ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΑΝ ΚΑΙ ΤΑ
ΟΜΟΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟ ΚΡΑΤΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Γράφει ο ΑΛΩΠΗΞ
Ως
γνωστόν, οι Κούρδοι πάντα ήταν ιστορικά ένας λαός διαιρεμένος, οι οποίοι
ελάχιστες φορές στην ιστορία του είχε ένα ανεξάρτητο κράτος, ενώ όσες φορές
κατόρθωσε να επιτύχει κάτι τέτοιο, αυτό κράτησε ελάχιστα και σύντομα
ξαναυποδουλώθηκε.
Όμως,
παρά το γεγονός του ότι ένα μέρος της ηγεσίας των Κούρδων, τα «έβρισκε» με τους
όποιους κατακτητές και συνεργάζονταν μαζί τους, ο απλός λαός διεκδικούσε συχνά
την ελευθερία του και έκανε εξεγέρσεις για να επιτύχει την εθνική του
ανεξαρτησία, ανεπιτυχώς όμως τις περισσότερες φορές.
Οι
Κούρδοι κατάγονται πιθανώς από τους αρχαίους και ικανούς στην πολεμική τέχνη
Καρδούχους, τους οποίους αναφέρει ο γνωστός αρχαίος ιστορικός της Ελλάδας,
Ξενοφώντας, στο έργο του «Κύρου Ανάβασις».
Δεν
ήταν όμως όλη η ιστορία των Κούρδων μία
«ανέμελη ιστορία» για αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία.
Ένα
σημαντικό μέρος του λαού της, ειδικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που επάνδρωσε
αργότερα τα τάγματα των Τσετών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πραγματοποίησε
σημαντικά εγκλήματα.
Συγκεκριμένα,
μετά το πέρας του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου και την διάλυση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, αποφασίστηκε μέσω της Συνθήκης
των Σεβρών (1920), η ίδρυση ενός ανεξάρτητου Κουρδικού κράτος (αν και κάποιοι
από αυτούς, κυρίως οι πρώην συνεργάτες των Οθωμανών και των Περσών-Ιρανών-μαζί
με τις φυλές που ήλεγχαν-δεν συμφώνησαν σε αυτό.
Αντίθετα,
προτίμησαν να παραμείνουν τμήματα των χωρών που ήταν ως τότε «υπήκοοι». Φυσικά, την διαίρεση αυτή των Κούρδων,
εκμεταλλευτήκαν επιδέξια τα κράτη αυτά, πάντα προς όφελος τους).
Ο
ίδιος ο Κεμάλ, κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, υποσχέθηκε
στους Κούρδους, ισονομία και ένα κοινό κράτος Κούρδων και των Τούρκων, εάν τον
βοηθούσαν στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων.
Πολλοί
τον άκουσαν και επάνδρωσαν κατά μεγάλο μέρος τα τάγματα των Τσετών. Στην
συνέχεια, συμμετείχαν καίρια στα εγκλήματα και τις γενοκτονίες του Κεμαλ, κατά
των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου.
[Όπως
παλαιοτέρα, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «βοήθησαν» στις γενοκτονίες των Ελλήνων
των Αρμένιων και των Ασσυροχαλδαίων στην περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
με αποτέλεσμα εκατομμύρια νεκρών, καθώς και διάπραξη γενοκτονιών, οι οποίες
«ενέπνευσαν» αργότερα τον Χίτλερ να διαπράξει και τις δικές του].
Φυσικά,
στο τέλος ήρθε η Νέμεσις για όλους αυτούς τους συνεργάτες των Τούρκων, αφού
όταν αυτοί μετά το πέρας της Μικρασιατικής Καταστροφής ζήτησαν την αμοιβή τους
από τον Κεμάλ, αυτός τους «αντάμειψε» σφάζοντας πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εξ
αυτών.
Παρ’
όλα αυτά με την Συνθήκη των Σεβρών (1920) αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στους
Κούρδους να έχουν ανεξάρτητο κράτος, κάτι όμως που ακυρώθηκε με την συνθήκη της
Λοζάνης το 1923.
Με
αυτή την Συνθήκη της Λοζάνης το 1923, ακυρώθηκε το ανεξάρτητο Κουρδικό κράτος
και οι Κούρδοι της Τουρκίας, απέκτησαν θεωρητικά τα ίδια δικαιώματα όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι και κάποιες άλλες
μικρότερες μειονότητες της Τουρκίας.
[Στην
πράξη όμως, το τουρκικό κεμαλικό κράτος, όπως έκανε με όλες τις μειονότητες,
προσπάθησε και προσπαθεί μέχρι σήμερα, να επιτύχει τον πλήρη και απολυτό
εκτουρκισμό όλων των Κούρδων της Τουρκίας με την βία.
Το Τουρκικό κράτος, απαγόρευσε την χρήση των λέξεων
«Κούρδος» και «Κουρδιστάν» σε όλα τα σχολικά βιβλία, τα λεξικά και τους χάρτες
στην χώρα, όπως και την χρήση της κουρδικής γλώσσας, την λειτουργία κουρδικών
πολιτιστικών συλλόγων, καθώς και συγκρότηση κουρδικών πολιτικών κομμάτων.
Οι
εισβολές και καταστροφές κουρδικών περιοχών στην Τουρκία, είναι συνέχεις ως τις
μέρες μας, και μέχρι σήμερα δεκάδες χιλιάδες κούρδων πολίτων έχουν σκοτωθεί, 3.428
χωριά τους έχουν καταστραφεί και τρία εκατομμύρια Κούρδοι είχαν ξεριζωθεί από
τις εστίες τους].
Επίσης,
με βάση την Συνθήκη της Λοζάνης, η γη του Κουρδιστάν χωρίστηκε σε τέσσερα
κομμάτια (στο Ιράκ, την Συρία, το Ιράν και την Τουρκία), ενώ ο κουρδικός λαός,
που αποκλείστηκε από την διάσκεψη αυτή, και δεν ζητήθηκε η γνώμη του για τις συμφωνίες
αυτές, δεν αναγνώρισε ποτέ την συνθήκη αυτή.
Το
δε έτος 1937, υπογράφτηκε η συμφωνία του Σαδααμπάτ, στην Τεχεράνη, την οποία υπέγραψαν
από κοινού η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ (η Συρία δεν υπέγραψε την Συμφωνία
αυτή, αλλά συνεργάστηκε με τις παραπάνω χώρες και βοήθησε καίρια στην εφαρμογή
της).
Σύμφωνα
με αυτή, αποφασίστηκε η κοινή συνεργασία των κρατών αυτών, απέναντι στον «κοινό
εχθρό», που ήταν στην περίπτωση αυτή, οι Κούρδοι. Το 1955, η συμφωνία αυτή μετονομάσθηκε
σε συμφωνία της Βαγδάτης.
Η
συμφωνία αυτή των τεσσάρων (Ιράκ, Συρία, Ιράν, Τουρκία) συνέχιζε να ισχύει για
πολλούς ως τις μέρες μας. Όμως τώρα πια τα δεδομένα έχουν αλλάξει, ο λαός των
Κούρδων είναι σε φάση ανόδου, και σύντομα από ότι φαίνεται, θα αποκτήσει και το
πρώτο ανεξάρτητο κράτος του μετά από αιώνες, το οποίο πιθανότατα θα εξελιχθεί
στο «νέο Ισραήλ της Μέσης Ανατολής»-(http://www.triklopodia.gr/%cf%84%ce%bf-%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%bf%cf%83-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b9%cf%83%cf%81%ce%b1%ce%b7%ce%bb-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%bc%ce%b5%cf%83%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%b7/).
Ειδικά,
στην περίπτωση που το Ιρακινό Κουρδιστάν γίνει τελικά ανεξάρτητο κράτος (με το
δημοψήφισμα στις 25 Σεπτεμβρίου του 2017), τότε το γεγονός αυτό θα προκαλέσει
γεωπολιτικό σεισμό και ιδιαίτερη ανησυχία στα γειτονικά με το Ιράκ κράτη, τα
οποία διαθέτουν σημαντικούς κουρδικούς πληθυσμούς στα εδάφη τους (Συρία, Ιράν,
Τουρκία).
[Ο
συνολικός αριθμός των Κούρδων στην Μέση Ανατολή, είναι σχεδόν σαρανταπέντε
εκατομμύρια].
Τα
κράτη αυτά, φοβούνται, ότι εάν ανακηρυχθεί ανεξάρτητο Κουρδιστάν στο Ιράκ, αυτό
θα αποτελέσει πόλο έλξης (και παράδειγμα προς μίμηση) για όσους Κουρδικούς
πληθυσμούς δεν έχουν δικό τους κράτος.
Αυτοί,
θα ενισχύονται και θα προβλέπουν σε αυτό για βοήθεια, προκειμένου να αποκτήσουν
την ελευθέρια τους, αλλά και να ενωθούν μαζί του σε ένα ενιαίο εδαφικά κράτος
(το Μεγάλο Κουρδιστάν).
Επιπλέον, η ύπαρξη ενός ισχυρού κουρδικού κράτους,
βοηθάει σημαντικά τις ΗΠΑ, την Ρωσία, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής
στην καταπολέμηση του ISIS και του ισλαμικού
εξτρεμισμού].
Ένα
Μεγάλο Κουρδιστάν, αποδυναμώνει τους Άραβες (που χάνουν εδάφη, πληθυσμούς,
ορυκτούς πόρους, έσοδα και φορολογουμένους), κόβει των διάδρομο ένωσης που το
Ιράν θέλει να δημιουργήσει με το Ιράκ και την Συρία (για ενίσχυση τόσο του
Άσαντ και της Χεσμπολάχ, όσο και για την δημιουργία πετρελαϊκού αγωγού που θα
διέρχεται από τις χώρες αυτές-https://hellenicsunrise.blogspot.gr/2016/10/blog-post_8.html).
Ταυτόχρονα,
είναι μία κεντρική γεωπολιτική βάση, από όπου μπορεί κάνεις να στραφεί
στρατιωτικά οπουδήποτε στην περιοχή, διαθέτει πετρελαϊκούς πόρους, είναι σημείο
από όπου διέρχονται πετρελαϊκοί αγωγοί, και έχει τον έλεγχο των σημαντικών
υδάτινων περιοχών (των ποταμών Τίγρη και του Ευφράτη).
Τέλος,
ένα Μεγάλο Κουρδιστάν, οντάς ένα κράτος εχθρικό προς τους Άραβες και συμμαχικό
προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, γίνεται ουσιαστικά ένα νέο-δεύτερος και μεγαλύτερος
πληθυσμιακά, οικονομικά και στρατιωτικά, «εργολάβος» της πολιτικής τους στην
Μέση Ανατολή.
Παρόμοια
ιστορία με τους Κούρδους, φαίνεται να έχουν και το κράτος του Νότιου
Σουδάν.
Οι
κάτοικοι του Νότιου Σουδάν, κατάγονται από αφρικανικές φυλές που μετανάστευαν
στην περιοχή τον 15 αιώνα μ.Χ. Στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι είτε
Χριστιανοί στο θρήσκευμα, είτε παγανιστές. Η περιοχή αυτή, διαθέτει παράλληλα
και πλούσιους φυσικούς πόρους (κυρίως πετρέλαιο).
Κατακτήθηκε
αρχικά από την Αιγυπτιακή δυναστεία του Μωχάμεντ Άλι, μαζί με το ισλαμικό
Βόρειο Σουδάν, που ήταν τότε ανεξάρτητο Σουλτανάτο.
Στην
συνέχεια, η περιοχή του ισλαμικού Βόρειου Σουδάν, ανεξαρτητοποιήθηκε από την
Αίγυπτο, λόγω της επιτυχημένης επανάστασης του Μάχντι τον 19ο αιώνα,
ενώ το Νότιο Σουδάν κατακτήθηκε από τους Βρετανούς, οι ποιοι λίγα χρόνια
αργότερα, κατέλαβαν και το Βόρειο Σουδάν, και ενοποίησαν τα δυο αυτά κράτη σε
ένα (πάντα υπό τον έλεγχο τους).
Το
Σουδάν μέχρι την ανεξαρτητοποίησή του ήταν υπό την κατοχή της Αιγύπτου και
Βρετανική αποικία. Όμως η ανεξαρτητοποίηση του Σουδάν ως κράτους το 1956,
επέφερε περαιτέρω προβλήματα στην χώρα.
Οι
παλιές διαφορές βγήκαν στην επιφάνεια και οι μουσουλμάνοι Άραβες ή
εξισλαμισμένοι Αφρικανοί του Βορρά, προσπάθησαν να επιβάλουν με την βία την
ισλαμική θρησκεία στους αλλοεθνείς χριστιανούς και Ανιμιστές του Νότου. Παράλληλα,
προσπάθησαν να αρπάξουν και τα πετρελαϊκά τους αποθέματα προς όφελος του
ισλαμικού βορρά.
Στα
μέσα της δεκαετίας του 1950 ξέσπασαν οι πρώτες βίαιες συγκρούσεις, ενώ οι δύο
πολιτικές κυβερνήσεις συνασπισμού υπό τον Καλίφα κατέρρευσαν, λόγω ασυμφωνίας
μεταξύ συντηρητικών κομμάτων και Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την μία πλευρά,
κομμουνιστών και φιλονασερικών από την άλλη, σε ό,τι αφορά κυρίως στους
χειρισμούς στο νότιο Σουδάν.
[Η
Μουσουλμανική Αδελφότητα, «πίεζε» τότε, όπως ακριβώς κάνει και σήμερα, για μία
βίαιη και απόλυτα αγρία και αιμοχαρή «λύση» για το «πρόβλημα» του Χριστιανικού
και Ανιμιστικού Νότου].
Τελικά,
τον Ιούλιο του 1965, άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ κυβερνητικών στρατευμάτων και
ανταρτών (Πρώτος Σουδανικός Εμφύλιος Πόλεμος), και έληξε τον Μάρτιο του 1972. Υπολογίζεται πως
στοίχισε την ζωή σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους.
Το
1983 ξέσπασαν νέες διαμάχες, μεταξύ του βόρειου και του νότιου τμήματος της
χώρας (Δεύτερος Σουδανικός Εμφύλιος Πόλεμος).
Οι
διαμάχες αυτές, κρατήσαν μέχρι και το 2005. Τα θύματα αυτού του δεύτερου πολέμου
υπολογίζονται γύρω στα 2 εκατομμύρια, ενώ περίπου 4 εκατομμύρια κάτοικοι της
περιοχής υπολογίζεται πως αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.
Με
βάση την Συμφωνία της Ναϊβάσα, τον Ιανουάριο του 2011, διενεργήθηκε δημοψήφισμα
με το οποίο οι πολίτες του νοτίου Σουδάν αποφάσισαν την ανεξαρτητοποίησή τους
από την Δημοκρατία του Σουδάν. Τελικά, στις 9 Ιουλίου 2011, το Νότιο Σουδάν ανεξαρτητοποιήθηκε
και έγινε ανεξάρτητη χώρα.
Το
Νότιο Σουδάν, διαθέτει στις μέρες μας, περισσότερες από 60 εθνικές μειονότητές και
πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων κατοίκων και είναι μία φτωχή χώρα, στην οποία
υπάρχει ενδημική φτώχεια του, τα δεινά του πολέμου δεν τελείωσαν με την
ανεξαρτησία της χώρας αυτής, μιας και η χώρα υπέστη και έναν ολιγόχρονο εμφύλιο
πόλεμο τα έτη 2011 και 2013-2014.
Όμως,
υπήρχαν και άλλα λαοί οι οποίοι είχαν παρεμφερή με το Κουρδιστάν ιστορία. Ένας
από αυτούς ήταν και οι λαός των Τουαρένγκ (που έγιναν ευρύτερα γνωστοί από τον
πρόσφατο πόλεμο στο Μαλί).
Οι
Τουαρέγκ, είναι μια νομαδική φυλή στην Βόρεια και Δυτική Αφρική. Η ονομασία «Τουαρέγκ»
είναι αραβική και σημαίνει προφανώς «περιπλανώμενος».
Ο
συνολικός πληθυσμός τους κυμαίνεται σε 1.200.000 άτομα και κατανέμεται ανά χώρα
ως εξής: Νίγηρας 720.000 (1998), Μάλι 440.000 (1991), Μπουρκίνα Φάσο 60.000
(1991), Αλγερία 25.000 (1987), Λιβύη 17.000 (1993).
Οι Τουαρέγκ, ήταν κυρίαρχοι του εμπορίου μέσα στην
έρημο της Σαχάρας, καθώς και μισθοφόροι σε πολλά κράτη. Πουλούσαν ζώα,
κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, αλάτι, μικρά όπλα και πολύτιμους λίθους.
Η
ζωή τους άλλαξε δραματικά μετά από χιλιάδες χρόνια, όταν σύνορα επιβλήθηκαν στην
περιοχή με την παράλληλη εμφάνιση εθνικών κρατών στην Αφρική και το εμπόριο
βρήκε θαλάσσιες διαδρομές.
Για
τον λόγο αυτό, η προσπάθεια επιβίωσής τους συχνά συνδέθηκε με πολλές εξεγέρσεις,
εναντίον των κρατών των οποίων ήταν κάτοικοι, τα οποία και τους καταπίεζαν. Οι
ίδιοι, ήταν σκληροτράχηλοι πολεμιστές και πολέμησαν πολλές φορές ως μισθοφόροι
σε διάφορα κράτη.
Όταν
το Μαλί και ο Νίγηρας, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους το 1960, άρχισαν να
ισχυρίζονται ότι η περιοχή εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν ανήκε σε κανέναν άλλο
και οι Τουαρέγκ ξεκίνησαν ένα αντάρτικο στα βουνά στο βόρειο Μαλί από το 1961
μέχρι το 1964.
Στην
δεκαετία του 1970 και του 1980, η εκτεταμένη ξηρασία είχε ως αποτέλεσμα την
απερήμωση μεγάλων τμημάτων του βόρειου Μάλι και του Νίγηρα, η οποία ανάγκασε
πολλούς Τουαρέγκ να μεταναστεύσουν, κυρίως στην Αλγερία και την Λιβύη.
Ταυτόχρονα, η αστικοποίηση άλλαζε το τοπίο της περιοχής.
Η
πτώση δε, του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι στην Λιβύη, από τους Αμερικανούς,
βοήθησε σημαντικά τους Τουαρέγκ στον αγώνα τους για ίδρυση εθνικού κράτους,
μιας και χιλιάδες σκληροτράχηλοι πολεμιστές Τουαρέγκ βρίσκονταν στην υπηρεσία
του Καντάφι.
Ο
ίδιος τους είχε εξοπλίσει με πολύ βαρύ οπλισμό
για τα αφρικανικά δεδομένα, όπως με κινητούς εκτοξευτήρες πολλαπλών πυραύλων.
Οι ίδιοι αποχώρησαν από την Λιβύη, χωρίς να αναμειχτούν σημαντικά στον Λιβυκό
εμφύλιο πόλεμο και την πτώση του Καντάφι από την εξουσία.
Στην
συνέχεια, διέσχισαν τα σύνορα με το Μαλί, και επιτέθηκαν εναντίον του, σε μία προσπάθεια
να δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος στο μέρος των εδαφών της χώρας αυτής που
κατοικούταν πλειοψηφικά από τους ίδιους.
Ο
ανώτερος οπλισμός και οι μαχητικές τους ικανότητες, οδήγησε τους Τουαρέγκ του
Μάλι σε αλλεπάλληλες στρατιωτικές νίκες επί των κυβερνητικών στρατευμάτων από
τις αρχές αυτού του χρόνου.
Οι
πόλεις του Βορρά έπεφταν η μία μετά την άλλη στα χέρια των ανταρτών,
αποκαλύπτοντας παράλληλα πόσο σαθρή ήταν η κυβέρνηση του προέδρου Αμαντού
Τουμανί Τουρέ, η οποία χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη διαφθορά και ανικανότητα.
Η
σχέση τους με την τρομοκρατία και ειδικά με την Αλ Κάϊντα του Ισλαμικού
Μαγκρέμπ και τα παρακλάδια της προβληματίζει, αν και οι αναλυτές επισημαίνουν ότι
οι Τουαρέγκ δεν συνδέονται με αυτές τις ομάδες ιδεολογικά αλλά κυρίως οικονομικά
(συνεργάζονται στο λαθρεμπόριο στην περιοχή).
Αν
και κατέλαβαν σημαντικές εκτάσεις στο Βόρειο Μάλι, οι μαχητές Τουαρέγκ, τελικά απωθήθηκαν
γρήγορα από ομάδες ακραίων ισλαμιστών (με τους οποίους συνεργάστηκαν μαζί για λίγο, για την εκδίωξη του κυβερνητικών στρατευμάτων του Μαλί από την
περιοχή, αλλά σύντομα στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου), οι οποίες επίσης
είχαν πολεμήσει στην Λιβύη.
Αυτές,
εξοπλίζονταν και οργανώνονταν από τις ΗΠΑ και τις υπόλοιπες νατοϊκές δυνάμεις,
και επέβαλαν με την βία την κυριαρχία τους και τις ισλαμικές πεποιθήσεις τους σε
όλη την περιοχή του Βόρειου και Κεντρικού Μαλί.
Μέσα
στη δίνη του Ισλαμικού κινδύνου, στις 20 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο
Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποφασίζει παμψηφεί την ανάπτυξη μιας αφρικανικής
στρατιωτικής δύναμης με σκοπό να βοηθήσει στην καταστροφή των δυνάμεων της Αλ
Κάιντα και των λοιπών Ισλαμικών οργανώσεων που είχαν καταλάβει το βόρειο Μάλι.
Στην
συνέχεια, οι Γάλλοι έστειλαν στρατεύματα στην περιοχή και σε συνεργασία με τον
στρατό της χώρας αυτής, κατάφεραν να απωθήσουν τις ομάδες ανταρτών (Τουαρένγκ ή
ισλαμιστών), ενώ ειδικές δυνάμεις του γαλλικού στρατού αναπτύχθηκαν και στα
σύνορα με το κράτος του Νίγηρα.
Φυσικά,
οι Γάλλοι δεν έστειλαν στρατό για την εθνική κυριαρχία του Μαλί ή λόγω των
Τουαρένγκ ή των ισλαμιστών, αλλά λόγω του γεγονότος πως η χώρα αυτή, διαθέτει τα
τρίτα μεγαλύτερα κοιτάσματα χρυσού στον κόσμο, καθώς και σημαντικά κοιτάσματα
ουρανίου, όπως ακριβώς και το γειτονικό κράτος του Νίγηρα, όπου
δραστηριοποιείται η Γαλλική εταιρεία Areva.
Όμως,
σε αυτή την περίπτωση, οι Τουαρένγκ, λόγω των διεθνών γεωπολιτικών συσχετισμών
και καταστάσεων, δεν κατάφεραν τελικά να επιτύχουν για την ώρα ότι οι
«συνάδελφοι» τους στο Ιρακινό Κουρδιστάν ή στο Νότιο Σουδάν.
Βλέπουμε
λοιπόν, πως η ιστορία τέτοιων λαών, αποτελεί άλλοτε ευλογία και άλλοτε κατάρα,
καθώς και το γεγονός, πως αυτοί μόνο μέσα από πολύ αίμα και αγώνες κατόρθωσαν
να επιτύχουν την εθνική ανεξαρτησία και την ελευθέρια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου