ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΝΩΣΗΣ» ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΦΕΡΡΑΡΑΣ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ «ΣΥΜΦΩΝΙΑ» ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΙΚΑΣ
Η Σύνοδος Φλωρεντίας λεγόμενη και
Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας 1438-9 λέγεται η σύνοδος που από μέρους της Καθολικής
εκκλησίας θεωρείται ότι είναι η συνέχεια της συνόδου της Βασιλείας που είχε
αρχίσει το 1431 από τον πάπα [[Μαρτίνος Ε΄|Μαρτίνο τον Ε΄]. Κατά την διάρκεια
της συνόδου της Βασιλείας ο πάπας Μαρτίνος ο Ε΄ πέθανε και στην θέση του στη
Ρώμη εκλέχτηκε ως πάπας ο Ευγένιος Ο Δ΄, όμως οι περισσότεροι επίσκοποι που
ήταν παρόντες στη σύνοδο της Βασιλείας αρνήθηκαν την εξουσία του Ευγένιου επί
της συνόδου και τον καθαίρεσαν εκλέγοντας στη θέση του τον Φιλίκα Ε΄.
Οι επίσκοποι της συνόδου της
Βασιλείας, άλλωστε, εμφορούνταν από το πνεύμα του λεγόμενου "συνοδικού
κινήματος" που ζητούσε την επιστροφή της εκκλησίας στο συνοδικό σύστημα
διοίκησης, έτσι η δυτική εκκλησία βρέθηκε να έχει δύο αντιπάλους πάπες. Ο
Ευγένιος για αντιπερισπασμό, μετέφερε σε πρώτη φάση τη σύνοδο, με όσους
επισκόπους του ήταν πιστοί, στην Φεράρα Φεράρα της Ιταλίας το 1438 και
αργότερα, το 1439 στη Φλωρεντία της Ιταλίας όπου και εκεί συζητήθηκε το ζήτημα
της Ένωσης των δυο εκκλησιών -Ανατολικής και Δυτικής- υπό την ηγεσία του πάπα
Ευγένιου Δ΄ προφανώς γιατί μέσω της ένωσης ο Ευγένιος (1431-1447) ήθελε να
ενισχύσει το κύρος του έναντι της συνόδου της Βασιλείας και όσων επισκόπων δεν
τον αναγνώριζαν ως κανονικό πάπα. Το αποτέλεσμα της Συνόδου ήταν να ψηφιστεί η
Ένωση των δυο εκκλησιών αλλά εξαιτίας των αντιδράσεων στη Κωνσταντινούπολη να
μη γίνει πράξη ποτέ.
Η Σύνοδος της Βασιλείας συνεκλήθη
το 1431 πρώτα από τον πάπα Μαρτίνο τον Δ' και όταν αυτός πέθανε από το διάδοχό
του, τον Βενετσιάνο καρδινάλιο που ονομάστηκε Ευγένιος Δ' (Η σύνοδος της
Βασιλείας ανήκε σε μια σειρά συνόδων για την μεταρρύθμιση της καθολικής
εκκλησίας και την καταδίκη των εμφανιζόμενων όλο και συχνότερα, αιρετικών. Το
συμβούλιο αντιμετώπιζε το θέμα της καθαίρεσης του Ευγένιου του Δ', γι' αυτό
όταν ο βυζαντινόςαυτοκράτορας Ιωάννης ο Η' θέλησε να διαπραγματευτεί τη βοήθεια των
Δυτικών και κυρίως του Πάπα με αντάλλαγμα την ένωση των δυο εκκλησιών, ο
καρδινάλιος Ευγένιος άδραξε την ευκαιρία για να ισχυροποιήσει τη θέση του).
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%8D%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%82_%CE%A6%CE%BB%CF%89%CF%81%CE%B5
%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B1%CF%82
%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B1%CF%82
Εκείνη την εποχή, ενώ οι Βυζαντινοί επεκτείνονταν στην Πελοπόννησο, λίγο πιο βόρεια η Θεσσαλονίκη έδινε την τελευταία μάχη της με τους Τούρκους. Οι τελευταίοι έπειτα από σύντομη αλλά σκληρή πολιορκία κατέλαβαν την πόλη στις 29 Μαρτίου 1430 και αιχμαλώτισαν όσους κατοίκους της διέφυγαν την σφαγή. Μετά την Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι πολιόρκησαν τα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι των Ιωαννίνων ωστόσο συγκλονισμένοι από την καταστροφή της Θεσσαλονίκης προτίμησαν να δεχθούν τα προνόμια που τους υποσχέθηκαν οι Τούρκοι σε περίπτωση που δεν πρόβαλαν αντίσταση και παρέδωσαν την πόλη σε αυτούς τον Οκτώβριο του 1430.
Οι νέες απώλειες ανάγκασαν τον
αυτοκράτορα να στραφεί πάλι για βοήθεια στη Δύση και τον πάπα. Σε αυτή την
δύσκολη για το Βυζάντιο ιστορική συγκυρία, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄
Παλαιολόγος πίστεψε ότι θα µπορούσε να διαπραγµατευτεί µια συµφωνία, η οποία θα
συνέδεε την Ένωση των δύο Εκκλησιών µε µια νέα Σταυροφορία από τους ∆υτικούς
εναντίον της πιεστικής τουρκικής απειλής κατά της Αυτοκρατορίας του, γι’ αυτό
και αποδέχτηκε την πρόσκληση του Πάπα, να συμμετάσχουν και οι εκπρόσωποι της
ανατολικής εκκλησίας στη Σύνοδο.
Ξεκίνησε έτσι από το 1431 επαφές
με τον πάπα και τους κύκλους της Βασιλείας, που σε σύνοδο την ίδια χρονιά είχαν
θέσει το ζήτημα της λήψης σημαντικών αποφάσεων από σύνοδο και όχι από τον πάπα.
Η έριδα του πάπα Ευγενίου Δ' με τους κύκλους της Βασιλείας καθυστέρησε τις
διαπραγματεύσεις, αποφασίστηκε όμως τελικά να συγκληθεί σύνοδος στη Φερράρα που
μεταξύ άλλων θα έλυνε και το ζήτημα της Ένωσης των Εκκλησιών. Τη σύνοδο θα
παρακολουθούσε και ο ίδιος ο Ιωάννης Η' που πήγαινε στη Δύση όχι μόνο για να
ζητήσει βοήθεια, αλλά και για να πραγματοποιήσει την Ένωση με τη Ρώμη. Πριν
φύγει το Νοέμβριο του 1437 άφησε αντικαταστάτη στο θρόνο τον αδελφό του
Κωνσταντίνο.
Οι Έλληνες δεν ήθελαν ένα τόσο
μακρινό μέρος όσο η Βασιλεία. Κάποιοι πρότειναν την Αβινιόν, η ιταλική πλευρά
επέμενε για τη Φλωρεντία που ήταν κοντά και στο λιμάνι που θα έφταναν οι
Έλληνες, τη Βενετία, κάτι που υποστήριξε ο πάπας για να φύγει από τη Βασιλεία,
να διακόψει τις συναντήσεις της συνόδου και να πάει στη Φερράρα που τελικά
επιλέχτηκε, για να συνομιλήσει με τους Έλληνες το Γενάρη του 1438. Η σύνοδος
της Βασιλείας παρόλο που καθαίρεσε τον Ευγένιο τον Δ' το 1439, δεν κατόρθωσε να
τον πλήξει ουσιαστικά.
Η πρώτη δημόσια συνεδρίαση της
Φερράρα πραγματοποιήθηκε στις 10 Γενάρη του 1438 για να κηρύξει επίσημα και τη
μεταφορά της συνόδου από την Βασιλεία στη Φερράρα και να ακυρώσει τις αποφάσεις
των διαβουλεύσεων που κάποιοι επίσκοποι συνέχιζαν στη Βασιλεία ερήμην του πάπα.
Στη δεύτερη δημόσια συνεδρίαση ο πάπας Ευγένιος ο Δ’ αφόρισε τους επισκόπους
αυτούς που παρά τις διαταγές του συνέχιζαν να διαβουλεύονται στη Βασιλεία.
Πριν την αναχώρηση των Βυζαντινών
ο Σχολάριος… «εκφώνησε συμβουλευτικό λόγο, με τον οποίο τάχθηκε κατά της
μετάβασης των Ορθοδόξων στην Ιταλία και της συμμετοχής τους σε ενωτική σύνοδο,
εφόσον δεν εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δογματική ένωση,
αφού προηγουμένως επιλύονταν όλες οι χωρίζουσες τις δύο εκκλησίες θεολογικές
διαφορές».
Οι Έλληνες έχοντας αποδεχτεί τη
σύνοδο της Φερράρα σα νόμιμη αναχώρησαν από τη Κωνσταντινούπολη επιβιβαζόμενοι
σε βενετικά πλοία στο τέλος του Νοέμβρη του 1437. Η αντιπροσωπεία με αρχηγούς
τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' και ακόμα το γιό του Μανουήλ Β' Παλαιολόγο,
τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β', τον [Ισίδωρος του Κιέβου|Μητροπολίτη
Πασών των Ρωσιών Ισίδωρο], καθώς τότε ακόμα η Ρωσία δεν είχε δικό της
αυτοκέφαλο πατριάρχη αλλά είχε μόνο μητροπολίτη υπαγόμενο στο πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, ακόμα η αντιπροσωπεία περιλάμβανε τον Μάρκο τον Ευγενικό
που ήταν επίσκοπος Εφέσου ο οποίος ήταν και εκπρόσωπος (τοποτηρητής) των
πατριαρχείων Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.
Στην αρχή, όλοι όσοι συμμετείχαν
στην Ορθόδοξη αποστολή, πήγαιναν στην Σύνοδο της Φλωρεντίας «με την εντύπωσι
πως ήταν ισότιμα μέλη μιας συνόδου που δεν ανήκε ούτε στον πάπα ούτε στον
αυτοκράτορα, αλλά στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και μετέσχον αυτής ενωτικοί και
ανθενωτικοί, φιλέλληνες και λατινόφρονες».
Η αντιπροσωπεία αποτελούνταν συνολικά από σχεδόν 700 άτομα, ολόκληρη η ελληνική διανόηση της εποχής. Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν στις 9 Απρίλη 1438 στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου της Φερράρα. Η σύνοδος αποφάσισε να συνέρχονται τρεις φορές την εβδομάδα στον ναό του Αγίου Αντρέα της Φερράρα για να συζητούν. Από τη μεριά των Ελλήνων έπαιρναν μέρος οι Μητροπολίτες Εφέσου, Μονεμβασίας, Νίκαιας, Αγχιάλου, ο μέγας χαρτοφύλακας, ο μέγας εκκλησιάρχης, ο ηγούμενος της μονής Παντοκράτορα, ο ηγούμενος της μονής Καλέως και ο ιερομόναχος Μωυσής ενώ από τη μεριά των Λατίνων υπήρχαν δυο καρδινάλιοι, δύο μητροπολίτες, δύο επίσκοποι και 4 κληρικοί.
Οι πρώτες συνεδριάσεις κράτησαν
μέχρι τις 17 Ιούλη του 1438 στις οποίες συζητήθηκαν όλες οι διαφορές που είχαν
προκύψει από το Σχίσμα του 1054 αλλά και ο γάμος των κληρικών, το καθαρτήριο των
ψυχών και κυρίως η προέλευση του Αγίου Πνεύματος, που ήταν και το πιο δύσκολο σημείο των
συνομιλιών (Ο πάπας σχεδόν άμεσα αθέτησε επίτηδες εν είδει πίεσης τους όρους
φιλοξενίας προς τους Βυζαντινούς, και αντί να δίνει τακτικά, τα συμφωνηθέντα
για την συντήρηση της Ορθόδοξης αποστολής χρήματα, έδινε στα μέλη της… μερίδες
φαγητού! Κατόπιν, με τη δικαιολογία επιδημίας πανώλης αλλά και υποσχέσεις για
αξιοπρεπή συντήρηση, η σύνοδος μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία).
Τι ζητούσε ο βυζαντινός
αυτοκράτορας; Τη βοήθεια της Δύσης για να αποκρούσουν τον τουρκικό επεκτατισμό.
Και τι ήταν διατεθειμένος να προσφέρει σαν αντάλλαγμα; Την υποταγή του
Βυζαντίου στην Δύση, μία υποταγή με την μορφή της πρωτοκαθεδρίας του Πάπα και
της καθολικής εκκλησίας (τον ισχυρότερο πολιτικό και οικονομικό εκπρόσωπο της
φεουδαρχικής Δύσης), σε βάρος της ανατολικής εκκλησίας.
Δυστυχώς, οι συζητήσεις στην
Φερράρα-Φλωρεντία έδειξαν πως οι προθέσεις των Δυτικών δεν ήσαν απολύτως
ειλικρινείς και έντιμες για ένα γνήσιο και ισότιμο θεολογικό διάλογο, και έτσι
χάθηκε η ευκαιρία να επιτευχθεί μία σταθερή Ένωση και όχι αυτή η εκβιαστική και
υπό πιεστικές ιστορικές συνθήκες ψευδοένωση που άλλωστε δεν είχε τις
προϋποθέσεις να διαρκέσει.
Όποιος μελετήσει την ιστορία της ενωτικής συνόδου της Φλωρεντίας, με πολύ δυσκολία θα κρατήσει τον θυμό του για τις ψεύτικες ελπίδες που μοίραζαν οι παπικοί, για τις παρανοϊκές απαιτήσεις τους, για τις χυδαίες πιέσεις και τις μονόπλευρες αξιώσεις τους, οι οποίες πήγαζαν από την βεβαιότητα πως οι Ορθόδοξοι τους είχαν ανάγκη. Εξ αρχής διεφάνη η υπεροπτική και αλαζονική συμπεριφορά του Πάπα Ευγενίου προς τους ορθοδόξους.
Απαίτησε ο αυτοκράτωρ, ο Πατριάρχης και οι
λοιποί ορθόδοξοι αντιπρόσωποι να γονατίσουν
μπροστά του, και να του φιλήσουν
το πόδι σύμφωνα με το παπικό πρωτόκολλο, να καθίσουν σε χαμηλότερους θρόνους
(απαιτήσεις που δεν τις δέχθηκαν οι ορθόδοξοι ως υποτιμητικές και προσβλητικές
και ο Ο Πατριάρχης φυσικά αρνήθηκε, απειλώντας ότι θα αποχωρήσει και θα
επιστρέψει στην Κων/πολη. Τελικά ο πάπας υποχώρησε και συμφώνησε να γίνει
«αδελφικός ασπασμός», αρνήθηκε όμως να γίνει αυτό δημόσια, και αξίωσε να τον
επισκεφτεί η Ορθόδοξη αποστολή μέσα στο κελλί του!!!).
Άλλωστε, οι συζητήσεις τραβούσαν
εις μάκρος, οι Λατίνοι ήθελαν να κουράσουν τους ορθοδόξους ελπίζοντες ότι οι
στερήσεις στην καθημερινή τους τροφοδοσία και στις συνθήκες διαμονής, η
νοσταλγία της επιστροφής στην πατρίδα μετά από πολύμηνη παραμονή σε ιταλικό
έδαφος, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί και οι χρηματικές υποσχέσεις του Πάπα θα
έφερναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να κάμψουν το φρόνημα των ορθοδόξων και να
τους αναγκάσουν έστω και απρόθυμα να υπογράψουν την Ένωση με τους όρους των
Λατίνων.
Το Γενάρη του 1439 η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όχι μόνο λόγω της πανώλης που ξέσπασε στη Φερράρα αλλά και λόγω της προθυμίας του Λαυρέντιου των Μεδίκων να χρηματοδοτήσει τις εργασίες της Συνόδου. Για το θέμα του Filioque η διαφωνία συνεχιζόταν τόσο μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, όσο και μεταξύ του αυτοκράτορα και του Mάρκου Ευγενικού, Μητροπολίτη Εφέσου, κυρίως, που δεν συναινούσε στις δικηγορίστικες ερμηνείες της δογματικής αυτής διαφοράς. Οι ορθόδοξοι τελικά υποχώρησαν και συμφώνησαν στην χρησιμοποίηση της φράσης «εκπόρευση δια του Υιού» κάτι που οι Λατίνοι που εξελάμβαναν ως «εκπόρευση εκ του Υιού» και συμφώνησαν επίσης και στα πρωτεία του Λατίνου πατριάρχη έναντι όλων των ορθόδοξων πατριαρχών της Ανατολής.
Αυτό που τελικά επέτρεψε στον
πάπα να κυριαρχήσει, ήταν η απελπιστική κατάσταση του Βυζαντίου, που οδήγησε
τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, «παρά τις προκλητικές ταπεινώσεις και τη διάψευση
των προσδοκιών», να επιμείνει «στην προώθηση και την υπογραφή του όρου της
ένωσης». Επειδή ο διάλόγος ως τότε δεν
προχωρούσε ο αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της βυζαντινής αποστολής να
παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Οταν αποφάσισε ότι η Ένωση έπρεπε να
πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των οικουμενικών συνόδων για να
εμποδιστεί η ψήφος των μελών του πατριαρχικού κλήρου, και πρότεινε να ψηφίσουν
και οι πολιτικοί άρχοντες.
Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους
εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ενωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο
αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί
η προσπάθεια τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση τον
Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ενωσης. Ετσι, όταν
επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την
υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο μητροπολίτης Ηράκλειας Αντώνιος, ότι αυτό που
έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που
έγινε με τη βία, κ.λπ.
Κατά συνέπεια: «Ήταν αδύνατον
πλέον, μετά τις απειλές και τις πιέσεις των Δυτικών προς Ορθοδόξους αρχιερείς
και κληρικούς […] ο Σχολάριος να ενισχύσει με την δική του παρουσία το κύρος
του ενωτικού Όρου, που επρόκειτο εντός ολίγου να υπογραφεί. Για τον λόγο αυτόν,
απεχώρησε μαζί με τον [Πλήθωνα] Γεμιστό και το Δημήτριο Παλαιολόγο, αδελφό του
βασιλέα, και όταν, την 6η Ιουλίου 1439, κηρύχθηκε η επίσημη ένωση, δεν
συνυπέγραψε τον Όρο της, αλλά επέστρεψε στην Κων/πολη».
Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί και οι
εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί. Ο Άγιος Μάρκος παρακολουθούσε τις εξελίξεις
”σιωπών και αλγών (=πονώντας) επί τοις γινομένοις”. Ακόμη και ο Πάπας τον
εκάλεσε ενώπιόν του προσπαθώντας με πιέσεις και απειλές να τον πείσει πως αν
δεν υπογράψει θα υποστεί τις συνέπειες. Για να τον υποτιμήσει περισσότερον δεν
του προσέφερεν ούτε κάθισμα. Ο Άγιος Μάρκος έλαβε μόνος του κάθισμα
προφασιζόμενος πόνους στα πόδια και κάθισε από μόνος του χωρίς την άδεια του
Πάπα. Ήταν φανερό από την αγέρωχη και θαρραλέα στάση του ορθοδόξου ιεράρχου πως
δεν θα υπέκυπτε στις παπικές πιέσεις και απειλές.
Όταν έμαθε ο Πάπας Ευγένιος ότι ο Μάρκος
Εφέσου δεν υπέγραψεν, είπε το παροιμιώδες: ”Μάρκος ουχ υπέγραψεν, ουδέν
εποιήσαμεν!”. Έγινε πανηγυρική θεία λειτουργία, εμνημονεύθη ο Πάπας και
ανεγνώσθη το κείμενο της Ενώσεως λατινιστί και ελληνιστί (από τον Βησσαρίωνα).
Η ελληνική αντιπροσωπεία ανεχώρησε (Ακόμα, ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, ο όποιος
υπέγραψε την ένωση για καθαρά πολιτικούς λόγους, «εσωτερικά ουδέποτε αποδέχτηκε όσα
συμφωνήθηκαν και υπογράφτηκαν. Αυτό κυρίως φαίνεται … από τη θέληση του να
προστατεύσει το Μάρκο Ευγενικό μετά τη Σύνοδο [όταν ο πάπας θέλησε να τον
δικάσει ως αιρετικό και από την απροθυμία του να επιβάλει τον ενωτικό όρο, η οποία
έφτασε μέχρι το σημείο να ανέχεται ή και να ενισχύει τη δράση της αυστηρής μερίδας των ανθενωτικών»).
Έτσι Ιούλιο 1439 σε επίσημη λειτουργία στο μητροπολιτικό ναό της Φλωρεντίας διαβάστηκαν από ελληνικής πλευράς από τον Μητροπολίτη Νικαίας Βησσαρίωνα, οι Όροι της Ένωσης, που έφερε τις υπογραφές των πάντων εκτός από του πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ που είχε στο μεταξύ πεθάνει και του Μάρκου του Ευγενικού που αρνήθηκε να υπογράψει καθώς και ο επίσκοπος Ιβηρίας και ο Ιωάννης Ευγενικός –αδερφός του Μάρκου- διάκονος και νομοφύλακας της μεγάλης εκκλησίας, ο Λακεδαίμονος και ο Σταυρουπόλεως Ησαϊας που έφυγε πριν τη λήξη για να μην υπογράψει.
«Μόνος εφάνη και πρώτον και μέσον
καν τω τελεί μάχαιρα μεν δίστομος κατά των επι τω ευγενεί σπόρω των ιερών της
Εκκλησίας δογμάτων νόθων και μοχθηρών ζιζανίων», όπως γράφει για τον Μάρκο
Ευγενικό ο αδερφός του Ιωάννης Ευγενικός, στη βιογραφία του. Οι ορθόδοξοι
αποδέχτηκαν το ρωμαϊκό δόγμα ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον Θεό Υιό όσο
και από τον Θεό Πατέρα και αναγνώριζαν επίσης το πρωτείο του παπισμού. σε
αντάλλαγμα ο πάπας θα έστελνε δυο πολεμικές τριήρεις και 300 στρατιώτες για την
άμυνα της Κωνσταντινούπολης.
Οι βυζαντινοί εγκατέλειψαν τη
Φλωρεντία στις 19 Οκτώβρη του 1439. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εγγυήθηκε την ζωή του
Αγίου Μάρκου, που παρ’ όλα αυτά τον εκτιμούσε βαθύτατα, και τον επιβίβασε στην
αυτοκρατορική γαλέρα. Οι ορθόδοξοι, στον δρόμο της επιστροφής, έκαναν στάση
στην Βενετία, όπου ελειτούργησαν στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας 17 Σεπτεμβρίου
1439, χωρίς παρουσία Λατίνων κληρικών και χωρίς να μνημονευθεί ο Πάπας. Ήταν
φανερό πως οι ορθόδοξοι κατά βάθος δεν είχαν αποδεχθεί την Ένωση, έστω και αν
κάτω από αφόρητες πιέσεις την υπέγραψαν.
Τα νέα για την Ένωση γρήγορα ταξίδευσαν στην Ανατολή. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη στις 1 Φεβρουαρίου του 1440 λαός και κλήρος τους αποδοκίμασε έντονα. Και όπου περνούσε η ελληνική αντιπροσωπεία επιστρέφουσα εγένετο δεκτή από τους ορθοδόξους με αποδοκιμασίες, ενώ επευφημούσαν τον Μάρκο Εφέσου που δεν υπέγραψε. Προ των ανθενωτικών αντιδράσεων του πιστού λαού, οι αρχιερείς που είχαν υπογράψει δήλωναν μετανοιωμένοι.
Έτσι, απαντούσαν ότι ”πεπράκαμεν (= πωλήσαμε) την πίστιν ημών,
αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν (= ανταλλάξαμε με τον ασεβή παπισμό την
ορθόδοξο πίστη), προδόντες την καθαράν θυσίαν αζυμίται γεγόναμεν. -και δια τι
υπεγράφετε; -φοβούμενοι τους Φράγκους. – η δεξιά αύτη υπέγραψε, κοπήτω, η
γλώττα ωμολόγησεν, εκριζούσθω” ( Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 216 Α).
Καθοριστικός παράγοντας για την αποτυχία της
Ένωσης, ήταν και η η αρνητική γνώµη και η καχυποψία όλου του απλού λαού της
Κωνσταντινούπολης και του χαµηλότερου, ιεραρχικά, ορθόδοξου κλήρου και των
µοναχών απέναντι στην ∆ύση, η οποία χρονολογείται δύο και πλέον αιώνες
πρωτύτερα, στο 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους χριστιανούς
Σταυροφόρους.
Η ανάµνηση των τροµερών
ιεροσυλιών, σφαγών και λεηλασιών από τους «χριστιανούς αδελφούς» Σταυροφόρους
το 1204 και µέχρι το 1261 υπερίσχυσε πλήρως στην συνείδηση του βυζαντινού
λαού. Έτσι, δύο αιώνες αργότερα, την εποχή
της Συνόδου, οι Λατίνοι δεν θεωρούνταν χριστιανοί, αλλά εχθροί και ξένοι, οι
οποίοι κατέστρεψαν µεγάλο µέρος του ορθόδοξου «µωσαϊκού» της Πόλης, αλλά και
του ίδιου του Βυζαντίου. Η λαϊκή κινητοποίηση τότε απέτρεψε την υποταγή της
Ανατολής στην Δύση.
Μπορεί ο αυτοκράτωρ να τοποθέτησε
στην θέση του θανόντος πατριάρχου Ιωσήφ τον φιλενωτικό Μητροφάνη
Κυζίκου, ωστόσο δεν έλαβε περισσότερα μέτρα για την εφαρμογή των όρων της
Ενώσεως. Ο λαός αντιδρούσε, στους ναούς που λειτουργούσαν οι ενωτικοί δεν συμμετείχε θεωρώντας τους προδότες και
εξωνημένους, ενώ τιμούσε τον Άγιο Μάρκο που ανεδείχθη στύλος και υπέρμαχος της
ορθοδοξίας Το κίνημα των «ανθενωτικών» έγινε σε ελάχιστο χρόνο τόσο σφοδρό και
εξαπλώθηκε χωρίς ουσιαστικές αντιλογίες στην Ανατολή, επειδή όλοι αντιλήφθηκαν ότι
επρόκειτο όχι για Σύνοδο αλλά για μια παρωδία, με σκοπό την πλήρη υποταγή και
τον εξευτελισμό των Ορθοδόξων για ανύπαρκτα ανταλλάγματα).
Στὴν πραγματικότητα είναι γεγονός
αδιαμφισβήτητο, ότι ο πάπας δεν μπορούσε να βοηθήσει στρατιωτικά την Ανατολή. Οἱ
ἐλπίδες αὐτὲς ἦταν φροῦδες, ἀφενὸς μὲν διότι ὁ Πάπας δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλει
στοὺς ἄνακτες τῆς Εὐρώπης τὴν ὑποτιθέμενη θετικὴ ἀπόφασή του γιὰ τὴν ἀπόκρουση
τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὸ Ἰσλὰμ ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφετέρου ἐπειδὴ ἀκριβῶς
καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοὶ ἡγεμόνες δὲν ἦταν διατεθειμένοι νὰ ἀναλάβουν τὸ κόστος ἑνὸς
«σωτήριου πολέμου» ὑπὲρ τῶν Ὀρθοδόξων Βυζαντινῶν τούς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν μὲ ἐχθρικὴ
διάθεση ἢ «πολιτικο-θρησκευτικὴ δυσφορία», ἐνῶ πάντοτε διεκδικοῦσαν τὸ ρόλο τοῦ
συνεχιστοῦ καὶ νομίμου διαδόχου τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ποὺ μέχρι τότε ὡς «ἀντίπαλον
δέος» ἢ «ἀγκάθι» στὰ ἀδηφάγα καὶ ἐπεκτατικὰ σχέδιά τους, ὑποστασιοποιοῦσε καὶ ἐνσάρκωνε
ἡ ἀπομονωμένη καὶ ἀποδυναμωμένη Κωνσταντινούπολη.
Εάν τα πράγματα ήταν έτσι, και
υπήρχαν ελπίδες βοηθείας, ο πάπας δεν θα κατέφευγε σε φτηνά κόλπα, απειλές,
εκβιασμούς και δωροδοκίες αυλικών του αυτοκράτορα για να πετύχει μια συμφωνία
με αμφίβολη επιτυχία. Εάν ο πάπας είχε πράγματι τη δύναμη και την επιρροή να
βοηθήσει την Ανατολή, τότε θα είχε καταφέρει να βρίσκονται στο πλάι του οι
εγγυητές της ειλικρίνειάς του, δηλαδή οι ισχυροί ηγεμόνες της Δύσης, οι οποίοι
θα συζητούσαν και θα συμφωνούσαν με τους Ανατολικούς σε ένα σχέδιο διάσωσης του
Βυζαντίου. Όμως, τίποτε τέτοιο δεν υπήρξε: «Είναι γεγονός πως ο πάπας δεν
μπορούσε να βοηθήση, κι αυτό το έβλεπε ο αυτοκράτορας στη Φλωρεντία, γι’ αυτό
και καθυστερούσε τη διαδικασία της συνόδου με την ελπίδα πως θα έβλεπε εκεί
αντιπροσώπους των ηγεμόνων της Δύσεως. Η σκέψις του αυτοκράτορα ήταν σωστή,
αλλ’ αποδείχθηκε τελικά χιμαιρική».
Επειδή λοιπόν γνώριζαν ότι δεν
μπορούσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια, «οι Λατίνοι ηθέλησαν όπως αρχίσουν
αμέσως αι επίσημοι συνεδρίαι, ενώ οι Έλληνες, προεξάρχοντος του βασιλέως,
εζήτησαν προθεσμίαν μέχρι της ελεύσεως των ηγεμόνων της Δύσεως, τους οποίους
εις μάτην ανέμενον». Επίσης εκείνη την εποχή στην Ευρώπη η Γαλλία βρισκόταν σε
αναμέτρηση με την Αγγλία στον εκατονταετή πόλεμο, η Γερμανία σπαρασσόταν από
εμφύλιο (και ήταν και εχθρική προς τον πάπα λόγω της διαμάχης του με τον
Γερμανό αυτοκράτορα), η Ιταλία ήταν
χωρισμένη σε πολλά κρατίδια που αντιμαχόταν μεταξύ τους (και οι μόνες που είχαν
συμφέροντα στο Βυζάντιο, η Γένοβα και η Βενετία είχαν αρχίσει να υπογράφουν
συνθήκες με τους Οθωμανούς), ενώ το βασίλειο της Ισπανίας πολεμούσε με τους
άραβες που κατείχαν το νότιο μέρος της Ισπανίας, και επομένως καμία μεγάλη
δύναμη εν μπορούσε τότε, ούτε και την ενδιέφερε η σωτηρία του Βυζαντίου.
Θα ακολουθήσει στο Βυζάντιο εμφύλιος διχασμός, οι πάντες θα χωριστούν σε
«ενωτικούς» και «ανθενωτικούς», και ο αδερφός του αυτοκράτορα, με πρόφαση ότι
αρνούταν την ένωση, θα κάνει με τη βοήθεια των Τούρκων πραξικόπημα για να πάρει
την εξουσία στα χέρια του. Οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας στην
συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος εθεωρούντο άκυρες και μη δεσμευτικές. Ήδη ο
Γ. Σχολάριος συντάσσει ”Σύντομον Απολογίαν” υπέρ των ανθενωτικών, ο λατινόφρων
Πατριάρχης Μητροφάνης χαρακτηρίζεται ως αιρετικός και μητραλοίας της πίστεως,
από τους τριάντα τρεις υπογράψαντες την Ένωση, οι περισσότεροι εγγράφως την
απεδοκίμασαν και απέσυραν την υπογραφή τους , ενώ στην συνείδηση του πιστού
λαού η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας χαρακτηρίστηκε ως ”ληστρική”.
Αλλά και επισήμως η Ορθόδοξος Εκκλησία
απεκήρυξε την Φερράρα-Φλωρεντία. Μόλις το έτος 1443 συνήλθε Σύνοδος στα
Ιεροσόλυμα με την συμμετοχή των
πατριαρχών Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και κατεδίκασαν την
ψευδοένωση και τα της Συνόδου, αλλά και όλους τους λατινίζοντες. Νέα Σύνοδος
συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη με συμμετοχή όλων των ορθοδόξων πατριαρχείων της
Ανατολής το 1482, και κατεδίκασε τα συμβάντα στην Φλωρεντία ”τα κακώς και
απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα ως δόγματα νόθα
και της Καθολικής (=Ορθοδόξου) Εκκλησίας αλλότρια”, και η Σύνοδος
Φερράρας-Φλωρεντίας ”αργή και
ανενέργητος και ως μηδέ το κατ’ αρχάς όλως συστάσαι”. Η Ένωση, τελικά,
επισημοποιήθηκε λίγους μήνες πριν την Άλωση, από τον τελευταίο Αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος εκ του λόγου αυτού και δεν είχε ορίσει
πατριάρχη. Αμέσως μετά την Άλωση, ο ίδιος ο Μωάμεθ διόρισε τον υπό
αυτοκρατορική δυσμένεια ανθενωτικό πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο.
Για την ακρίβεια επέλεξε σαν νέο Οικουμενικό
Πατριάρχη τον ηγέτη των Ανθενωτικών μοναχό Γεννάδιο (τον γνωστό κατά κόσμον
Γεώργιο Σχολάριο), που ήταν αιχμάλωτος στην Αδριανούπολη, τον οποίο και
εγκαθίδρυσε πολιτικά με τις δέουσες τιμές, όπως ακριβώς έκαναν οι βυζαντινοί
Βασιλείς σε ανάλογες περιπτώσεις.. Το 1480 σε σύνοδο που θα γίνει στο
πατριαρχικό ναό της Παμμακαρίστου στη Κωνσταντινούπολη η σύνοδος της Φλωρεντίας
θα κηρυχθεί αντικανονική και οι αποφάσεις της άκυρες.
Επίσης την Σύνοδο της Φλωρεντίας είχαν
αποδοκιμάσει (πριν την Άλωση) και τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και
Ιεροσολύμων καθώς και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας (μετά την Άλωση) το 1484.
Αντίθετα αυτών οι Καθολικοί θεωρούν τη Σύνοδο της Φλωρεντίας ως τη μόνη μετά το
σχίσμα Οικουμενική Σύνοδο. Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει σαν
"Οικουμενικές" και άλλες μετά το Σχίσμα (1054) αποκλειστικά δικές της
Συνόδους.
Στις μέρες μας για άλλη μία φορά
η Δύση (σήμερα τρόικα ή θεσμοί), όπως και ο πάπας τότε, προσπαθεί με εκβιασμούς
και άπειρες ταπεινώσεις να αναγκάσει την Ελλάδα να υποταχτεί στις παράλογες
απαιτήσεις της. Και για άλλη μία φορά προσπαθεί με εκβιασμούς και απειλές
διακοπής χρηματοδότησης και τροφοδοσίας (όπως και ο τότε πάπας) να αναγκάσει
την χώρα μας στην πλήρη υποταγή στους όρους της. Ο λαός έχοντας υποστεί τα
πάνδεινα από τα μνημόνια των δυτικών τα τελευταία χρόνια, αλλά και σε όλο το
χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση μας από τους Τούρκος (όπως και οι
Βυζαντινοί πρόγονοι μας πριν και μετά την άλωση του 1204) δεν αντέχει πια άλλο
τις ταπεινώσεις, την οικονομική, πολιτική, και κοινωνική καταστροφή.
Επίσης όπως τότε η Γένοβα και η Βενετία είχαν
φορολογικά προνόμια και δικά τους τελωνεία τόσο μέσα στην Πόλη (κυρίως στα
λιμάνια της) , όσο και σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας (τις οποίες
αναγκάστηκαν είτε από την πίεση τους ή όχι) και κατακρατούσαν τα έσοδα τους,
μετά από «συμφωνίες» που υπέγραψαν με την τότε πολιτική ηγεσία, έτσι και σήμερα
η τρόικα αναγκάζει τους Έλληνες λόγω των «συμφωνιών» (μνημονίων) που υπέγραψε η
πολιτική ηγεσία του τόπου μαζί τους να πάρουν υπό την κατοχή τους σημαντικά
περιουσιακά (και όχι μόνο) στοιχεία της χώρας και να πιέζουν να τους αποδοθούν
και άλλα.
Και για άλλη μία φορά όπως τότε φαίνεται ότι καθοριστικός παράγοντας για την όποια πιθανή αποτυχία της όποιας συμφωνίας επιτευχθεί (πιθανώς αλλά μπορεί και όχι) μεταξύ της πολίτικης ηγεσίας της Ελλάδας και της Τρόικας, θα είναι και πάλι η αρνητική γνώµη και η καχυποψία όλου του απλού λαού και του χαµηλότερου, ιεραρχικά, ορθόδοξου κλήρου και των µοναχών (του Αγίου Όρους και όχι μόνο) απέναντι στην ∆ύση, σε αντίθεση με την ανώτερη πολιτική ηγεσία (και κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και μέρος του ανώτερου Κλήρου, που όπως τότε μετά από πιέσεις και εκβιασμούς υποτάσσεται στα σχέδια της Δύσης.
Και για άλλη μία φορά υπάρχει διχασμός
στην χώρα (υπέρ του ναι ή όχι στο δημοψήφισμα σήμερα και ανθενωτικοί και
ενωτικοί τότε), που ας ελπίσουμε να μην εξελιχθεί και αυτός σε εμφύλιο διχασμό
και να μην γίνει από καμία πλευρά με
πρόφαση την τραγική κατάσταση της χώρας ή τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος
(είτε ΝΑΙ, είτε ΟΧΙ) καμία προσπάθεια για πραξικόπημα (όπως είχε κάνει τότε ο
αδερφός του αυτοκράτορα για να πάρει την εξουσία στα χέρια του).
Από ότι φαίνεται έχουμε για άλλη μία φορά μία σύγχρονη έκδοση και επανάληψη των όσων συνέβησαν τότε στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας για την χώρα μας, και θα πρέπει να προσέξουμε πολύ σαν λαός (ανεξάρτητα από τα όποια αποτελέσματα του τωρινού δημοψηφίσματος), έτσι ώστε να μην οδηγηθούμε όπως τότε σε διχασμούς, εμφυλίους και εξωτερικές εισβολές και καταστροφές, αλλά όσα συνέβησαν στο παρελθόν να αποτελέσουν για εμάς έναν φάρο κατεύθυνσης για το ποια μονοπάτια θα πρέπει στο μέλλον να ακολουθήσουμε, έτσι ώστε να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο και να οικοδομήσουμε ένα λαπρό μέλλον για εμάς τους ίδιους, τα παιδιά μας και την πολυαγαπημένη μας πατρίδα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου