Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ KAI ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ- ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΣΕ ΓΕΡΜΑΝΙΑ KAI ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ- ΠΙΘΑΝΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ



 Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως γνωστόν προς το τέλος του 1918 (και λίγο πριν την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), μετά την γερμανική ήττα στον ποταμό Μάρνη, εκδηλώθηκε στην Γερμανία επανάσταση κατά του Κάιζερ και του καθεστώτος του. Αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του Κάιζερ (και υπό την «πίεση» του πρίγκιπα Μαξ της Βάδης, ο οποίος πήρε την θέση του πρωθυπουργού και πίεσε τον Αυτοκράτορα να παραιτηθεί, κάτι που συνέβη στις 9 Νοεμβρίου του 1918 και παρέδωσε αργότερα την εξουσία στους σοσιαλιστές), την ανακήρυξη της  δημοκρατίας στην χώρα και την ανάδειξη μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον νέο καγκελάριο Έμπερτ.
Σαν πρόεδρος, ο Φρίντριχ Έμπερτ είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλές δυσχέρειες, όπως την στρατιωτική ήττα, την οικονομική καταστροφή, τη λιμοκτονία του πληθυσμού και την αγανάκτηση των ενστόλων που επέστρεφαν κατησχυμένοι από τα πολεμικά μέτωπα. Το αρνητικό κλίμα επέτειναν διάφορες πολιτικές δολοφονίες, που δημιουργούσαν τις ιδανικές συνθήκες μιας εμφύλιας σύρραξης.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1919 ξέσπασε στη Γερμανία η Επανάσταση των Σπαρτακιστών, στην οποία ο Έμπερτ αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις. Η επανάσταση απέτυχε και οι ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν από τις παραστρατιωτικές ομάδες (Φράικορπς). Η θέση του Έμπερτ εδραιώθηκε και στις εκλογές της 19 Ιανουαρίου του 1919 οι Σοσιαλδημοκράτες (μαζί με άλλα συνασπισμένα κόμματα) κατέλαβαν την εξουσία, με ποσοστό 85% των ψήφων.

Ο Έμπερτ έγινε έτσι ο πρώτος πρόεδρος της νεοπαγούς δημοκρατίας που πήρε, εμφαντικά το όνομα της πόλης όπου συνήλθε (για λόγους ασφαλείας) η αρχική της συνεδρίαση (Βαϊμάρη), στις 6 Φεβρουαρίου του 1919. Στις 11 Αυγούστου ψηφίστηκε το νέο γερμανικό σύνταγμα και δέκα μέρες αργότερα ο Έμπερτ δήλωσε σε αυτό την πίστη του. Το 1920 ο Έμπερτ αντιμετώπισε με επιτυχή τρόπο ένα στρατιωτικό κίνημα που οργάνωσαν τα μέλη των Φράικορπς με επικεφαλής τους Βόλφγκανγκ Καπ και Έριχ Λούντεντορφ.
Στα 1923, μετά την αδυναμία της Γερμανίας να ανταποκριθεί στην καταβολή των οικονομικών αποζημιώσεών της προς τους συμμάχους νικητές του πολέμου, η Γαλλία και το Βέλγιο εισέβαλλαν στην βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, καταλαμβάνοντάς την. Οι γερμανοί εργάτες της περιοχής αντέδρασαν προκηρύσσοντας απεργιακές κινητοποιήσεις, με συνέπεια η οικονομική κρίση να επιδεινωθεί δραματικά.
Το φθινόπωρο του 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ μαζί με ορισμένους στενούς συνεργάτες του και πολλούς υποστηρικτές από την SA επιχείρησαν να ανατρέψουν βίαια την κυβέρνηση, αρχικά αιχμαλωτίζοντας ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες, όπως τον Γκούσταβ φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσσοβ και στη συνέχεια ξεκινώντας πορεία από την μπιραρία του Μονάχου Λεβενμπροϊκέλλερ ("Löwenbräukeller"), αλλά η βαυαρική αστυνομία επενέβη άμεσα και κατέπνιξε στο αίμα την κίνηση (16 νεκροί).
Ο Έμπερτ πέθανε πρόωρα, το Φεβρουάριο του 1925 από σηψαιμία, απότοκο χρόνιας νόσου από την οποία υπέφερε, δυο μήνες μετά την απόφαση γερμανικού δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι ήταν ένοχος έσχατης προδοσίας, με το αιτιολογικό πως στα 1918 είχε πάρει θέση υπέρ εργατών που απεργούσαν σε εργοστάσιο πυρομαχικών.
Το 1923 ανέλαβε Καγκελάριος ο Στρέζεμαν (ο διάδοχος του Έμπερτ στην εξουσία) σε κυβέρνηση συνασπισμού - για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (13 Αυγούστου - 23 Νοεμβρίου), καταφέρνοντας να αποκαταστήσει την τάξη στη Βαυαρία ύστερα από το αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας του Χίτλερ. Ο διάδοχός του τού ανέθεσε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1929.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού υπεγράφησαν οι Συνθήκες του Λοκάρνο (Οκτώβριος 1925), στις οποίες υπέγραψε ως εκπρόσωπος της Γερμανίας, μαζί με τους Αριστίντ Μπριάν (Aristide Briand) (Γαλλία) και Όστεν Τσάμπερλεν (Austen Chamberlain) (Ην. Βασίλειο). Κύριο μέλημά του, μετά την υπογραφή των συνθηκών, ήταν η υποστήριξή τους από το Γερμανικό λαό, στον οποίο απευθύνθηκε με ραδιοφωνικό διάγγελμα για υποστήριξη, δηλώνοντας: "Το Λοκάρνο μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ότι τα Ευρωπαϊκά κράτη επιτέλους αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να πολεμούν το ένα το άλλο πριν απολήξουν όλα σε ερείπια".
Την περίοδο 1924-1929 η γερμανική βιομηχανία αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια αμερικανικών δανείων και ξένων επενδύσεων. Χάρη στα αμερικανικά δάνεια, η γερμανική βιομηχανία αυξάνει κατά ένα τρίτο την παραγωγική ικανότητά της. Ήδη ο εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας οδηγεί στην αύξηση της τεχνικής ανεργίας. Η εντεινόμενη καρτελοποίηση επιτρέπει στα μονοπώλια να αυξάνουν αυθαίρετα τις τιμές πώλησης υπονομεύοντας την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας στοχεύουν κυρίως στη διεθνή αγορά.
Σε μια ακόμη ειρηνευτική του προσπάθεια, ο Στρέζεμαν υπέγραψε την αποκαλούμενη "Συνθήκη του Βερολίνου" με τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1926. Ζήτησε την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και, ύστερα από άρνηση και αποτυχημένη μετάβασή του στη Γενεύη για το σκοπό αυτό, τελικά το πέτυχε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1926.
Η υγεία του Στρέζεμαν άρχισε να κλονίζεται προς το τέλος του 1927. Η συμβουλή των γιατρών του ήταν να σταματήσει τις δραστηριότητές του, οι οποίες τον καταπονούσαν σημαντικά. Ο Στρέζεμαν την αγνόησε και διατήρησε τη θέση του υπουργού εξωτερικών και στη διάσκεψη της Χάγης το 1929 αποδέχτηκε το Σχέδιο Γιανγκ (Young Plan) που καθόριζε την 30ή Ιουνίου 1930 ως τελική ημερομηνία της εκκένωσης του Ρουρ (το σχέδιο αυτό ήταν ένα μνημόνιο σαν της Ελλάδας, με αντίστοιχα για την Γερμανία αποτελέσματα και ήταν αυτό που μαζί με την κρίση του 29 και τις επιπτώσεις της, δημιούργησε τις συνθήκες για την εδραίωση του ναζισμού στην εξουσία).
Το σχέδιο Γιανγκ (από το όνομα του Αμερικανού τραπεζίτη ο οποίος προεδρεύει της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων) για τις πολεμικές αποζημιώσεις της Γερμανίας, που εγκρίνεται τον Ιούνιο του 1929, προσφέρει μια ευκαιρία για την προπαγάνδα των ναζιστών, αλλά και για να συνάψουν δεσμούς με τομείς του μεγάλου κεφαλαίου. Ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ηγέτης του DNVP (Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα), του κύριου εθνικιστικού κόμματος στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και βαρόνος καπιταλιστής στον χώρο του τύπου, οργανώνει την «Επιτροπή για το αίτημα του γερμανικού λαού» με στόχο την απόρριψη του σχεδίου Γιανγκ. Ο Χίτλερ θα συμμετάσχει σε αυτή την επιτροπή συντροφιά με μεγιστάνες της βιομηχανίας, όπως ο Φριτς Τύσεν. Επωφελείται από τη δωρεάν δημοσιότητα την οποία του προσφέρουν τα έντυπα του Χούγκενμπεργκ και αποκτά επαφές με πηγές χρηματοδότησης. Αυτό θα αντανακλαστεί στο συλλαλητήριο του ναζιστικού κόμματος τον Αύγουστο του 1929 στη Νυρεμβέργη. Τριάντα πέντε ειδικά τρένα μεταφέρουν 25.000 άνδρες των SA και των SS στη Νυρεμβέργη, ενώ στη συγκέντρωση συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο Τέοντορ Ντουέστερμπεργκ, αναπληρωτής ηγέτης των Χαλυβδόκρανων, και ο μεγαλοβιομήχανος του Ρουρ Έμιλ Κίρντοφ, αφεντικό του ισχυρού κονσόρτσιουμ της μεταλλουργίας Gelsenkirchen.
Ο Στρέζεμαν, όμως, δεν επέζησε για να δει την πραγματοποίηση του σχεδίου αυτού. Απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1929 ύστερα από έμφραγμα του μυοκαρδίου στο Βερολίνο. Όμως ενώ ετοιμάζονται για την κατάκτηση των διεθνών αγορών, ξεσπά η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο δείκτης παραγωγής από 101,4 το 1929 (με δείκτη 100 το 1928) πέφτει στο 60 στα τέλη του 1931. Τον Φεβρουάριο του 1931 ο αριθμός των ανέργων ξεπερνά τα 4 εκατομμύρια.15 Η βιομηχανική κρίση συνοδεύεται από ανάλογη κρίση του τραπεζικού συστήματος και την απαρχή χρεωκοπιών τραπεζών. Η άνοδος των προεξοφλητικών επιτοκίων παραλύει τη γερμανική οικονομία.

Η ανάπτυξη του ναζιστικού κινήματος δέχεται αποφασιστική ώθηση στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της γερμανικής οικονομίας, η οποία είχε αρχίσει να εκδηλώνεται και πριν από το κραχ της Γουόλ Στριτ τον Οκτώβριο του 1929.
Η κρίση προκαλεί τη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Ήδη στις εκλογές του 1928 είχε καταγραφεί αύξηση των ψήφων για τη σοσιαλδημοκρατία και το Κομμουνιστικό Κόμμα, με αντίστοιχη αποδυνάμωση των δεξιών και κεντρώων κομμάτων.
Από το 1930 το αστικό πολιτικό κατεστημένο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανοίγει τον δρόμο για την κατάλυση του κοινοβουλευτισμού και την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Στις 27 Μαρτίου 1930 πέφτει ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Μύλερ. Το επίμαχο ζήτημα που οδηγεί στην πτώση του είναι το ζήτημα της αύξησης των εισφορών των εργαζομένων για την ασφάλιση κατά της ανεργίας. O κυβερνητικός εταίρος του SPD, το DVP (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα), με στενούς δεσμούς με τις μεγάλες επιχειρήσεις, ανήσυχο από την εργατική αναταραχή στις συνθήκες της αυξανόμενης ανεργίας, εξαπολύει γενική επίθεση ενάντια στο «κράτος πρόνοιας» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Η τάση προς το «ισχυρό κράτος» είχε μπει ήδη σε κίνηση. Στις 30 Μαρτίου 1930 ο στρατάρχης φον Χίντενμπουργκ, πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1925, διορίζει καγκελάριο τον Μπρύνινγκ, κοινοβουλευτικό ηγέτη του καθολικού κόμματος Zentrum (Κέντρο). Εγκαινιάζεται η άσκηση της εξουσίας μέσω προεδρικών διαταγμάτων. Όταν ένα τέτοιο διάταγμα για την περικοπή των δημόσιων δαπανών απορρίπτεται από το Ράιχσταγκ, ο Μπρύνινγκ πετυχαίνει μέσω του προέδρου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και την προκήρυξη εκλογών στις 14 Σεπτεμβρίου 1930 [ο φιλοβασιλικός καγκελάριος Μπρύνινγκ στην Γερμανία της κρίσης του 1929, εφαρμόζοντας  επίτηδες στην χώρα μία τεράστια και άγρια λιτότητα, προκειμένου οι πολίτες απελπισμένοι από την αποτυχία του δημοκρατικού πολιτεύματος να ζητήσουν σαν σωτηρία την επιστροφή στην μοναρχία του Κάιζερ της οποίας ήταν οπαδός,  αλλά το σχέδιο του δεν έπιασε πλήρως αφού πραγματικά οι γερμανοί πολίτες πραγματικά αναζήτησαν έναν σωτήρα, ο οποίος δεν ήταν βέβαια ο Κάιζερ, όπως θα ήθελε ο Μπρύνινγκ, αλλά ο Χίτλερ (ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία και με χρηματοδότηση τραπεζών των ΗΠΑ, όπως ο Λένιν είχε πάρει την εξουσία στην ΕΣΣΔ με την χρηματοδότηση του Κάιζερ και των γερμανικών τραπεζών)- http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/01/blog-post_70.html].
Η κατάσταση είναι ευνοϊκή για το ναζιστικό κόμμα. Στο έδαφος του βαθέματος της κρίσης κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα, αγρότες, ντεκλασέ στοιχεία θεωρούν ότι η δημοκρατία τους πρόδωσε και το σύστημα πρέπει να καταργηθεί και επανδρώνουν τις οργανώσεις του ναζιστικού κόμματος. Στην προεκλογική εκστρατεία του Χίτλερ κυριαρχούν το θέμα της ανάγκης «ζωτικού χώρου» για τη Γερμανία έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού στην αγορά και η επίθεση ενάντια στην κοινοβουλευτική και κομματική δημοκρατία που διαιρεί τον λαό, κατάσταση την οποία μόνο το ναζιστικό κόμμα μπορεί να υπερβεί δημιουργώντας μια καινούργια ενότητα του Volk (λαού). H προεκλογική καμπάνια του ναζιστικού κόμματος, χάρη και στα τεράστια υλικά μέσα που του παρέχουν οι καπιταλιστές, στέφεται με την εκλογή 107 ναζιστών βουλευτών στο Ράιχσταγκ (18,25% των ψήφων έναντι 2,6% στις εκλογές του 1928). Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αυξάνονται τα μέλη του ναζιστικού κόμματος. «Η προτεσταντική μεσαία τάξη ήταν, όπως και ανάμεσα στους ψηφοφόρους, αυτή που υπερτερούσε αριθμητικά.»
Oι μεγάλοι χαμένοι των εκλογών είναι τα αστικά κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Το DNVP έπεσε στο 7% σε φθίνουσα πορεία από το 20,4% των ψήφων το 1924, το DVP έπεσε στο 4,7% από 10,1%. Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του DNVP και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους των φιλελεύθερων κομμάτων έχουν ψηφίσει τους ναζιστές.17 Η εκλογική βάση των εργατικών κομμάτων, του SPD και του KPD (που γνωρίζει άνοδο στο 13,1% των ψήφων), είναι η μόνη που αντιστέκεται στην πίεση των ναζιστών, και σε μικρότερο βαθμό εκείνη του καθολικού κόμματος του Κέντρου, που γνωρίζει μικρές απώλειες.
Στο Ράιχσταγκ που προκύπτει από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1930 το SPD παραμένει το ισχυρότερο κόμμα. Όμως η σοσιαλδημοκρατία στο όνομα του «μικρότερου κακού» επιλέγει να στηρίξει τη συνέχιση της διακυβέρνησης Μπρύνινγκ. Η Τolerierungspolitik (πολιτική της ανοχής) επικυρώνεται από το συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Λειψία (31 Μαΐου-5 Ιουνίου 1931), το οποίο τάσσεται υπέρ της υποστήριξης του Μπρύνινγκ «για όσο καιρό είναι αποφασισμένος να απωθεί τις φασιστικές βλέψεις και είναι σε θέση να το κάνει».
Αρχίζει  η περίοδος της αποκαλούμενης προεδρικής δημοκρατίας, μιας και η εξουσία ασκείται στη βάση προεδρικών διαταγμάτων χωρίς την έγκριση της βουλής σύμφωνα με το άρθρο 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Οι εργασίες της βουλής αναστέλλονται για ένα εξάμηνο, καταργώντας ακόμη και τα υπολείμματα του κοινοβουλευτικού ελέγχου που διατηρούνταν.
Ενώ η ανεργία αυξάνεται, διάταγμα του Δεκεμβρίου 1930 και ο προϋπολογισμός του 1931 επιβάλλουν δραστικές περικοπές στη βοήθεια προς τους ανέργους. Ταυτοχρόνως η κυβέρνηση παραχωρεί φοροαπαλλαγές στη βιομηχανία και επιδοτεί επιχειρήσεις. Οι καπιταλιστές αξιοποιώντας τις στρατιές των ανέργων επιβάλλουν μειώσεις μισθών. Οι εργατικές κινητοποιήσεις αντιμετωπίζουν τη βία της αστυνομίας και των SA (Oμάδες Εφόδου) των ναζιστών.
Η χρεωκοπία της Danatbank, μιας από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας, και της Dresner Bank σηματοδοτούν μια νέα φάση της κρίσης. Το κράτος στηρίζει με μισό δισεκατομμύριο Reichmark το τραπεζικό σύστημα. Μέσω της στήριξης των τραπεζών το κράτος στηρίζει τη μεγάλη βιομηχανία, που έχει πιεστική ανάγκη από πιστώσεις. Το 1932 οι τράπεζες κατέχουν τα δύο τρίτα του μετοχικού κεφαλαίου των βιομηχανικών επιχειρήσεων έναντι του 50% το 1913.
Η Deutsche Eisen- und Stahlindustrie, επιθεώρηση των βιομηχάνων της σιδηροβιομηχανίας, που αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, γράφει: «Η κατάσταση συνεπάγεται για το κράτος την ηθική υποχρέωση να παρέμβει και να δεσμεύσει δημόσια κονδύλια.»19 Η κυβέρνηση Μπρύνινγκ με δημόσια κονδύλια επιδοτεί σιδηροβιομηχανίες «κοινωνικοποιώντας» με αυτόν τον τρόπο τις ζημιές τους. Το ίδιο διάστημα μέρος αυτών των βιομηχάνων χρηματοδοτούν το ναζιστικό κόμμα.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1931 η Reichsverband der deutschen Industrie, η ένωση των Γερμανών βιομηχάνων, απευθύνει τελεσίγραφο στον Μπρύνινγκ με το οποίο απαιτεί νέα μείωση των μισθών, μείωση των κοινωνικών δαπανών, νέες φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο. Στις 9 Οκτωβρίου ο Μπρύνινγκ προχωρά σε κυβερνητικό ανασχηματισμό αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Βάρμπολντ, αφεντικό της IG Farben, και το υπουργείο Εσωτερικών στον στρατηγό Γκρένερ, ήδη υπουργό της Reichswehr.
Το DNVP και οι Χαλυβδόκρανοι ανανεώνουν τη συμμαχία τους με τον Χίτλερ συγκροτώντας την Εθνική Αντιπολίτευση. Στη συγκέντρωση της Εθνικής Αντιπολίτευσης στο Bad Harzburg τον Οκτώβριο του 1931 κάνει αίσθηση η παρουσία του Σαχτ, ο οποίος τον Μάρτιο του 1930 είχε παραιτηθεί από τη θέση του προέδρου της Reichsbank διαμαρτυρόμενος για την εφαρμογή του Σχεδίου Γιανγκ. Ο Σαχτ ήταν ιδρυτικό στέλεχος του φιλελεύθερου DDP (Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα), αλλά από τον Δεκέμβριο του 1930 έχει εκφράσει δημοσίως τον θαυμασμό του για το NSDAP. Στη συγκέντρωση συμμετέχουν επίσης η Διοικούσα Επιτροπή της Reichslandbund, της σημαντικότερης ένωσης των μεγάλων γαιοκτημόνων, μεγιστάνες της βιομηχανίας όπως ο Φριτς Τύσεν, ο Πένσγκεν της Vereinigte Stahlwerke, ο Μπλομ των ναυπηγείων Blohm & Voss του Αμβούργου.
Οι σχέσεις του Χίτλερ με τα επιχειρηματικά περιβάλλοντα εντείνονται. Στις 27 Ιανουαρίου 1932 στη Λέσχη της Βιομηχανίας του Ντύσελντορφ σε ακροατήριο 300 επιχειρηματιών ο Χίτλερ πρότεινε στους συνομιλητές του μια απολυταρχική κυβέρνηση που θα συνέτριβε τους κομμουνιστές και θα απαιτούσε «ένα μεγάλο ζωτικό χώρο με μεγάλη εσωτερική αγορά και την προστασία της οικονομίας στο εξωτερικό χάρη στη συγκεντροποίηση της γερμανικής δύναμης».20 Στις 30 Οκτωβρίου 1931 στο Bond-Club της Νέας Υόρκης ο Ζήμενς, το αφεντικό της κραταιάς μέχρι σήμερα Siemens, υπογράμμιζε μπροστά στους Αμερικανούς βιομηχάνους και τραπεζίτες τη σημασία του ναζιστικού κόμματος «του οποίου ο κύριος στόχος ήταν ο αγώνας εναντίον του σοσιαλισμού και της λογικής κατάληξής του, του κομμουνισμού» και αντιπαρέθετε την πολιτική σεβασμού της νομιμότητας από τη μεριά του Χίτλερ στην απειλή κομμουνιστικής επανάστασης.21
Η θητεία του προέδρου Χίντενμπουργκ έληγε στις αρχές του 1932. Στις προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο του 1932 η σοσιαλδημοκρατία, πάντα στο όνομα του μικρότερου κακού, στηρίζει τον Χίντενμπουργκ. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο Χίντενμπουργκ θα κερδίσει το 49,6% των ψήφων, ο Χίτλερ το 30,1%, ο Ταίλμαν, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 13,2%. Στον δεύτερο γύρο ο Χίντεμπουργκ επανεκλέγεται με το 53% των ψήφων, αλλά ο Χίτλερ κερδίζει άλλα δύο εκατομμύρια ψήφους (36,8%).
Στα παρασκήνια προετοιμάζεται η απομάκρυνση της κυβέρνησης Μπρύνινγκ. Στις 6 Μαΐου 1932 ο Βάρμπολντ, εκπρόσωπος της μεγάλης βιομηχανίας στην κυβέρνηση, παραιτείται, ενέργεια που δείχνει ότι η κυβέρνηση Μπρύνινγκ έχει χάσει μέρος της υποστήριξης του επιχειρηματικού κόσμου. Σε μερικές εβδομάδες ο Βάρμπολντ θα επανέλθει στη νέα κυβέρνηση φον Πάπεν. Γεγονός αποκαλυπτικό της συμμετοχής των βιομηχάνων στις πολιτικές αλλαγές την άνοιξη του 1932. O Σλάιχερ είναι ήδη σε επαφή με τον Χίτλερ. Στις 8 Μαΐου ο Γκαίμπελς σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ο Μπρύνινγκ θα πέσει σε μερικές ημέρες». Στις 24 Μαΐου σημειώνει στο ημερολόγιό του το όνομα του νέου καγκελάριου: φον Πάπεν.22 Αυτές οι επαφές δείχνουν ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί και οι άνδρες στην εξουσία αντιμετωπίζουν το ναζιστικό κόμμα σαν ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα. Και όμως το 1932 είναι χρονιά έξαρσης της βίας των SA και των SS.
Στις 29 Μαΐου ο Χίντενμπουργκ θέτει τους όρους του στον Μπρύνινγκ: διάλυση του Ράιχσταγκ, άρση της απαγόρευσης των SA, εγκατάλειψη των σχεδίων του Μπρύνινγκ για εποικισμό με αγρότες μεγάλων υποθηκευμένων αγροκτημάτων. Έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του προέδρου, ο Μπρύνινγκ, που η κυβέρνησή του στηριζόταν στις προεδρικές εξουσίες, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά να υποβάλει την παραίτησή του στις 30 Μαΐου.
Νέος καγκελάριος ορίζεται ο φον Πάπεν, αξιωματικός και βουλευτής από παλιά του καθολικού κόμματος του Κέντρου, ανήκοντας στη δεξιά πτέρυγά του. Στη νέα κυβέρνηση ο Βάρμπολντ κατέχει όχι μόνο το υπουργείο Οικονομίας αλλά και το υπουργείο Εργασίας, ενώ ο στρατηγός Σλάιχερ κατέχει το υπουργείο της Reichswehr. Στις 17 Ιουνίου αίρεται η απαγόρευση των SA. Ήδη στις 30 Μαΐου στη συνάντησή του με τον Χίντενμπουργκ ο Χίτλερ είχε θέσει δύο όρους για να αποδεχθεί τη νέα κυβέρνηση: άρση της απαγόρευσης των SA και διάλυση του Ράιχσταγκ. Ο φον Πάπεν, προετοιμάζοντας νέα μέτρα κατά των κοινωνικών επιδομάτων σε μια χώρα που αριθμεί έξι εκατομμύρια ανέργους, κατηγορεί τις προηγούμενες κυβερνήσεις ότι «μετέτρεψαν το κράτος σε φιλανθρωπικό ίδρυμα και έτσι αποδυνάμωσαν τις ηθικές δυνάμεις του έθνους».23 Την επαύριον της συγκρότησής της η νέα κυβέρνηση φον Πάπεν ανακοινώνει στις 4 Ιουνίου τη διάλυση του Ράιχσταγκ και εκλογές στις 31 Ιουλίου.
Στις 20 Ιουλίου 1932 καθαιρείται πραξικοπηματικά η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας και ο φον Πάπεν ορnaziίζεται Επίτροπος του Ράιχ για την Πρωσία.
Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 οι εθνικοσοσιαλιστές αναδεικνύονται στο πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, με δεύτερο κόμμα το SPD. Τα κέρδη των ναζιστών πραγματοποιούνται εις βάρος των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς και των διαφόρων σχηματισμών του κέντρου, οι οποίοι ουσιαστικά εξαφανίζονται από τον πολιτικό χάρτη. Το μόνο αστικό κόμμα που διατηρεί την εκλογική δύναμή του είναι το κόμμα του Κέντρου. Οι ψήφοι της αριστεράς διατηρούνται σταθεροί και συνεχίζεται η μετατόπιση από τη σοσιαλδημοκρατία στο Κομμουνιστικό Κόμμα (5.370.000 ψήφοι για το KPD και 7.960.000 για το SPD). Υπάρχει μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στο 37,7% για τους εθνικοσοσιαλιστές και στο 35,9% για το KPD και το SPD μαζί.

Οι εκλογικές επιτυχίες των ναζιστών συνοδεύονται από την ενίσχυση της ναζιστικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την άρση της απαγόρευσης των SA από τον φον Πάπεν. Οι επιδρομές των SA στις κόκκινες γειτονιές αφήνουν πάντα πίσω τους νεκρούς και τραυματίες. Τώρα οι ναζιστές απαιτούν την καγκελαρία.
Το Ράιχσταγκ που συγκαλείται στις 12 Σεπτεμβρίου καταψηφίζει την κυβέρνηση φον Πάπεν με 512 ψήφους έναντι 42 υπέρ και 5 αποχών.
Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών στις 6 Νοεμβρίου 1932 είναι η υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες. Το KPD καταγράφει νέα άνοδο κερδίζοντας σχεδόν 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τα κέρδη των κομμουνιστών. Τα δύο εργατικά κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές.
Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Στις 6 Δεκεμβρίου η παραίτηση του Γκρέγκορ Στράσερ, οργανωτικού υπεύθυνου του NSDAP, προκαλεί αναταραχή στους κόλπους των ναζιστών.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Deutsche Allgemeine Zeitung, που εκφράζει τα περιβάλλοντα της βιομηχανίας, γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους.»
 Οι Γερμανοί μεγιστάνες της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι μόνο η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη» συντρίβοντας το εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αναθεώρηση των συνόρων και για «ζωτικό χώρο» μπορούσε να τους εξασφαλίσει νέες αγορές. Σε διεθνές επίπεδο η φάση του ειρηνικού ανταγωνισμού λήγει ανοίγοντας τον δρόμο της προετοιμασίας για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Η πολιτική επανεξοπλισμού της Γερμανίας την οποία υποστηρίζει ο Χίτλερ είναι προς άμεσο όφελος των Γερμανών βιομηχάνων.
Τον Νοέμβριο του 1932 με πρωτοβουλία του τραπεζίτη Σαχτ απευθύνεται στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μια έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγιστάνων: Κρουπ, Κούνο, Ρόυς, Xάνιελ, Σίλβερμπεργκ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος, κλπ. Η έκκληση ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος.»
Στις 4 Ιανουαρίου 1933 στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ στην Κολωνία και με δική του πρωτοβουλία συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί στις 30 Ιανουαρίου: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.
Oι ναζιστές κάνουν επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις στο Sportpalast και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 22 Ιανουαρίου. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου ο φον Πάπεν υποβάλλει στον πρόεδρο τον κατάλογο της νέας κυβέρνησης: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο Φρικ υπουργός Εσωτερικών, ο Γκέρινγκ υπουργός Αεροπορίας και υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας. Ο φον Πάπεν παίρνει τη θέση του αντικαγκελάριου. Τα υπόλοιπα υπουργεία μοιράζονται στην παραδοσιακή εθνικιστική δεξιά. Το υπουργείο της Reichswehr ανατίθεται στον στρατηγό φον Μπλόμπεργκ, που διάκειται ευνοϊκά προς τους ναζιστές. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε την πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Η Reichsverband der deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Τα συγχαρητήρια του Κρουπ, προέδρου της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ είναι χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή.» (http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=8970:fasimos-megalo-kefalaio-kai-ergatikh-taxi&catid=54:anpolitiki&Itemid=284).
Αντίστοιχα προς το τέλος του 1989 (και λίγο πριν την λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση του τείχους του Βερολίνου), εκδηλώθηκε στην Γερμανία επανάσταση κατά του τότς κομμουνιστικού καθεστώτος του Χόνεκερ. Αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του Χόνεκερ (και υπό την «πίεση» των εσωκομματικών του συντρόφων, και κυρίως του Κρεντς , ο οποίος πήρε την θέση του), την ανακήρυξη της  δημοκρατίας στην χώρα και την ανάδειξη μιας νέας κυβέρνησης με επικεφαλής η οποία προχώρησε στην ενοποίηση της χώρας υπό τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ.
Αυτός από το 1982 ήταν καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας και μετά την ενοποίησή της με την Ανατολική, Καγκελάριος της ενιαίας Γερμανίας μέχρι το 1998. Είναι μέχρι σήμερα ο μακροβιότερος Καγκελάριος της Γερμανίας. Μετά την αποχώρησή του από την πολιτική η υστεροφημία του αμαυρώθηκε με την εμπλοκή του σε σκάνδαλο παράνομης χρηματοδότησης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Τον διαδέχτηκε στο αξίωμα ο o Γκέρχαρντ  Σρέντερ. Μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας (SPD), ηγήθηκε κυβέρνησης συνασπισμού με το κόμμα των Πρασίνων από το 1998 έως το 2005. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2005, το κόμμα του βγήκε δεύτερο. Μετά από τρεις εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την καγκελαρία για να τον διαδεχθεί η Άνγκελα Μέρκελ. Μετά την αποχώρησή του από την καγκελαρία, εργάζεται για τη ρωσική ενεργειακή εταιρεία Γκάζπρομ.
Η Άνγκελα Μέρκελ αντικατέστησε ως επικεφαλής της νέας κυβέρνησης τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Μετά τη νίκη του CDU στις Γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2009 στις 27 Σεπτεμβρίου ανανεώθηκε η θητεία της στην καγκελαρία, ενώ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για συνασπισμό με το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Εξελέγη επίσημα καγκελάριος από το κοινοβούλιο στις 28 Οκτωβρίου 2009. Μετά τη νίκη της στις εκλογές του 2013, σχηματίστηκε η τρίτη κυβέρνησή της. Η Μέρκελ επανεξελέγη καγκελάριος και ορκίστηκε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού.
Η Μέρκελ, το γνωστό νάζι-γκιρλ (http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/05/blog-post_12.html) ως άλλος Μπρύνινγκ ([Η Μέρκελ αν και γνωστή από παλιά ως νάζι-γκιρλ ,και η οποία εφαρμόζει  επίτηδες μία τεράστια και άγρια λιτότητα στην Ευρώπη, προκειμένου οι πολίτες της απελπισμένοι να υποταχτούν πλήρως στην Γερμανία, δεν είναι όμως απόλυτα βέβαιο ότι θέλει παράλληλα και να κάνει τους πολίτες τόσο της χώρας της , όσο και των άλλων χωρών, όπως έκανε ο Μπρύνινγκ, να θέλουν από την απελπισία τους να ζητήσουν την επιστροφή σε έναν «νέο πολιτικό και οικονομικό ψευδο-σωτήρα» και αυταρχικό ηγέτη, όπως ήταν ο Κάιζερ ή ο Χίτλερ, σαν ένας νέος ανερχόμενος ηγέτης ενός νέου ή παλαιού ευρωσκεπτικιστικού  ακροδεξιού ή ακροαριστερού κινήματος]), επέβαλε στην Ευρώπη ένα νέο σχέδιο Γιανγκ, μέσω των μνημονίων (στις άλλες χώρες της ΕΕ, με αντίστοιχα για την Γερμανία αποτελέσματα που είχε το σχέδιο Γιανγκ, και που μαζί με την κρίση του 2008 και τις επιπτώσεις της, δημιούργησε τις συνθήκες για την εδραίωση του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη).
Και αργά η γρήγορα όπως τότε είναι πιθανόν να οδηγήσει όπως την περίοδο μετά το 1929 ή ακόμα και μετά από την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην άνοδο στην εξουσία σε χώρες της ΕΕ ευρωσκεπτικιστικών καθεστώτων (είτε ακροαριστερών, είτε ακροδεξιών.)
Ένα τέτοιο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η Ιταλία, στην οποία θα είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρηση της από την ΕΕ (http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/11/e.html). Αυτό σε συνδυασμό με ένα Grexit (το οποίο όμως λόγω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν θα έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο, όσο η αποχώρηση μιας μεγάλης οικονομίας σαν της Ιταλίας από την ΕΕ) θα έχει σαν αποτέλεσμα την έναρξη ενός ντόμινο αποχωρήσεων (http://nikosxeiladakis.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-erst-grexit-dann-ixit-sp/), οι οποίες θα αποδιοργανώσουν τελείως την ΕΕ και θα έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα την πολιτική, κοινωνική και οικονομική καταστροφή των μελών της, και ιδίως της Γερμανίας, η οποία θα χάσει την κύρια πηγή-αγορά εσόδων της, την ΕΕ, στην οποία εξάγει σχεδόν το 60% των προϊόντων της, και η οποία θα φτάσει στο οικονομικό, κοινωνικό και πιθανώς πολιτικό επίπεδο στο οποίο έφτασε τα άλλα κράτη της ΕΕ, και στην ίδια κατάσταση που ήταν μετά το 1929, δηλαδή σε καθεστώς πλήρους οικονομικού κραχ και χρεωκοπίας.
Αυτό σε συνδυασμό με τις έντονες κοινωνικές εκρήξεις που θα συμβούν σε αυτή την χώρα (όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη) από τον ντόπιο πληθυσμό, όσο και από τους ξένους λαθρομετανάστες, οι οποίοι δεν θα μπορούν να έχουν πια τα επιδόματα και τις παροχές τις οποίες θα έπαιρναν μέχρι τότε, θα δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα σχεδόν εμφυλίου πολέμου, όπου όλοι θα είναι εναντίον όλων, και θα ψάχνουν βίαια και εναγωνίως την τροφή τους, μεταμορφωμένοι από πολιτισμένοι άνθρωποι του 20ου αιώνα σε θηρία που ψάχνουν επιτακτικά την τροφή τους  (αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην Μέση Ανατολή με μία πιθανή οικονομική κρίση και κραχ, μετά από π.χ. το «κλείσιμο» ή παρεμπόδιση της ροής του πετρελαίου από πολεμικές κρίσεις ή τρομοκρατικές επιθέσεις, με τελικό αποτέλεσμα τα «φιλοδυτικά καθεστώτα» της περιοχής να πέσουν και να λάβουν την θέση τους ακραία ισλαμικά).
Αυτό θα έχει σαν πιθανό αποτέλεσμα την άνοδο ακραίων ευρωσκεπτικιστικών κινημάτων στην εξουσία σε πολλές χώρες της ΕΕ (π.χ. Γκρίλλο, Σαλβίνι στην Ιταλία, Φράουκε Πίτρι, Μπγιορν Χόκε ή Μπάχμαν της PEGIDA στην Γερμανία, Φαράτζ στην Μεγάλη Βρετανία, Λεπέν στην Γαλλία, Στράσε στην Αυστρία, Ουίλντερς στην Ολλανδία, Ριβέρα η Ιγλεσίας στην Ισπανία), είτε με εκλογές, είτε με την βία, είτε ακόμα και την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και δικτατοριών σε πολλές χώρες της, λόγω της τρομερής αυτής κατάστασης. Και φυσικά θα υπάρχουν πάντα και οι «πρόθυμοι» εξωτερικοί καλοθελητές (ΗΠΑ και Ρωσία, οι οποίες ήδη χρηματοδοτούν έκαστως  ευρωσκεπτικιστικά κόμματα που υποστηρίζουν τις θέσεις τους), οι οποίοι θα παρατηρούν με χαρά την πτώση της ΕΕ και της Γερμανίας και την ενσωμάτωση των χωρών που θα αποχωρήσουν από αυτή στις νέες οικονομικές ενώσεις που ετοιμάζουν (TTIP για τις ΗΠΑ και Ευρασιατικής Ένωσης για την Ρωσία).


Και έτσι θα έχουμε για άλλη μία φορά την επανάληψη της παλαιάς γνωστής  τραγωδίας στην επικράτεια της Ευρώπης, η οποία θα οδηγήσει πιθανώς για άλλη μία φορά στην αναμεταξύ τους άγρια σύγκρουση, και θα έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την «κάθαρση» της, μέσα από μία έντονα συγκρουσιακή διαδικασία στην οποία θα επικρατήσει (όπως μετά τους Α’ και Β’ Παγκοσμίους Πολέμους) μία ισχυρή εξωτερική δύναμη (Ρωσία, ΗΠΑ ή Κίνα), η οποία θα φροντίσει να λάβει όσο το δυνατόν λιγότερο μέρος σε αυτές τις συγκρούσεις, επαληθεύοντας για άλλη μία φορά το αξίωμα κάποιων για «δημιουργία μέσω της καταστροφής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου