σασσανιδική Περσική Αυτοκρατορία(παράλληλα έπρεπε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία να πολεμά και τους Αλβανούς, τους Βούλγαρους, τους Σλάβους και άλλους βάρβαρους λαούς στα βόρεια σύνορα της).  Έτσι την φιλική προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό παρθική δυναστεία των Αρσακιδών  διαδέχεται το 226 μ.Χ. ο Αρδασήρ Α΄ (ο Αρταξέρξης των Eλλήνων) και ιδρύει την περσική δυναστεία των Σασσανιδών, που παραμένει στην αρχή μέχρι το 651, οπότε το περσικό κράτος καταλύεται από τους Άραβες.

Η μετατόπιση, επί Μ. Κωνσταντίνου, του κέντρου βάρους της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, και η αναγνώριση του χριστιανισμού, είχαν αντίκτυπο και στις σχέσεις με την Περσία. Ο Σαπούρ Β΄ (310-379) άρχισε να διώκει τους χριστιανούς του Ιράν, όχι από θρησκευτικό φανατισμό -ο ίδιος είχε, κατά την παράδοση, δεχθεί τη βοήθεια ενός χριστιανού, του αγίου Ευγενίου, που έσωσε έναν δαιμονόληπτο γιο του- αλλά γιατί τους θεωρούσε πράκτορες του χριστιανού, πλέον, αυτοκράτορα. Ενόχληση προκάλεσε στους Πέρσες και η εγκατάσταση του τότε καίσαρος Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια (333) και η οχύρωση συνοριακών πόλεων στρατηγικής σημασίας, όπως η Aμιδα (σημ. Ντιαρμπακίρ).
Ο Μ. Κωνσταντίνος αναδιοργάνωσε το ιππικό, για να αντιμετωπίσει το ισχυρότατο ιππικό των Περσών, και αγωνίσθηκε επιτυχώς εναντίον τους, αποσπώντας το 334 την Αρμενία, που λόγω θρησκείας έκλινε προς το Βυζάντιο. Το 337, αποδεχόμενος περσικές προτάσεις, προχώρησε στη σύναψη ειρήνης. Οι περσικές συνοριακές επιδρομές, όμως, και οι διωγμοί των χριστιανών συνεχίζονταν. Στο διάστημα 339-350 ο Σαπούρ τρεις φορές επιχείρησε να καταλάβει τη Νίσιβη, ανεπιτυχώς.
Ο Ιοβιανός (363 -364) συμφώνησε 30ετή ειρήνη με τον Σαπούρ Β΄, με συνοριακές ρυθμίσεις ευνοϊκές για τους Πέρσες. Eπί Θεοδοσίου Α΄ υπογράφτηκε νέα συμφωνία (περ. 387) σχετικά με την Αρμενία, την οποία επί αιώνες διεκδικούσαν οι δύο αυτοκρατορίες λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, αλλά και επειδή από εκεί προμηθεύονταν αξιόμαχους στρατιώτες και καλά πολεμικά άλογα. Η χώρα μοιράσθηκε σε δύο τμήματα: το Περσικό ή Περσαρμενία και το Βυζαντινό.

Μέχρι το 502 οι σχέσεις παρέμειναν σε γενικές γραμμές ειρηνικές. Ο Αρκάδιος μάλιστα (395-408), φοβούμενος για τη ζωή του ανήλικου γιου και διαδόχου του Θεοδοσίου (του κατόπιν Β΄), ανέθεσε με διαθήκη τη φροντίδα για την προστασία του και την παραμονή του στον θρόνο στον Πέρση μονάρχη Ισδιγέρδη Α΄ (399-421).
Ο Ισδιγέρδης A΄, διαλλακτικός απέναντι στους χριστιανούς, αναγνώρισε τον επίσκοπο Σελευκείας-Κτησιφώντος ως Kαθολικόν της εκκλησίας του Ιράν. Προς το τέλος της βασιλείας του όμως προχώρησε σε διωγμούς κατά των χριστιανών, λόγω της προσηλυτιστικής τους δράσης. H ρήξη που επακολούθησε έληξε εις βάρος της Περσίας το 422. Ο Βαχράμ Ε΄ Γκουρ (421-438) υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους χριστιανούς ελευθερία λατρείας, με αντίστοιχη παραχώρηση εκ μέρους των Βυζαντινών στους ζωροάστρες υπηκόους τους. Εκκλησιαστική σύνοδος ανακήρυξε την αυτονομία της εκκλησίας του Ιράν. Νέα συνθήκη υπογράφηκε το 442 επί Ισδιγέρδη Β΄ (438-459), ο οποίος το ίδιο έτος είχε αποπειραθεί να προσηλυτίσει τους Αρμενίους.
Ο Περόζ (459-484) εκμεταλλεύθηκε τις δογματικές διαφορές των χριστιανών και υποστήριξε τους νεστοριανούς, που κατέφευγαν στην επικράτεια του από τη Συρία, όπου διώκονταν. Οι χριστιανοί του Ιράν αντιτάσσονται πλέον στο ορθόδοξο Βυζάντιο.
Mεγάλη κρίση προκλήθηκε όταν ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) αρνήθηκε να καταβάλει στους Πέρσες το συμφωνημένο ποσόν για τη φρούρηση των Κασπίων Πυλών (Ντερμπέντ). Τη στενή αυτή ορεινή δίοδο, προπύργιο Ρωμαίων και Περσών κατά των επιδρομών των Ούννων, φύλασσαν και οι δύο αυτοκρατορίες. Το 502 ο Καβάδης (488-531) εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος, κυριεύοντας σημαντικές πόλεις (Θεοδοσιούπολη, Μαρτυρόπολη, Aμίδα). Η ανακωχή συμφωνήθηκε το 505 ή 506, χωρίς εδαφικές μεταβολές, αλλά με υποχρέωση των Βυζαντινών να καταβάλλουν κάθε χρόνο μεγάλη χορηγία στους Πέρσες. Ο Αναστάσιος, που κατανόησε την ανάγκη να οργανωθεί στρατιωτική βάση στην περιοχή, ενίσχυσε και οχύρωσε την πόλη Δάρας, δίνοντάς της και το όνομά του: Αναστασιούπολις.

Ο Καβάδης, επιθυμώντας να υιοθετηθεί ο γιος του Χοσρόης από τον Ιουστίνο Α΄ (518 - 527), ώστε με την υποστήριξή του να προωθηθεί μελλοντικά στον περσικό θρόνο, και αντιμετωπίζοντας επιπλέον τους αιρετικούς Μαζδακίτες, δεν ήθελε πόλεμο.
Ο Ιουστινιανός (527-565), σχεδιάζοντας την ανάκτηση της Δύσης (reconquista), συνομολόγησε «απέραντο ειρήνη» με τον Χοσρόη Α΄, το 532. Ζωτικότατα όμως οικονομικά συμφέροντα, κυρίως στην Αρμενία και στον Καύκασο, λόγοι θρησκευτικοί κ.ά., είχαν ως επακόλουθο νέους πολέμους.
Ο Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν (Aθάνατη Ψυχή) (531-579), ένας από τους επιφανέστερους Σασσανίδες, εισέβαλε το 540 και κατέστρεψε την Αντιόχεια. Το Βυζάντιο αναγκάσθηκε να δεχθεί πενταετή ανακωχή με επαχθείς όρους. Ακολούθησε η σύρραξη των ετών 549-557. Η εξάντληση και των δύο εμπολέμων οδήγησε το 561/562 στη σύναψη συνθήκης «πεντηκονταετούς ειρήνης». Παρά τους βαρύτατους οικονομικούς όρους, ήταν επωφελής για το Βυζάντιο, διότι διατήρησε τη Λαζική (αρχαία Κολχίδα), χώρα σημαντικότατη στρατιωτικώς και οικονομικώς, εξασφάλισε οικονομικά προνόμια, καθώς και την ανοχή για τους χριστιανούς της Περσίας, υπό τον όρο αυτοί να απέχουν από προσηλυτιστικές δραστηριότητες. Ας σημειωθεί ότι όταν, το 529, ο Ιουστινιανός, πολέμιος της αρχαίας θρησκείας και σκέψης, έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών, πολλοί από τους καθηγητές διωκόμενοι κατέφυγαν στην Περσία.
Η «πεντηκονταετής ειρήνη» δεν διήρκεσε ούτε δέκα χρόνια. Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) προχώρησε σε στρατιωτικές προετοιμασίες και, επιπλέον, επεδίωξε τη διπλωματική απομόνωση της Περσίας, υπονομεύοντας συστηματικά την επιρροή της στην Αρμενία και στην Ιβηρία (σημ. Γεωργία). Επενέβη στα εσωτερικά της Περσαρμενίας, οι κάτοικοι της οποίας υφίσταντο θρησκευτικούς διωγμούς, προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Ίβηρες και να επωφεληθεί από την παρουσία ενός νέου στην περιοχή ασιατικού λαού, των Τούρκων, που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι τις περιοχές του Καυκάσου και έδιναν εγγυήσεις για την ασφαλή μεταφορά του μεταξιού απευθείας από την Κίνα από βορειότερους δρόμους που δεν ελέγχονταν από τους Πέρσες.

Όταν το 572 ο Ιουστίνος αρνήθηκε να καταβάλει τα συμφωνημένα ποσά για τη φύλαξη των φρουρίων στις διαβάσεις του Καυκάσου τα στρατεύματα του Χοσρόη Α΄ εισέβαλαν στη Συρία. Ο πόλεμος διήρκεσε μέχρι το 591, με εναλλασσόμενες φάσεις και με μια ενδιάμεση ανάπαυλα (575-578), χωρίς να διακοπεί η προσωπική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγεμόνων. Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές και στην Αρμενία.
θάνατος του Χοσρόη (579) ματαίωσε τη συζητούμενη σύναψη ειρήνης. Ο διάδοχός του Ορμίσδας Δ΄ (579-590) ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και οι επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν. Στο εσωτερικό, έναντι των αλλοθρήσκων υπήρξε ανεκτικός και οι χριστιανοί του Ιράν διατήρησαν ευγνώμονα ανάμνηση. Ο Kαθολικός Icho 'yabb παρείχε μεγάλες υπηρεσίες, δίνοντας πληροφορίες για τις κινήσεις των Βυζαντινών.
Τέρμα στον πόλεμο έθεσαν σημαντικότατα πολιτικά γεγονότα. Ο διοικητής της Μηδίας Βαχράμ Τσουμπίν ανέτρεψε τον Ορμίσδα και ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Ο νόμιμος διάδοχος Χοσρόης Β΄ Απαρβίζ (590-628) κατέφυγε στο βυζαντινό έδαφος, «συν ταις γυναιξί και παισί νεογνοίς δύο» (Θεοφάνης). Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), εκτιμώντας τη σπουδαιότητα των γεγονότων, υποστήριξε τον Χοσρόη και τον αποκατέστησε στον θρόνο. Tο 591 συνομολογήθηκε συνθήκη, με την οποία οι Πέρσες απέδωσαν στο Βυζάντιο το Δάρας και τη Μαρτυρόπολη (Μαϊαφαρικίν), και μέγα μέρος της Αρμενίας και της Ιβηρίας. Ο Χοσρόης, του οποίου η σύζυγος Σιρίν ήταν χριστιανή, έστειλε πολύτιμα αφιερώματα στον ναό του αγίου Σεργίου στη Σεργιούπολη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης αλλά και καλής θελήσεως έναντι των χριστιανών.

Η ανατροπή του Μαυρικίου από τον Φωκά (602) προκάλεσε νέο πόλεμο. Ο Χοσρόης Β΄, παρουσιαζόμενος ως τιμωρός και εκδικητής του ευεργέτη του, κατέλαβε το παραμεθόριο Δάρας (605), επήλθε κατά της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, Καππαδοκίας (606), εδήωσε τη Συρία και Παλαιστίνη (607), διέσχισε τη Γαλατία και Παφλαγονία, και έφθασε (609) στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Τέρμα στην κρίσιμη εσωτερικώς και εξωτερικώς αυτή περίσταση έθεσε η επανάσταση του εξάρχου Αφρικής Ηρακλείου και η ανάληψη της εξουσίας από τον συνονόματο γιο του, Ηράκλειο.
O Ηράκλειος (610-641) βρήκε τον στρατό και τα δημόσια οικονομικά σε άθλια κατάσταση, ενώ, μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Πέρσες, έγινε δυσχερής ο ανεφοδιασμός σε σιτηρά. Άβαροι και Πέρσες είχαν εισέλθει στο αυτοκρατορικό έδαφος και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Το 613 οι Πέρσες εισβάλλουν στη Συρία, κυριεύουν την Απάμεια και την Έδεσσα, νικούν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στην Αντιόχεια, καταλαμβάνουν τη Δαμασκό και την Ταρσό, εκδιώκουν τους Βυζαντινούς και από την Αρμενία. Η άλωση της Ιερουσαλήμ (614), η πυρπόληση του ναού του Παναγίου Τάφου, η αρπαγή του Τιμίου Σταυρού και η μεταφορά του στην Κτησιφώντα επέφεραν ισχυρό πλήγμα στο ηθικό των Χριστιανών. Το 619 κυριεύονται η Αίγυπτος και η Λιβύη. Το Ιράν αγγίζει σε έκταση τα όρια της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 615 οι Πέρσες προελαύνουν στη Μ. Ασία και πολιορκούν τη Χαλκηδόνα.
Η δεινή κατάσταση του βυζαντινού κράτους αντικατοπτρίζεται σε επιστολή της συγκλήτου προς τον Χοσρόη (615), όπου ταπεινά ζητείται η κατάπαυση του πολέμου και δικαιολογείται ο αυτοκράτορας επειδή δεν ανήγγειλε επισήμως στον Πέρση βασιλιά την άνοδό του στον θρόνο, σύμφωνα με τους εθιμοτυπικούς κανόνες της εποχής.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια ο Ηράκλειος επιδίδεται στην ανασυγκρότηση του στρατού, αλλά και σε διπλωματικές δραστηριότητες (συνεννοήσεις με τον Xαγάνο των Αβάρων). Μόλις το 622 αναλαμβάνει επιθετική δράση κατά των Περσών, ηγούμενος μάλιστα αυτοπροσώπως των στρατευμάτων. Σημαντική ήταν και η συμβολή της Εκκλησίας, που έδωσε τους θησαυρούς της για τον αγώνα.

Στον πόλεμο αυτόν, που διήρκεσε μέχρι το 628 και διεξήχθη βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, διακρίνουμε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη οι Πέρσες συνετρίβησαν στο αρμενικό έδαφος, εκδιώχθηκαν από τη Μ. Ασία, και ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πρωτεύουσα, που κινδύνευε από τους Αβάρους. Τον Μάρτιο του 623 ή 624 ξεκινάει για τη δεύτερη εκστρατεία, πάλι προς την Αρμενία. Kυριεύοντας και καταστρέφοντας στον δρόμο του πολλές πόλεις, καταδιώκει τον Χοσρόη και φθάνει στην ιερή περσική πόλη των Γανζάκων (Σιζ), όπου πυρπολεί τον περίφημο ζωροαστρικό ναό του Πυρός, σε αντίποινα για τη λεηλασία της Ιερουσαλήμ. Με πλήθος αιχμαλώτων, αποσύρεται για τον χειμώνα στην Αλβανία του Καυκάσου. Εκεί ενισχύει τον στρατό του με πολεμιστές από τους χριστιανικούς λαούς, Λαζούς, Αβασγούς (σημ. Αμπχάζιους), Iβηρες. Οι απόπειρες εισβολής στην Περσία από την πλευρά της Κιλικίας αποτυγχάνουν. Ο Hράκλειος διέρχεται τον χειμώνα 625/626 στον Πόντο.
Το θέρος του 626 ο Χαγάνος, σε συνεννόηση με τους Πέρσες, που έχουν ήδη στρατοπεδεύσει στη Χαλκηδόνα, κινεί πλήθη Σλάβων, Βουλγάρων κ.ά., και πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη από ξηρά και θάλασσα. Τελικά ο βυζαντινός στόλος κατανίκησε τα σλαβικά σκάφη. Οι επιτιθέμενοι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν. Σ' αυτό το διάστημα ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στη Λαζική, απ' όπου άρχισε τις επαφές με τους Χαζάρους, θέλοντας να θέσει το περσικό βασίλειο μεταξύ δύο πυρών.

Τον Σεπτέμβριο του 627 ο πόλεμος εισέρχεται στην τελική φάση. Ο Ηράκλειος αρχίζει τη μεγάλη προέλαση στον νότο. Διασχίζοντας το εσωτερικό της Περσίας φθάνει στη Νινευΐ, όπου στις 12 Δεκεμβρίου του 627 συντρίβει τον στρατό του Χοσρόη. Η έκβαση του πολέμου έχει πλέον κριθεί. Τον Ιανουάριο του 628 ο αυτοκράτορας εισέρχεται στη βασιλική πόλη Δασταγέρδ, όπου κατεδάφισε τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του Χοσρόη. Εκτός από τα αμύθητα πλούτη, οι Βυζαντινοί βρήκαν εκεί και τριακόσια βυζαντινά βάνδα (σημαίες) που είχαν πάρει οι Πέρσες σε διάφορες μάχες. Τον Φεβρούαριο ο Χοσρόης κατέφυγε στην Κτησιφώντα, όπου εκδηλώθηκε εξέγερση εναντίον του. Ακολούθησε η ανατροπή και ο θάνατός του.
Ο γιος και διάδοχός του Καβάδης Β΄ ο Σειρόης έσπευσε να συνάψει «αειπαγή ειρήνην». Τους όρους της γνωρίζουμε μόνο εν μέρει: αποχώρηση των Περσών από Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο και Λιβύη και αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ως προς το εδαφικό καθεστώς, προφανώς επανήλθαν στα οριζόμενα από τη συνθήκη του 591. Από την αλληλογραφία των δύο ηγεμόνων στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων προκύπτει ότι ο Ηράκλειος, αν και νικητής, επέδειξε μετριοπάθεια και σεβασμό απέναντι στον βασιλιά ενός αρχαίου λαού με μεγάλο πολιτισμό.
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή στον αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, οι Πέρσες παρέδωσαν και τον Τίμιο Σταυρό, και τον Μάρτιο του 630 ή 631 ο Ηράκλειος τον έφερε στην Ιερουσαλήμ και τον αναστήλωσε.
βίαιος θάνατος του Χοσρόη Β΄ φέρνει στην επιφάνεια τις φιλοδοξίες των φεουδαρχών και των μεγάλων στρατηγών. Η Περσία, εξαντλημένη από τους πολέμους, τους φόρους και τις υπέρμετρες απαιτήσεις του βασιλιά, παρασύρεται στη δίνη των αντιπαραθέσεων και των παθών. Οι ηγεμόνες, έρμαια στα χέρια των ισχυρών, ανεβαίνουν στον θρόνο για να δολοφονηθούν λίγους μήνες αργότερα. Ελλείψει αρρένων διαδόχων, προωθούνται στον θρόνο γυναίκες, όπως οι δύο κόρες του Χοσρόη. Οι μεγάλοι στρατηγοί, με την υποστήριξη των στρατιωτών τους ή τη βοήθεια των Βυζαντινών, επιδιώκουν και αυτοί να καταλάβουν την εξουσία, αν και δεν ανήκουν στην οικογένεια των Σασσανιδών.
Η αποδιοργάνωση του στρατού ενίσχυσε την τάση ανεξαρτητοποίησης των επαρχιακών διοικητών. Η κατάσταση της περσικής αυτοκρατορίας θυμίζει την εποχή των τελευταίων Αχαιμενιδών με την επικράτηση των σατραπών. Το 632 ανέρχεται στον θρόνο ο πρίγκιπας Ισδιγέρδης Γ΄.


Οι πρώτοι διάδοχοι του προφήτη Μωάμεθ αντιλαμβάνονται τα οφέλη που μπορούν να έχουν από την κατάσταση στο Ιράν. Το 637 στην Kαδεσία (Qadisiyya) οι δυνάμεις του Σαΐντ νικούν τα περσικά στρατεύματα. Οι Άραβες μπαίνουν στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα και γίνονται κύριοι των αμύθητων θησαυρών των Περσών βασιλέων. Ο Ισδιγέρδης Γ΄ δεν εγκαταλείπει τον αγώνα, συγκεντρώνει στρατό και αντιμετωπίζει τους εισβολείς το 642 στη Νιχαβάντ, αλλά γνωρίζει την ήττα. Τη νίκη τους αυτή οι Άραβες θα την ονομάσουν «η νίκη των νικών». Ολόκληρη η Φαρς, κοιτίδα των Σασσανιδών, θα περιέλθει στα χέρια τους. Ήδη έχουν καταληφθεί το Χαμαντάν, η Ράι, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Μόνος ο Ισδιγέρδης διαφεύγει στο Χορασάν και, εν συνεχεία, στο Μαρβ, αλλά εκεί ο τοπικός κυβερνήτης αρνείται να του προσφέρει άσυλο και ο ηττημένος μονάρχης θα δολοφονηθεί (652 ή 653) σε έναν μύλο της περιοχής. Αναφέρεται ότι το σώμα του ρίχθηκε στον ποταμό Μαρβ και ανασύρθηκε από τον χριστιανό επίσκοπο της ομώνυμης πόλης, ο οποίος και το έθαψε.
Τους Πέρσες ακολούθησαν οι Άραβες. Έτσι το 630 οι Άραβες στην συνάντηση με το τακτικό στρατό των Βυζαντινών υπό το Θεόδωρο, αδελφό του Αυτοκράτορα Ηράκλειου νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν. Στην συνέχεια ο Μωάμεθ κυρίευσε την Μέκκα. Όταν πέθανε ο Μωάμεθ το 632 ολόκληρη η Αραβική χερσόνησος, μέχρι τα σύνορα της Συρίας, της Αιγύπτου και του σημερινού Ιράκ είχαν προσηλυτιστεί στο Ισλάμ. Η προσδοκία των απολαύσεων στο παράδεισο με άφθονα φαγητά και παρθένες (ουρί) που έδινε το Κοράνιο στους υπέρ πίστεως μάρτυρες σε σχέση με τις πλούσιες λείες των επιδρομών ασκούσαν σημαντική επιθετική ορμή στους προσήλυτους άραβες.

Τον Μωάμεθ διαδέχθηκαν οι Χαλίφηδες. Ο δεύτερος Χαλίφης ο Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ καταλαμβάνοντας τη Συρία το 636 νικά κατά κράτος τους Πέρσες το 637, καταλαμβάνει την πρωτεύουσά τους Κτησιφώντα και η Περσία παύει να υπάρχει πλέον. Στη συνέχεια αρχίζουν οι επιδρομές κατά της Κύπρου, της Ρόδου και των ακτών της Μικράς Ασίας με κίνδυνο και για την Κωνσταντινούπολη αν δεν είχε καταστραφεί ο αραβικός στόλος από τρικυμία στις ακτές της Χαλκηδόνας το 653. Στο μεταξύ το 643 ο Ουμάρ με 16.000 άνδρες καταλαμβάνει την Αλεξάνδρεια και η Αίγυπτος από βυζαντινή επαρχία γίνεται επαρχία των Χαλίφηδων, μέχρι το 968. Το 644 ο Ουμάρ ή Ομάρ δολοφονείται από ένα σκλάβο του και τον διαδέχεται ο Οθμάν ιμπν Αφφάν που δολοφονείται στο ανάκτορό του στη Μεδίνα. Αυτόν διαδέχεται ο Αλής που δολοφονείται και αυτός το 661 την ώρα που έβγαινε από το Τέμενος της Κούφας - πρωτεύουσα του χαλιφάτου του. Και ενώ αυτόν τον διαδεχόταν ο γιος του Χασάν ιμπν Αλί, ο Μωαβίας Α' το 661 αυτοανακηρύχθηκε Χαλίφης της Δαμασκού ιδρύοντας τοΧαλιφάτο των Ομεϋαδών .
Ύστερα κατέκτησαν την Κύπρο, τη Ρόδο κι άλλα νησιά και βάδισαν κατά της Βασιλεύουσας. Δύο φορές πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη με πολύ στρατό και στόλο. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και οι πολιορκημένοι Βυζαντινοί πέρασαν δύσκολες ώρες και αντιστάθηκαν γενναία. Χάρις στο «υγρό πυρ», ένα καινούριο όπλο που επινόησαν, έκαψαν τα καράβια των Αράβων και τους ανάγκασαν, το 717, να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στη χώρα τους.






















Τότε οι Άραβες στράφηκαν δυτικά και κατέλαβαν τη βόρεια Αφρική και πέρασαν στην Ευρώπη από την Ισπανία. Δεν κατάφεραν, όμως να προχωρήσουν περισσότερο, διότι οι Φράγκοι με αρχηγό τον Κάρολο Μαρτέλο τους νίκησαν στο Πουατιέ της Γαλλίας (732 μ.Χ). Έτσι οι Άραβες δεν μπόρεσαν να εξαπλωθούν στην Ευρώπη.

Σταδιακά, οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση, αμύνθηκαν με το στρατό και το περίφημο «υγρόν πυρ» και το 10ο αι. οι Άραβες αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις επιδρομές. Ο Νικηφόρος Φωκάς έδιωξε από την Κρήτη τους Σαρακηνούς πειρατές (Άραβες της Ισπανίας) και το Βυζάντιο γνώρισε καινούργιες ημέρες δόξας. Η αναχαίτιση των Αράβων από τους Βυζαντινούς σταμάτησε οριστικά την προσπάθειά τους για εξάπλωση στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη.
Από τον 11ο αι. εμφανίστηκαν τουρκικά φύλα που με τις κατακτήσεις τους από την κεντρική Ασία ως τη Μεσόγειο αναδείχτηκαν σε υπολογίσιμη δύναμη. Τα αραβικά χαλιφάτα σταδιακά καταλύθηκαν και άρχισαν σιγά σιγά να φθίνουν και για τους Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι γείτονες ταυτίζονται πλέον με τους Τούρκους.
Οι πρώτες μάχες με τους Σελτζούκους άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1030 όταν αυτοί πραγματοποιούσαν ληστρικές επιδρομές στην Αρμενία και στα σύνορα.

Οι Σελτζούκοι είχαν σταδιακά γίνει επικυρίαρχοι στο Χαλιφάτο της Βαγδάτης, αλλά δεν μπορούσαν να στεριώσουν εκεί, όντας νομαδικός λαός στρατιωτών. Όταν ο ηρωικός αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διγενής ανέλαβε την εξουσία στα 1068 οι άρχουσες τάξεις είχαν διαφθαρεί αρκετά ώστε να τον προδώσουν κατά την κρισιμότερη μάχη της ιστορίας μας και να συλληφθεί από τον Αρπασλάν. Μετά την απελευθέρωσή του η αριστοκρατία τον συνέλαβε, και τον τύφλωσε.
Οι Σελτζούκοι όντας νεοφώτιστοι στο Ισλάμ κυριολεκτικά ερήμωσαν την Μικρασία. Έσφαζαν, κατέστρεφαν, ερήμωναν ολόκληρες περιοχές της, πράγμα που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την απελευθέρωσή τους από τους Ρωμιούς. Οι ρωμαίικοι πληθυσμοί είτε έπρεπε να φύγουν πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη, είτε έπρεπε να συμβιβαστούν με τους μουσουλμάνους κατακτητές.
Ο Αλέξιος Κομνηνός προσπάθησε να φέρει κάποια τάξη, βελτίωσε τα οικονομικά, αλλά παρ' όλες τις προσωρινές επιτυχίες και την απελευθέρωση της Δ. Μικρασίας, το μόνο που κατάφερε ήταν να φέρει στα εδάφη μας τους Σταυροφόρους, και να τους ανοίξει την όρεξη. Με τη Μάχη του Μυριοκέφαλου, 1176 χάθηκε κάθε ελπίδα για απελευθέρωση της Μικρασίας.
Ένας σημαντικός λόγος που δεν κατάφερε η Αυτοκρατορία να αντισταθεί στους Οθωμανούς (πέρα από την παντελώς εχθρική και υπονομευτική πολιτική των Δυτικών, των Βενετών, των Σταυροφόρων και του πάπα), ύστερα από τους Σελτζούκους μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τους Λατίνους το 1261 ήταν οι εμφύλιες διαμάχες. Αυτές εξάντλησαν τη Ρωμανία. 
Οι επίδοξοι αυτοκράτορες συμμαχούσαν ακόμη και με τους Τούρκους ώστε να καταλάβουν το θρόνο, και χανόταν σταδιακά η βόρεια και δυτική Μικρασία, ενώ στα 1354 οι Τούρκοι πατούν την χερσόνησο της Καλλίπολης: ήταν ζήτημα πλέον χρόνου να γίνει η κυκλωτική κίνηση (πρώτα κατάληψη της νότιας Βαλκανικής, και μετά κατάληψη της Πόλης το 1453). Επιπλέον, ενώ κατά τα χρόνια της εξορίας -αυτοκρατορία της Νίκαιας 1204-1261, το κράτος άρχισε να ενδιαφέρεται για τους μικροκαλλιεργητές, και για τους ακρίτες, η πολιτική αυτή δε συνεχίστηκε μετά το 1261, καθότι οι Παλαιολόγοι ήταν αριστοκρατική οικογένεια και έκαναν ότι και οι αυτοκράτορες της περιόδου 1025-1068. 
Λίγα λόγια για τους Τούρκους τώρα
Στα νεότερα χρόνια η διαμάχη με τους Τούρκους συνεχίστηκε. Εβδομήντα εξεγέρσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας έγιναν στον Ελληνικό χώρο μετά την υποδούλωση στους Τούρκους και μέχρι την Επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση ενός τμήματος της χώρας το 1833.
Το 1830 αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους. Τότε ως πρωτεύουσα κηρύχθηκε η Αίγινα Εγκαθιδρύθηκε μοναρχία το 1833. Η πρωτεύουσα τότε μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Μέσα στο 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα, η Ελλάδα προσπάθησε να απελευθερώσει και να προσαρτήσει στα εδάφη της όλες τις περιοχές που ακόμη ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχαν ελληνικούς πληθυσμούς, πράγμα που κατάφερε εν μέρει, συμμετέχοντας στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης. Μετά τη λήξη του τελευταίου, η εμμονή στον αλυτρωτισμό, τα ελληνικά στρατηγικά σφάλματα, η μεταβολή των συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στη Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση 1.000.000 προσφύγων στην Ελλάδα. Το διάστημα αυτό (1914-1923) το ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης υπήρξε θύμα σφαγών και διώξεων.
Η στρατιωτική Χούντα του 1967 υπήρξε η αιτία δημιουργίας, μετά από λανθασμένους χειρισμούς που εκμεταλλεύτηκε η τουρκική πλευρά όταν επιτέθηκε και κατέλαβε παράνομα το 40 % του νησιού, του γνωστού σε όλους Κυπριακού ζητήματος, το οποίο οδήγησε στην κατάρρευσή της το 1974. Έκτοτε οι Τούρκοι κάνουν συνεχείς παραβιάσεις σε όλη την νησιωτική επικράτεια της χώρας και τους Αιγαίου και απειλούν και προσπαθούν να καταλάβουν με την βία τα Ελληνικά νησιά και την Θράκη (σε άγαστη συνεργασία πάντα και με τους βόρειους γείτονες μας Αλβανούς, Σκοπιανούς και Βούλγαρους που και αυτοί εποφθαλμιούν να καταλάβουν και να προσαρτήσουν Ελληνικά εδάφη).
Βλέπουμε λοιπόν καθαρά ότι πάντα υπήρχε στα ανατολικά σύνορα της χώρας ένας ισχυρός και εχθρικός προς την χώρα αντίπαλος λαός, ο οποίος υπονόμευε την ακεραιότητα και την ασφάλεια της σε συνεργασία και με άλλες εχθρικές βόρειες προς την χώρα δυνάμεις και στο τέλος η χώρα μας πάντα νικούσε και κατόρθωνε να επιβιώσει. Έτσι θα γίνει και τώρα αν κάνει τις κατάλληλες κινήσεις και συμμαχίες (Ρωσία και Κίνα), αποδεικνύοντας έτσι ότι η ιστορία μπορεί πάντα να επαναληφθεί (σαν μέρες ενός παρελθοντικού μέλλοντος=Days of future Past). «Γιατί όταν το παρελθόν και το παρόν μιας χώρας ταυτιστούν, τότε το πεπρωμένο του μέλλοντος της θα κρέμεται και θα ισορροπεί σε μία κλωστή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου