ΜΠΟΡΕΙ Ο ΦΕΤΟΥΛΑΧ ΓΚΙΟΥΛΕΝ ΝΑ ΑΝΑΤΡΕΨΕΙ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΟΠΩΣ Ο ΧΟΜΕΙΝΙ ΤΟΝ ΣΑΧΗ ;ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΙΡΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ
Μουσαβί Χομεϊνί (πραγματικό όνομα Ρουχολάχ Μουσαβί, 1902 - 3 Ιουνίου 1989)
υπήρξε θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν από το 1979 ως το 1989.
Υπήρξε μια από τις κινητήριες δυνάμεις της ιρανικής επανάστασης του 1979, με
την οποία ανατράπηκε το προϋπάρχον καθεστώς και ο βασιλιάς (σάχης) της χώρας,
Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από το Ιράν.
Γεννήθηκε στο χωριό
Χομέιν, του οποίου το όνομα υιοθέτησε ως επώνυμο. Ακολούθησε θρησκευτικές
σπουδές στο Αράκ και στο Κουμ. Η φήμη του εξαπλώθηκε και απέκτησε οπαδούς μέσα
από τα κηρύγματά του πάνω στα ζητήματα των ισλαμικών αξιών, επικρίνοντας
παράλληλα το καθεστώς της δυναστείας των Παχλαβί για την απομάκρυνσή του από τις
αρχές του ισλαμικού νόμου. Το 1963 συνελήφθη και εξορίστηκε τον επόμενο χρόνο.
Πρώτος σταθμός του
υπήρξε η πόλη Αλ-Νατζάφ του Ιράκ. Ο ηγέτης του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν ανάγκασε
τον Χομεϊνί σε φυγή από τη χώρα το 1978, ώστε ο τελευταίος εγκαταστάθηκε τότε στο
Παρίσι. Από τους τόπους εξορίας του - ειδικότερα το Παρίσι εκμεταλλευόμενος πιο
σύγχρονα επικοινωνιακά μέσα - συνέχισε τον αγώνα του κατά του σάχη,
διοχετεύοντας ηχογραφημένες ομιλίες του αλλά και κείμενα στο Ιράν, μέσα από ένα
δίκτυο υποστηρικτών του.
Μέσα από τα κείμενά του, ο Χομεϊνί πρότεινε μια νέα μορφή διακυβέρνησης με μετατροπή του Ιράν σε θεοκρατικό ισλαμικό κράτος και την εξουσία στα χέρια του κλήρου. Μετά τα γεγονότα της ιρανικής επανάστασης (βλέπε άρθρο μου- ΟΙ ΜΟΝΑΡΧΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΗ ΙΡΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΧΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ISIS http://hellenicsunrise.blogspot.gr/2015/03/isis.html), ο Χομεϊνί ως πρωτεργάτης και επικεφαλής του σιιτικού κλήρου, αναδείχθηκε ανώτατος άρχοντας του Ιράν, κατέχοντας ταυτόχρονα και θρησκευτικές ιδιότητες βάσει του νέου ιρανικού Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επανάστασης επέβαλε καθεστώς που βασιζόταν στην αυστηρή ερμηνεία του Κορανίου.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης
του Αγιατολάχ Χομεϊνί οι σχέσεις του Ιράν με τον δυτικό κόσμο επιδεινώθηκαν. Το
Νοέμβριο του 1979 πραγματοποιήθηκε επίθεση κατά της πρεσβείας των Ηνωμένων
Πολιτειών στην Τεχεράνη, γεγονός που οδήγησε στη διπλωματική κρίση των ομήρων
με τις ΗΠΑ.
Από το 1980, το Ιράν βρισκόταν σε εμπόλεμη
κατάσταση με το γειτονικό Ιράκ, για δέκα έτη (1980-90). Ο Χομεϊνί αρνήθηκε μια
ειρηνική λύση επιλέγοντας να παρατείνει τον πόλεμο ελπίζοντας στην ανατροπή του
Σαντάμ Χουσεΐν, ενώ παράλληλα αξιοποίησε πολιτικά το γεγονός του πολέμου με
σκοπό να τονώσει το αίσθημα εθνικής ενότητας. Ο Χομεϊνί παρέμεινε στο αξίωμα ως
το τέλος του. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, στις 3 Ιουνίου 1989, μετά από
πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Ο αντίπαλος του
Χομεϊνί, ο Σάχης Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί ήταν βασιλιάς (σάχης) του Ιράν από τις
16 Σεπτεμβρίου 1941 ως την εκθρόνισή του, στις 11 Φεβρουαρίου 1979. Ήταν ο
δεύτερος και τελευταίος μονάρχης της περσικής δυναστείας Παχλαβί. Ο σάχης
ανέβηκε στην εξουσία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ύστερα από
συνδυασμένη Αγγλο-Σοβιετική επιχείρηση εισβολής στην χώρα, που ανάγκασε τον
πατέρα του, σάχη Ρεζά Σαχ Παχλαβί να εγκαταλείψει τη χώρα.
Στις αρχές της
δεκαετίας του 1950, ο Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί συγκρούστηκε πολιτικά με τον
Μοχάμεντ Μοσαντέκ, ο οποίος προώθησε την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας,
απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα και διορίστηκε τελικά πρωθυπουργός το 1951. Ο
σάχης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα κάτω από την πίεση της κυβέρνησης του
Μοσαντέκ, ωστόσο επανήλθε στην εξουσία το 1953 μετά από πραξικόπημα που
οργάνωσαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, γνωστό με την ονομασία «Επιχείρηση Αίας», το
οποίο σε μεγάλο βαθμό υπονόμευσε τη νομιμότητα του σάχη.
Ο Παχλαβί προσπάθησε να
μετατρέψει με σειρά οικονομικών, κοινωνικών μέτρων το Ιράν σε μία σύγχρονη
παγκόσμια δύναμη. Στον κοινωνικό τομέα η χώρα προσπάθησε να αποτινάξει τις
παραδοσιακές μουσουλμανικές αντιλήψεις και να εκσυγχρονιστεί, ακόμη και στον
τομέα της ισότητας ανδρών-γυναικών. Προώθησε κοινωνικές και οικονομικές
μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα στενούς δεσμούς με τη Δύση και ειδικά με
τις ΗΠΑ.
Το πρόγραμμά του, που ονομάστηκε «λευκή
επανάσταση», περιλάμβανε την κατασκευή ενός εκτεταμένου σιδηροδρομικού, οδικού
και αεροπορικού δικτύου, μια σειρά από αρδευτικά έργα, την προώθηση της
βιομηχανικής ανάπτυξης, ενίχυση της παιδείας και της υγείας και κυρίως μια
αγροτική μεταρρύθμιση που συνοδεύτηκε από αναδιανομή της γης.
Με την πάροδο του
χρόνου ο Παχλεβί έχασε την υποστήριξη του σιιτικού κλήρου, κυρίως λόγω των
εκσυγχρονιστικών πολιτικών που ακολουθήθηκαν και των ανοιγμάτων στην εξωτερική
πολιτική με το Ισραήλ. Οι συγκρούσεις με τους ισλαμιστές άρχισαν να
διαφαίνονται από το 1953, όταν ο Μοχάμεντ Μοσαντέκ αναγκάστηκε σε παραίτηση.
Η αυταρχική
διακυβέρνησή του, φαινόμενα διαφθοράς, η ανάμιξη ξένων δυνάμεων καθώς και η
δράση της μυστικής υπηρεσίας Σαβάκ με στόχο να επιβληθεί σε όλες τις μορφές
πολιτικής αντιπαράθεσης, προκάλεσαν κοινωνική δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε με την
Ιρανική Επανάσταση και οδήγησε τελικά στην απομάκρυνσή του από τη χώρα ύστερα
από 37 έτη βασιλείας, ενώ το Ιράν έγινε Ισλαμική Δημοκρατία με ηγέτη τον
Αγιατολάχ Χομεϊνί.
Εγκατέλειψε το Ιράν
στις 16 Ιανουαρίου 1979 και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, το Μαρόκο, τις Μπαχάμες και
το Μεξικό για να καταλήξει στις ΗΠΑ, στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου
υποβλήθηκε σε θεραπεία για καρκίνο. Πέθανε στις 27 Ιουλίου 1980 στο Κάιρο.
Στην σύγχρονη Τουρκία ο
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι ένας Τούρκος πολιτικός, και Πρόεδρος της Τουρκίας
από τον Αύγουστο του 2014. Διετέλεσε επίσης Πρωθυπουργός της χώρας από το 2003
έως το 2014, για τρεις συνεχόμενες θητείες, ενώ υπηρέτησε και ως Δήμαρχος
Κωνσταντινούπολης (1994 - 1998). Υπήρξε ο ιδρυτής και πρώτος αρχηγός του
Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Με τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές τον
Αύγουστο του 2014 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος Τούρκος πρόεδρος που εκλέχθηκε από
το λαό.
Ο Ερντογάν είναι
γνωστός για τις συντηρητικές του θέσεις στο θέμα των σχέσεων Κράτους και
Ισλαμικής θρησκείας, οι οποίες οδήγησαν στις αιματηρές διαδηλώσεις στην Τουρκία
το 2013, την υιοθέτηση των θέσεων του Νέο-Οθωμανισμού στην εξωτερική πολιτική,
τη σύγκρουσή του με τον Στρατό της χώρας και την αναπτυξιακή του οικονομική
πολιτική, που τον βοήθησε να έχει μια άνετη πολιτική επικράτηση στις
συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Επί των ημερών του η Τουρκία ξεκίνησε τις
διαπραγματεύσεις για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 45 χρόνια μετά το
πρώτο αίτημα της για αυτό.
Γεννήθηκε στις 26
Φεβρουαρίου 1954, στην περιοχή Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Η οικογένειά
του είχε Γεωργιανές ρίζες και διέμενε αρχικά στην περιοχή της Ριζούντας, στην
οποία επέστρεψαν όταν ο Ρετζέπ Ερντογάν ήταν ακόμα μωρό. Στα 13 του επέστρεψε
στην Κωνσταντινούπολη, όπου παράλληλα με τα μαθήματα σε μια από τις
θρησκευτικές σχολές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (σχολές İmam Hatip) αναγκαζόταν
να δουλεύει στον δρόμο για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα.
Σπούδασε Διοίκηση
Επιχειρήσεων στη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Ακσαράι, η οποία
σήμερα ανήκει στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά (ως Σχολή Οικονομικών και Διοικητικών
Επιστημών). Στα νιάτα του υπήρξε και ποδοσφαιριστής σε τοπική ομάδα της πόλης.
Την περίοδο των σπουδών
του εισήχθη στην αντι-κομμουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση ενώ
αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Μετά το πραξικόπημα του
1980 ακολούθησε μαζί με τους υποστηρικτές του Ερμπακάν το Ισλαμιστικό Κόμμα της
Ευημερίας, με το οποίο συμμετείχε στο τοπικό συμβούλιο του διαμερίσματος
Μπεγιογκλού της Κωνσταντινούπολης.
Στις 27 Μαρτίου 1994
εκλέχθηκε Δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Κατά τη θητεία του στη θέση αυτή
αντιμετώπισε με πραγματισμό τα προβλήματα της πόλης, βελτιώνοντας το πρόβλημα
της υδροδότησης με τη δημιουργία νέων αγωγών νερού εκατοντάδων χιλιομέτρων και
εργαζόμενος πάνω στα προβλήματα των μετακινήσεων και της διαχείρισης των
απορριμάτων.
Κατά τη διάρκεια της
θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης το Κόμμα της Ευημερίας κρίθηκε
παράνομο από το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις διαδηλώσεις που
ακολούθησαν ο Ερντογάν έγινε ένας από τους κύριους ομιλητές. Τον Δεκέμβριο του
1997, σε διαδήλωση στην περιοχή του Σιίρτ, ο Ερντογάν απήγγειλε ένα ποίημα του
Τούρκου εθνικιστή ποιητή των αρχών του 20ου αιώνα Ζιγιά Γκιοκάλπ.
Η δημόσια ανάγνωση του
συγκεκριμένου ποιήματος θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως προτροπή για τέλεση
αδικήματος και υποκίνηση σε θρησκευτικό ή φυλετικό μίσος (άρθρο 312/2 του
Τουρκικού Ποινικού Κώδικα). Ο Ερντογάν ωθήθηκε σε παραίτηση από την θέση του
δημάρχου το 1998 και τελικά καταδικάστηκε το 1999 σε δεκάμηνη φυλάκιση, που
συνοδεύτηκε από αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων για το συγκεκριμένο
διάστημα. Η ποινή του ολοκληρώθηκε στις 24 Ιουλίου 1999.
Το ισλαμικών καταβολών
κόμμα του (AKP, Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) κέρδισε στις εκλογές του 2002,
αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να γίνει άμεσα Πρωθυπουργός, λόγω κωλύμματος
εκλογιμότητας. Πρωθυπουργός ορίστηκε αρχικά ο στενός του συνεργάτης Αμπντουλάχ
Γκιουλ. Ο Ερντογάν έγινε ο 57ος πρωθυπουργός της Τουρκίας στις 14 Μαρτίου 2003.
Τον Μάιο του 2004, έγινε ο πρώτος Τούρκος Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε επίσημα
την Ελλάδα από το 1988 και ο πρώτος που είδε τους μουσουλμάνους της Θράκης από
το 1952.
Το Κόμμα Δικαιοσύνης
και Ανάπτυξης πέτυχε μεγάλη νίκη στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν πρόωρα
στις 22 Ιουλίου 2007, αποσπώντας ποσοστό 46,54% και καταλαμβάνοντας 340 έδρες.
Το κεμαλιστικό Ρεμπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα έλαβε το 20,79% των ψήφων και 112
έδρες, ενώ 14,25% και 71 έδρες πήραν οι Γκρίζοι Λύκοι του ακροδεξιού Κόμματος
Εθνικιστικής Δράσης. Κατόπιν της νίκης αυτής, ο Ερντογάν ορκίστηκε ξανά
πρωθυπουργός.
Το κόμμα του Ερντογάν
ήρθε πρώτο στις δημοτικές εκλογές, που διενεργήθηκαν στις 29 Μαρτίου του 2009,
αλλά με μειωμένη τη δύναμή του σε σχέση με τις βουλευτικές του 2007. Οι εκλογές
αμαυρώθηκαν από επεισόδια βίας στις κουρδικές επαρχίες, με απολογισμό έξι
νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Στις 14 Μαΐου 2010 ο
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνοδευόμενος από τον υπουργό εξωτερικών της Τουρκίας
Αχμέτ Νταβούτογλου και από 320 Τούρκους επιχειρηματίες ξεκίνησε επίσημη διήμερη
επίσκεψη στην Ελλάδα χαρακτηριζόμενη αμφότερα ιστορική. Στο διεθνές αεροδρόμιο
Αθηνών, κατά την εθιμοτυπία τον υποδέχθηκε ο Αντιπρόεδρος της Ελληνικής
Κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Πρόεδρο της
Δημοκρατίας, τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου και στη συνέχεια τον Πρόεδρο
της Βουλής.
Κατά την παραμονή του
θα συνομολογηθούν 21 συμφωνίες - μνημόνια συνεργασίας των δύο χωρών σε διάφορα
θέματα καθώς και το ιδρυτικό της Συνόδου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας
Ελλάδος Τουρκίας όπου θα συμμετέχουν 10 Τούρκοι και 8 Έλληνες υπουργοί.
Σημειώνεται ότι την περίοδο 2000 – 2004 μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας είχαν
συνομολογηθεί 10 μνημόνια συμφωνίες.
Έπειτα από τη διεξαγωγή
των εκλογών, στις 12 Ιουνίου 2011, το κόμμα του Ερντογάν πέτυχε και νέα νίκη,
εξασφαλίζοντας αυτοδυναμία με ποσοστό 50,2%, χωρίς όμως να συμπληρώσει την
πλειοψηφία των 2/3 των εδρών στην Εθνοσυνέλευση, με 325 έδρες για το κόμμα του
επί συνόλου 550 εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο Ερντογάν έγινε έτσι ο δεύτερος
πολιτικός που κερδίζει τρεις απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις στην τουρκική
ιστορία, από το 1946.
Η σύνθεση της νέας
25μελούς κυβέρνησης Ερντογάν ανακοινώθηκε στις 6 Ιουλίου 2011. Ο πρωθυπουργός
ίδρυσε το Υπουργείο Ευρωπαϊκής Ένωσης , με υπουργό τον Εγκεμέν Μπαγίς. Ο Ερντογάν
πέτυχε την 9η συνεχόμενη εκλογική του νίκη στις πρώτες άμεσες προεδρικές
εκλογές που διεξήχθησαν στις 10 Αυγούστου 2014 με ποσοστό 52 %.
Στην εξωτερική του
πολιτική ακολούθησε μία ακραία εθνικιστική και επιθετική-εχθρική κατά πάντων
πολιτική (Ελλάδα, Κύπρος, Ρωσία, Αρμενία, Συρία, Ιράν, Ιράκ, Ισραήλ, Ρωσία),
συγκρούστηκε διπλωματικά με ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και ΕΕ, ενώ στο εσωτερικό ο
αυτοαποκαλούμενος Χαλίφης-Σουλτάνος συγκρούστηκε με τους Κεμαλιστές και τον
πρώην μέντορα του Γκιουλέν, η οικονομική του πολιτική (παρά την φαινομενική
αρχική της επιτυχία και τα συνεχή ισλαμικά δάνεια από Κατάρ-Σαουδική Αραβία)
γρήγορα άρχισε να καταρρέει, άρχισε να
φέρεται καταπιεστικά (προσπαθώντας να μετατρέψει την Τουρκία βίαια σε ισλαμικό
κράτος με την υποστήριξη των Κατάρ-Σαουδικής Αραβίας) τόσο έναντι των αντιπάλων
του, των εσωτερικών μειονοτήτων (Κούρδων, Αλεβήδων και άλλων) της χώρας του,
όσο και του ίδιου του λαού, γινόμενος μισητός σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού,
κάτι που οδήγησε τους αντιπάλους του σε συνεννοήσεις για μία προσπάθεια
απομάκρυνσης του (http://www.defence-point.gr/news/?p=92091,
http://kostasxan.blogspot.gr/2016/02/blog-post_367.html),
αφού η μέχρι τώρα πολιτική του φαίνεται να οδηγεί την χώρα του με γοργούς
ρυθμούς στον όλεθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου