Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΠΟΡΕΙ Ο ΦΕΤΟΥΛΑΧ ΓΚΙΟΥΛΕΝ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΟΠΩΣ Ο ΧΟΜΕΙΝΙ ΤΟΝ ΣΑΧΗ ;ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΙΡΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

ΜΠΟΡΕΙ Ο ΦΕΤΟΥΛΑΧ ΓΚΙΟΥΛΕΝ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΟΠΩΣ Ο ΧΟΜΕΙΝΙ ΤΟΝ ΣΑΧΗ ;ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΙΡΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
23-2-12-2016

Ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Μουσαβί Χομεϊνί (πραγματικό όνομα Ρουχολάχ Μουσαβί, 1902 - 3 Ιουνίου 1989) υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν από το 1979 ως το 1989. Υπήρξε μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ιρανικής επανάστασης του 1979, με την οποία ανατράπηκε το προϋπάρχον καθεστώς και ο βασιλιάς (σάχης) της χώρας, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από το Ιράν.
Γεννήθηκε στο χωριό Χομέιν, του οποίου το όνομα υιοθέτησε ως επώνυμο. Ακολούθησε θρησκευτικές σπουδές στο Αράκ και στο Κουμ. Η φήμη του εξαπλώθηκε και απέκτησε οπαδούς μέσα από τα κηρύγματά του πάνω στα ζητήματα των ισλαμικών αξιών, επικρίνοντας παράλληλα το καθεστώς της δυναστείας των Παχλαβί για την απομάκρυνσή του από τις αρχές του ισλαμικού νόμου. Το 1963 συνελήφθη και εξορίστηκε τον επόμενο χρόνο.
Πρώτος σταθμός του υπήρξε η πόλη Αλ-Νατζάφ του Ιράκ. Ο ηγέτης του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν ανάγκασε τον Χομεϊνί σε φυγή από τη χώρα το 1978, ώστε ο τελευταίος εγκαταστάθηκε τότε στο Παρίσι. Από τους τόπους εξορίας του - ειδικότερα το Παρίσι εκμεταλλευόμενος πιο σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα - συνέχισε τον αγώνα του κατά του σάχη, διοχετεύοντας ηχογραφημένες ομιλίες του αλλά και κείμενα στο Ιράν, μέσα από ένα δίκτυο υποστηρικτών του.

Μέσα από τα κείμενά του, ο Χομεϊνί πρότεινε μια νέα μορφή διακυβέρνησης με μετατροπή του Ιράν σε θεοκρατικό ισλαμικό κράτος και την εξουσία στα χέρια του κλήρου. Μετά τα γεγονότα της ιρανικής επανάστασης (βλέπε άρθρο μου- ΟΙ ΜΟΝΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΗ ΙΡΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ISIS http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/03/isis.html), ο Χομεϊνί ως πρωτεργάτης και επικεφαλής του σιιτικού κλήρου, αναδείχθηκε ανώτατος άρχοντας του Ιράν, κατέχοντας ταυτόχρονα και θρησκευτικές ιδιότητες βάσει του νέου ιρανικού Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επανάστασης επέβαλε καθεστώς που βασιζόταν στην αυστηρή ερμηνεία του Κορανίου.

 

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αγιατολάχ Χομεϊνί οι σχέσεις του Ιράν με τον δυτικό κόσμο επιδεινώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1979 πραγματοποιήθηκε επίθεση κατά της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τεχεράνη, γεγονός που οδήγησε στη διπλωματική κρίση των ομήρων με τις ΗΠΑ.

 Από το 1980, το Ιράν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το γειτονικό Ιράκ, για δέκα έτη (1980-90). Ο Χομεϊνί αρνήθηκε μια ειρηνική λύση επιλέγοντας να παρατείνει τον πόλεμο ελπίζοντας στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ παράλληλα αξιοποίησε πολιτικά το γεγονός του πολέμου με σκοπό να τονώσει το αίσθημα εθνικής ενότητας. Ο Χομεϊνί παρέμεινε στο αξίωμα ως το τέλος του. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, στις 3 Ιουνίου 1989, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Ο αντίπαλος του Χομεϊνί, ο Σάχης Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί ήταν βασιλιάς (σάχης) του Ιράν από τις 16 Σεπτεμβρίου 1941 ως την εκθρόνισή του, στις 11 Φεβρουαρίου 1979. Ήταν ο δεύτερος και τελευταίος μονάρχης της περσικής δυναστείας Παχλαβί. Ο σάχης ανέβηκε στην εξουσία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ύστερα από συνδυασμένη Αγγλο-Σοβιετική επιχείρηση εισβολής στην χώρα, που ανάγκασε τον πατέρα του, σάχη Ρεζά Σαχ Παχλαβί να εγκαταλείψει τη χώρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί συγκρούστηκε πολιτικά με τον Μοχάμεντ Μοσαντέκ, ο οποίος προώθησε την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας, απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα και διορίστηκε τελικά πρωθυπουργός το 1951. Ο σάχης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα κάτω από την πίεση της κυβέρνησης του Μοσαντέκ, ωστόσο επανήλθε στην εξουσία το 1953 μετά από πραξικόπημα που οργάνωσαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, γνωστό με την ονομασία «Επιχείρηση Αίας», το οποίο σε μεγάλο βαθμό υπονόμευσε τη νομιμότητα του σάχη.
Ο Παχλαβί προσπάθησε να μετατρέψει με σειρά οικονομικών, κοινωνικών μέτρων το Ιράν σε μία σύγχρονη παγκόσμια δύναμη. Στον κοινωνικό τομέα η χώρα προσπάθησε να αποτινάξει τις παραδοσιακές μουσουλμανικές αντιλήψεις και να εκσυγχρονιστεί, ακόμη και στον τομέα της ισότητας ανδρών-γυναικών. Προώθησε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα στενούς δεσμούς με τη Δύση και ειδικά με τις ΗΠΑ.
 Το πρόγραμμά του, που ονομάστηκε «λευκή επανάσταση», περιλάμβανε την κατασκευή ενός εκτεταμένου σιδηροδρομικού, οδικού και αεροπορικού δικτύου, μια σειρά από αρδευτικά έργα, την προώθηση της βιομηχανικής ανάπτυξης, ενίχυση της παιδείας και της υγείας και κυρίως μια αγροτική μεταρρύθμιση που συνοδεύτηκε από αναδιανομή της γης.
Με την πάροδο του χρόνου ο Παχλεβί έχασε την υποστήριξη του σιιτικού κλήρου, κυρίως λόγω των εκσυγχρονιστικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν και των ανοιγμάτων στην εξωτερική πολιτική με το Ισραήλ. Οι συγκρούσεις με τους ισλαμιστές άρχισαν να διαφαίνονται από το 1953, όταν ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ αναγκάστηκε σε παραίτηση.
Η αυταρχική διακυβέρνησή του, φαινόμενα διαφθοράς, η ανάμιξη ξένων δυνάμεων καθώς και η δράση της μυστικής υπηρεσίας Σαβάκ με στόχο να επιβληθεί σε όλες τις μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης, προκάλεσαν κοινωνική δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε με την Ιρανική Επανάσταση και οδήγησε τελικά στην απομάκρυνσή του από τη χώρα ύστερα από 37 έτη βασιλείας, ενώ το Ιράν έγινε Ισλαμική Δημοκρατία με ηγέτη τον Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Εγκατέλειψε το Ιράν στις 16 Ιανουαρίου 1979 και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, το Μαρόκο, τις Μπαχάμες και το Μεξικό για να καταλήξει στις ΗΠΑ, στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία για καρκίνο. Πέθανε στις 27 Ιουλίου 1980 στο Κάιρο.
Στην σύγχρονη Τουρκία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι ένας Τούρκος πολιτικός, και Πρόεδρος της Τουρκίας από τον Αύγουστο του 2014. Διετέλεσε επίσης Πρωθυπουργός της χώρας από το 2003 έως το 2014, για τρεις συνεχόμενες θητείες, ενώ υπηρέτησε και ως Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης (1994 - 1998). Υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος αρχηγός του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Με τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές τον Αύγουστο του 2014 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος Τούρκος πρόεδρος που εκλέχθηκε από το λαό.
Ο Ερντογάν είναι γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις στο θέμα των σχέσεων Κράτους και Ισλαμικής θρησκείας, οι οποίες οδήγησαν στις αιματηρές διαδηλώσεις στην Τουρκία το 2013, την υιοθέτηση των θέσεων του Νέο-Οθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική, τη σύγκρουσή του με τον Στρατό της χώρας και την αναπτυξιακή του οικονομική πολιτική, που τον βοήθησε να έχει μια άνετη πολιτική επικράτηση στις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Επί των ημερών του η Τουρκία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 45 χρόνια μετά το πρώτο αίτημα της για αυτό.
Γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά του είχε Γεωργιανές ρίζες και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην οποία επέστρεψαν όταν ο Ρετζέπ Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό. Στα 13 του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τα μαθήματα σε μια από τις θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (σχολές İmam Hatip) αναγκαζόταν να δουλεύει στον δρόμο για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα.
Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, η οποία σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά (ως Σχολή Οικονομικών και Διοικητικών Επιστημών). Στα νιάτα του υπήρξε και ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης.
Την περίοδο των σπουδών του εισήχθη στην αντι-κομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Μετά το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε στο τοπικό συμβούλιο του διαμερίσματος Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης.

Στις 27 Μαρτίου 1994 εκλέχθηκε Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Κατά τη θητεία του στη θέση αυτή αντιμετώπισε με πραγματισμό τα προβλήματα της πόλης, βελτιώνοντας το πρόβλημα της υδροδότησης με τη δημιουργία νέων αγωγών νερού εκατοντάδων χιλιομέτρων και εργαζόμενος πάνω στα προβλήματα των μετακινήσεων και της διαχείρισης των απορριμάτων.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές. Τον Δεκέμβριο του 1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, ο Ερντογάν απήγγειλε ένα ποίημα του Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 20ου αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ.
Η δημόσια ανάγνωση του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος (άρθρο 312/2 του Τουρκικού Ποινικού Κώδικα). Ο Ερντογάν ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του δημάρχου το 1998 και τελικά καταδικάστηκε το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, που συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το συγκεκριμένο διάστημα. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999.
Το ισλαμικών καταβολών κόμμα του (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές του 2002, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα Πρωθυπουργός, λόγω κωλύμματος εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003. Τον Μάιο του 2004, έγινε ο πρώτος Τούρκος Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα από το 1988 και ο πρώτος που είδε τους μουσουλμάνους της Θράκης από το 1952.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης πέτυχε μεγάλη νίκη στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν πρόωρα στις 22 Ιουλίου 2007, αποσπώντας ποσοστό 46,54% και καταλαμβάνοντας 340 έδρες. Το κεμαλιστικό Ρεμπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα έλαβε το 20,79% των ψήφων και 112 έδρες, ενώ 14,25% και 71 έδρες πήραν οι Γκρίζοι Λύκοι του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Κατόπιν της νίκης αυτής, ο Ερντογάν ορκίστηκε ξανά πρωθυπουργός.
Το κόμμα του Ερντογάν ήρθε πρώτο στις δημοτικές εκλογές, που διενεργήθηκαν στις 29 Μαρτίου του 2009, αλλά με μειωμένη τη δύναμή του σε σχέση με τις βουλευτικές του 2007. Οι εκλογές αμαυρώθηκαν από επεισόδια βίας στις κουρδικές επαρχίες, με απολογισμό έξι νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 14 Μαΐου 2010 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνοδευόμενος από τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου και από 320 Τούρκους επιχειρηματίες ξεκίνησε επίσημη διήμερη επίσκεψη στην Ελλάδα χαρακτηριζόμενη αμφότερα ιστορική. Στο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών, κατά την εθιμοτυπία τον υποδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου και στη συνέχεια τον Πρόεδρο της Βουλής.
Κατά την παραμονή του θα συνομολογηθούν 21 συμφωνίες - μνημόνια συνεργασίας των δύο χωρών σε διάφορα θέματα καθώς και το ιδρυτικό της Συνόδου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος Τουρκίας όπου θα συμμετέχουν 10 Τούρκοι και 8 Έλληνες υπουργοί. Σημειώνεται ότι την περίοδο 2000 – 2004 μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας είχαν συνομολογηθεί 10 μνημόνια συμφωνίες.
Έπειτα από τη διεξαγωγή των εκλογών, στις 12 Ιουνίου 2011, το κόμμα του Ερντογάν πέτυχε και νέα νίκη, εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία με ποσοστό 50,2%, χωρίς όμως να συμπληρώσει την πλειοψηφία των 2/3 των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, με 325 έδρες για το κόμμα του επί συνόλου 550 εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο Ερντογάν έγινε έτσι ο δεύτερος πολιτικός που κερδίζει τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις στην τουρκική ιστορία, από το 1946.
Η σύνθεση της νέας 25μελούς κυβέρνησης Ερντογάν ανακοινώθηκε στις 6 Ιουλίου 2011. Ο πρωθυπουργός ίδρυσε το Υπουργείο Ευρωπαϊκής Ένωσης , με υπουργό τον Εγκεμέν Μπαγίς. Ο Ερντογάν πέτυχε την 9η συνεχόμενη εκλογική του νίκη στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Αυγούστου 2014 με ποσοστό 52 %.
Στην εξωτερική του πολιτική ακολούθησε μία ακραία εθνικιστική και επιθετική-εχθρική κατά πάντων πολιτική (Ελλάδα, Κύπρος, Ρωσία, Αρμενία, Συρία, Ιράν, Ιράκ, Ισραήλ, Ρωσία), συγκρούστηκε διπλωματικά με ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και ΕΕ, ενώ στο εσωτερικό ο αυτοαποκαλούμενος Χαλίφης-Σουλτάνος συγκρούστηκε με τους Κεμαλιστές και τον πρώην μέντορα του Γκιουλέν, η οικονομική του πολιτική (παρά την φαινομενική αρχική της επιτυχία και τα συνεχή ισλαμικά δάνεια από Κατάρ-Σαουδική Αραβία) γρήγορα άρχισε να καταρρέει,  άρχισε να φέρεται καταπιεστικά (προσπαθώντας να μετατρέψει την Τουρκία βίαια σε ισλαμικό κράτος με την υποστήριξη των Κατάρ-Σαουδικής Αραβίας) τόσο έναντι των αντιπάλων του, των εσωτερικών μειονοτήτων (Κούρδων, Αλεβήδων και άλλων) της χώρας του, όσο και του ίδιου του λαού, γινόμενος μισητός σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κάτι που οδήγησε τους αντιπάλους του σε συνεννοήσεις για μία προσπάθεια απομάκρυνσης του (http://www.defence-point.gr/news/?p=92091, http://kostasxan.blogspot.gr/2016/02/blog-post_367.html), αφού η μέχρι τώρα πολιτική του φαίνεται να οδηγεί την χώρα του με γοργούς ρυθμούς στον όλεθρο.

Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος έχτισε την αυτοκρατορία του στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, ελέγχει (κατά πολλούς) τις δυνάμεις ασφαλείας της Τουρκίας, για κάποιους ακόμη και την τουρκική κυβέρνηση, και του καταλογίζουν ότι σχεδιάζει να επιστρέψει στην Τουρκία για να εγκαταστήσει τη Σαρία.

Ο μουσουλμάνος ιερωμένος Φετουλάχ Γκιουλέν αποτελεί την πλέον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της σημερινής Τουρκίας, καθώς το τάγμα του είναι ο βασικός παράγοντας που έστρεψε την Τουρκία προς τη θρησκεία. Το κοσμικό καθεστώς που επέβαλε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και οι θεματοφύλακές του, δηλαδή ο τουρκικός στρατός, είναι σήμερα αντιμέτωποι με το πιο ισχυρό κύμα αμφισβήτησης και... διωγμού. Κι αυτό οφείλεται στη σημερινή κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποβασταζόμενη από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, και τη θρησκεία που φαίνεται να αποκτά ρίζες στην τουρκική κοινωνία.

Γιος ιμάμη, ο Φετουλάχ Γκιουλέν γεννήθηκε στην Ερζουρούμ της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας το 1938. Από νωρίς μυήθηκε στις αρχές του Σαΐντ Νουρσί, ενός ισλαμιστή, κουρδικής καταγωγής, ο οποίος του δίδαξε τη συντηρητική και ορθόδοξη πτυχή του Ισλάμ, χωρίς, ωστόσο, να απορρίπτει το μοντερνισμό.

Τη δεκαετία του ’70 ο Γκιουλέν διοργάνωνε καλοκαιρινά κάμπινγκ στη Σμύρνη, όπου δίδασκε τις αρχές του Ισλάμ, ιδρύοντας έτσι τα πρώτα διδακτήριά του. Στη συνέχεια άνοιξε σχολεία, ένα πανεπιστήμιο, εξαγόρασε μέσα ενημέρωσης και σύστησε θρησκευτικές ομάδες και οργανισμούς, προκειμένου να εμφυσήσει στη σύγχρονη Τουρκία το Ισλάμ. Εξαιτίας κάποιων δηλώσεών του, όμως, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας τον κατηγόρησε το 1988 για «προσπάθεια υπονόμευσης του κοσμικού καθεστώτος με μεθόδους που τις έκρυβε καλά πίσω από ένα δημοκρατικό και σύγχρονο προσωπείο που εμφάνιζε». Για το λόγο αυτό, αποφάσισε να αυτο-εξοριστεί στις ΗΠΑ, ενώ εκκρεμούσαν παράλληλα εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις των τουρκικών δικαστηρίων.

Αυτό, ωστόσο, δεν τον πτόησε ιδιαίτερα. Από το «αρχηγείο» του στη Φιλαδέλφεια (Πενσυλβανία των ΗΠΑ) συνεχίζει να χτίζει την αυτοκρατορία του, η οποία περιλαμβάνει ένα δίκτυο από 300 ιδιωτικά (ισλαμικά) σχολεία στην Τουρκία και άλλα 200 στο εξωτερικό (από την Τανζανία μέχρι την Κίνα και από το Μαρόκο μέχρι τις Φιλιππίνες και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπου υπάρχουν πολυπληθείς τουρκικές μειονότητες), μία τράπεζα, μία σειρά τηλεοπτικών σταθμών και εφημερίδων, μία 12γλωσση ιστοσελίδα στο διαδίκτυο και πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις. Μία αυτοκρατορία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων...

Επισήμως, το κίνημά του έχει ένα εκατομμύριο πιστούς, συμπεριλαμβανομένων και των δεκάδων χιλιάδων υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα της Τουρκίας, οι οποίοι προστατεύονται από τον Πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (που σύμφωνα με κάποιους είναι κι ο «εκτελεστής» της πολιτικής του Γκιουλέν). Το 2006, δικαστήριο της Άγκυρας τον αθώωσε από τις κατηγορίες για σύσταση παράνομης οργάνωσης με σκοπό την υπονόμευση του κοσμικού καθεστώτος και την αντικατάστασή του με τον ισλαμικό νόμο, τη Σαρία. Αλλά, παρόλα αυτά, ακόμη κατηγορείται από τους κοσμικούς ότι επιδιώκει να κάνει την Τουρκία ένα θεοκρατικό κράτος, τύπου Ιράν.

Οι κεμαλιστές τον συγκρίνουν μάλιστα με τον Χομεϊνί και φοβούνται ότι μία πιθανή επιστροφή του στην Τουρκία μπορεί να μετατρέψει την Άγκυρα σε Τεχεράνη.  Οι κυβερνήσεις του Τουρκμενιστάν, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν είναι επίσης ενοχλημένες και καχύποπτες με τα «τουρκικά σχολεία που έχουν ανοίξει εκεί από μουσουλμάνους ιεραπόστολους». Το δόγμα Γκιουλέν είναι ότι κράτος και θρησκεία πρέπει να είναι ένα, όπως και στην οθωμανική περίοδο και ότι η Τουρκία θα πρέπει να παίξει το ρόλο του ηγέτη στα Βαλκάνια και τον Καύκασο. Το τάγμα Γκιουλέν, λοιπόν, εκτείνεται όχι μόνο στα εδαφικά όρια της Τουρκίας, αλλά είναι παν-τουρκικό. Έτσι εξηγείται και η επιτυχία του στις εθνότητες που συνδέονται λόγω καταγωγής με την Τουρκία στη μετα-Σοβιετική Κεντρική Ασία...

Σύμφωνα με το διεθνούς φήμης εβδομαδιαίο αμυντικό περιοδικό «Jane’s», το τάγμα του Φετουλάχ Γκιουλέν αποτελεί την τρίτη εξουσία στην Τουρκία μετά την κυβέρνηση και το στρατό. Ο σκοπός του βέβαια -σύμφωνα με τον αρθογράφο- είναι να έχει την απόλυτη εξουσία, διεισδύοντας στο στρατό και την κυβέρνηση. Και μέχρι να το πετύχει αυτό θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί ως «όπλο» του την υπόθεση Εργκενεκόν.

Ο Φετουλάχ Γκιουλέν θεωρείται ο «σκιώδης» αρχηγός της τουρκικής Αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών. Οι ίδιοι οι Τούρκοι τον βλέπουν ως έναν πολιτικό ηγέτη, τύπου Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ άλλοι ως εκφραστή του σύγχρονου, όχι βίαιου, αναθεωρημένου Ισλάμ. Κι επίσης, κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι, αν και εμφανίζεται ο Γκιουλέν να βρίσκεται πίσω από το κυβερνών κόμμα, ωστόσο στην πραγματικότητα είναι αντίπαλοι. Με το ισλαμικό τάγμα να θέλει να αναρριχηθεί στο πρώτο βάθρο, της κυβερνητικής εξουσίας. Μάλιστα, η αγαστή συνεργασία του με το κυβερνών κόμμα, τον βοήθησε να τοποθετήσει τα μέλη του σε καίρια πόστα της πολιτικής εξουσίας, βοηθώντας έτσι τον Γκιουλέν να πλησιάσει το στόχο του.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ εξελίξεις, όμως, στην Τουρκία και οι ισχυρισμοί περί «συνωμοσιών εναντίον της δημοκρατίας, της κυβέρνησης και του Γκιουλέν» καθώς και οι συζητήσεις που έχουν πυροδοτηθεί από το γεγονός αυτό, αλλά και οι αλληλοκατηγορίες, όχι μόνο έχουν αποδυναμώσει τους άλλοτε κραταιούς φορείς αυτής της χώρας, αλλά εμβαθύνουν ακόμη περισσότερο και την πόλωση στην κοινωνία. Μερικοί, μάλιστα, φοβούνται ότι όλη αυτή η αλλαγή τάσεων και πορείας της Τουρκίας μπορεί να θέσει σε άμεσο κίνδυνο τη σταθερότητα της χώρας. «Αν δεν σταματήσουμε τη φθορά των φορέων του κράτους, τότε τα θεμέλια του καθεστώτος θα διαβρωθούν.

 Πριν απ’ όλα, όμως, οι Ένοπλες Δυνάμεις». Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο ο Π/Θ Ερντογάν ανέφερε: «Αν οι ισχυρισμοί αυτοί (ο λόγος για όσα περιλαμβάνει το έγγραφο, που δημοσίευσε η Taraf περί σχεδίου διάσπασης του ΑΚΡ και διάλυσης του κινήματος του Γκιουλέν) είναι εκτός πραγματικότητας και αποσκοπούν στη φθορά των κρατικών φορέων και στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, τότε αυτό αποτελεί ένα επικίνδυνο γεγονός, αν όμως πάλι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είναι ορθοί, τότε η υπόθεση αυτή είναι περισσότερο τραγική», έγραφε η εφημερίδα «Σαμπάχ». Αυτό που φοβούνται οι κοσμικοί -πέρα από την απώλεια του ελέγχου των πραγμάτων- είναι ότι η χώρα όσο ασχολείται με το δικό της «ντέρτι», θα καταστεί αδύνατο όχι μόνο να πετύχει το στόχο της στο να αποτελέσει μια «παγκόσμια δύναμη», αλλά και να διαφυλάξει ακόμη και το καθεστώς που έχει σήμερα, δηλαδή της «περιφερικής δύναμης» (http://ardin-rixi.gr/archives/3012).

Ο C?NEYT ?lsever, σε άρθρο του στη «H?rriyet» εκτιμά ότι, μετά τα σενάρια περί υπονόμευσης της κυβέρνησης, θεωρείται βέβαιο ότι υπάρχει μια πρωτοβουλία πραξικοπήματος. Εκείνο, το οποίο δεν είναι φανερό προς το παρόν, είναι το κατά πόσον η πρωτοβουλία αυτή προέρχεται από το στρατό ή από την πολιτική πλευρά. Υπάρχουν, μάλιστα, τρεις πιθανότητες:

1. Με εντολή του Γενικού Επιτελείου, έχει ετοιμασθεί ένα «σχέδιο δράσης κατά της οπισθοδρόμησης».

2. Το σχέδιο αυτό το έχουν ετοιμάσει κάποιοι θύλακες μέσα από τη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων και εκτός εντολής του Γενικού Επιτελείου, προκειμένου να γίνουν «βασιλικότεροι του βασιλέως».

3. Το έγγραφο είναι πλαστό και κάποια πολιτικά πρόσωπα το κατασκεύασαν με προφανή σκοπό τη φθορά των Ενόπλων Δυνάμεων, ενδεχομένως δε να έχει ετοιμασθεί μέσα από τις Δυνάμεις Ασφαλείας (δηλ. βλέπε Γκιουλέν).

Και οι τρεις αυτές πιθανότητες έχουν βάλει σε βαθιές σκέψεις τούς Τούρκους πολίτες, οι οποίοι αναρωτιούνται πλέον: «Σε τι είδους χώρα ζω; Ποιος ελέγχει το παιχνίδι;».

Κάθε φορά οι ειδήσεις αναφορικά με τις Ένοπλες Δυνάμεις δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Taraf» και επιμελούνται κυρίως από τον Mehmet Βaransu. Βεβαίως, αποτελεί μεγάλη επιτυχία η δημοσιογραφική διείσδυση του Βaransu μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις. Όμως, προκαλεί μεγάλη εντύπωση πώς το καταφέρνει.

Ο Hasan G?rb?z, συνήγορος του Serdar ?zt?rk [υπάρχουν ισχυρισμοί ότι το έγγραφο, που δημοσίευσε η «Taraf», ανακαλύφθηκε στον προσωπικό του υπολογιστή], προέβαλε τον εξής ισχυρισμό: «Αν και υπήρχε εισαγγελική εντολή κατά το στάδιο της αντιγραφής του δίσκου του υπολογιστή εκ μέρους της Αστυνομίας να παρίσταται και ο δικηγόρος του ?zt?rk, εντούτοις οι αστυνομικοί αυτό το έπραξαν δίχως τη δική του παρουσία».

Όμως, ο Ποινικός Νόμος 134 και τα άρθρα 3 και 4 ορίζουν τα εξής: «Πρέπει να πραγματοποιούνται όλες οι αντιγραφές του δίσκου του υπολογιστή και σε περίπτωση ζήτησης να παραχωρείται ένα αντίγραφο στον κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του».

Ωστόσο, στην υπόθεση Εργκενεκόν το σφάλμα της μη χορήγησης αντιγράφου εκ μέρους των Δυνάμεων Ασφαλείας στους ενδιαφερόμενους εφαρμόζεται πολύ συχνά. Βεβαίως, «τα έγγραφα», τα οποία αποκαλύπτονται μέσα από τους υπολογιστές, δεν λαμβάνονται ως αποδείξεις, εφόσον δεν έχουν χορηγηθεί αντίγραφά τους στους ενδιαφερομένους.

Πάντως, είτε το έγγραφο είναι πλαστό είτε είναι πραγματικό, η κατάσταση είναι χαώδης. Είναι φανερό ότι κάποιοι καρφώνουν το μαχαίρι στην καρδιά της Τουρκίας. Ενισχύεται όλο και περισσότερο η πεποίθηση μέσα στην κοινωνία ότι υπάρχουν τριβές και αντιδικίες τόσο μεταξύ Ενόπλων Δυνάμεων και Δυνάμεων Ασφαλείας, όσο και μεταξύ Ενόπλων Δυνάμεων και του δικαστικού μηχανισμού.

Φαίνεται ότι το έγγραφο αυτό θα δημιουργήσει μεγάλο πονοκέφαλο στις Ένοπλες Δυνάμεις. Αν το έγγραφο έχει ετοιμασθεί εν αγνοία του Γενικού Επιτελάρχη, αλλά μέσα στη δομή των Ενόπλων Δυνάμεων, τότε και πάλι υπεύθυνος είναι ο Γενικός Επιτελάρχης. Ένας Αρχηγός, ο οποίος δεν μπορεί να είναι κυρίαρχος εντός του δικού του Επιτελείου, τότε ποιον ισχυρό θεσμό εκπροσωπεί;.. Αλλά μέχρι να απαντηθεί το ερώτημα, η Τουρκία θα βυθίζεται όλο και περισσότερο σε ένα «διχασμό» μεταξύ κοσμικότητας και πολιτικού Ισλάμ, μεταξύ της επιθυμίας της να ενταχθεί στην Ευρώπη και το όνειρό της να γίνει μια παν-τουρκική περιφερειακή δύναμη (http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2009/06/blog-post_5520.html).

Πρόσφατα και όπως φαίνεται στο πολύ καλό άρθρο (http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2013/06/1950.html), βγήκε στο φως της δημοσιότητας πως ο Γκιουλέν εμπλέκεται και σε πολύ σκοτεινότερες μυστικές «μαύρες επιχειρήσεις». Επιπρόσθετα εμπλέκεται σε εμπόριο ναρκωτικών, ενώ έχει στηρίξει οικονομικά και με οπλισμό τον UCK, ισλαμικές μονάδες σε Αφγανιστάν, Βοσνία, Ιράκ, και πρόσφατα και στην Συρία (ενώ ήταν φυσικά και από τους κύριους χρηματοδότες και υποστηρικτές της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης»). Επίσης η σύγκρουση του με τον μέχρι τώρα προστατευόμενο του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος συγκρούεται παράλληλα και με τους Κεμαλιστές, τις μειονότητες και τον ίδιο του τον λαό, μπορεί να βοηθήσει στον σχηματισμό μιας «ανίερης συμμαχίας» μεταξύ των οπαδών του Γκιουλέν και των Κεμαλιστών με σκοπό να απομακρύνουν τον Ερντογάν από την εξουσία (http://www.defence-point.gr/news/?p=92091).

Θα έχουμε άραγε στην Τουρκία κατά κάποιο τρόπο μία επανάληψη της Ιρανικής Ισλαμικής Επανάστασης (είτε με πραξικόπημα ή λιγότερο πιθανό μία πλήρη εξέγερση των Τούρκων και με τελικό αποτέλεσμα την πτώση του τυρρανικού Σουλτάνου-νέου Σάχη Ερντογάν), χάρις στην οποία θα επιστρέψει από την «εξορία» του στις ΗΠΑ στην Τουρκία, ως άλλος Χομεϊνί (που γύρισε αντίστοιχα από την εξορία του στην Γαλλία στο Ιράν) ο Φετουλάχ Γκιουλέν και ο οποίος (είτε μόνος του, είτε και σε συνεργασία με τους Κεμαλιστές) θα δημιουργήσει ένα νέο εθνικιστικό  ισλαμικό καθεστώς, το οποίο θα είναι καταπιεστικό στο εσωτερικό και επιθετικό στο εξωτερικό (Ελλάδα, Κύπρος, Συρία);

Δεν είναι εντελώς απίθανο σενάριο, και για αυτό τον λόγο θα πρέπει η χώρα μας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου σεναρίου, γιατί είναι γνωστό το γεγονός πως: «Τα αποτυχημένα καθεστώτα πάντα αναζητούν πολεμικές περιπέτειες στο εξωτερικό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου