Η ΑΓΓΛΙΚΗ, Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Γράφει ο Αλώπηξ
Ο Αγγλικός Εμφύλιος
Πόλεμος (1642–1651) ήταν μια σειρά ένοπλων συγκρούσεων και πολιτικών
μηχανορραφιών μεταξύ των Κοινοβουλευτικών και των Βασιλοφρόνων. Στον πρώτο
(1642–46) και τον δεύτερο (1648–49) εμφύλιο πόλεμο αντιπαρατάχθηκαν οι
υποστηρικτές του Βασιλιά Καρόλου Α' εναντίον των υποστηρικτών του Μακρέος
Κοινοβουλίου, ενώ ο τρίτος πόλεμος (1649–51) αποτελούνταν από διαμάχη μεταξύ
των υποστηρικτών του Βασιλιά Καρόλου Β' και τους υποστηρικτές του Κολοβού
Κοινοβουλίου. Ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε με την Κοινοβουλευτική νίκη στη Μάχη
του Ουόρσεστερ στις 3 Σεπτεμβρίου 1651. Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στη δίκη και
εκτέλεση του Καρόλου Α', την εξορία του γιου του, Καρόλου Β', και την
αντικατάσταση της Αγγλικής Μοναρχίας με πρώτα, την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας
(1649–53), και μετά με ένα Προτεκτοράτο (1653–59), υπό την προσωπική διοίκηση
του Όλιβερ Κρόμγουελ.
King Charles |
Πριν τις εχθροπραξίες,
το Κοινοβούλιο της Αγγλίας δεν είχε έναν μεγάλο μόνιμο ρόλο στο Αγγλικό σύστημα
διακυβέρνησης, λειτουργώντας ως προσωρινή συμβουλευτική επιτροπή, καλούμενο από
τον μονάρχη όταν το Στέμμα απαιτούσε επιπλέον φορολογικά έσοδα, και υποκείμενο
σε διάλυση από τον μονάρχη ανά πάσα στιγμή. Αν οι ευγενείς αρνούνταν να
μαζέψουν τους φόρους του Βασιλιά, το Στέμμα θα έχανε κάθε πρακτικό μέσο για να
τους υποχρεώσει. Οι αντιπρόσωποι του Κοινοβουλίου της Αγγλίας όμως δεν είχαν
οποιοδήποτε μέσο να επιβάλουν τη θέλησή τους στο βασιλιά εκτός από το να
παρακρατήσουν τα οικονομικά μέσα που απαιτούνταν για να εκτελεστούν τα σχέδιά
του.
Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος
να παρέμβει στην Προτεσταντική πλευρά του Τριακονταετούς Πολέμου ο οποίος
εκείνη την περίοδο έζωνε την Ευρώπη. Οι εξωτερικοί πόλεμοι συνεπαγόταν βαριές
δαπάνες και η απόφαση του Κάρολου να στείλει μια εκστρατευτική δύναμη για να
ανακουφίσει τους Γάλλους Ουγενότους στην πολιορκημένη Λα Ροσέλ απέτυχε πλήρως
και το Κοινοβούλιο ξεκίνησε τις διαδικασίες υποβολής πρότασης μομφής εναντίον
του βασιλικού υπεύθυνου για την εκστρατεία. Ο Κάρολος τότε διέλυσε το
Κοινοβούλιο. Το 1628 μην μπορώντας να
συγκεντρώσει χρήματα συγκάλεσε ένα νέο, αλλά το νέο Κοινοβούλιο υπέβαλε το
Υπόμνημα Δικαίου προς τον βασιλιά και ο Κάρολος το αποδέχθηκε. Ύστερα διέλυσε
ξανά το Κοινοβούλιο και αύξησε τους φόρους προς τους ευγενείς για να βρει νέα
έσοδα.
The_arrival_of_King_Charles_II_of_England_in_Rotterdam |
Ο βασιλιάς Κάρολος επίσης
δημιούργησε ανταγωνισμό μέσω των θρησκευτικών του μέτρων άρχισε να κάνει την
Αγγλικανική Εκκλησία πιο τυπική. Οι πουριτανοί τον κατηγόρησαν για επανεισαγωγή
του Καθολικισμού. Επιπλέον, αναζωογόνησε τους νόμους που ψηφίσθηκαν την εποχή
της Ελισάβετ Α' σχετικά με τον εκκλησιασμό, οι οποίοι τιμωρούσαν τους
Πουριτανούς για την μη προσέλευση τους στις Αγγλικανικές εκκλησιαστικές τελετές.
Έτσι ο βασιλιάς Κάρολος
Α΄ κυβερνούσε απολυταρχικά επί ένδεκα χρόνια και είχε άλλα τόσα να συγκαλέσει
το Κοινοβούλιο. Ήταν μια ενδεκαετής τυραννία όπως ονομάστηκε από τους
αντιπάλους του μεταγενέστερα. Αρχική πρόθεση των εξεγερμένων ήταν να
αποκαταστήσουν την ισορροπία ανάμεσα στις εξουσίες του ηγεμόνα και του
Κοινοβουλίου. Όμως στην συνέχεια τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Όλα άρχισαν τον
Φεβρουάριο του 1638, όταν οι Σκωτσέζοι ξεσηκώθηκαν κατά του Καρόλου, επειδή
θέλησε να υποτάξει την καλβινιστική εκκλησία τους στο αγγλικανικό τελετουργικό
και να συνθέσει τον προτεσταντισμό με τον καθολικισμό και παράλληλα προσπάθησε
να εφαρμόσει όλες τις θρησκευτικές πολιτικές της Αγγλίας στην Σκωτία. Ο Κάρολος
ήθελε μία, ομοιόμορφη Εκκλησία παντού στην Βρετανία και εισήγαγε μια νέα
Αγγλικανική έκδοση της Αγγλικής Βίβλου στην Σκωτία, μια κίνηση που αντιμετώπισε
πολύ βίαιη αντίσταση.
Σύντομα μια εξέγερση
ξέσπασε στο Εδινβούργο, και τον
Φεβρουάριο του 1638, οι Σκώτοι μετασχημάτισαν τις αντιρρήσεις τους στην
βασιλική πολιτική υπό την μορφή του Εθνικού Συμβολαίου. Την άνοιξη του 1639, ο
Κάρολος Α' συνόδευσε τις δυνάμεις του στα Σκωτικά σύνορα, για να τερματίσει την
εξέγερση γνωστή ως Πόλεμος των Επισκόπων αλλά, έπειτα από μια ασαφή στρατιωτική
εκστρατεία, αποδέχθηκε την προτεινόμενη Σκωτική εκεχειρία - την Ειρήνευση του
Μπέργουικ.
Oliver Crmwell |
Η εκεχειρία αποδείχθηκε
προσωρινή και ένας δεύτερος πόλεμος ακολούθησε το καλοκαίρι του 1640. Αυτήν την
φορά, ένα στρατός των Σκώτων νίκησε τις δυνάμεις του Καρόλου στον βορρά και
έπειτα κατέκτησε το Νιούκασλ. Ο Κάρολος τελικά συμφώνησε να μην παρέμβει στην
θρησκεία της Σκωτίας και πλήρωσε τα έξοδα πολέμου των Σκώτων.
Έναν χρόνο αργότερα,
ελλείψει πόρων για να συνεχίσει των πόλεμο, ο βασιλιάς συγκαλέσε το
Κοινοβούλιο, για πρώτη φορά ύστερα από ένδεκα χρόνια, προκειμένου να αποσπάσει
πιστώσεις. Όμως, η αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα και ο Κάρολος το διέλυσε μέσα
σε τρεις εβδομάδες. Ο Κάρολος υποπτευόταν, πιθανώς σωστά ότι μερικά μέλη του
Αγγλικού Κοινοβουλίου είχαν συνωμοτήσει με τους εισβολείς Σκώτους.
Στις 3 Ιανουαρίου ο
Κάρολος διέταξε το Κοινοβούλιο να παραδώσει πέντε μέλη, - τον ηγέτη των
κοινοβουλευτικών Τζον Πυμ, τον Τζον Χάμντεν, τον Ντένζιλ Χολς, τον Ουίλλιαμ
Στροντ και τον Σερ Άρθουρ Χέιζελριγκ και έναν ευγενή τον Lord Mandeville με την δικαιολογία της έσχατης προδοσίας.
Όταν το Κοινοβούλιο αρνήθηκε, ήταν πιθανώς η Ενριέττα Μαρία που έπεισε τον
Κάρολο να συλλάβει τα πέντε μέλη δια της βίας, πράγμα που ο Κάρολος σκόπευε να
κάνει ο ίδιος προσωπικά. Όμως, τα νέα
του εντάλματος έφτασαν στο Κοινοβούλιο πριν από εκείνον, και οι καταζητούμενοι
άνδρες διέφυγαν με πλωτό μέσο λίγο προτού ο Κάρολος εισέλθει στη Βουλή των
Κοινοτήτων με μια ένοπλη φρουρά στις 4 Ιανουαρίου 1642.
Απέτυχε και το 1642 οι
κοινοβουλευτικοί έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις πολιτοφυλακές των κομητειών και
ζήτησαν τη διάκριση ανάμεσα στο πρόσωπο του ηγεμόνα και τη βασιλική ιδιότητά
του και απαίτησαν να έχουν λόγο στον ορισμό των υπουργών, στα οικονομικά του
βασιλείου αλλά και στη διαπαιδαγώγηση
των βασιλόπαιδων (ώστε να διασφαλίσουν ότι θα είναι προτεσταντική). Το
Κοινοβούλιο αντέδρασε γρήγορα στρατιωτικά και κατέλαβε το Λονδίνο και ο Κάρολος
διέφυγε από την πρωτεύουσα για το Παλάτι Χάμπτον.
Εν μέσω του 1642,
αμφότερες οι πλευρές άρχισαν να εξοπλίζονται. Ο Κάρολος δημιούργησε έναν στρατό
χρησιμοποιώντας την μεσαιωνική μέθοδο commission of array, και το Κοινοβούλιο
ζήτησε εθελοντές για την πολιτοφυλακή του. Μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις, ο
Κάρολος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο στο Νότιγνγκαμ στις 22 Αυγούστου 1642. Στην αρχή του Πρώτου Αγγλικού Εμφυλίου
Πολέμου, οι δυνάμεις του Καρόλου έλεγχαν περίπου τα Μίντλαντς, την Ουαλία, την
West Country και τη βόρεια Αγγλία. Έστησε την αυλή του στην Οξφόρδη.
Το Κοινοβούλιο έλεγχε
το Λονδίνο, τα νοτιοανατολικά και την Ανατολική Αγγλία, καθώς και το Αγγλικό
ναυτικό. Παρά τις αρχικές βασιλικές νίκες ο νέος πρότυπος στρατός του
κοινοβουλίου που είχε δημιουργηθεί από τον στρατηγό του Όλιβερ Κρόμγουελ, με την χρηματοδότηση του εμπόρου
ερνάντες Carvajal και επικουρούμενου από
τον πορτογάλο Πρέσβη De Souza a Marano ενισχύθηκε ταχύτατα και με τις νέες
στρατιωτικές τακτικές του πέτυχε να κερδίσει τους βασιλικούς σε κρίσιμες μάχες
και να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο (με αντάλλαγμα για την οικονομική που προσφέρθηκε στον Κρόμγουελ την
επανεισαγωγή των εκδιωχθέντων εμπορικών εθνικοτήτων στην Αγγλία και να
εκτελεστεί χωρίς δίκη ο βασιλιάς Κάρολος).
Ο Κάρολος διέφυγε στην
Σκωτία, αλλά μετά από εννέα μήνες διαπραγματεύσεων, οι Σκώτοι τελικά ήλθαν σε
συμφωνία με το Αγγλικό Κοινοβούλιο με μεγάλα χρηματικά ανταλλάγματα και υποσχέσεις περισσοτέρων χρημάτων στο
μέλλον οι Σκώτοι παρέδωσαν τον Κάρολο στους κοινοβουλευτικούς.
Το Κοινοβούλιο κράτησε
τον Κάρολο σε κατ'οίκον περιορισμό. Στην
συνθήκη που υπέγραψε, ένας από τους όρους της ήταν να συγκαλέσει νέο
Κοινοβούλιο. Σε αυτό κυριάρχησαν οι διαμαρτυρόμενοι, που πίστευαν ότι ο
βασιλιάς ήταν λόγω του γάμου του με την Ρωμαιοκαθολική Γαλλίδα πριγκίπισσα
Ενριέττα Μαρία, το 1625 αμέσως μετά την άνοδο του στο θρόνο. Ο γάμος του
Καρόλου αύξησε την πιθανότητα τα παιδιά του, περιλαμβανομένου ενός διαδόχου στο
θρόνο, να μεγαλώσουν ως Καθολικοί, μια προοπτική που σήμανε συναγερμό για την
επίσημα Προτεσταντική Αγγλία. Από το Κάρισμπρουκ, ο Κάρολος συνέχισε να
προσπαθεί να επωφεληθεί από τς διάφορες παρατάξεις.
Εξεγέρσεις στο Κεντ, το Έσσεξ και το
Κάμπερλαντ, και μια εξέγερση στη Νότια Ουαλία, καταπνίγηκαν από τον νέο πρότυπο
στρατό, και με την ήττα των Σκώτων στη Μάχη του Πρέστον τον Αύγουστο 1648, οι
βασιλόφρονες έχασαν κάθε δυνατότητα να κερδίσουν τον πόλεμο. Στις 5 Δεκεμβρίου
1648, το Κοινοβούλιο ψήφισε 129 προς 83 να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με
τον βασιλιά αλλά ο Όλιβερ Κρόμγουελ και ο στρατός αντιτέθηκαν σε οποιεσδήποτε
περαιτέρω συνομιλίες με κάποιον που θεωρούσαν αιμοσταγή τύραννο και ήδη δρούσαν
για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους. Αποδυναμωμένος και αναποφάσιστος, ο
Κάρολος είδε τις εξουσίες του να περιορίζονται σημαντικά. Οι οπαδοί του
Κρόμγουελ δεν αρκούνταν σε μια εξελιγμένη απολυταρχία γαλλικού τύπου. Ήθελαν να
επιβάλουν μια «κοινοπολιτεία», με άλλα λόγια μια πολιτική δημοκρατία (κατά τα
λόγια, ουσιαστικά δικτατορία).
Ο Κάρολος αρνιόταν
μέχρι την τελευταία στιγμή τις απαιτήσεις του κοινοβουλίου. Αδυνατώντας να
κάμψει την αντίσταση του βασιλιά, ο Κρόμγουελ αποφάσισε την εκτέλεσή του. Αυτή
έγινε μετά από μία δίκη παρωδία στις 30 Ιανουαρίου 1649, μπροστά στο Μέγαρο
Ουάιτχολ. Στις 30 Ιανουαρίου 1649 ο Όλιβερ Κρόμγουελ αναλαμβάνει την εξουσία
στην Αγγλία, ωστόσο αναγνωρίζεται από τους Σκωτσέζους ως βασιλιάς ο γιος του
Καρόλου Α΄, Κάρολος Β΄. Ύστερα ξεσπά ο Αγγλο-Ολλανδικός Πόλεμος, με αφορμή την
των αγγλικών πλοίων φορολόγηση από την Ολλανδία. Επίσης, άρχισαν διώξεις των
Καθολικών και αγγλικανών σε όλη τη Βρετανία, εξασφαλιστήκαν αποικίες στην
Αμερική, καταπνίχτηκαν βιαιότατα οι εξεγέρσεις των Σκότων και των Ιρλανδών,
κηρύχτηκε θρησκευτική δικτατορία στην
χώρα, έγινε αντικατάσταση της Αγγλικής Μοναρχίας με την Κοινοπολιτεία της
Αγγλίας (1649–53) πρώτα και ύστερα με ένα δικτατορικό καθεστώς του
Προτεκτοράτου (1653–59), υπό την προσωπική διοίκηση του Όλιβερ Κρόμγουελ. Ο
Κρόμγουελ πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1658 και ύστερα από λίγο διάστημα έγινε η
παλινόρθωση της βασιλείας και την ενθρόνιση του Καρόλου B' στον αγγλικό θρόνο.
Η Γαλλική Επανάσταση
του 1789 ήταν η κοινωνική επανάσταση που κατάργησε την απόλυτη μοναρχία στην
Γαλλία γκρεμίζοντας το φεουδαρχικό σύστημα και αντικαθιστώντας το με το
καπιταλιστικό, και ώθησε σε αναδιοργάνωση την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η
Γαλλική Επανάσταση ενέπνευσε τους λαούς όλης της Ευρώπης να παλέψουν ενάντια
στην εκμετάλλευση και την απολυταρχική μοναρχία, αποτελώντας το έναυσμα για τον
ξεσηκωμό στην Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Κατά την ορθόδοξη άποψη
που ήταν η κυρίαρχη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η επανάσταση οργανώθηκε από
την ανερχόμενη αστική τάξη (Bourgeoisie), η οποία εμπνευσμένη από τα κηρύγματα
των Διαφωτιστών και με κεντρικό σύνθημα το τρίπτυχο «Ελευθερία, Ισότητα,
Αδελφοσύνη», θέλησε να βελτιώσει την υπάρχουσα μοναρχία μετατρέποντάς την σε
συνταγματική και όχι να την καταργήσει. Στην πορεία όμως, η μοναρχία
καταργήθηκε και μετά από περιόδους τρομοκρατίας αλλά και οργάνωσης δίκαιου
κράτους, η νεοσύστατη Δημοκρατία καταλύθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.
Στη νεώτερη εποχή, και
ειδικά γύρω από τον εορτασμό των 200 ετών της Επανάστασης, αναπτύχθηκε μια
"αναθεωρητική" ιστοριογραφία (κυρίως από αγγλοσάξωνες συγγραφείς) που
αμφισβητεί τον κοινωνικό, ταξικό και οικονομικό χαρακτήρα της. Για παράδειγμα,
ο A. Gobban, στο έργο του "Ο μύθος της Γαλλικής Επανάστασης", θεωρεί
ότι δεν υπήρξε μια επανάσταση αλλά μάλλον πολλές: μια επανάσταση των
γραφειοκρατών εναντίον των διοικητικών δομών του Παλαιού Καθεστώτος, των
ιδιοκτητών αγροτικής γης και των αστών καταναλωτών εναντίον της αγροτικής μεταρρύθμισης,
των πόλεων εναντίον της επαρχίας και της επαρχίας εναντίον των πόλεων.
Αυτά τα
αντιφατικά και συχνά αλληλοεπικαλυπτόμενα κινήματα δεν παρήγαγαν κάποια
σημαντικό κοινωνικό μετασχηματισμό ούτε σημαντικό «εκσυγχρονισμό», ούτε καν
πολιτικές αλλαγές διαρκείας. Μετά από την αναταραχή, το τοπίο της πολιτικής και
της κοινωνίας στη Γαλλία ήταν το 1815 περίπου ίδιο όπως και το 1789.
Στα τέλη του 18ου αιώνα
ήταν γενική στην Γαλλία η επιθυμία για αλλαγή του καθεστώτος. Παρ' όλη όμως την
μεταβολή στις ιδέες των ανθρώπων, η οργάνωση της Γαλλίας εξακολουθούσε να
παραμένει στη μεσαιωνική μορφή της: διατήρηση των ταξικών διαχωρισμών του
μεσαίωνα, μεγάλη συμμετοχή των ευγενών στα κρατικά αξιώματα και γενικά στη
διοίκηση, διάκριση δικαιωμάτων και υποτίμηση της ανθρώπινης αξίας. Οι Γάλλοι
άρχισαν να αισθάνονται αφόρητη την κατάσταση. Νέες δυνάμεις σχηματίστηκαν και
προκάλεσαν τεράστια εξέγερση. Η Γαλλική Επανάσταση ανέτρεψε το παλιό καθεστώς
και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες στη ζωή και στις αντιλήψεις των ανθρώπων.
Στη Γαλλία επικρατούσε
το κυβερνητικό σύστημα της απόλυτης μοναρχίας όπως την εποχή του Λουδοβίκου
ΙΔ΄. Ο βασιλιάς με λίγους ανώτερους λειτουργούς, που τους διάλεγε ο ίδιος,
νομοθετούσε, όριζε τους φόρους και διέθετε όπως του άρεσε τον δημόσιο πλούτο. Η
Γαλλία δεν είχε ενοποιηθεί τελείως. Οι νόμοι, η φορολογία, οι τρόποι
συναλλαγής, τα μέτρα, τα σταθμά και το νόμισμα διέφεραν από περιοχή σε περιοχή.
Αυτό προκαλούσε σύγχυση και εμπόδια στο εμπόριο(και γενικά στην ανερχόμενη
αστική τάξη). Το καθεστώς, συνέχεια του μεσαιωνικού, βασιζόταν στην ανισότητα.
Οι κάτοικοι της Γαλλίας διακρίνονταν στους προνομιούχους και στον κοινό λαό. Οι
προνομιούχοι αποτελούσαν μικρή μειοψηφία, περίπου το 2% του πληθυσμού. Αλλά
αυτοί κατείχαν την περισσότερη γη, είχαν όλα τα αγαθά, ζούσαν μια τρομερά
σπάταλη και πλούσια ζωή και κυβερνούσαν τον τόπο. Δύο τάξεις, ο κλήρος και οι
ευγενείς, αποτελούσαν τους προνομιούχους.
Στον κλήρο ανήκαν
130.000 άτομα. Ο ανώτερος καθολικός κλήρος (επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι,
ηγούμενοι) αριθμούσε 5-6 χιλιάδες ανθρώπους, εφοδιασμένους με πλούσια
εισοδήματα. Ο κατώτερος κλήρος είχε πενιχρές αποδοχές και ζούσε όπως ο φτωχός
λαός. Περίπου 400.000 ευγενείς ζούσαν από εισοδήματα και αργομισθίες.
Μολαταύτα, στον 18ο αιώνα εμφανίζονταν εξαιρετικά απαιτητικοί. Απέκλειαν από τα
ανώτερα αξιώματα και τις προσοδοφόρες θέσεις όσους είχαν κατώτερη προέλευση,
δηλαδή τους μη ευγενείς.
Ο μεγάλος όγκος του
λαού βρισκόταν απέναντι από την μειοψηφία αυτή των προνομιούχων. Όλοι οι λαϊκοί
άνθρωποι ονομάζονταν συνεκδοχικά με μια μεσαιωνική ονομασία: Tiers Etat, Τρίτη
τάξη. Καλλιεργητές της γης και αστοί (έμποροι και επαγγελματίες των πόλεων)
αποτελούσαν την τάξη αυτή.
Η επανάσταση είχε πολλά
αίτια, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι τα εξής:
Η φιλοσοφία του
Διαφωτισμού κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα προπαγάνδιζε μία αποστροφή κατά
της απόλυτης μοναρχίας. Οι αντιλήψεις είχαν αρχίσει να στρέφονται προς ένα
δημοκρατικό ιδεώδες, τα ανθρώπινα και τα αστικά δικαιώματα, το κοσμικό κράτος
καθώς και την πίστη στην λογική. Αυτή η φιλοσοφία έπαιρνε την εξουσία από τον
μονάρχη και τον κλήρο. Σ' αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, βρήκαν απήχηση οι ιδέες
του κλασικού φιλελευθερισμού. Επίσης, πολύ σημαντικό και καίριο ρόλο έπαιξε και
η μασονική ιδεολογία, (άλλωστε και η πλειοψηφία των ηγετών-δημαγωγών της
«επανάστασης του λαού» ήταν μασόνοι) όπως και το παράδειγμα της μετριοπαθούς
αγγλικής μοναρχίας είχαν σημαντική επιρροή στους επαναστάτες.
Η κρίση του
φεουδαρχικού συστήματος: η παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική κατανομή που ίσχυε
από τον Μεσαίωνα στην Γαλλία άρχισε να παρακμάζει. Ενώ οι ευγενείς απολάμβαναν
μεν πολλά προνόμια, δεν μπορούσαν να ενεργήσουν πολιτικά υπό την απολυταρχία,
καθώς μόνο ο βασιλιάς είχε πολιτική εξουσία. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ μάλιστα θεώρησε
την Επανάσταση αυτή ως μία απόπειρα της αριστοκρατίας να ανακαταλάβει την
εξουσία του κράτους.
Ως ξεκίνημα της
Επανάστασης ισχύει η κατάληψη της Βαστίλης (φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους)
στις 14 Ιουλίου 1789 (από το 1880 Εθνική Επέτειος της Γαλλίας). Το ουσιαστικό
ξεκίνημα της Επανάστασης έλαβε χώρα μερικές εβδομάδες πιο μπροστά, με την
σύγκληση των Γενικών Τάξεων. Επειδή οι περισσότεροι εκπρόσωποι του κλήρου και
των ευγενών αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, οι εκπρόσωποι της Τρίτης Τάξης
αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνοι τους και ανακήρυξαν τη συνέλευση των τάξεων
Εθνική Συντακτική Συνέλευση.
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ και οι υπουργοί του είχαν προ
πολλού καταλάβει ότι χρειάζονταν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Κυρίως έπρεπε να
καταργηθεί η φοροαπαλλαγή από τους ευγενείς. Αυτοί όμως υπερασπίζονταν τα
δικαιώματα τους στο κοινοβούλιο του Παρισιού και στα υπόλοιπα 13 επαρχιακά
κοινοβούλια.
Μόλις έγινε υπουργός οικονομικών το Τυργκό
εφαρμόστηκε αρχικά μία ριζικά μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική. Ο Τυργκό
μείωσε τις κρατικές επιρροές στην οικονομία, καινοτόμησε δημιουργώντας ένα
ενιαίο φορολογικό σύστημα και για τις τρεις κοινωνικές τάξεις, ίδρυσε την
ελεύθερη βιοτεχνία, καταργώντας τις συντεχνίες, έβαλε ένα φόρο για την απόκτηση
γης και έκανε διαθέσιμο το προνόμιο του εμπορίου σιτηρών σε όλους τους Γάλλους.
Με αυτά τα μέτρα που πήρε προκάλεσε την σθεναρή αντίδραση του κοινοβουλίου. Αφού
άσκησε έντονη κριτική στην πολύ σπάταλη ζωή στην γαλλική βασιλική αυλή καθώς
και στην συμμετοχή της Γαλλίας στον Πόλεμο για την Αμερικανική Ανεξαρτησία, ο
Λουδοβίκος χρησιμοποίησε όλα αυτά ως πρόφαση για να τον απολύσει το 1776.
Η για πρώτη φορά από το
1614 σύγκληση των Γενικών Τάξεων της Γαλλίας από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ στο κρίσιμο
έτος 1789 ορίζεται από τους ιστορικούς ως η αποφασιστική αφορμή για την Γαλλική
Επανάσταση. Η σύγκληση των Γενικών Τάξεων συνοδεύτηκε από πολλές παραχωρήσεις
του βασιλιά προς την τρίτη τάξη. Για πρώτη φορά κατείχε κάθε Γάλλος πολίτης που
είχε συμπληρώσει τα 25 χρόνια του το δικαίωμα να ψηφίσει και έτσι οι εκπρόσωποι
της τρίτης τάξης έφτασαν τους 621 καθώς το 98% του γαλλικού λαού άνηκαν σε
αυτήν. Η εκλογή των Γενικών Τάξεων διεξήχθη σε τρεις διαφορετικές εκλογικές
διαδικασίες. Έτσι εκλέχτηκαν 578 εκπρόσωποι για την τρίτη τάξη, 291 εκπρόσωποι
για τον κλήρο και 272 ευγενείς. Η τρίτη τάξη αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά
από μεγαλοαστούς όπως δικηγόρους, γιατρούς, συμβολαιογράφους, δικαστές,
εμπόρους, τραπεζίτες και δημάρχους. Επιπλέον μερικοί ευγενείς είχαν προσαρτηθεί
στην τρίτη τάξη μαζί με μερικούς στρατιωτικούς υπαλλήλους.
:Valmy_Battle_
Ενώ ο βασιλιάς σκόπευε
στην επιβολή νέων φορολογιών, οι ευγενείς είδαν την σύγκληση των Γενικών Τάξεων
ως μια ευκαιρία να αποκτήσουν πολιτική δύναμη, την οποία είχαν χάσει το 1661 με
το που ανέβηκε στον θρόνο ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, και έτσι να πετύχουν μια εξασθένιση
της απόλυτης μοναρχίας. Η τρίτη τάξη αντίθετα ήλπιζε να δοθεί σύνταγμα στην
Γαλλία έτσι ώστε η οικονομική δύναμη που είχε αποκτήσει τον τελευταίο αιώνα,
και κυρίως οι αστοί, να είναι ισάξια με μια πολιτική δύναμη. Παράλληλα εύχονταν
και αυτοί την κατάρρευση της απαρχαιωμένης πια απόλυτης μοναρχίας.
Ο μεγάλος αριθμός
εκπροσώπων της τρίτης τάξης έπρεπε να παίξει κάποιο ρόλο στην εκλογική
διαδικασία. Για αυτό μερικοί εκπρόσωποί της ζήτησαν η εκλογή να διεξαχθεί κατά
κεφαλή και όχι κατά τάξεις. Οι ευγενείς δεν δέχτηκαν την πρόταση της τρίτης
τάξης να γίνει η ψηφοφορία κατά κεφαλή και η διαμάχη σχετικά με τον τρόπο
ψηφοφορίας συνεχίστηκε για πολλές εβδομάδες.
Παράλληλα με την σύγκληση των Γενικών Τάξεων, η
κατάσταση στην πρωτεύουσα άρχισε να γίνεται θερμή. Η τιμή του ψωμιού είχε
εκτοξευθεί στα ύψη μετά την πολύ άσχημη σοδειά του 1788. Όταν ο Λουδοβίκος
απέλυσε για άλλη μια φορά τον υπουργό οικονομικών Νεκέρ, ο οποίος ήταν
ιδιαίτερα δημοφιλής στην αστική τάξη, άρχισαν οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ
βασιλικών στρατευμάτων και του λαού (ή κατά άλλους του όχλου). Επίσης οι φήμες
που κυκλοφορούσαν από δημαγωγούς και έλεγαν ότι ο βασιλιάς μαζεύει στρατό για
στρατιωτική επέμβαση με σκοπό την διάλυση της Συνέλευσης στις Βερσαλλίες,
κορύφωσαν την αγανάκτηση του λαού και έφεραν το Παρίσι σε αναρχία, και έτσι οι πλούσιοι
μεγαλοαστοί πήραν στα χέρια τους την διοίκηση της πόλης.
Η Βαστίλη ήταν από τον 17ο αιώνα φυλακή πολιτικών και
ποινικών κρατουμένων. Στον λαό κυκλοφορούσαν από τους δημαγωγούς πολιτικούς και
επαγγελματίες επαναστάτες και μασόνους, μύθοι για πολυάριθμους και άγνωστους
κρατουμένους, βασανιστήρια, αλυσοδεμένους σκελετούς, υπόγεια κρατητήρια κτλ.
Όταν όμως πραγματοποιήθηκε η άλωση, υπήρχαν μόνο επτά κρατούμενοι: τέσσερεις
πλαστογράφοι, δύο τρελλοί (για έναν εκ των οποίων η οικογένειά του είχε
πληρώσει ώστε να εγκλειστεί) και ένας σαδιστής με τον τίτλο του κόμητος. Αυτοί
ζούσαν υπό σχετικά καλές συνθήκες, έχοντας ακόμα και υπηρέτες. Μερικές μέρες
μετά την απελευθέρωση, οι τέσσερεις εξ αυτών φυλακίστηκαν και πάλι σε άλλη
φυλακή. Ωστόσο, η πτώση της Βαστίλης αποτέλεσε τον «ιδρυτικό μύθο» της
Επανάστασης. Επιπλέον, μέσα στη φυλακή υπήρχαν σημαντικές ποσότητες πυρίτιδας
που προφανώς ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τους επαναστάτες.
Οι ταραχές ξεκίνησαν όταν έγινε γνωστό ότι ο βασιλιάς διάταξε τη μετακίνηση ελβετικών και γαλλικών ομάδων στις Βερσαλίες. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο στρατός θα πυροβολούσε το πλήθος και ότι προετοιμαζόταν βασιλικό πραξικόπημα. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13 Ιουλίου οι εξεγερμένοι άρχισαν την αναζήτηση όπλων. Όντως, στις 14 του μηνός ο όχλος υπό την παρότρυνση και ηγεσία των ικανών και αδίστακτων δημαγωγών Δαντών και Μαρά, εισέβαλε στους στρατώνες των συνταξιούχων στρατιωτών και κατέσχεσε μεγάλη ποσότητα τυφεκίων. Μετά από αυτό, πολλοί από τους πολίτες στράφηκαν στη Βαστίλη. Περίπου επτά χιλιάδες πολίτες όρμησαν στη Βαστίλη όπου λύντσαραν έναν αριθμό φυλάκων και τον διοικητή της φυλακής, ενώ ένας κρεοπώλης έκοψε το κεφάλι του και ο όχλος το περιέφερεως σύμβολο για την «μεγάλη» επιτυχία του.
Η συμβολική σημασία της κατάληψης της Βαστίλης
οφείλεται όχι μόνο στο ιστορικό γεγονός αλλά και στην υπερβολική εικόνα που
διαμόρφωσε η κοινή γνώμη μέσα από ανώνυμα φυλλάδια και εφημερίδες της εποχής.
Στις 26 Αυγούστου η Εθνοσυνέλευση με προτροπή του Λαφαγιέτ ανακοίνωσε την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και του Πολίτη. Ο
Λουδοβίκος αρνήθηκε και πάλι να αποδεχθεί τις αποφάσεις της συνέλευσης και η
νέα σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Στις 5 Οκτωβρίου πλήθη λαού συγκεντρώθηκαν στα
βασιλικά ανάκτορα των Βερσαλλιών και τα κατέλαβαν. Ο βασιλιάς μαζί με την
υπόλοιπη βασιλική οικογένεια οδηγήθηκαν στο ανάκτορο του Κεραμεικού στο Παρίσι.
Η πρωτεύουσα τώρα ζούσε στον πυρετό της επανάστασης.
Στη Συνέλευση, που
συνέχιζε τις εργασίες της, διαμορφώθηκαν τρεις ομάδες, ανάλογες προς τις πολιτικές
και γενικότερα τις ιδεολογικές απόψεις των αντιπροσώπων: η δεξιά, η αριστερά
και το κέντρο, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από τις θέσεις που κατελάμβαναν οι
αντιπρόσωποι στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Τη δεξιά αποτελούσαν οι ευγενείς,
οι οποίοι απέρριπταν κάθε μεταβολή του παλιού καθεστώτος. Την αριστερά
συγκροτούσαν οι «πατριώτες», οι οποίοι επεδίωκαν τον περιορισμό της βασιλικής
εξουσίας και την ενίσχυση της Συνέλευσης. Τέλος το κέντρο υποστηριζόταν από
τους μετριοπαθείς, οι οποίοι απέβλεπαν στην εγκαθίδρυση βασιλικού πολιτεύματος
με 2 βουλές, σύμφωνα με το αγγλικό παράδειγμα.
Μέσα σε ατμόσφαιρα
αντιπαραθέσεων και των έντονων ιδεολογικών διαφορών, οι οποίες κράτησαν δύο
χρόνια, ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1791 το οποίο καθιέρωνε την συνταγματική
μοναρχία. Κατά το σύνταγμα αυτό, την εκτελεστική εξουσία ασκούσε ο βασιλιάς και
την νομοθετική η Συνέλευση. Πολιτικά δικαιώματα αναγνωρίστηκαν μόνο στους
ενεργούς πολίτες, δηλαδή σε όσους κατείχαν περιουσία και πλήρωναν φόρους, ενώ
οι υπόλοιποι δε συμμετείχαν στην πολιτική ζωή. Τρίτη εξουσία αναγνωριζόταν η
δικαστική. Οι υπάλληλοι και οι δικαστές θα εκλέγονταν και δε θα διορίζονταν από
τον βασιλιά, όπως συνέβαινε προηγουμένως.
Στις 20 Ιουνίου 1791 ο
βασιλιάς προσπάθησε μαζί με την οικογένεια του να διαφύγει στο γειτονικό
Λουξεμβούργο, όπου βασίλευε ο κουνιάδος του Λεοπόλδος Β΄. Μοιραία όμως στις
Βαρέννες, κοντά στα σύνορα, τον αναγνώρισαν και τον ανάγκασαν να επιστρέψει στο
Παρίσι.
Ήδη στο Σύνταγμα του
1791 υπήρχε ξεκάθαρη η αυτονομία του λαού. Μια δημοκρατία χωρίς βασιλιά
υποστηριζόταν από τους ακροαριστερούς. Η νέα Νομοθετική συνέλευση, η οποία
προήλθε από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1791, διχάστηκε ανάμεσα στους
μετριοπαθείς και στους Ιακωβίνους υπό την ηγεσία του Ροβεσπιέρου. Οι Ιακωβίνοι
ήταν πολιτική οργάνωση που τα μέλη της άνηκαν στον χώρο των αδιάλλακτων.
Η Αυστρία και η Πρωσία
προετοίμαζαν πόλεμο για την επαναφορά της απόλυτης μοναρχίας στην Γαλλία και οι
αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις της Συνέλευσης επεδίωκαν τον πόλεμο αυτό,
που κάθε μια τον θεωρούσε ευκαιρία για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Ο
πόλεμος κηρύχθηκε τελικά από την Γαλλία τον Απρίλιο του 1792, αλλά τα γαλλικά
στρατεύματα είχαν αποτυχίες.
Τον Αύγουστο του 1792,
ο λαός του Παρισιού που είχε υποψιαστεί προδοτική συμφωνία με τους εχθρούς της
Επανάστασης, ήταν εξοργισμένος και η Συμβατική Συνέλευση (Convention
Nationale), η οποία είχε αναδειχθεί με καθολική ψηφοφορία, κατάργησε την
μοναρχία στις 21 Σεπτεμβρίου 1792. Ο βασιλιάς και η οικογένειά του
φυλακίστηκαν.
Υπέρ της δημοκρατίας
και κατά της μοναρχίας τασσόταν η νέα Συνέλευση. Γίνονταν συζητήσεις για το πώς
θα έπρεπε να τιμωρηθεί ο βασιλιάς για την προδοσία του προς την Επανάσταση. Μια
μειονότητα, μεταξύ τους και ο Ροβεσπιέρος, ήθελαν τον άμεσο θάνατο του βασιλιά
χωρίς δικαστική διαδικασία. Η πλειονότητα όμως αποφάσισε μία δίκη, στην οποία ο
βασιλιάς κρίθηκε ένοχος με ομοφωνία λόγω της μεγάλης προδοσίας του προς τους
επαναστάτες (η αλήθεια είναι ότι επιτράπηκαν να ψηφίσουν σε αυτή την συνέλευση
όσοι δεν είχαν ηλικιακό δικαίωμα ψήφου, εμποδίστηκαν να ψηφίσουν πολλοί που
ήταν υπέρ της αθώωσης του βασιλιά, δεν έγινε κανονική καταμέτρηση ψήφων, ενώ
προστέθηκαν από τους καταμετρητές και ψευδείς ψήφοι, έτσι ώστε κατά τον ικανό
δημοσιογράφο και συγγραφέα Έρικ Ντούρσμιντ, αν είχε γίνει κανονική καταμέτρηση
και όχι πλαστή ο βασιλιάς Λουδοβίκος θα αθωωνόταν με 30 ψήφους διαφορά υπέρ
του). Στις 21 Ιανουαρίου 1793 ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ αποκεφαλίστηκε με γκιλοτίνα,
στη σημερινή Πλας ντε λα Κονκόρντ. Στις 16 Οκτωβρίου του ίδιου έτους,
μεσουρανίς της "Μεγάλης Τρομοκρατίας", καρατομήθηκε και η βασίλισσα.
Στις 24 Ιουνίου 1793
ψήφισε η Συμβατική Συνέλευση το σύνταγμα της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας.
Αποφασίστηκε να τεθεί σε ισχύ με την πρώτη περίοδο ειρήνης.
Αντιθέτως η αντιεπαναστατική
συσπείρωση των Ευρωπαίων ηγεμόνων προκάλεσε ρήξη στο εσωτερικό μέτωπο της
Γαλλίας. Εκδηλώθηκαν φιλοβασιλικές εξεγέρσεις. Για την αντιμετώπιση της κρίσης
σχηματίστηκε με την συγκατάθεση της Συμβατικής Συνέλευσης η Επιτροπή Κοινής
Σωτηρίας, με επικεφαλής αρχικά τον Δαντόν και στη συνέχεια, από τις 27 Ιουλίου
1793 ως τις 27 Ιουλίου 1794, το Ροβεσπιέρο. Τα δήθεν μέτρα για την αντιμετώπιση
της κατάστασης στράφηκαν όχι μόνο εναντίον των αριστοκρατών και των μετριοπαθών
πολιτικών, αλλά και κατά των μεγαλοαστών. Με βίαια μέσα εξουδετερώθηκαν όσοι
θεωρήθηκαν ύποπτοι για υπονόμευση της Επανάστασης στο εσωτερικό. Η περίοδος
αυτή ονομάστηκε Τρομοκρατία και κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής
θανατώθηκαν πάνω από 35.000 άνθρωποι και σκοτώθηκαν από τον πόλεμο που
ξεκίνησαν οι Γάλλοι επαναστάτες πάνω από μισό εκατομμύριο.
Τα μέτρα αυτά αλλά και
άλλες υπερβολές της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας δημιούργησαν πολλούς εχθρούς
εναντίον του Ροβεσπιέρου. Η σύλληψή του και η θανάτωσή του στις 28 Ιουλίου 1794
μαζί με άλλους 20 στενούς συνεργάτες του υπήρξε το τέλος της ταραγμένης εκείνης
περιόδου.
Η Συμβατική Συνέλευση,
η οποία ελεγχόταν από τους μετριοπαθείς, προχώρησε στην ψήφιση νέου
συντάγματος, περισσότερο δημοκρατικού από το προηγούμενο, τον Αύγουστο του
1795). Η Νομοθετική εξουσία κατανεμήθηκε σε 2 σώματα, την Βουλή και την
Γερουσία, ενώ την Εκτελεστική ανέλαβε το Διευθυντήριο, με 5 μέλη. Το
Διευθυντήριο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εσωτερική ηρεμία στην Γαλλία, ενώ
ταυτόχρονα αυτή βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη.
Από εκείνη την στιγμή
και μετά, κέντρο των εξελίξεων γίνεται ο Ναπολέων και γενικά οι φιλόδοξοι στρατηγοί,
οι οποίοι απέκτησαν πολιτική δύναμη. Η
Γαλλική Επανάσταση δεν έφερε στον λαό την επιθυμητή ελευθερία αλλά τελείωσε με
την Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 1794. Όταν ο
Ναπολέων κατέπνιξε την εξέγερση των βασιλοφρόνων στο Παρίσι το 1795, ορίστηκε
διοικητής στρατού. Με αυτόν το στρατό νίκησε τα αυστριακά στρατεύματα στην
Ιταλία και ανάγκασε τον αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας σε ειρήνη.
Το παπικό κράτος
διαλύθηκε και ο πάπας Πίος ΣΤ΄ φυλακίστηκε στη Γαλλία.Μετά από πολλές νίκες και
εκστρατείες στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή, επιστρέφει το 1799 στην Γαλλία,
όπου τον υποδέχονται ως ήρωα. Εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις ανέτρεψε με
πραξικόπημα την νύχτα της 9ης Νοεμβρίου 1799 το Διευθυντήριο, διέλυσε τα
νομοθετικά σώματα και την εξουσία ανέλαβε τριμελής Υπατεία με Πρώτο Ύπατο τον
ίδιο. Η Γαλλία ναι μεν έμεινε στα χαρτιά δημοκρατία, αλλά ο Ναπολέων κυβερνούσε
ως απόλυτος μονάρχης.
Στη συνέχεια την εξουσία ο Ναπολέων Βοναπάρτης, έριξε την
δημοκρατική μάσκα και αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας
των Γάλλων το 1804 τερματίζοντας οριστικά την
«επανάσταση». Οι πόλεμοι συνεχίστηκαν ως το τέλος των Ναπολεόντειων
πολέμων και την οριστική ήττα της Γαλλίας το 1815.
Πιο πρόσφατα και
συγκεκριμένα το 1917 ξέσπασε η «Ρωσική επανάσταση». Τότε το 1914, με αφορμή την
δολοφονία του διαδόχου του Αυστροουγγρικού θρόνου Φραγκίσκου-Φερδινάνδου κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ τον δύο παραπάνω
συμμαχιών (Τριπλής συμμαχίας και Τριπλής συνεννόησης), η Γερμανία βρέθηκε να
πολεμάει ανάμεσα σε δύο μέτωπα (Γαλλία από τα δυτικά και Ρωσία από τα
ανατολικά). Παρά τις όποιες αρχικές επιτυχίες, τόσο στην δύση (κατάληψη Βελγίου
και προώθηση στο εσωτερικό της Γαλλίας), όσο και στην ανατολή (μάχη του
Τάνενμπεργκ) και την προώθηση των Γερμανικών στρατευμάτων σχεδόν ως το Παρίσι,
σύντομα η προέλαση αυτή ανακόπηκε και ο πόλεμος μετατράπηκε σε πόλεμο
χαρακωμάτων για τα 4 επόμενα χρόνια.
Επίσης ο απεριόριστος
υποβρυχιακός πόλεμος που κύρηξε η Γερμανία, που είχε ως συνέπεια να βυθιστούν
και πολλά μεταφορικά πλοία, στα οποία υπήρχαν και Αμερικανοί πολίτες όπως το
Λουζιτάνια, η παγκόσμια παρεμπόδιση του θαλάσσιου εμπορίου των ΗΠΑ, καθώς και η
απερίσκεπτη αποστολή του τηλεγραφήματος Ζήμερμαν στην Μεξικανική κυβέρνηση (στο
οποίο προτεινόταν συμμαχία Μεξικού-Γερμανίας και προσάρτηση στο Μεξικό με την
βοήθεια της Γερμανίας Αμερικανικών εδαφών), είχε ως αποτέλεσμα την κύρηξη
πολέμου τις ΗΠΑ στην Γερμανία το 1917. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για την
Γερμανία, αφού εκτός από το ότι οι δυνάμεις της είχαν αρχίσει να εξαντλούνται,
σύντομα νέες ξεκούραστες και επαρκώς εξοπλισμένες μονάδες του Αμερικανικού
στρατού θα προστεθόταν στις δυνάμεις των αντιπάλων της και θα έγερναν
αποφασιστικά την πλάστιγγα εναντίον της.
Έτσι στην τότε
Γερμανική ηγεσία επέμενε μία λύση. Η πλήρης νίκη σε ένα από τα δύο μέτωπα, η
απόσυρση των δυνάμεων από αυτό και η μεταφορά τους στο άλλο, προκειμένου με τις
νέες δυνάμεις και τον ενισχυμένο αριθμητικά στρατό να εξαπολυθεί μία επίθεση
που θα σαρώσει τους αντιπάλους και θα λήξει τον πόλεμο πριν την είσοδο των ΗΠΑ
σε αυτόν. Και αυτήν την πολιτική ξεκίνησαν να υλοποιούν. Έτσι προσέγγισαν έναν
Ρώσο πολιτικό εξόριστο στην Ζυρίχη τον Βλάντιμιρ ίλιτς Ουλιάνωφ, γνωστό με το
ψευδώνυμο Λένιν, και του πρότειναν, τόσο να τον μεταφέρουν πίσω στην χώρα του,
όσο και να τον χρηματοδοτήσουν και να τον βοηθήσουν να πάρει την εξουσία σε
αυτήν, με αντάλλαγμα την παύση των εχθροπραξιών στο ανατολικό μέτωπο και την
παραχώρηση σημαντικών εδαφών στην Γερμανία.
Πραγματικά ο Λένιν
αποδέχθηκε όλες τις γερμανικές απαιτήσεις και ξεκίνησε η άμεση χρηματοδότηση
του από τον Γερμανό τραπεζίτη Πάρβους, όσο και η μεταφορά του που
πραγματοποιήθηκε μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Γενεύης-Πετρούπολης (τον
μετέφεραν τόσο καλά κλεισμένο σε σφραγισμένο τρένο, σαν να ήταν ο βάκιλος της
πανούκλας, όπως ανέφερε ο Τσόρτσιλ και το οποίο κατά την διαδρομή του
συνοδευόταν από Γερμανούς στρατιώτες).
Μόλις έφτασε στην Ρωσία άρχισε να οργανώνει ταραχές και στις 26 Οκτωβρίου του 1917, προχώρησε με μία ένοπλη ομάδα 10.000 αντρών
σε μία πόλη τριών εκατομμυρίων, παντελώς αποδιοργανωμένη και αδιάφορη για τα
τεκταινόμενα, σε ένα πραξικόπημα το οποίο φρόντισε με μία έντονη δόση
προπαγάνδας να προβάλει τόσο ο ίδιος, όσο και οι γερμανικές εφημερίδες που τον
υποστήριζαν, σαν μία μεγάλη λαϊκή επανάσταση.
Αμέσως μετά φρόντισε να
συνάψει ανακωχή με την Γερμανία και να προβεί σε αποστράτευση του Ρωσικού
στρατού. Στις 3 Μαρτίου του 1918, με τα γερμανικά στρατεύματα να κινούνται προς
την Πετρούπολη, λόγω της αρχικής υπαναχώρησης του Λένιν να τηρήσει τα
συμφωνηθέντα, ο Λένιν διέταξε τον
Τρότσκι να δεχτεί τους όρους των Κεντρικών δυνάμεων. Έτσι, υπογράφηκε η συνθήκη
του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που είχε σαν αποτέλεσμα, η Ρωσία να χάσει την Ουκρανία, την
Φινλανδία, τις Βαλτικές χώρες, την Αρμενία, την Γεωργία, το Αζερμπαϊτζάν και
την Πολωνία. Αμέσως μετά οι χώρες αυτές προσαρτήθηκαν στην Γερμανία και
εγκαθιδρυθήκαν σε αυτές φιλογερμανικές κυβερνήσεις. Παράλληλα έχασε και τον ¼
των εδαφών της και του πληθυσμού της,
ενώ σύντομα άρχισε και ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην χώρα, που
είχε ως συνέπεια, μετά από πέντε έτη την
πλήρη επικράτηση της δικτατορικής κυβέρνησης των Μπολσεβίκων.
Στη εποχή μας είναι
γνωστό ότι με την άνοδο στην ηγεσία της καγκελαρίας του Βερολίνου της νέας
καγκελαρίου Μέρκελ, η πρότερη πολιτική φιλικών σχέσεων και συνεργασίας με την
Ρωσία ανατράπηκε, όταν αυτή προσπάθησε με την υποστήριξη και τον εξοπλισμό
νεοναζιστικών ομάδων στην Ουκρανία, να εγκαθιδρύσει μία φιλογερμανική κυβέρνηση
και να υφαρπάξει τον έλεγχο των αγωγών της χώρας αυτής μέσω πραξικοπήματος που
βαφτίστηκε και αυτό «λαϊκή επανάσταση», με την παράλληλη οικειοποίηση των
πρώτων υλών της, την ενσωμάτωσή της στο δυτικό άρμα και την ΕΕ, μαζί με την
παράλληλη αποδυνάμωση της Ρωσίας. Είναι γνωστό ότι αυτή η προσπάθεια απέτυχε
χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της ηγεσίας της Ρωσίας, όπως είναι επίσης γνωστό ότι
η Δύση χρηματοδότησε και υποστήριξε άπειρες «χρωματιστές επαναστάσεις» σε
Ευρώπη, Ασία και Μέση Ανατολή για να ρίξει μη φιλικά προς αυτή καθεστώτα και να
τα αντικαταστήσει με πολιτικά υποταγμένες σε αυτή ηγεσίες που θα τις
ξεπουλήσουν τον ορυκτό πλούτο τους σε εξευτελιστικές τιμές.
Πριν από λίγο χρονικό διάστημα, ο πρώην ηγέτης
της Γιούκος Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, με αφορμή τις οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία,
την πτώση των τιμών του πετρελαίου και της τιμής του ρουβλίου (όλα
καθοδηγούμενα από τους οίκους της Δύσης και τις φιλικές προς αυτούς αραβικές
πετρελαϊκές μοναρχίες), υπαινίχθηκε ότι σε περίπτωση πραξικοπήματος των
ανώτερων ρωσικών πολιτικών ελίτ κατά του Πούτιν, θα δεχόταν να γίνει
μεταβατικός πρωθυπουργός για 2 χρόνια, δείχνοντας έτσι τις προθέσεις της Δύσης
για την Ρωσία, να δημιουργήσει και εκεί μία χρωματιστή επανάσταση και να βάλει
ένα ανδρείκελο της Δύσης και των ισχυρών οικονομικών κύκλων στην εξουσία (με
τον ίδιο τρόπο που δημιουργήθηκαν και εκτελέστηκαν και οι προηγούμενες
επαναστάσεις, δηλαδή από έναν μείγμα ισχυρών οικονομικών ελίτ, αδίστακτων
δημαγωγών, μασονικών στοών και δυτικών πολιτικών ηγεσιών).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου