Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ 1965 ΚΑΙ Η ΠΙΘΑΝΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΑ
18-4-2015
Την 16 Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε
με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και
ο Γ. Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή
για την παραίτησή του από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965, καθώς και για
την αποστασία της ίδιας χρονιάς υπήρξε η διαμάχη του με τον τότε βασιλιά
Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του
αρχηγού ΓΕΣ.
Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον
ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι
οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της
εμπιστοσύνης του. Ο ίδιος ο Γαρουφαλιάς είχε την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου
επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις Ένοπλες
Δυνάμεις και να πλήξει το αξιόμαχό τους, ιδιαίτερα εν όψει της απειλής της
Τουρκίας στην Κύπρο.
Ο Γ. Παπανδρέου είχε εκδηλώσει την πρόθεση να
αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ο βασιλιάς αρνούνταν να υπογράψει
το σχετικό διάταγμα, προβάλλοντας ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του
γιου του (Ανδρέα Παπανδρέου) στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ένα πολιτικό και στρατιωτικό
σκάνδαλο που ξέσπασε στην Ελλάδα στα μέσα Μαΐου του 1965 και ήταν η αφορμή για
την αποστασία του Ιουλίου 1965.
Ο ΑΣΠΙΔΑ («Αξιωματικοί Σώσατε
Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατίαν, Αξιοκρατίαν») ήταν μία μυστική οργάνωση
αξιωματικών εντός του στρατεύματος υπό την καθοδήγηση του Ανδρέα Παπανδρέου,
γιου του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Η αποκάλυψη αυτή τροφοδότησε
τις εφημερίδες και τους εχθρούς του Γ. Παπανδρέου και οδήγησε τελικά σε
πολιτειακή κρίση.
Στις 12 Μαΐου 1965 ο στρατιωτικός
διοικητής των ελληνικών δυνάμεων Κύπρου στρατηγός Γρίβας έστειλε έκθεση στον
Έλληνα υπουργό άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, στην οποία ανέφερε ότι έγινε κίνηση
ίδρυσης οργάνωσης με την επωνυμία «ΑΣΠΙΔΑ» από ομάδα αξιωματικών και ότι υπήρχε
κίνδυνος ανατροπής του τότε καθεστώτος. Είχε μάλιστα αναφερθεί τότε, ότι
αρχηγός και υποκινητής την κίνησης αυτής ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το υπουργείο ανέθεσε στον
αντιστράτηγο Σίμο να μεταβεί στην Κύπρο και να διεξαγάγει ανακρίσεις για το
ζήτημα. Ο αντιστράτηγος ερευνά τα στοιχεία, εξετάζει 93 μάρτυρες και
αποφαίνεται:
«Απεδείχθη πράγματι ότι εγένετο
κίνησις ιδρύσεως οργανώσεως υπό την επωνυμίαν «ΑΣΠΙΔΑ» υπό ομάδος αξιωματικών,
με τον ιδιοτελή σκοπόν την εξυπηρέτησιν ατομικών συμφερόντων αυτών και των
μελών της οργανώσεως, δια της προωθήσεως μεμυημένων αξιωματικών εις επικαίρους
και σημαινούσας θέσεις ή και τινα άλλον απώτερον, όστις ούτε απεδείχθη εκ της
εξετάσεως ούτε διεφάνη... Δεν απεδείχθη ότι η κίνησις αύτη είχε πολιτικάς
επιδιώξεις ή σύνδεσμον τινά με πολιτικά πρόσωπα».
Προτείνει την απόταξη τεσσάρων
Λοχαγών και τον πειθαρχικό έλεγχο άλλων έξι Λοχαγών και Υπολοχαγών. Ο βασιλιάς
μη αποδεχόμενος το πόρισμα Σίμου και μετά από παρέμβαση του τότε υπουργού
Εθνικής άμυνας Γαρουφαλιά, ζητά από τον πρωθυπουργό της χώρας Γ. Παπανδρέου να
παραπέμψει την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» στο Στρατοδικείο. Υπακούει στη βασιλική εντολή
και για λόγους ισορροπίας παραπέμπει και την υπόθεση «Περικλής» που αφορούσε
την ανάμειξη του στρατού στις εκλογές του 1961.
Ταυτοχρόνως σχεδόν, επιθυμούσε να
αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά ο οποίος κατά την άποψή του
ελέγχονταν από το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος δεν επιθυμούσε την αντικατάσταση του
Γαρουφαλιά και αρνήθηκε την πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος
ο Παπανδρέου το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Η άρνηση του Κωνσταντίνου οδήγησε σε
παραίτηση του πρωθυπουργού, κάτι που οδήγησε στα Ιουλιανά.
Δεν προέκυψαν ποτέ παντελώς
επαρκή στοιχεία εναντίον πολιτικών προσώπων από την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» (αν και
δεν φαίνεται να μην είχε όντως καμία σχέση ο Ανδρέας Παπανδρέου αλλά είχε
ενεργή συμμετοχή σε συνεργασία με τον
Λοχαγό Αριστείδη Μπουλούκο που κατηγορήθηκε ότι στρατολογούσε νέα μέλη
και είχε ήδη στρατολογήσει είχε 40-50 μέλη, μεσαίων και χαμηλών βαθμών οι
περισσότεροι) και ο αριθμός των αξιωματικών που φέρεται να συμμετείχαν ήταν
σχετικά περιορισμένος.
Φαίνεται ότι όντως υπήρξε η
οργάνωση αυτή, αποτελούνταν όμως μάλλον από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς και δεν
ήταν επικίνδυνη ούτε για το στράτευμα ούτε για το πολίτευμα. Ενδέχεται να ήταν
απάντηση στις οργανώσεις ακροδεξιών που υπήρχαν τότε και δρούσαν ανενόχλητες
και οι οποίες αποδείχτηκαν πολύ πιο επικίνδυνες για τη δημοκρατία.
Ο Γαρουφαλιάς παρά την αποπομπή
του, ακόμα κι αφού ο Γ. Παπανδρέου τον διέγραψε από την Ένωση Κέντρου, αρνιόταν
να εγκαταλείψει το υπουργείο. Κατά τον Π. Γαρουφαλιά, η άρνηση του ίδιου
οφειλόταν στην αντίστασή του κατά της κομματικοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τελικά ο Γ. Παπανδρέου πρότεινε
να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε, είτε
επειδή επιθυμούσε να τοποθετηθεί πρόσωπο της δικής του εμπιστοσύνης είτε επειδή
ο Γ. Παπανδρέου ήταν πατέρας του Α. Παπανδρέου και συνεπώς θα είχε προφανές
διαπλεκόμενο συμφέρον με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τότε ο Παπανδρέου θεώρησε ότι
είναι απαράδεκτο ο πρωθυπουργός να μην μπορεί να αναλάβει όποιο υπουργείο
επιθυμεί («πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν») και παραιτήθηκε.
Στο χρονικό διάστημα 8-14 Ιουλίου
είχε προηγηθεί ανταλλαγή πέντε οξύτατων επιστολών μεταξύ του Κωνσταντίνου και
του Παπανδρέου, σχετικά με την υπογραφή του διατάγματος για την αντικατάσταση
του Γαρουφαλιά, καθώς και μία μεταξύ τους συνάντηση στην Κέρκυρα. Ο βασιλιάς
βρισκόταν στο διάστημα αυτό εκεί, στο ανάκτορο Μον Ρεπό, όπου επρόκειτο να
γεννήσει η βασίλισσα Άννα Μαρία το πρώτο τους παιδί, την Αλεξία.
Οι επιστολές του βασιλιά, κατά
τον Γεώργιο Παπανδρέου, συνιστούσαν αντισυνταγματική επέμβασή του στη διακυβέρνηση
της χώρας. Στις 7:00 το απόγευμα της 15ης Ιουλίου πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα
(σημερινό Προεδρικό Μέγαρο, στην οδό Ηρώδου Αττικού) η τελευταία συνάντηση του
Κωνσταντίνου με τον Παπανδρέου. Διήρκεσε μόνο δέκα λεπτά και επιβεβαίωσε την
προδιαγεγραμμένη ρήξη. Όταν ο βασιλιάς αρνήθηκε και πάλι να υπογράψει το
διάταγμα, ο Παπανδρέου δήλωσε ότι επρόκειτο να υποβάλλει εγγράφως την παραίτηση
της κυβέρνησης την επομένη. Και οι δύο πλευρές επέδειξαν αδικαιολόγητη
αδιαλλαξία.
Πενήντα λεπτά μετά την προφορική
δήλωση Παπανδρέου και χωρίς να υπάρχει έγγραφη παραίτηση της κυβέρνησης,
ορκίστηκε ο πρώτος «αποστάτης» Πρωθυπουργός, ο τότε πρόεδρος της Βουλής,
Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, μέλος της Ενώσεως Κέντρου, ο οποίος είχε ήδη
ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος.
Επειδή η ορκωμοσία του ήταν
προφανώς προαποφασισμένη και προσυνεννοημένη με τον βασιλιά, ονομάστηκε
«κατεψυγμένος πρωθυπουργός». Η πρώτη κυβέρνηση αποστατών ήταν τριμελής και
περιλάμβανε τον βουλευτή και απόστρατο ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα, Υπουργό Δημοσίας
Τάξεως, και τον Σταύρο Κωστόπουλο, Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Τις επόμενες μέρες
συμπληρώθηκαν και τα υπόλοιπα χαρτοφυλάκια, όλα από βουλευτές που προέρχονταν
από την Ένωση Κέντρου.
Στο μεταξύ ο Γ. Παπανδρέου είχε
κηρύξει νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Στους δρόμους
γίνονταν μεγάλες διαδηλώσεις οργανωμένες από την Ένωση Κέντρου και την αριστερή
ΕΔΑ και συγκρούσεις με την αστυνομία. Σε μια τέτοια σύγκρουση σκοτώθηκε ο
25χρονος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Πέτρουλας. Στις πορείες
ακούγονταν έντονα αντιβασιλικά συνθήματα με κυρίαρχο το «Δε σε θέλει ο λαός,
παρ' τη μάνα σου και μπρος», ενώ χιουμοριστικό σύνθημα με αναφορά στη
νεογέννητη κόρη του βασιλιά ήταν το «Αλεξία, πάρε θέση».
Η κυβέρνηση Νόβα ζήτησε ψήφο
εμπιστοσύνης στις 4 Αυγούστου. Κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε στη Βουλή οι
πιστοί στον Γ. Παπανδρέου βουλευτές φώναζαν και προπηλάκιζαν τους «αποστάτες»,
με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανδαιμόνιο. Υπέρ ψήφισαν οι 98 βουλευτές της ΕΡΕ,
οι 8 του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και 25 αποσχισθέντες από την Ένωση
Κέντρου. Αφού δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 151 ψήφους, η
κυβέρνηση Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα κατέρρευσε.
Μετά την παραίτηση Νόβα ο
βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Στέφανο Στεφανόπουλο. Αυτός
σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ενώσεως Κέντρου στις 9 Αυγούστου
του 1965 δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να σχηματίσει κυβέρνηση χωρίς την έγκριση του
κόμματος. Σε ψηφοφορία που ακολούθησε από τους 139 παρόντες βουλευτές οι 113
ψήφισαν ότι μόνο κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα στήριζαν. Έτσι ο Στεφανόπουλος την
άλλη μέρα κατέθεσε την εντολή στον βασιλιά χωρίς να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στις 18 Αυγούστου εντολή
σχηματισμού κυβέρνησης παίρνει ο Ηλίας Τσιριμώκος. Μαζί με τους Στεφανόπουλο,
Νόβα και Κ. Μητσοτάκη προσπαθεί με πιέσεις και υποσχέσεις να βρει πολιτικούς
της Ε.Κ. να αναλάβουν υπουργοί. Τελικά η κυβέρνησή του ορκίζεται δύο ημέρες αργότερα.
Στο μεταξύ οι ταραχές στους δρόμους συνεχίζονται. Στις 28 Αυγούστου γίνεται
ψηφοφορία για την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίζεται
και αυτή με ψήφους 159 κατά - 135 υπέρ. Υπέρ ψήφισαν 98 βουλευτές της ΕΡΕ και
37 βουλευτές της Ε.Κ.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από
τον Τσιριμώκο και η στήριξή του από την ΕΡΕ ήταν γεγονός απροσδόκητο για δύο
λόγους. Ο ένας είναι ότι η ΕΡΕ είχε μεν στηρίξει και την κυβέρνηση Νόβα, στην
περίπτωση Τσιριμώκου όμως στήριξε έναν αριστερό πολιτικό, παλαιό μέλος της ΕΔΑ,
και τον οποίο ως τότε θεωρούσε μέρος του «κομμουνιστικού κινδύνου». Λίγους
μήνες πριν, όταν ο Γ. Παπανδρέου τον είχε κάνει υπουργό τον Ιανουάριο του 1965,
η ΕΡΕ και κάποιοι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών είχαν επιτεθεί με σφοδρότητα
εναντίον του πρωθυπουργού που είχε περιλάβει στην κυβέρνησή του ένα πρώην μέλος
της «κυβέρνησης του Βουνού» (ΠΕΕΑ), ενώ οι δεξιές εφημερίδες έκαναν λόγο για
«νομιμοποίηση του ΚΚΕ» και «υποδούλωση στην ΕΔΑ». Εννιά μήνες αργότερα οι ίδιοι
του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ως πρωθυπουργού.
Ο δεύτερος είναι η αντιφατική
συμπεριφορά του ίδιου του Τσιριμώκου. Μετά την παραίτηση Γ. Παπανδρέου είχε
πάει ως αντιπρόσωπός του στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλη συγκέντρωση στις 28
Ιουλίου είχε καταγγείλει τη συμπεριφορά του βασιλιά και τον σχηματισμό
κυβέρνησης από τον Νόβα ως «καταρράκωση του δημοσίου βίου» και απόπειρα
επαναφοράς της ΕΡΕ στην κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι ο λαός την είχε
καταψηφίσει. Τρεις εβδομάδες αργότερα όμως δέχθηκε ο ίδιος να σχηματίσει
κυβέρνηση παρά την αντίθεση του Γ. Παπανδρέου και με τη στήριξη της ΕΡΕ.
Μετά από πολλές διαβουλεύσεις του
βασιλιά με τους πολιτικούς αρχηγούς και ενώ ο Γ. Παπανδρέου επέμενε ότι η μόνη
λύση ήταν ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης και η διεξαγωγή εκλογών, τελικά
ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 ο Στέφανος Στεφανόπουλος,
έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη στήριξη της ΕΡΕ, του Κόμματος των Προοδευτικών του
Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη και ορισμένων βουλευτών της Ε.Κ. Χαρακτηριστικό είναι ότι
ορισμένοι υπουργοί αποφάσισαν τελευταία στιγμή να ενδώσουν στις πιέσεις για
συμμετοχή στην κυβέρνηση και από φόβο μήπως αλλάξουν γνώμη τους όρκισαν
βιαστικά, άλλους αξύριστους και άλλους με τα καθημερινά τους ρούχα. Στην
κυβέρνηση μετέχουν οι Τσιριμώκος και Νόβας ως αντιπρόεδροι και ο Μητσοτάκης ως
υπουργός Συντονισμού και Οικονομικών.
Όταν η νέα κυβέρνηση
παρουσιάστηκε στη Βουλή στις 22 Σεπτεμβρίου, στην κοινοβουλευτική ομάδα της
Ε.Κ. είχαν απομείνει από τους αρχικούς 171 μόνο 126 βουλευτές. Τελικά η
κυβέρνηση Στεφανόπουλου έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στις 24 Σεπτεμβρίου με 152
ψήφους υπέρ και 148 κατά. Οι περισσότεροι «αποστάτες» βουλευτές θα ιδρύσουν
δικό τους κόμμα, το «Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον» (ΦΙΔΗΚ) τον Δεκέμβριο
του 1965 με αρχηγό τον Στεφανόπουλο.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου θα
παραμείνει στην εξουσία ως την 21η Δεκεμβρίου 1966, οπότε και θα ανατραπεί
ύστερα από συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του
αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου για διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και
διεξαγωγή εκλογών.
Τα αληθινά αίτια της κρίσης είναι
αρκετά και δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα πλήρως. Αφορμή για την άρνηση του
βασιλιά να επιτρέψει στον Γ. Παπανδρέου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης
ήταν η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η οποία είχε τότε ξεσπάσει και στην οποία φερόταν να
εμπλέκεται ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου. Επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση
αξιωματικών, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τους
«εθνικόφρονες» συναδέλφους τους και να αλληλοπροωθηθούν σε καίριες θέσεις του
στρατεύματος.
Ως κύρια αιτία φέρεται η επιθυμία
του βασιλιά Κωνσταντίνου και της μητέρας του Φρειδερίκης να ελέγχουν πλήρως το
στράτευμα. Άλλωστε για τον ίδιο λόγο είχαν συγκρουστεί τα ανάκτορα στο παρελθόν
και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Π. Γαρουφαλιάς ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης
του Γεωργίου Παπανδρέου, τον οποίο εμπιστευόταν και το Παλάτι.
Ο Γ. Παπανδρέου είχε αποδεχθεί
στο παρελθόν την επιλογή ΑΓΕΣ προσκείμενου στο Παλάτι μη θέλοντας να
συγκρουστεί μετωπικά με τα ανάκτορα και ως τότε είχε φανεί υποχωρητικός στις
απαιτήσεις τους. Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είδε όμως ότι υπονομευόταν από
τον Γαρουφαλιά και θεώρησε ότι, αν δικαιούται να είναι πρωθυπουργός, τότε
δικαιούται να είναι και υπουργός Αμύνης. Από την αντίδραση του βασιλιά και τις
οξύτατες επιστολές του φάνηκε ότι τα ανάκτορα δεν ήταν διατεθειμένα να χάσουν
τον έλεγχο του στρατού, δε δίστασαν μάλιστα να δημιουργήσουν και μείζονα κρίση
με βαρύτατες συνέπειες για τον σκοπό αυτόν.
Ως επιπλέον αιτία έχει προβληθεί
ότι τα ανάκτορα επιδίωκαν τη διάσπαση της Ενώσεως Κέντρου. Παραστρατιωτικά
κέντρα στον στρατό και στην ΚΥΠ παρουσίαζαν (για δικούς τους σκοπούς) ψευδείς
εκθέσεις για έξαρση του κομμουνισμού στην ύπαιθρο και οι σύμβουλοι των
ανακτόρων δυσπιστούσαν προς την Ε.Κ., η οποία ακολουθούσε μια λιγότερο
αντικομμουνιστική πολιτική από την ΕΡΕ. Η διάσπαση αυτή πέτυχε με την ανάθεση
της πρωθυπουργίας σε σημαίνοντα στελέχη της Ε.Κ. μετά τον παραγκωνισμό του Γ.
Παπανδρέου και με την εξώθηση πολλών βουλευτών να στηρίξουν και να συμμετάσχουν
στις κυβερνήσεις των «αποστατών».
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε ενεργό ρόλο
στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό και τη στήριξη των
κυβερνήσεων των «αποστατών», στον οποίο ενισχυόταν και από τον φίλο του εκδότη
της «Ελευθερίας», της μεγαλύτερης κεντρώας εφημερίδας της εποχής, Πάνο Κόκκα.
Σε συζητήσεις με Αμερικανούς διπλωμάτες λίγο πριν τα γεγονότα του Ιουλίου ο Κ.
Μητσοτάκης είχε εκφράσει την άποψη ότι ο Α. Παπανδρέου ήταν η κύρια πηγή των
προβλημάτων της Ε.Κ. και ότι θα έπρεπε να απομακρυνθεί τόσο από την κυβέρνηση
όσο και από την Ελλάδα.
Τα ηγετικά στελέχη των
κυβερνήσεων της «αποστασίας» υποστήριξαν ότι κίνητρό τους ήταν η διατήρηση της
πολιτειακής ομαλότητας και η αποτροπή κινδύνου πραξικοπήματος. Αποχωρώντας από
την Ε.Κ. ο Τσιριμώκος είχε κατηγορήσει τον Γ. Παπανδρέου ότι είχε ταυτίσει τη
δημοκρατία με τον εαυτό του, ενώ πριν ακόμη λάβει διαστάσεις η κρίση τόσο αυτός
όσο και ο Κ. Μητσοτάκης είχαν προσπαθήσει μάταια να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου
να υποχωρήσει στις αξιώσεις των ανακτόρων και να μην παραιτηθεί.
Η πρώτη συνέπεια της «αποστασίας»
ήταν η πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε. Το μεγαλύτερο κόμμα, η Ένωσις
Κέντρου, διασπάστηκε και βασικά στελέχη της αποχώρησαν. Έτσι το κόμμα που στις
εκλογές του 1964 είχε λάβει 52% των ψήφων βρέθηκε στην αντιπολίτευση, ενώ η
κυβέρνηση ήταν πλέον ουσιαστικά όργανο του βασιλιά. Με τον τρόπο αυτόν
παραβιάστηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η πιο σημαντική συνέπεια όμως
ήταν η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών και η εξουδετέρωση της άμυνας
του συστήματος απέναντι σε πολιτειακές εκτροπές. Αυτή η απαξίωση και η άμβλυνση
των μηχανισμών άμυνας εξέθρεψαν και επέτρεψαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου
1967. Αφενός για να πειστούν οι βουλευτές της Ε.Κ. να αποχωρήσουν
χρησιμοποιήθηκαν ταπεινά δολώματα. Προσφέρθηκαν υπουργικοί θώκοι σε πολιτικούς
ήσσονος σημασίας για να στηρίξουν τις κυβερνήσεις, έτσι ώστε δημιουργήθηκε η
εντύπωση πως όποιος βουλευτής αποχωρούσε από την Ε.Κ. λάμβανε αυτόματα και
υπουργείο. Παράλληλα υπήρξαν και καταγγελίες για χρηματισμό και εξαγορά ψήφων.
Συνέπεια αυτού ήταν η μείωση της
εμπιστοσύνης του κόσμου στη δημοκρατία, αφού έβλεπε ότι οι πολιτικοί ήταν
διατεθειμένοι να αλλάζουν γνώμη και στρατόπεδο εν μιά νυκτί προκειμένου να
εξασφαλίσουν υλικά ανταλλάγματα.
Αφ' ετέρου με την επιμονή του
βασιλιά να ελέγχει το στράτευμα και με την αναταραχή που δημιουργήθηκε λόγω
αυτής τελικά αφέθηκαν να δρουν ανεξέλεγκτα οι παραστρατιωτικές ομάδες με
κυριότερη αυτήν του τότε αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλου, κατοπινού δικτάτορα.
Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων αλλά και τα ανάκτορα φέρθηκαν κοντόφθαλμα και
στάθηκαν ανίκανοι να προβλέψουν τους κινδύνους από αυτήν την πολιτειακή κρίση
που είχαν σαν τελικό αποτέλεσμα το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 και την
άνοδο των χουντικών συνταγματαρχών στην εξουσία που με σόου και θεάματα
προσπάθησαν να κερδίσουν την υποστήριξη του κόσμου αλλά στο τέλος κατάφεραν με τα καμώματα τους
να φέρουν την απόλυτη καταστροφή στην πατρίδα (όπως ακριβώς πράττει σχεδόν και
η τωρινή συγκυβέρνηση).
Αντίστοιχα με το σήμερα στις
εκλογές τις 25 Ιανουαρίου 2015 εκλέχτηκε το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ με το υψηλότερο ποσοστό για
αριστερό κόμμα του 36,34%. Σχεδόν αμέσως με την υποστήριξη των ΑΝΕΛ σχημάτισε
κυβέρνηση η οποία σχηματίστηκε λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές και συνολικά
162 βουλευτές. Όμως όπως και η Ένωση Κέντρου πριν από αυτή η νέα συγκυβέρνηση
αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με άλλους ισχυρούς φορείς εξουσίας αντίπαλους
προς αυτήν τόσο στο εσωτερικό (γερμανόδουλα κόμματα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ ή και
αντιγερμανικά σαν το ΚΚΕ και την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ,
ισχυρούς όμιλους ΜΜΕ σαν του Μπόμπολα ή του Κυριακού, καθώς και
επιχειρηματικά συγκροτήματα αντίθετα από αυτά που υποστήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ), όσο
και στο εξωτερικό (Γερμανοί αλλά ακόμα και τις ΗΠΑ και την Ρωσία όταν φάνηκε να
ακολουθεί μη φιλική προς αυτές τις χώρες πολιτική).
Τώρα όμως η νέα συγκυβέρνηση έχει
αρχίσει να παίρνει πίσω πολλές υποσχέσεις της και να κάνει συμφωνίες με την νέα
ονομασμένη τρόικα-θεσμοί (δημιουργώντας σύγκρουση εντός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ),
ενώ φαίνεται να ετοιμάζει παράλληλα και την εφαρμογή μιας ακραίας αντεθνικής
κρυφής ατζέντας για την χώρα (π.χ. λαθρομετανάστες), κάτι το οποίο αναμένεται
να την φέρει σε σύγκρουση τόσο με τους νέους γερμανοτσολιάδες, όσο και με τα
άλλα αντιμνημονιακά κόμματα τόσο εκτός όσο και εντός της κυβέρνησης καθώς
αντίστοιχα και με την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Γερμανοί επίσης θέλοντας να
πιέσουν την νέα συγκυβέρνηση για να υποκύψει στους όρους τους άρχισαν να κόβουν
την χρηματοδότηση για να προκαλούν οικονομική ασφυξία, για να την κάνουν μισητή
στον λαό τον στρέψουν εναντίον της να και επαναφέρουν μία φιλική προς αυτούς
κυβέρνηση, είτε μέσω εκλογών, είτε με έμμεση πτώση του Τσίπρα εν μέσω έντονων
οικονομικών και πολιτικών πιέσεων.
Πιθανώς θα ακολουθήσει ο σχηματισμός
μίας οικουμενικής κυβέρνησης με ένα φιλικό προς Γερμανούς πρόσωπο, είτε μια νέα
διακυβέρνηση ενός υποταγμένου και «διορθωμένου» με βάση τα συμφέροντα της
Γερμανίας Τσίπρα, κάτι που είχαν πράξει και με τον Σαμαρά ή αλλιώς με την υποκίνηση
της πτώσης της νέας συγκυβέρνησης με ένα σενάριο σαν την αποστασία του 1965 και
του Τσιριμώκου (εξαγοράζοντας δηλαδή ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και ίσως και τον
ΑΝΕΛ, έτσι ώστε αυτοί να αποστατήσουν από την συγκυβέρνηση ρίχνοντας έτσι τον
Τσίπρα και τον Καμμένο από την ηγεσία των κομμάτων τους και ύστερα τα κοόμματα αυτά
με νέους ηγέτες να κάνουν μία οικουμενική κυβέρνηση με τα γερμανόδουλα κόμματα
που στο μεταξύ και αυτά μπορεί να έχουν αλλάξει τους ηγέτες τους).
Υπάρχει βέβαια και η ή εναλλακτική λύση, του
«λαδώματος» δηλαδή των στελεχών εκείνων
του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ που προέρχονται από τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και
τα οποία είναι εντελώς διεφθαρμένα αλλά και μεγάλη πλειοψηφία στα κόμματα αυτά
(ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ), έτσι ώστε αυτά τα άτομα να αποχωρήσουν από τα κόμματα
αυτά και να τα αφήσουν έτσι με ελάχιστους ενεργούς βουλευτές και στην συνέχεια
σαν «ανεξάρτητη πλειοψηφία» να συμμαχήσουν όλα μαζί και να κάνουν μία νέα συγκυβέρνηση
σε συμμαχία με όλα τα υπόλοιπα γερμανόδουλα κόμματα.
. Σε όλα αυτά μπορούν να προστεθούν και οι πιθανότητες μιας παρακινούμενης εξωτερικής εισβολής από την Τουρκία όπως και μία εσωτερική εξέγερση ισλαμιστών λαθρομεταναστών (παρακινούμενη ή μη) καθώς και άλλων εγκληματικών, τρομοκρατικών, παρακρατικών στοιχείων ή ξένων πρακτόρων που σε συνδυασμό με την συνέχιση της πορεία υποταγής της χώρας μας στους Γερμανούς καθώς και του διχασμού και της απελπισίας του λαού είναι πιθανό να φέρει χρεοκοπία στην χώρα, έξοδο από το ευρώ, πιθανό εμφύλιο πόλεμο και επέμβαση του στρατού (αυτόκλητη ή προσκεκλημένοι από τους πολιτικούς), όπως και παλαιότερα με πρωταρχικό δηλωμένο σκοπό να φέρουν την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας στην δοκιμαζόμενη χώρα
Είναι λοιπόν απαραίτητο να
υπάρξει επαγρύπνηση και εγρήγορση από όλους μας προκειμένου η χώρα μας να μην
ξαναζήσει πάλι καταστάσεις πολιτειακής ανωμαλίας και εκτροπών, ειδάλλως είναι
πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε νέες εθνικές τραγωδίες, οι οποίες μπορεί να είναι
επώδυνες για την χώρα μέσα από ένα πιθανό εσωτερικό ή εξωτερικό πόλεμο, και
μπορεί ο πόλεμος και η βία να είναι η μαμή της ιστορίας, όμως αυτή γράφεται από
τους νικητές και αν θέλουμε να είμαστε εμείς αυτοί θα πρέπει να την γνωρίζουμε,
ειδάλλως ως κοινωνία θα είμαστε σε παρακμή
αν ξεχάσουμε από πού ερχόμαστε, επαληθεύοντας έτσι δυστυχώς πολλές φορές
το ρητό ότι: «Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως πολλές φορές
ομοιοκαταληξίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου