Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΑΤΣΕΡ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΙΤΖΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΙΜΠΛΕ ΣΗΜΕΡΑ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΘΑΤΣΕΡ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΙΤΖΟΡ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΣΧΕΣΗ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΙ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΡΚΕΛ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΙΜΠΛΕ ΣΗΜΕΡΑ


Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
20-9-2015
Η Μάργκαρετ Χίλντα Θάτσερ, Βαρώνη Θάτσερ (13 Οκτωβρίου 1925 – 8 Απριλίου 2013, πλήρες όνομα Margaret Hilda Thatcher), Λαίδη του Τάγματος της Περικνημίδας, Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, αργότερα Βαρώνη Θάτσερ και μέλος της Βουλής των Λόρδων, ήταν αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1975 ως το 1990 και Πρωθυπουργός της χώρας από το 1979 ως το 1990. Ήταν η πρώτη και μόνη ως σήμερα γυναίκα που κατέλαβε αυτές τις δύο θέσεις.
Το 1959 εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων και το 1965 ορίστηκε εκπρόσωπος του Συντηρητικού Κόμματος. Υποστήριξε προτάσεις νόμου για την αποποινικοποίηση της ανδρικής ομοφυλοφιλίας, τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, τη διατήρηση της θανατικής ποινής, αλλά ψήφισε ενάντια στη χαλάρωση των νόμων περί διαζυγίου. Άσκησε σκληρή κριτική στην πολιτική υψηλής φορολογίας των Εργατικών, θεωρώντας την βήμα «όχι προς το σοσιαλισμό, αλλά προς τον κομμουνισμό». Διετέλεσε «σκιώδης» υπουργός Μεταφορών και κατόπιν Παιδείας, πριν τις εκλογές του 1970.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε Πρωθυπουργός στις 4 Μαΐου 1979, με βασικό καθήκον την αναστροφή της πτωτικής πορείας της οικονομίας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, τον περιορισμό του ρόλου του κράτους στην οικονομία, καθώς και την ανάδειξη του ρόλου της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο οποίος έδινε την εντύπωση ότι συνεχώς έφθινε, από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ιδεολογικά βρισκόταν πολύ κοντά με τον Ρόναλντ Ρήγκαν, ο οποίος το 1980 εξελέγη Πρόεδρος των ΗΠΑ, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1988. Μαζί, οι δυο ηγέτες αποφάσισαν να εφαρμόσουν τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές συνταγές του οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν – διδάγματα τα οποία είχε ακολουθήσει μόνο ο δικτάτορας της Χιλής και μετέπειτα φίλος της Θάτσερ, Πινοσέτ.
Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας η Θάτσερ έθεσε ως βασική προτεραιότητα την μείωση του πληθωρισμού. Ακολούθησε σφικτή νομισματική πολιτική, αυξάνοντας τα επιτόκια, προκειμένου να χαμηλώσει τον πληθωρισμό. Έδειξε προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Καταργήθηκαν οι μισθολογικοί περιορισμοί και οι συναλλαγματικοί περιορισμοί. Οι πολιτικές αυτές διατήρησαν την αξία της στερλίνας σε υψηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα η ανεργία εκτοξεύτηκε. Το 1983 υπήρχαν 3,6 εκ. άνεργοι (διπλάσιοι από το 1979). Οι κρατικές δαπάνες κυρίως για την εκπαίδευση και την στέγαση μειώθηκαν. Το ΑΕΠ της χώρας μειωνόταν.
Σταδιακά, όμως η οικονομική πολιτική άρχισε να αποδίδει. Τον Ιανουάριο του 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18% και μειώθηκε και άλλο στη συνέχεια. Τα δημοσιονομικά βελτιώθηκαν. Η ανάκαμψη στηριζόταν και στα αυξανόμενα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας. Επίσης, δρομολογήθηκαν οι πρώτες αποκρατικοποιήσεις κυρίως κοινοτικών κατοικιών. Αυτό αύξησε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Μ. Βρετανία. Η National Freight Company ιδιωτικοποιήθηκε το 1982 και πωλήθηκε στους εργαζόμενους της.


Η Θάτσερ επέβαλλε τη μυστική ψηφοφορία στις συνδικαλιστικές εκλογές και τα απαγόρεψε από το να διαδηλώνουν εκτός εργασιακού χώρου. Τα μέλη των συνδικάτων και ο αριθμός των απεργιών μειώθηκαν. Η ύφεση οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις στο Μπρίστολ το 1980, για να ακολουθήσουν διαδηλώσεις στο Μπρίξτον του Λονδίνου, στο Μπέρμιγχαμ, στο Λίβερπουλ και στο Μάντσεστερ. Η αστυνομία κατέστειλε τις διαδηλώσεις.
Στις 2 Απριλίου 1982, η δικτατορική Κυβέρνηση της Αργεντινής εισέβαλε στα Νησιά Φώκλαντ, τα οποία αποτελούσαν έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας, επί του οποίου όμως η Αργεντινή ήγειρε αξιώσεις ήδη από το 1830. Ξεκίνησε έτσι ο λεγόμενος «Πόλεμος των Φώκλαντ», καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ αντέδρασε σθεναρά, στέλνοντας επιτόπου ναυτική δύναμη για να επανακαταλάβει τα νησιά. Η επιχείρηση, παρά τη μεγάλη απόσταση, στέφθηκε από επιτυχία, προκαλώντας πατριωτική έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Πόλεμος των Φώκλαντ, μαζί με μια οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στις αρχές του 1983, ανέβασαν τη δημοτικότητα της Κυβέρνησης. Εκμεταλλευόμενοι το διχασμό του Εργατικού Κόμματος της εποχής εκείνης, οι Συντηρητικοί πέτυχαν νέα νίκη στις εκλογές του Ιουνίου 1983, κερδίζοντας 42,4% των ψήφων, έναντι 27,6% των Εργατικών. Στη δεύτερη τετραετία της, η Θάτσερ θέλησε να εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες/νεοσυντηρητικές της αντιλήψεις και για να γίνει αυτό έπρεπε να μειώσει τη δύναμη των συνδικάτων και των επαγγελματικών ενώσεων.
Τον Μάρτιο του 1984 η κυβέρνηση προσπάθησε να ιδιωτικοποιήσει τα κερδοφόρα ορυχεία και να κλείσει τα ζημιογόνα. Οι ανθρακωρύχοι αντέδρασαν έντονα. Η απεργία των ανθρακωρύχων, η οποία διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο αναδείχτηκε ως το πιο σημαντικό γεγονός στη δεύτερη τετραετία της Θάτσερ. Τα δύο τρίτα των εργαζόμενων συμμετείχαν στην απεργία, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιζήμια για τη βρετανική οικονομία. Το κόστος της αποτιμήθηκε σε 1,5 δις. λίρες και σε αυτήν αποδόθηκε η διολίσθηση της λίρας έναντι του δολαρίου. Η Θάτσερ δήλωσε πως δεν θα υποχωρήσει στα αιτήματα των συνδικάτων, αφού είχε φροντίσει να κρατήσει καύσιμα εκ των προτέρων. Έτσι μετά από 12 μήνες και τη χρήση βίας εκ μέρους της αστυνομίας η απεργία έληξε. Τελικά, η κυβέρνηση έκλεισε 25 ορυχεία, αντί για 20, που σχεδίαζε αρχικά. Η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος των ανθρακωρύχων, ενίσχυσε τη Θάτσερ και άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρα πολλών δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, για τη δραστική περικοπή των δημοσίων δαπανών, τη δραματική συρρίκνωση του κράτους Πρόνοιας κλπ.

Τα ξημερώματα της 12ης Οκτωβρίου 1984 από τύχη διέφυγε τραυματισμό, καθώς η παράνομη οργάνωση των Ιρλανδών εθνικιστών IRA επιτέθηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του κόμματός της στην πόλη Μπράιτον. Από την επίθεση εκείνη σκοτώθηκαν πέντε άτομα και τραυματίστηκαν πολλά άλλα. Η ίδια, σε μια επίδειξη ψυχραιμίας, δεν άλλαξε καθόλου το πρόγραμμά της και την άλλη μέρα εκφώνησε κανονικά την προγραμματισμένη της ομιλία στο Συνέδριο.
Η οικονομική της πολιτική σημαδεύτηκε από τη ριζική μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, την απελευθέρωση των αγορών, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις. Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις πωλήθηκαν, με πρώτη την εταιρία τηλεπικοινωνιών British Telecom, η οποία ήταν κρατική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ακολούθησαν η British Gas, η Jaguar, η Britoil, η Cable & Wireless, η Sealink ferries, η British Airways και η British Aerospace. Οι αποκρατικοποιήσεις γίνονταν μέσω της πώλησης μετοχών από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η κυβέρνηση αποκόμισε από τις αποκρατικοποιήσεις 29 δισ. λίρες. Οι πωλήσεις κοινοτικών κατοικιών απέφεραν έσοδα 18 δις. λίρες. Η Θάτσερ φρόντισε ακόμα να αντιμετωπίσει τις αρνητικές συνέπειες της έλλειψης ανταγωνισμού, ιδρύοντας ρυθμιστικές αρχές. Συνεχίστηκε η περιστολή των κρατικών δαπανών και μειώθηκαν οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις (οδικά έργα, σιδηροδρομικά έργα κλπ.). Η οικονομική πολιτική σταδιακά άρχισε να αποφέρει αποτελέσματα. Η Βρετανία από το 1983 και έκτοτε επανήλθε σε ρυθμούς δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης.
Από την άλλη πλευρά, το 1985, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφάσισε να μην ανακηρύξει τη Μάργκαρετ Θάτσερ επίτιμο διδάκτορά του (όπως συνέβη με όλους τους Βρετανούς Πρωθυπουργούς που ήταν απόφοιτοί του), σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την περικοπή των δαπανών προς την ανώτατη εκπαίδευση.

Οι Συντηρητικοί κέρδισαν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987. Το 1988 εκφώνησε ομιλία με θέμα την υπερθέρμανση του πλανήτη, την καταστροφή του όζοντος και την όξινη βροχή. Την ίδια χρονιά αντιτάχθηκε σθεναρά στη διαφαινόμενη συγκεντροποίηση της λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κατά τη γνώμη της θα οδηγούσε σε ομοσπονδιακές δομές, ενώ η ίδια υποστήριζε ότι ο ρόλος της ΕΕ έπρεπε να περιοριστεί στη διασφάλιση του ελεύθερου εμπορίου και του ανόθευτου ανταγωνισμού. Η αντιευρωπαϊκή της πολιτική άρχισε να διχάζει το κόμμα της, δημιουργώντας δύο αντίπαλες τάσεις, μια φιλοευρωπαϊκή και μια αντιευρωπαϊκή. Ο διχασμός αυτός έμελλε να αποβεί μοιραίος και για την ίδια.
Οι αποκρατικοποιήσεις συνεχίστηκαν. Η British Steel, η British petroleum, η Rover Group, η Rolls Royce και οι εταιρίες ύδρευσης (Regional Water Authorities, RWAs) ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο πληθωρισμός έπεσε πολύ χαμηλά (4,7%) το 1987. Η ανεργία άρχισε σταδιακά να αποκλιμακώνεται. Η κυβέρνηση προχώρησε σε περικοπές φόρων και αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος, ενώ επέβαλλε μυστική ψηφοφορία μεταξύ των μελών των συνδικάτων, προτού αναληφθεί απεργιακή δράση. Το 1987 τα δύο τρίτα των Βρετανών είχαν δικό τους σπίτι. Το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου αυξήθηκε κατά 26,8% την περίοδο 1979-1989, παραπάνω δηλαδή από τον μέσο όρο της ΕΟΚ (24,3%).
Από το 1989, η δημοτικότητά της έφθινε πάλι, λόγω των υψηλών επιτοκίων (15%) που έπλητταν την βρετανική οικονομία. Ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται πάλι σε 7% το 1989 και σε 10% το 1990 και η ανάπτυξη άρχισε να επιβραδύνεται. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να μειώνεται. Η Θάτσερ προσπάθησε να καθιερώσει τον φόρο κοινοτήτων, ένα είδος κεφαλικού φόρου. Συνεπώς, αντί για την φορολόγηση ακινήτων, φορολογούταν κάθε φυσικό πρόσωπο. Ο φόρος είχε πολλές αντιδράσεις, αφού όσο μεγαλύτερη ήταν μία οικογένεια τόσο περισσότερους φόρους πλήρωνε ανεξάρτητα από την αξία της κατοικίας. Η θητεία της Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε και τελείωσε με βία. Το 1990 το Λονδίνο γνώρισε τις μεγαλύτερες ταραχές που είδαν πολλές γενιές στο κέντρο του, εξαιτίας του απεχθούς φορολογικού σχεδίου της. Στις 22 Νοεμβρίου του ίδιου έτους η Θάτσερ διαβαίνει για τελευταία φορά το κατώφλι του Μπάκινγχαμ ως πρωθυπουργός της χώρας. Συνεργάτες της της έθεταν όρους για την προσχώρηση της στερλίνας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, ενώ ένας βουλευτής έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία του κόμματος το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Η υποψηφιότητα δεν είχε επιτυχία, αλλά 60 βουλευτές ψήφισαν τον αντίπαλό της ή απείχαν, πράγμα που χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές. Άλλοι συνεργάτες της επέμεναν ότι μετά από 10 χρόνια πρωθυπουργίας, ακόμη και αυτό ήταν επιτυχία.

Την ίδια χρονιά η Μάργκαρετ Θάτσερ πολέμησε με σφοδρότητα την ταχύτατη Επανένωση της Γερμανίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην εκλογή νέου προέδρου του, το 1990, το κόμμα των Συντηρητικών ήταν βαθιά διχασμένο, τόσο για το θέμα της Ευρώπης, όσο και για θέματα εσωτερικής φορολογικής πολιτικής. Με αντίπαλο τον πρώην Υπουργό της, Michael Heseltine, η Θάτσερ δεν κατόρθωσε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και, κατόπιν διαβούλευσης με συνεργάτες της, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να μην είναι υποψήφια στον επόμενο γύρο. Στήριξε τον Τζων Μέιτζορ (από τις δολοπλοκίες του οποίου για να πάρει την πρωθυπουργία τελικά δεν εξελέγη και πάλι ως πρόεδρος του κόμματος της), ο οποίος και εξελέγη. Η ίδια παρέμεινε βουλευτής ως τις εκλογές του 1992.
Μετά την παραίτησή της, δημοσκόπηση έδειξε ότι το 52% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι «έκανε καλό στη χώρα», ενώ το 48% διαφωνούσε. 

Στην εποχή μας μία νέα Μάργκαρετ Θάτσερ εμφανίστηκε. Η γνωστή σε όλους μας Άνγκελα Μέρκελ.  Η Άνγκελα Δωροθέα (Κάσνερ) Μέρκελ . Στις 22 Νοεμβρίου 2005 το γερμανικό κοινοβούλιο την εξέλεξε στο αξίωμα του καγκελάριου της Γερμανίας.
Είναι η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας από την ίδρυση του Ομοσπονδιακού Κράτους το 1871. Επίσης είναι η πρώτη πρώην πολίτης της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας που υπήρξε ηγέτης της επανενωμένης Γερμανίας.
Μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2005 ο μεγάλος συνασπισμός των κομμάτων CDU, CSU και SPD. Η Άνγκελα Μέρκελ αντικατέστησε ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ.  Μετά τη νίκη του CDU στις Γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 στις 27 Σεπτεμβρίου ανανεώθηκε η θητεία της στην καγκελαρία, ενώ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για συνασπισμό με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα.[3] Εξελέγη επίσημα καγκελάριος από το κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 2009.
Η Θάτσερ και η Μέρκελ είχαν αρκετές ομοιότητες αλλά και διαφορές. Και οι δύο εμφανίστηκαν στο διεθνές στερέωμα ως δύο ευγενείς, συγκρατημένες και συγκροτημένες, συντηρητικής εμφάνισης κι αισθητικής, μεσόκοπες κυρίες. Στην ιστορία κατεγράφησαν τελικά ως δύο σκληρές προσωπικότητες, προσκολλημένες στην πολιτική των περικοπών και της λιτότητας. Η Μάργκαρετ Θάτσερ και η Άνγκελα Μέρκελ.
Η σύγκριση απασχολεί χρόνια τώρα τα διεθνή ΜΜΕ και η άσκηση είναι ενδιαφέρουσα, καθώς πρόκειται για δύο ισχυρά πρόσωπα που σφράγισαν με το πέρασμά τους όχι μόνο τις τύχες της χώρας τους, αλλά (σε κάποιο βαθμό) και της Ευρώπης. Εξάλλου, αν η Μέρκελ κερδίσει άλλη μία θητεία, αποκτά προβάδισμα έναντι της Μάργκαρετ Θάτσερ: η Σιδηρά Κυρία της Γηραιάς Αλβιώνος έμεινε 11 χρόνια στη Ντάουνινγκ Στριτ, ενώ η Καγκελάριος της Γερμανίας έχοντας ήδη 8 χρόνια θητείας, θα έχει τη δυνατότητα να κρατήσει τα ηνία της χώρας της για 12 χρόνια.

Ένα δημοσίευμα του «Guardian» συγκρίνει ορισμένα δεδομένα: η Μάργκαρετ Θάτσερ πήρε πτυχίο χημείας, η Άνγκελα Μέρκελ σπούδασε φυσική, πήρε όμως και διδακτορικό. Η μία αποφοίτησε απ΄ το Παν/μιο της Οξφόρδης, η άλλη απ΄ το Παν/μιο της Λειψίας κι εν συνεχεία του ανατολικού Βερολίνου. Η αύξηση του ΑΕΠ επί την ημερών της Θάτσερ έφτασε στο 29,4%, επί των ημερών της Μέρκελ στο 22,9%. Η Θάτσερ είχε μια γυναίκα στο υπουργικά της συμβούλια, η Μέρκελ 8. Η χειρότερη στιγμή της ανεργίας στη Βρετανία, στα χρόνια της Θάτσερ είχε φτάσει το 11,9%, επί των ημερών της Μέρκελ στη Γερμανία, δεν ξεπέρασε το 11%. Η Σιδηρά Κυρία έγινε πρωθυπουργός στα 53 της χρόνια, η Μέρκελ Καγκελάριος στα 51 της. Η πρώτη απέκτησε 2 παιδιά και 2 εγγόνια, η δεύτερη δεν απέκτησε παιδιά.

Αυτά είναι τα νούμερα. Υπάρχουν όμως και άλλα συγκρίσιμα χαρακτηριστικά – και οι δύο δεν διακρίθηκαν για τη διπλωματική τους γλώσσα. Η Θάτσερ έγινε διάσημη για το «no, no, no» στις προτάσεις Ντελόρ για ευρωπαϊκή ενοποίηση, ενώ η Μέρκελ φημίζεται για την αμφίσημη γλώσσα της, που προτάσσεται για να της δίνει το περιθώριο πλοήγησης στο δρομολόγιο που έχει χαράξει. Η Θάτσερ αγαπούσε τις συγκρούσεις, η Μέρκελ έχει αμπαλάρει το κοφτερό της μυαλό και τη σιδερένια της θέληση σε ένα μαλακό περιτύλιγμα. Η Θάτσερ σνομπάρισε την ΕΟΚ, η Μέρκελ είναι στο στερέωμα της ΕΕ χωρίς ωστόσο να δημιουργήσει σταθερές στενές σχέσεις με κάποιους εταίρους – ούτε καν με τη Γαλλία. Το «πατρονάρισμα» της πολιτικής, το μήνυμα δηλαδή πως «εγώ ξέρω ποιο είναι το σωστό», αποτελεί κοινό γνώρισμα και των δύο. Η Θάτσερ προκαλούσε δέος, η Μέρκελ δεν προκαλεί φόβο, έχει πείσει ότι τη «χρειάζονται». Η Θάτσερ αιφνιδίαζε, η Μέρκελ ποτέ δεν θα ξαφνιάσει το εκλογικό σώμα, είναι υπομονετική και δεν προωθεί μέτρα που προκαλούν δυσαρέσκεια στη γερμανική κοινωνία. «Καβαλάει το ρεύμα» λένε οι συμπατριώτες της, ακόμη κι αν αυτό απαιτεί στροφή 180 μοιρών, όπως συνέβη στην περίοδο της Φουκουσίμα - όταν ανέτρεψε την πυρηνική πολιτική της χώρας της, προτάσσοντας τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επειδή είχε αλλάξει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη Γερμανία.
Και οι δύο άφησαν/αφήνουν το αποτύπωμά τους στην Ιστορία. Η Μέρκελ φαίνεται ότι θα αποδειχθεί μακροβιότερη πολιτικά της Θάτσερ – αν όμως η Θάτσερ συστηματικά έκτισε τον διαχωρισμό της Βρετανίας από την «ήπειρο», η Μέρκελ σμιλεύει την ΕΕ. Α λα γερμανικά.
Παραταύτα και σήμερα στην Μέρκελ (όπως και στην Θάτσερ) υπάρχουν φιλόδοξοι υπουργοί (με προεξάρχοντα τον Σόιμπλε), οι οποίοι θα επιθυμούσαν κρυφά να δουν την πτώση της Μέρκελ για να πάρουν την θέση της. Ιδίως ο Σόιμπλε (ο οποίος έχασε εξαιτίας της Μέρκελ την ηγεσία του κόμματος και την πρωθυπουργία παλαιότερα) θα ήθελε κρυφά τόσο να την εκδικηθεί (κάνοντας επιζήμιες πολιτικά για την Μέκελ κινήσεις που θα έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος για την ίδια και μεγάλη δημοτικότητα για τον ίδιο, όπως με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου στην χώρα μας, όπου η δημοτικότητα του Σόιμπλε ξεπέρασε αυτή της Μέρκελ).

Θα καταφέρει τελικά να πετύχει το κρυφό σχέδιο του Σόιμπλε και να μπορέσει αυτός, ως νέος Μέιτζορ αντίστοιχα με ύπουλες και επιδέξιες πολιτικές κινήσεις και υπονομεύσεις να πάρει την θέση της; Άγνωστο, αλλά στον ταχύτατα εξελισσόμενο κόσμο που ζούμε τίποτα δεν είναι απίθανο και για αυτό τον λόγο θα πρέπει ως χώρα να είμαστε έτοιμοι ακόμα και για την επιβολή στην Γερμανία μιας ηγεσίας παντελώς εχθρικής για μας, και θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να μπορέσουμε να αντέξουμε ως χώρα σε όποια επικίνδυνη κατάσταση εμφανιστεί και σταδιακά να ανανήψουμε ως κράτος, προκειμένου όλοι οι πολίτες του να υπολαμβάνουν όλα τα βασικά  αγαθά, σε μία μοναδική κατάσταση ειρήνης, ευημερίας και ανάπτυξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου