Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ, Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ( ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ)

Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ, Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΘΑΝΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ( ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ)




Γράφει ο Αλώπηξ
16-4-2015
Είναι γνωστό ιστορικά ότι οι Γερμανοί μόλις εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 και αμέσως φρόντισαν να ορκίσουν κυβέρνηση, φιλική προς αυτούς κυβέρνηση με πρωθυπουργό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Μετά την κατάληψη και της Κρήτης (Μάιος 1941) από τα γερμανικά στρατεύματα, ολόκληρη η ελληνική επικράτεια βρέθηκε κάτω από την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα. Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι ακολούθησαν τους Γερμανούς στην κατάληψη τμημάτων της χώρας και αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο διαμελισμού της Ελλάδας. Η Ιταλία κατέλαβε τα Επτάνησα, ενώ στη Βουλγαρία παραχωρήθηκε αρχικά η ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και στο Νέστο, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Το τμήμα αυτό επεκτάθηκε αργότερα σχεδόν ως την Αλεξανδρούπολη.

Τόσο οι Ιταλοί στα Επτάνησα όσο και οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη επιχείρησαν να εφαρμόσουν πολιτική αφελληνισμού. Η υπόλοιπη χώρα διαιρέθηκε σε δύο ζώνες κατοχής, μία γερμανική και μία ιταλική. Η γερμανική ζώνη περιλάμβανε τα 2/3 του νομού Έβρου, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, όλα τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου εκτός από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, την Αττική, την Κρήτη (εκτός από τον νομό Λασιθίου που ήταν υπό ιταλική διοίκηση) και από τις Κυκλάδες τη Μήλο. Η ιταλική ζώνη περιλάμβανε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Οι κατακτητές, και ιδίως οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, δαπανούσαν για την συντήρησή τους πόρους της χώρας. Συγχρόνως η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλει στις δυνάμεις κατοχής μεγάλα χρηματικά ποσά για τα έξοδα συντήρησης τους. Οι Γερμανοί δέσμευσαν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Οι ελεύθερες ζώνες, τα τελωνεία, οι γενικές αποθήκες, οι αποθήκες συγκέντρωσης προϊόντων, τα εμπορικά βιομηχανικά αποθέματα λεηλατήθηκαν για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής ή και για να σταλούν πολύτιμα φορτία στη Γερμανία και στην Ιταλία. Ακόμη και τα λαχανικά δεσμεύονταν για λογαριασμό των στρατευμάτων κατοχής και έτσι, από την πρώτη στιγμή, η προμήθεια τροφίμων και όλων των χρειωδών έγινε προβληματική για τον ελληνικό πληθυσμό.

Συγχρόνως τα εισοδήματα, οι μισθοί και τα ημερομίσθια εκμηδενίζονται με ραγδαίο ρυθμό κάτω από την πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού, ενώ η εξαφάνιση των τροφίμων έχει ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της μαύρης αγοράς. Η όλη αυτή κατάσταση, ήδη από το καλοκαίρι του 1941 είχε ως συνέπεια τον υποσιτισμό του λαού και αργότερα, η πείνα αρχίζει να μαστίζει την Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν τον τρομερό χειμώνα του 1941-42, στον λεγόμενο Μεγάλο Λιμό. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της πείνας δεν είναι εξακριβωμένος, υπολογίζεται όμως ότι φτάνει στις 300.000 για τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου ήταν σχεδόν αποκομμένη από τη χώρα, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν τρόπους αντίστασης στον κατακτητή. Η πάλη για την επιβίωση του λαού ήταν ήδη μια πρώτη αυθόρμητη αντιστασιακή πράξη. Τα λαϊκά συσσίτια που άρχισαν να λειτουργούν με την πρωτοβουλία των πιο δραστήριων στοιχείων των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων και συλλόγων των εργαζομένων αποτέλεσαν την πρώτη νίκη που απόσπασε ο ελληνικός λαός από τους κατακτητές. Η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση "Ελευθερία" ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη (πρώτη στην Ευρώπη επίσης), στις 15 Μαΐου 1941, περίπου ένα μήνα μετά την κατάληψη της πόλης από τα Γερμανικά στρατεύματα.

Εντυπωσιακό ράπισμα στα στρατεύματα κατοχής δόθηκε με το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Τη νύχτα της 30ης Μαΐου 1941 δύο νέοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ο Απόστολος Σάντας της Νομικής, εκφραστές της ψυχικής διάθεσης του ελληνικού λαού, σκαρφαλώνουν στον Ιερό Βράχο από τη βορειοδυτική πλευρά και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη γερμανική φρουρά πλησιάζουν τον ιστό και κατεβάζουν τη σβάστικα.
Σιγά σιγά η αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών άρχισε να απλώνεται και να οργανώνεται. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 ανακοινώθηκε η ίδρυση του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ). Την πολιτική ηγεσία του ΕΔΕΣ διεύθυνε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας, ενώ στρατιωτικός αρχηγός του ανέλαβε ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με την συνεργασία των κομμάτων Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος. 
Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας και στο χωριό Δοξάτο. Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σ' ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό.

Και καθώς σ' αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.
Από τις αρχές του 1942 η αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των κατακτητών άρχισε να παίρνει μαζική μορφή. Από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη κυρίως στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία η αντίσταση έλαβε χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης. Το Φεβρουάριο του 1942 η κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ίδρυση ένοπλων ανταρτικών σωμάτων, στα οποία δόθηκε η ονομασία Ελληνικός Λαϊκό Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Τα πρώτα αυτά ανταρτικά σώματα έδρασαν στη Στερεά Ελλάδα. Επικεφαλής τους ορίστηκε από το ΕΑΜ ο γεωπόνος από τη Λαμία Θανάσης Κλάρας, ο οποίος έλαβε αμέσως το ψευδώνυμο Άρης Βελουχιώτης. Στις 22 Μαΐου συγκροτήθηκε το πρώτο ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ στη Σπερχειάδα Φθιώτιδας και το τμήμα αυτό με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη εισήλθε στο χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας στις 7 Ιουνίου και ανήγγειλε στους χωρικούς την έναρξη του ενόπλου αγώνα κατά των κατακτητών.

Παράλληλα, με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, στις 28 Ιουλίου 1942, ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας αναγγέλλει την ίδρυση των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών (ΕΟΕΑ) ως ένοπλο τμήμα του ΕΔΕΣ. Οι πρώτες ανταρτικές δυνάμεις του στρατηγού Ζέρβα έδρασαν στην περιοχή του Βάλτου, στην Αιτωλοακαρνανία. Τέλος η τρίτη αντιστασιακή οργάνωση, η ΕΚΚΑ, ιδρύει και αυτή με τη σειρά της ανταρτικό σώμα, με αρχηγό τον Δημήτριο Ψαρρό. Το ανταρτικό αυτό σώμα έδρασε κυρίως στην περιοχή της Γκιώνας.
Το Σεπτέμβριο του 1942 αγγλικό κλιμάκιο μελών της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΣΑ), με αρχηγό το συνταγματάρχη Μάγερς, αποβιβάζεται κρυφά στην Ελλάδα, έρχεται σε επαφή με τις διάφορες ανταρτικές ομάδες και κατορθώνει να συντονίσει τις ενέργειές τους. Αποτέλεσμα του συντονισμού αυτού ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στις 25 Νοεμβρίου 1942. Στην ανατίναξη έλαβαν μέρος 120 άνδρες του ΕΛΑΣ, 65 των ΕΟΕΑ και 12 Άγγλοι κομάντος κάτω από την προσωπική καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και του Ναπολέοντα Ζέρβα. Η ανατίναξη της γέφυρας καθυστέρησε για αρκετές εβδομάδες τον εφοδιασμό των Γερμανών που μάχονταν στην Αφρική, ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων και καταξίωσε τον ένοπλο αγώνα στη συνείδηση των συμμάχων.
Καθοριστικό γεγονός στην εξέλιξη της αντίστασης στην ύπαιθρο υπήρξε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943. Οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να αντικαταστήσουν τους Ιταλούς στη ζώνη ευθύνης τους διασπείροντας περισσότερο τις δυνάμεις τους. Επιπλέον μέρος του οπλισμού των Ιταλικών μεραρχιών που δρούσαν στην Ελλάδα, πέρασε σε αντάρτικες ομάδες. Η ιταλική μεραρχία Πινερόλο που δρούσε στην κεντρική Ελλάδα, παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, ο οποίος με την εξασφάλιση του οπλισμού των Ιταλών αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.

Από τα τέλη του 1943 οι επιχειρήσεις των αντάρτικων ομάδων εναντίον των Γερμανών άλλα και των Ελλήνων συνεργατών τους, που συγκρότησαν τα Τάγματα Ασφαλείας πύκνωσαν. Οι Γερμανοί απαντούσαν στο αυξανόμενο κύμα αντίστασης με αντίποινα απερίγραπτης σκληρότητας, που οδήγησαν σε μαζικές εκτελέσεις αμάχων, μαζικές εκτελέσεις κρατουμένων και καταστροφές πολυάριθμων χωριών.
Ενώ όμως αρχικά οι τρεις βασικές αντιστασιακές οργανώσεις συνεργάζονταν, από τα μέσα του 1943 άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημεία ανταγωνισμού μεταξύ τους. Μεταξύ του ΕΑΜ και των άλλων δύο οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ, αναπτύχθηκε αμοιβαία δυσπιστία. Κατηγορίες για αντεθνική δράση άρχισαν να εκτοξεύονται και από τις δύο πλευρές. Ο ανταγωνισμός απέκτησε τελικά έντονη πολιτική απόχρωση. Οι αντιεαμικές οργανώσεις στην αντίθεσή τους με το ΕΑΜ αναζητούν στηρίγματα στην ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου, μόνη μέχρι τότε "νόμιμη εκπρόσωπο" του ελληνικού κράτους.

Στις αρχές του 1944, όταν η ώρα της απελευθέρωσης από τις δυνάμεις του Άξονα πλησιάζει, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις οδηγούνται σε ανοιχτή ρήξη. Τον Απρίλιο του 1944 ο ΕΛΑΣ, του οποίου η ηγεσία είχε σκοπό να εξοντώσει βίαια τις άλλες ανταρτικές οργανώσεις και  να πάρει με τα όπλα πραξικοπηματικά την εξουσία στην χώρα και να επιβάλει σε αυτήν κομμουνιστικό καθεστώς ενάντια στην θέληση της πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού που ήταν δημοκρατικών μη μοναρχικών πεποιθήσεων (παρόλο που αποτελούνταν σαν οργάνωση και από πολλούς δεξιούς πέρα από τους αριστερούς και οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν να απελευθερώσουν την χώρα τους και όχι να μετατρέψουν την χώρα σε δορυφόρο της ΕΣΣΔ) μετά από σκληρές μάχες, εξουδετερώνει τις ανταρτικές δυνάμεις της ΕΚΚΑ στην περιοχή της Γκιώνας. Ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και κάτω από ανεξακρίβωτες συνθήκες δολοφονείται από έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ. Συγχρόνως ο ΕΛΑΣ οργανώνει ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον των ανταρτικών τμημάτων του ΕΔΕΣ και τα περιορίζει σε ένα τμήμα της Ηπείρου. Έτσι, τις παραμονές της Απελευθέρωσης, ο ΕΛΑΣ ήταν κυρίαρχος στην ελληνική ύπαιθρο.
Στο μεταξύ στις 10 Μαρτίου 1944 το ΕΑΜ δημιουργεί την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), ένα είδος κυβέρνησης της ελεύθερης Ελλάδας. Η ΠΕΕΑ καθορίζει ως αποστολή της α) να οργανώσει και να κατευθύνει τον εθνικό αγώνα για την Απελευθέρωση, β) να διοικήσει τις μέχρι τότε ελεύθερες περιοχές και γ) να εξασφαλίσει τη λαϊκή κυριαρχία σε ολόκληρη τη χώρα. Η ΠΕΕΑ περιλάμβανε στους κόλπους της σημαντικό αριθμό μη κομμουνιστών και πρόεδρος της, από τις 18 Απριλίου 1944 ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Αλέξανδρος Σβώλος, διαπρεπής συνταγματολόγος. Στο τέλος Απριλίου με πρωτοβουλία της ΠΕΕΑ πραγματοποιείται μια πρωτοφανής για κατεχόμενη χώρα ενέργεια. Διοργανώνονται μυστικές εκλογές στην ελεύθερη Ελλάδα, όπως και στην κατεχόμενη, και ιδιαίτερα στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις. Πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες ψηφίζουν και στέλνουν αντιπροσώπους σε μια εθνοσυνέλευση που παίρνει το όνομα Εθνικό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο συνέρχεται για πρώτη φορά στο χωριό Κορυσχάδες της Ευρυτανίας. Συνεδριάζοντας από τις 14 ως τις 27 Μαΐου, επικυρώνει την εξουσία της ΠΕΕΑ ως αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης με έδρα την Ελλάδα. Έτσι δημιουργείται μια δεύτερη ελληνική αρχή, παράλληλη με τη κυβέρνηση του Καΐρου.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά από εργώδεις διαπραγματεύσεις κατορθώνει, το Μάιο του 1944, να συγκαλέσει διάσκεψη στο Λίβανο, όπου συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων και των αντιστασιακών οργανώσεων. Η διάσκεψη, μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ και στους αντιπροσώπους των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων και των κομμάτων, κατέληξε σε συμφωνία συγκρότησης κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην οποία θα συμμετείχε και η ΠΕΕΑ. Η συμφωνία του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944) επήλθε χωρίς να έχουν λυθεί οι βασικές διαφορές που χώριζαν τον εαμικό και τον αντιεαμικό κόσμο και κυρίως το πρόβλημα του αφοπλισμού των ενόπλων ανταρτικών σωμάτων μετά την απελευθέρωση. Αυτές οι εκκρεμότητες θα προκαλέσουν σοβαρότατες επιπλοκές στην πορεία προς την ομαλότητα. Πάντως στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, σχηματίζεται η νέα κυβέρνηση, στην οποία η ΠΕΕΑ μετείχε με έξι υπουργούς. Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί και οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και στις 18 του ίδιου μήνα ο πρωθυπουργός και τα μέλη της εθνικής κυβέρνησης εισήλθαν στην πόλη. Όμως μια νέα δραματική περίοδος της ελληνικής ιστορίας θα άρχιζε.

Η πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης δεν μπορούσε να αποκρύψει τα μεγάλα προβλήματα που παρέμειναν στη χώρα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα ενώ τμήμα του ΕΛΑΣ την υποδέχτηκε με τιμητικό άγημα. Παράλληλα ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής χώρας. Γερμανικές δυνάμεις παρέμεναν στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και σε διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Η Ελλάδα είχε ερημωθεί, ο λαός πεινούσε, χρήματα δεν υπήρχαν, ενώ πολιτικά η χώρα ήταν χωρισμένη σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα στις δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας: Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ. Το ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε στις περισσότερες περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του (εκτός κάποιων νησιών του Αιγαίου, της Κρήτης, της Ηπείρου και της Αθήνας όπου μαίνονταν μάχες με τα τάγματα ασφαλείας και τη Χ) μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, κυρίως ταγματασφαλιτών, Χιτών και φιλελεύθερων.

Το σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων, προς δημιουργία εθνικού στρατού. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να καθορίσει αποφασιστικά την κατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με το στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Η απόφαση είχε ληφθεί τέσσερις μέρες νωρίτερα, κατόπιν σύσκεψης στην οποία μετείχε και ο Σιάντος του ΚΚΕ. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 18 Νοεμβρίου συμφωνήθηκε η ίδρυση Εθνοφρουράς, η οποία θα στελεχωνόταν από τους κληρωτούς της τάξης του 1936. Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Παράλληλα, συμφωνήθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους και ο ΕΔΕΣ, αλλά και η Χωροφυλακή της Μ. Ανατολής. Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, κυρίως στους αδιάλλακτους εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία.
Η ταξιαρχία είχε λάβει μέρος στη Μάχη του Ρίμινι. Μάλιστα είχε αποσταλεί από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ στο Ιταλικό μέτωπο ώστε να αποκτήσει πολεμικές δάφνες. Στη διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη δεκεμβριανή σύγκρουση. Επίσης, σε αυτές τις δυνάμεις θα προστίθενταν ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ώστε να λάμβαναν μέρος αν χρειαζόταν σε επιχειρήσεις των συμμάχων σε Κρήτη και Δωδεκάνησα, περιοχές τις οποίες ακόμα κατείχαν οι Γερμανοί. Αυτό που ήθελε η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν «να δημιουργηθεί εθνικός στρατός με δύναμη 40.000 ανδρών, ικανός να αναλάβει καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να γίνει εφικτή η ταχύτερη αποδέσμευση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις άλλες ζώνες επιχειρήσεων». Η τελική απόφαση για τη συγκρότηση εθνικού στρατού όριζε πως αυτόν θα αποτελούσαν αφενός η Γ΄Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος και τμήμα του ΕΔΕΣ και από την άλλη μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, ίσης δύναμης αλλά και βάρους οπλισμού με τους τρεις προαναφερθέντες σχηματισμούς. Η συμφωνία θα έπρεπε να επικυρωθεί στις 28 Νοεμβρίου του 1944, ωστόσο κάτι τέτοιο δε συνέβη.

Η ηγεσία του ΕΑΜ, μετά από μεταστροφή του ΚΚΕ που ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Ως αντίδραση, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός του στρατηγού Σαρηγιάννη που το έπραξε λίγες μέρες αργότερα), ενώ το ΕΑΜ ζήτησε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος. Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ. Ύστερα από αυτές τις αποφάσεις, αλλά και από πληροφορίες ότι το συλλαλητήριο θα ήταν ένοπλο η κυβέρνηση παρά την αρχική αποδοχή τελικά το απαγόρεψε. Ο λαός της Αθήνας την Κυριακή 3 Δεκέμβρη αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση κατέκλυσε ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος, εξάλλου ούτε επί γερμανοϊταλικής κατοχής δεν σταμάτησε να διαδηλώνει. Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2 Δεκεμβρίου και τελέστηκε η κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου της προηγούμενης μέρας.
Καθώς οι βρετανικές δυνάμεις ενισχύονταν και οι πιθανότητες για κατάκτηση της εξουσίας περιορίζονταν, οι ηγέτες του ΚΚΕ ενώ είχαν υπογράψει την συμφωνία της Καζέρτας και είχαν δεχθεί ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης τον Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο πρώην υποστράτηγο της Χωροφυλακής ο οποίος εξόπλιζε τάγματα από οργανώσεις όπως η Χ, και ενώ δέχθηκαν να στρατωνιστεί η Ορεινή ταξιαρχία σε στρατόπεδο που έλεγχε ως τότε ο ΕΛΑΣ και ενώ υποδέχθηκαν με τιμητικό άγημα τον Γεώργιο Παπανδρέου και ενώ παρέδωσαν κάθε αιχμάλωτο που ήταν στα τάγματα ασφαλείας στους Βρετανούς τότε συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να αναλάβουν αποφασιστικές και άμεσες πρωτοβουλίες. Η ηγεσία του ΚΚΕ, δηλαδή ο νεαρός (και χωρίς γραβάτα) γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος ήταν δημοφιλής στους αριστερούς της χώρας και είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το 1945 από το Νταχάου, αντιλαμβάνονταν πλέον ότι είχε παρασυρθεί σε εσφαλμένες ενέργειες, ότι είχε χάσει τα πολιτικά οφέλη που με τόσο κόπο είχε με τη συμμετοχή της στην Αντίσταση κερδίσει στη διάρκεια της Κατοχής και, ακόμη, φοβόταν ότι οι Άγγλοι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν στην Ελλάδα μια δικτατορία της Δεξιάς, αφού θα είχαν αφοπλίσει τον ΕΛΑΣ. Η απόφαση να προχωρήσει το ΚΚΕ στη σύγκρουση πάρθηκε μετά τις 20 Νοεμβρίου από το Πολιτικό Γραφείο και όχι στις 28 Νοεμβρίου (όταν ναυάγησαν οι διαπραγματεύσεις με τον Παπανδρέου) ή στις 3 Δεκεμβρίου, όπως πιστευόταν ως πρόσφατα.

Στην Αθήνα και στον Πειραιά, οι βρετανικές δυνάμεις αποτελούνταν από μία ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η με μία επιλαρχία αρμάτων Sherman, των 35 τόνων. Υπήρχαν επίσης μονάδες αλεξιπτωτιστών και δύο τάγματα πεζικού που έφθασαν αεροπορικώς στην αρχή των γεγονότων, συνολικά 5.000 άνδρες. Υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα. Συνολικά έλαβαν μέρος στις μάχες των πρώτων ημερών η 4η Μεραρχία (10η, 12η, 23η Ταξιαρχίες Πεζικού), 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 139η Ταξιαρχία Πεζικού, 5η Ινδική Ταξιαρχία κ.α. Ο όγκος των βρετανικών ενισχύσεων - τρεις μεραρχίες πεζικού, η 4η Ινδική, η 4η και 46η Βρετανικές, σε πρώτη φάση - θα έφθαναν στα μέσα Δεκεμβρίου. Η εκστρατεία των Βρετανικών στρατευμάτων ήταν ακριβώς η διπλάσια από αυτή των Βρετανών το 1941 έναντι της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις περιλάμβαναν την Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής, της Αστυνομίας, άνδρες της "Χ" με 2.500 έως 3.000 ενόπλους, λοιπών αντιστασιακών οργανώσεων (Ρ.Α.Ν, ΠΕΑΝ κ.α.), όπως και τους περίπου 12.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Το Α΄ Σώμα Στρατού, είχε στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα με ελάχιστα πυρομαχικά. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα (Το 2ο Σύνταγμα αφοπλίστηκε πριν την σύγκρουση). Στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία. η Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000 ένοπλοι. Το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ αποτελούνταν από το Α΄Σώμα Στρατού, ΙΙ Μεραρχία, 52 Σύνταγμα Πεζικού, VIII ταξιαρχία, Εθνική Πολιτοφυλακή κ.α.

Τις  3 Δεκεμβρίου διοργανώθηκε το συλλαλητήριο ο στρατηγός Σκόμπι διέταξε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Το βράδυ της ίδιας ημέρας σημειώθηκε το πρώτο καθαρό πολεμικό επεισόδιο των Δεκεμβριανών, όταν αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων αφόπλισε στην περιοχή του Παλαιού Ψυχικού το 2ο σύνταγμα της 2ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ, το οποίο παραδόθηκε αμαχητί καθώς δεν είχε εντολές εμπλοκής με Βρετανικά στρατεύματα και η διοίκησή του αδικαιολόγητα απουσίαζε.
Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε δύο τάγματα του ΕΛΑΣ και το σύνολο της Οργάνωσης Χ που έδρευε στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε μερικές ώρες και ο ΕΛΑΣ κατέβαλε την άμυνα των αντιπάλων του, όμως οι Βρετανοί επενέβησαν με άρματα και μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο βρετανοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν σε κατάληψη πολλών αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και σε περιοχές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Κυψέλη , στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, στον Κολωνό, στα Πατήσια και αλλού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις φυλακές στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης τις οποίες κατέλαβαν. Τα γεγονότα προκάλεσαν κυβερνητική κρίση με τον πρωθυπουργό της κυβέρνησης Γεώργιο Παπανδρέου να εκδηλώνει το βράδυ της ίδιας ημέρας την πρόθεση του να παραιτηθεί. Η Βρετανική πλευρά αντέδρασε άμεσα και απαίτησε να παραμείνει στη θέση του. Όπως διέρρευσε από τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις το 1974, ο Τσώρτσιλ σε συνομιλία του με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ ανέφερε «Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να παραμείνει πρωθυπουργός. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς.…»

Την νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού. Η επίθεση ανακόπηκε μετά από παρέμβαση των Βρετανών που χρησιμοποίησαν τεθωρακισμένα οχήματα. Παρόμοια εξέλιξη είχε η επίθεση στις φυλακές Χατζηκώστα που έληξε με παρέμβαση των Βρετανών. Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση στο σύνταγμα χωροφυλακής. Μετά από τετραήμερη σκληρή μάχη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποκρούστηκαν μετά από δραστική επέμβαση βρετανικών τεθωρακισμένων, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν γύρω από το στρατόπεδο. Παρόμοια εξέλιξη είχε και η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους στρατώνες του Γουδή όπου έδρευε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε επίθεση στη σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Η πολιορκία λύθηκε με παρέμβαση των Βρετανών που μετέφεραν το προσωπικό της σχολής στα ανάκτορα.
Στις 5 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Γενική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό Πατησίων και Τοσίτσα και συνέλαβε μερικούς αιχμάλωτους, ενώ οι περισσότεροι αστυνομικοί που υπεράσπιζαν το κτήριο φυγαδεύτηκαν από αγγλικά άρματα. Επίσης το 4ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ κατέλαβε την έδρα της Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Ελλάδας στην οδό Πατησίων στο Πεδίο του Άρεως και αιχμαλώτισε 80 περίπου αξιωματικούς της χωροφυλακής. Στις 6 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ μετά από διήμερη πολιορκία κατέλαβε την Ασφάλεια Αθηνών στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ και πυρπόλησε το κτίριο που ήταν άντρο βασανισμού και εκτελέσεων αντιστασιακών την περίοδο της κατοχής.
Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ διέταξε αποστολή νέων ενισχύσεων στην Ελλάδα. Την επόμενη μέρα οι Βρετανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την ανακατάληψη του Πειραιά. Στην επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου χρησιμοποιήθηκε η 5η Ινδική Μεραρχία. Οι στρατιώτες (γνωστοί ως Γκούρκας), έπειτα από σκληρή μάχη, στην οποία είχαν σημαντικές απώλειες, κατέλαβαν την Καστέλλα στις 14 Δεκεμβρίου.
Στις 16 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν νέες Βρετανικές ενισχύσεις και ξεκίνησαν επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των περιοχών της Αθήνας που βρίσκονταν στον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αφού εξασφάλισαν την μεταφορά στρατιωτών από το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας, το κατέλαβαν στις 18 Δεκεμβρίου και το έλεγξαν με τα πυροβόλα που τοποθέτησαν τους σημαντικότερους δρόμους της Αθήνας. Τη νύχτα της 17ης προς 18η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πραγματοποίησαν μία επιτυχημένη επιχείρηση καταλαμβάνοντας τα ξενοδοχεία Σεσίλ, Απέργη και Πεντελικόν, στα οποία διέμενε το προσωπικό της RAF. Συνολικά 50 αξιωματικοί και 500 σμηνίτες της RAF αιχμαλωτίστηκαν.
Όλες αυτές τις μέρες των μαχών η βρετανική αεροπορία βομβάρδισε λαϊκές συνοικίες και θέσεις του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα και στα περίχωρα προκαλώντας πολλούς θανάτους αμάχων.

Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον στρατηγό Σκόμπι. Μετά την ήττα του ο ΕΛΑΣ (υπό την ηγεσία του Σιάντου) αποχώρησε από την Αθήνα, μαζί με χιλιάδες υποστηρικτές του, καθώς και με χιλιάδες αιχμαλώτους αμάχους και μη, ως αντιστάθμισμα στη πρωτύτερη πράξη των Βρετανών που μετέφεραν έναν μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (Ελ Τάμπα) στη Μέση Ανατολή.
Ο αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές (Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Άγγλων.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ, δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως σταλινικό πραξικόπημα. Στην περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανης του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος. Άλλα γνωστά θύματα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ή αργότερα, κατά την πορεία των αιχμαλώτων, ήταν και οι Σπύρος Τρικούπης, Στέλιος Κορυζής (αδερφός του πρώην πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή) κ.α..
Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος» κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του ΚΚΕ Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.

Μια άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό στην Ελλάδα για να υπερασπίσει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της.
ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ
Αιτία της ήττας του ΕΛΑΣ ήταν η γενικευμένη επέμβαση των Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέμβαση που το ΕΑΜ είχε από την αρχή υποτιμήσει. Επίσης ότι το ΚΚΕ δεν προσανατολιζόταν σε γενικευμένη σύγκρουση για αυτό κράτησε σε απόσταση τον εμπειροπόλεμο τακτικό ΕΛΑΣ, κράτησε μακριά από την Αθήνα, στη Λαμία, το Γ.Σ του ΕΛΑΣ με τους υπέρμαχους της σύγκρουσης Βελουχιώτη-Σαράφη, ενώ, έδωσε την μάχη με τον ελαφρά οπλισμένο εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθήνας και επιτελικούς αξιωματικούς που δεν είχανε την απαιτούμενη εμπειρία.
ΠΑΠΑΓΟΣ

Οσο υπήρχε ο κίνδυνος μιας χωριστής ειρήνης των ΗΠΑ και της Βρετανίας με την νικημένη Γερμανία, τα σοβιετικά στρατεύματα, που έως το καλοκαίρι του 1944, είχαν προελάσει έως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, δεν επρόκειτο να περάσουν την ελληνο-βουλαρική μεθόριο. Η συνάντηση της Γιάλτας πλησίαζε και η Σοβιετική ένωση δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους Βρετανούς και έτσι να διακινδυνεύσει σπουδαία συμφέροντά της σε άλλες περιοχές. Μετά τα γεγονότα ο Στάλιν τήρησε μια περίεργη σιγή· απέφυγε και να επικρίνει τους Βρετανούς αλλά και να αποθαρρύνει τον ΕΛΑΣ. Σχετικά με την στάση αυτή του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρατηρεί ότι ενώ οι ΗΠΑ επέκριναν τη βρετανική παρέμβαση στην Ελλάδα, ο «Στάλιν παρέμεινε αυστηρά και πιστά προσκολλημένος στη Συμφωνία μας του Οκτωβρίου (απόσυρση βουλγαρικών στρατευμάτων μέχρι τέλη Οκτωβρίου από τη Μακεδονία και Θράκη) και κατά τη διάρκεια των πολλών εβδομάδων του αγώνα εναντίον των κομμουνιστών στους δρόμους της Αθήνας ούτε μια λέξη μομφής δεν βγήκε από τη «Πράβδα» ή την «Ισβέστια» ». Ωστόσο, από τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, προκύπτει ότι, πριν από τη ανακωχή, η ΕΣΣΔ προειδοποίησε την ηγεσία του ΚΚΕ, μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη, πρώην γενικού Γραμματέα της Κομιντέρν Γκεόργκι Δημητρόφ, να μη περιμένει καμιά βοήθεια.
Ο Στάλιν είχε τηρήσει αυστηρά αυτήν τη Συμφωνία των ποσοστών στις έξι εβδομάδες που είχαν διαρκέσει οι μάχες εναντίον του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ούτε η Ισβέστια ούτε η Πράβδα αναφέρθηκαν στο γεγονός. Στις δύο όμως βαλκανικές χώρες της Μαύρης Θάλασσας ακολουθούσε αντίθετη πορεία. Αν όμως τον πίεζαν μπορεί να έλεγε: «Εγώ δεν επεμβαίνω σε ό,τι κάνετε στην Ελλάδα. Επομένως, για ποιο λόγο εσείς δε με αφήνετε να δράσω ελεύθερα στη Ρουμανία;».

Μια παρόμοια ερμηνεία της σοβιετικής στάσης ήταν και του Τάκη Λαζαρίδη (νεαρού ΕΛΑΣίτη τότε), υιού του Κώστα Λαζαρίδη. Σύμφωνα με τον Λαζαρίδη, η σοβιετική πλευρά τηρούσε επισήμως στάση ουδετερότητας έως και αποδοκιμασίας, ανεπισήμως όμως μέσω της σοβιετικής ειρηνευτικής αποστολής στην Αθήνα υποδαύλιζε τα πάθη και ενεθάρρυνε την ηγεσία και τους ανθρώπους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Έτσι με αυτόν τον τρόπο και έμενε πιστή στις συμφωνίες της με τη Βρετανία, και παράλληλα προκαλούσε περισσότερη αναταραχή στην Ελλάδα έχοντας άλλοθι και ελεύθερο πεδίο για επεμβάσεις σε "δικές της περιοχές".
Η συμφωνία «ειρήνης» (εκεχειρίας ουσιαστικά) που υπογράφτηκε στις 11 Ιανουαρίου 1945  από την τότε κυβέρνηση Πλαστήρα και αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) μετά την ανακωχή των Δεκεμβριανών στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ονομάστηκε Συμφωνία της Βάρκιζας ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ, βάσει της οποίας οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
η Συμφωνία αποτελούσαν εννέα άρθρα.
Tην δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις πολιτικές ελευθερίες.
Την άρση του στρατιωτικού νόμου.
Την αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944.
Την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ.
Τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού.
Την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του.
Την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών.
Την αντίστοιχη εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας, και
Την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών.
Στις 28 Φεβρουαρίου ολοκληρώθηκε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ, ο οποίος παρέδωσε 100 πυροβόλα διαφόρων τύπων, 81 ομαδικούς και 138 ατομικούς όλμους, 419 πυροβόλα, 1412 οπλοπολυβόλα, 713 αυτόματα τουφέκια, 48.953 τουφέκια και πιστόλια, 57 αντιαρματικά τουφέκια και 17 συσκευές ασυρμάτου.
Μερικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως και ο ηγέτης του Βελουχιώτης αρνήθηκαν να δεχτούν τη Συμφωνία και κατέφυγαν και πάλι στα βουνά, παρότι ο τελευταίος την είχε υπογράψει. Το ΚΚΕ τους αποκήρυξε αμέσως, αν και πλέον έχει παραδεχθεί ότι η απόφαση του Βελουχιώτη ήταν σωστή και τον έχει αποκαταστήσει πολιτικά.

Οι εκατέρωθεν παραβιάσεις των όρων της οδήγησαν σε νέα πολιτική πόλωση και στα δραματικά γεγονότα του εμφυλίου του 1946-1949, ο οποίος έληξε με την ήττα των ανταρτών και την επικράτηση των κυβερνητικών στρατευμάτων.
ΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ 
Στο σήμερα για μία ακόμα φορά οι Έλληνες έχουν αρχίσει τον ξεσηκωμό κατά της νέας Γερμανικής κατοχής του 2010 στην Ελλάδα και για μία ακόμα φορά υπάρχουν τόσο γερμανοτσολιάδες και τάγματα ασφαλείας (π.χ. ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΠΟΤΑΜΙ, ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ, ΠΡΑΣΙΝΟΙ) όσο και πατριωτικές οργανώσεις ακραίας κυρίως μορφής (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ), οι οποίες συμφωνούν μόνο στο τέλος των μνημονίων και στην απομάκρυνση της γερμανικής κατοχικής ηγεμονίας στην χώρα μας, Αρχηγός της πιο ισχυρής για την ώρα δύναμης, του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο τωρινός νεαρός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας (που ούτε και αυτός έχει γραβάτα) , ο οποίος όπως και ο προκάτοχος του Ζαχαριάδης έχει οδηγήσει το κόμμα του σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ (όπως κάποτε είχαν συνεργαστεί το αριστερό ΕΑΜ και ο δεξιός ΕΔΕΣ στον Γοργοπόταμο κατά των Γερμανών κατακτητών) στην κατάληψη της εξουσίας στην χώρα (προσωρινή για τον Ζαχαριάδη, μένει να φανεί για τον Τσίπρα). Και όπως και τότε οι Γερμανοί για μία άλλη φορά ετοιμάζονται να αποχωρήσουν από την χώρα και να αφήσουν πίσω τους το χάος, χρηματοδοτώντας τους σύγχρονους γερμανοτσολιάδες και αφήνοντας την χώρα μας σε πολιτικό χάος.

Επίσης φαίνεται ότι και η νέα συγκυβέρνηση έχει αρχίσει την δίωξη (ορθώς κατά βάση αφού οι περισσότεροι τους είναι εγκληματίες, αρκεί να μην αρκεστεί σε λίγους για το θεαθήναι) πολιτικούς της αντιπάλους (ενώ άλλους σαν την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ τους χαϊδεύει), ενώ παράλληλα αρχίζει να παίρνει πίσω πολλές υποσχέσεις της και να κάνει συμφωνίες με την νέα ονομασμένη τρόικα-θεσμοί (δημιουργώντας σύγκρουση εντός του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ) και αρχίζει να ετοιμάζει πιθανότατα και την εφαρμογή μιας ακραίας αντεθνικής κρυφής ατζέντας για την χώρα (π.χ. πα΄ρατυπους μετανάστες), κάτι το οποίο θα την φέρει σε σύγκρουση τόσο με τους νέους γερμανοτσολιάδες, όσο και με τα άλλα αντιμνημονιακά κόμματα τόσο εκτός όσο και εντός της κυβέρνησης και φέρνοντας την αντίστοιχα σε σύγκρουση με την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.

Οι Γερμανοί παράλληλα άρχισαν να κόβουν την χρηματοδότηση της και να της προκαλούν οικονομική ασφυξία, προκειμένου να την κάνουν μισητή στον λαό, και αφού τον στρέψουν εναντίον της να «επαναφέρουν» μία φιλική προς αυτούς κυβέρνηση, είτε μέσω εκλογών, είτε μέσω «πραξικοπήματος» (δηλαδή με την «έμμεση πτώση του Τσίπρα» εν μέσω έντονων οικονομικών και πολιτικών πιέσεων και του σχηματισμού μίας νέας οικουμενικής κυβέρνησης με ένα φιλικό προς αυτούς πρόσωπο). Σε όλα αυτά μπορούν να προστεθούν και οι πιθανότητες μιας παρακινούμενης εξωτερικής εισβολής. Αν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει την πορεία υποταγής στους Γερμανούς και του διχασμού του λαού είναι πιθανό να φέρει χρεοκοπία στην χώρα, έξοδο από το ευρώ, πιθανό εμφύλιο πόλεμο και επέμβαση του στρατού (αυτόκλητη ή μη) και παράλληλο πιθανό πολεμικό επεισόδιο από τους και υποκινούμενους γείτονες της χώρας, με αποτέλεσμα να συμβεί εδώ σε μικρογραφία ότι συνέβη τότε στην Ρωσία και πιθανή πιο άγρια επέκταση του σε πολεμικό επίπεδο, ειδικά εάν εμπλακούν και άλλες χώρες πολεμικά (π.χ. Τουρκία, Κύπρος, Ρωσία κλπ).

Έτσι θα πρέπει η τωρινή να προσέξει να μην επαναλάβει και πάλι τα ίδια λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν την χώρα στην καταστροφή και τον εμφύλιο γιατί μόνο με την εθνική ενότητα, την ένωση και τον πατριωτισμό μπορεί η χώρα μας να ξεφύγει από το όνειδος της κατοχής και να μεγαλουργήσει και πάλι ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη ως φάρος της δημοκρατίας και πυξίδα ευημερίας, τόσο για το καλό του λαού της χώρας, όσο επίσης και για το καλό όλων των λαών του υπολοίπου κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου