Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΡΟΥΡ ΤΟ 1922 ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Γραφεί ο ΑΛΩΠΗΞ
28-4-2015
Σύμφωνα
με την Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία επωμίστηκε όλα τα βάρη του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1921 η Γαλλία και η Βρετανία παρουσίασαν
στην Γερμανία τις αξιώσεις τους για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων,
που ανέρχονταν στο ιλιγγιώδες για την εποχή ποσόν των 33 δισεκατομμυρίων
δολαρίων.
Από
το 1921 μέχρι το 1922 ήταν καγκελάριος της Γερμανίας ήταν ο Καρλ Γιόζεφ Βιρτ. Η
κυβέρνηση του ακολούθησε την πολιτική της που Η πολιτική του συνοψιζόταν αρχικά
στην φράση «πρώτα ψωμί (για τους Γερμανούς) και μετά αποζημιώσεις (για τους
συμμάχους)». Απείλησε επίσης ότι θα κηρύξει στάση πληρωμών στην Γερμανία και θα
πάψει να πληρώνει πλήρως τις πολεμικές αποζημιώσεις που απέρρεαν από την
συνθήκη των Βερσαλλιών.
Αργότερα
υιοθέτησε την πολιτική εκπλήρωσης (Erfüllungspolitik): είχε σκοπό να πείσει τις
νικητήριες δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν
ήταν οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει όσα της επέβαλλαν με τη συνθήκη των
Βερσαλλιών. Για να πετύχει τον σκοπό αυτό ο Βιρτ προσπάθησε με κάθε τρόπο να
εκπληρώσει τις υπερβολικές επανορθωτικές αποζημιώσεις πιστεύοντας ότι η
κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας θα πείσει τους σύμμαχους.
Παράλληλα
ως καγκελάριος υπέγραψε με τον Βάλτερ Ράτεναου στις 16 Απριλίου 1922 την
συνθήκη του Ραπάλλο. Η συνθήκη αυτή ήταν συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της
Γερμανίας (υπό το καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης), την οποία εκπροσώπησε
ο Υπουργός Εξωτερικών Βάλτερ Ράτεναου (Walther Rathenau) και της Σοβιετικής
Ένωσης, την οποία εκπροσώπησε ο ομόλογός της "Κομισάριος του Λαού"
Γκεόργκι Τσιτσέριν (Georgi Chicherin). Η συνθήκη υπογράφηκε στις 16 Απριλίου
1922 στην ιταλική κωμόπολη του Ραπάλλο, (κοντά στην Γένοβα, Λιγουρία) απ' όπου
πήρε και το όνομά της.
Σε
αυτήν καταβλήθηκαν προσπάθειες να αποκατασταθούν οι εμπορικές και οικονομικές
σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, που είχαν αποικοδομηθεί κατά τον Α'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, οι δύο χώρες συμφώνησαν στην
εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων και "να συνεργαστούν στα πλαίσια
αμοιβαίας καλής θέλησης, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες των δύο
χωρών". Έτσι, άρθηκε η διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών, που είχε
επέλθει τόσο από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και από την άνοδο των Μπολσεβίκων
στην εξουσία.
Την
συνθήκη ακολούθησε ένα μυστικό "παράρτημα", που υπογράφηκε στις 29
Ιουλίου 1922. Σύμφωνα με αυτό, η ΕΣΣΔ επέτρεπε στην Ράιχσβερ να εκπαιδεύει το
στρατιωτικό της δυναμικό σε περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης (και φυσικά σε όπλα
που ήταν απαγορευμένα στη Γερμανία από την Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με τον τρόπο
αυτό δόθηκε η δυνατότητα στη Γερμανία να καταστρατηγήσει τον ανάλογο όρο της
Συνθήκης. Πολλά μελλοντικά στελέχη της Ναζιστικής Βέρμαχτ είχαν εκπαιδευτεί
στην ΕΣΣΔ, όπως οι Βάλτερ φον Μπράουχιτς και Χάιντς Γκουντέριαν.
Η
ΕΣΣΔ υπέγραψε τη Συνθήκη (και το Παράρτημα) στοχεύοντας στη δημιουργία ενός
αντι-Βερσαλλιακού άξονα κατά της Δύσης, καθώς και οι δύο χώρες είχαν υποστεί
εδαφικές απώλειες με τη συνθήκη των Βερσαλλιών.
Στη Δύση, αντίθετα, η Συνθήκη
θεωρήθηκε ως ανησυχητική ένδειξη, καθώς ενδυνάμωνε τη διεθνή θέση των δύο
χωρών. Στο εσωτερικό της Γερμανίας της Βαϊμάρης πολλά συντηρητικά στελέχη και η
συντηρητική μερίδα του λαού δεν είδε με καλό μάτι τη συνθήκη που
διαπραγματευόταν και διατηρούσε αγαστές σχέσεις με κομμουνιστική χώρα. Η
συνθήκη αυτή προκάλεσε την εγρήγορση της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και της
Πολωνίας, λόγω της ενδυνάμωσης της ΕΣΣΔ. Προσπάθεια να συσφίξουν τις μεταξύ
τους σχέσεις ως αντίβαρο στη Συνθήκη προσέκρουσε στην αντίδραση των
Κοινοβουλίων τους.
Την
ίδια ακριβώς πολιτική εφάρμοσε και ο Βίλχελμ Κούνο που ήταν διάδοχος του Βιρτ
(ο οποίος παραιτήθηκε όταν δεν κατάφερε να περάσει νόμο για την κατάργηση του
οκτάωρου εργασίας) και καγκελάριος από
τον Νοέμβριο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Κατά την διάρκεια της
ηγεσίας του 1922, γαλλο-βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν την βιομηχανική περιοχή
του Ρουρ στην δυτική Γερμανία. Με τον τρόπο αυτό ήθελαν οι νικητήριες δυνάμεις
του Α' Παγκοσμίου Πολέμου να εξασφαλίσουν την πληρωμή των υπερβολικών
επανορθώσεων, όπως όριζε η Συνθήκη των Βερσαλλιών.
ΡΟΥΡ |
Ο
αντίκτυπος της πολιτικής των συμμάχων ήταν άμεσος: Προκάλεσε την εμφάνιση
πληθωρισμού με πρωτόγνωρους ρυθμούς στην Γερμανική οικονομία. Η αξία του
γερμανικού μάρκου κατέρρευσε κυριολεκτικά, αφού μέχρι την ανακοίνωση των
αξιώσεων των νικητριών δυνάμεων ένα δολάριο ΗΠΑ ισοδυναμούσε με τέσσερα μάρκα
και αμέσως μετά η ισοτιμία έφθασε το 1 US $ σε 75 μάρκα για να πέσει στο 1 US $
= 400 μάρκα το 1922.
Η
Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε μια ανάπαυλα στην εκτέλεση των πληρωμών, προκειμένου
να διευθετήσει τον τρόπο καταβολής των αποζημιώσεων χωρίς να καταβαραθρωθεί η
οικονομία της χώρας. Η Γαλλική Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα και σε απάντηση
εισέβαλε στην περιοχή του Ρουρ, την οποία έθεσε υπό κατοχή και άρχισε να
εκμεταλλεύεται, προκειμένου να αποκομίσει τμήμα των οφειλόμενων αποζημιώσεων.
Η
ενέργεια αυτή είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό της Γερμανίας,
αφού κατάφερε να ενώσει τον γερμανικό λαό καθιστώντας τον και πάλι έτοιμο για
δράση: Οι Γερμανοί εργάτες της περιοχής του Ρουρ κήρυξαν γενική απεργία, την
οποία υποστήριξε με κάθε τρόπο η γερμανική κυβέρνηση, κυρίως παρέχοντάς τους
οικονομική στήριξη. Η κατάρρευση της Γερμανικής οικονομίας χειροτέρευσε
σημαντικά ύστερα από αυτό.
Ο
Κούνο υποστήριξε την τακτική της "παθητικής αντίστασης". Σχεδίασε, οι
εργάτες της περιοχής του Ρουρ να πληρωθούν από το γερμανικό κράτος για να μη
δουλέψουν. Παράλληλα όμως η υπερβολική εκτύπωση χαρτονομισμάτων οδήγησε σε υψηλότατο
βαθμό πληθωρισμού και το μάρκο έχασε την αξία του. Έτσι η τακτική αυτή της
"παθητικής αντίστασης" έχει ως επακόλουθο μια πολύ σοβαρή κρίση για
την γερμανική οικονομία, σε βαθμό που χάθηκαν καταθέσεις, μισθοί, συντάξεις και
επενδύσεις.
Προς
το τέλος του 1922 αντιστοιχούσαν 18.000 μάρκα στο δολάριο, τον Ιούλιο του 1923
η ισοτιμία έφθασε τα 160.000 μάρκα και τον Αύγουστο το 1.000.000 μάρκα ανά
δολάριο. Τον Νοέμβριο έπεσε ακόμη περισσότερο και αντιστοιχούσαν 4.000.000
μάρκα στο δολάριο, φέρνοντας έτσι την χώρα στα πρόθυρα του χάους.
Όπως
ήταν φυσικό, οι Γερμανοί πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, ενώ πληρώνονταν
σε χρήμα χωρίς αντίκρισμα. Κηρύχτηκε στάση πληρωμών και πτώχευση της χώρας, ενώ
τα αγαθά διατροφής έφθασαν σε αστρονομικές τιμές και σε κάθε γωνία της χώρας
ξέσπασαν διαδηλώσεις, καθώς η ευρεία μάζα του πληθυσμού κυριολεκτικά
λιμοκτονούσε. Οι διαμαρτυρίες αυτές δεν στρέφονταν κυρίως εναντίον της
Κυβέρνησης, αλλά πρωτίστως εναντίον των νικητών του Πρώτου Πολέμου.
Το
γενικό κλίμα ήταν προς την στήριξη της Κυβέρνησης, η οποία ανθίστατο στην άμεση
πληρωμή των αποζημιώσεων. Όταν η πλειοψηφία του Ράιχσταγκ ζήτησε νέα κυβέρνηση,
ο Κούνο παραιτήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1923. Στις 13 Αυγούστου του 1923 την
διακυβέρνηση ανέλαβε ο Καγκελάριος Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ο
οποίος διέπραξε ένα σφάλμα: Τον Σεπτέμβριο του 1923, θέλοντας να δώσει ανάσες
στην οικονομία, ανάγγειλε ότι θα προχωρούσε στην καταβολή των πολεμικών
αποζημιώσεων.
Αυτό
που δεν είχε υπολογίσει σωστά ήταν η συναισθηματική αντίδραση των Γερμανών, οι
οποίοι ένιωθαν βαθιά πικραμένοι, απογοητευμένοι, ταπεινωμένοι και ιδιαίτερα
ανήσυχοι για το μέλλον τόσο το δικό τους όσο και της χώρας. Οι συνθήκες
διαμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξωθήσουν σε δράση τις ακραίες
πολιτικές ομάδες, όπως ήταν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ.
Σήμερα
στην Ελλάδα η νέα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπό τον Τσίπρα, η οποία όπως η
Γερμανία μετά την Βαϊμάρη είχε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις, έχει τώρα να
πληρώσει τις δανειακές συμβάσεις του Βερολίνου. Και όπως και τότε το σύνθημα
της ήταν αρχικά «πρώτα ψωμί (για τον λαό) και μετά αποζημιώσεις (για τους
δανειστές)». Απείλησε επίσης ότι θα
κηρύξει στάση πληρωμών στην Ελλάδα και θα πάψει να πληρώνει πλήρως τις
πολεμικές αποζημιώσεις που απέρρεαν από τις συνθήκες των Μνημονίων.
Αργότερα όμως άρχισε να υιοθετεί
την πολιτική εκπλήρωσης με σκοπό να πείσει τις νικητήριες την Τρόικα ότι δεν
ήταν οικονομικά σε θέση να εκπληρώσει όσα της επέβαλλαν. Για να πετύχει τον
σκοπό αυτό ο Βιρτ προσπάθησε με κάθε τρόπο να εκπληρώσει τις υπερβολικές επανορθωτικές
αποζημιώσεις πιστεύοντας ότι η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας θα πείσει
τους σύμμαχους.
Επίσης και αυτή στράφηκε προς την
Ρωσία (όπως παλιότερα η Γερμανία προς την ΕΣΣΔ) και άρχισε να υπογράφει
διμερείς συνθήκες, ενάντιες προς την ΕΕ (με μυστικά πρωτόκολλα;) και
καταβλήθηκαν προσπάθειες σε διπλωματικό επίπεδο να αποκατασταθούν οι εμπορικές
και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και Ρωσίας, που είχαν
διαταραχτεί με την Ουκρανική κρίση.
Οι δύο χώρες συμφώνησαν στην
εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων και "να συνεργαστούν στα πλαίσια
αμοιβαίας καλής θέλησης, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες των δύο
χωρών", για να αρθεί και η διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών, που είχε
επέλθει τόσο από την Ουκρανική κρίση όσο και από την άνοδο της συγκυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην εξουσία.
Η Ρωσία υπέγραψε συμφωνίες
στοχεύοντας στη δημιουργία ενός αμυντικού και πολιτικού άξονα κατά της Δύσης,
καθώς και οι δύο χώρες είχαν υποστεί έντονες πολιτικές και όχι μόνο πιέσεις από
την ΕΕ. Στην Δύση, αντίθετα, οι συμφωνίες αυτές θεωρήθηκαν ως ανησυχητική
ένδειξη, καθώς ενδυνάμωνε τη διεθνή θέση των δύο χωρών. Στο εσωτερικό της Ελλάδας
πολλά συντηρητικά στελέχη και μικρή μερίδα του λαού δεν είδαν με καλό μάτι την προσέγγιση
αυτή.
Η Ελληνική κυβέρνηση ζήτησε μια
ανάπαυλα στην εκτέλεση των πληρωμών, προκειμένου να διευθετήσει τον τρόπο
καταβολής των δανείων χωρίς να
καταβαραθρωθεί η οικονομία της χώρας. Η Γερμανική Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα
και σε απάντηση άρχισε να κλείνει την χρηματοδότηση προς την Ελλάδα με αποτέλεσμα
με την έλλειψη ρευστού να αρχίσει να υπάρχει οικονομική αναταραχή στην χώρα. Η
ενέργεια αυτή είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό της Ελλάδας,
αφού κατάφερε να ενώσει τον λαό.
Σκοπός των Γερμανών είναι να
προκάλεσουν την εμφάνιση πληθωρισμού και οικονομική ασφυξία με πρωτόγνωρους
ρυθμούς στην Ελληνική οικονομία, η αξία του χρηματιστηρίου να καταρρεύσει
κυριολεκτικά, να επιτευχθεί κατάρρευση της Ελληνικής οικονομίας, παύση πληρωμών και μερική ή ολική πτώχευση, να
χαθούν καταθέσεις, μισθοί, συντάξεις και επενδύσεις, οι πολίτες να χάσουν τις
αποταμιεύσεις τους, να πληρώνονται σε χρήμα χωρίς αντίκρισμα, τα αγαθά
διατροφής να φράσουν σε αστρονομικές τιμές, η ευρεία μάζα του πληθυσμού
κυριολεκτικά να λιμοκτονεί και σε κάθε γωνία της χώρας να ξεσπούν διαδηλώσεις,.
Που να στρέφονται κυρίως εναντίον της Κυβέρνησης (αλλά προφανώς και εναντίον
των δανειστών), έτσι ώστε στο τέλος είτε να παραιτηθεί η κυβέρνηση και να
αναλάβει στην θέση της μία φιλογερμανική ή να αλλάξει πολιτική η κυβέρνηση
χωρίς να παραιτηθεί και να υποταχτεί πλήρως στις αξιώσεις του Βερολίνου.
Υπάρχει πάντα βέβαια και η δυνατότητα πίεσης από τους δανειστές με μία «εισβολή
στο Ρουρ» (ή υποκινούμενη εισβολή των Τούρκων στο ενεργειακό Ρουρ του Αιγαίου
και στα νησιά του). Βέβαια πιο πιθανό είναι να καταφέρουν να φέρουν στην
εξουσία είτε άλλα εξίσου ακραία και αντιμνημονιακά κόμματα όπως τον ΣΥΡΙΖΑ
(π.χ. ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ), είτε αν υπάρξει ανεξέλεγκτη χρεωκοπία και αναταραχές στους
δρόμους τον Στρατό, είτε αυτόκλητα, είτε προσκεκλημένου από τους ίδιους τους
πολιτικούς.
Αυτό φαίνεται να είναι τα σχέδια
των δανειστών και μόνο αν οι Έλληνες μείνουν ενωμένοι (και η κυβέρνηση
εγκαταλείψει πλήρως τις αντεθνικές ιδέες και τις κρυφές ατζέντες της) θα
μπορέσουν να αντισταθούν στην λαίλαπα των δανειστών και όταν γυρίσει η
παλίρροια για την χώρα, να μεγαλουργήσουν και να ενσταλάξουν τις αιώνιες άξιες
της Πίστης και της Φιλοπατρίας πανταχού στην Ευρώπη και τον κόσμο. Είναι γνωστό
άλλωστε ότι η ισχύς είναι εν τη ενώσει και μόνο ενωμένοι θα μπορέσουμε να
αντιμετωπίσουμε νικηφόρα τις παγίδες και τις επιθέσεις των ορδών του νέου
Ούννου (Φονιά) Αττίλα (της Γερμανίας) και να αναδημιουργήσουμε την χώρα βαδίζοντας
και πάλι προς ένα νέο λαμπρό μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου